Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

όπως την περασμένη χρονιά

Ίσως κι αυτή τη χρονιά να σταθούμε, πολύ περισσότερο κι από άλλη κάθε φορά

Ὄρθιοι καὶ μόνοι μὲς στὴ φοβερὴ ἐρημία τοῦ πλήθους.*

βλέποντας πως

αργά μεθοδικά
μας αλλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στύλ της καρέκλας* 
 
μάθαμε πια πως θέλει αρετή και τόλμη να πεις
 
Δὲν μὲ θαμβόνει πάθος

κανένα· ἐγὼ τὴν λύραν
κτυπάω, καὶ ὁλόρθος στέκομαι
σιμὰ εἰς τοῦ μνήματός μου
τ᾿ ἀνοικτὸν στόμα. *

για να συνεχίσουν ελεύθερα να

μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο. *


και στα πολλά που θα γραφτούν και θα ακουστούν, να μπορώ να μην ξεχνώ:

Επιμύθιο I: Καλύτερα ν’ αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε.
Επιμύθιο II: Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες που ονειρεύονται κήπους. *



Καλή Χρονιά!

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Και προπαντός....



Θὰ περάσουν ἀποπάνω μας ὅλοι οἱ τροχοὶ

στὸ τέλος
τὰ ἴδια τὰ ὄνειρά μας θὰ μᾶς σώσουν.
Ἀγάπη μεῖνε στὴν καρδιὰ —
αὐτὸς ἂς εἶναι ὁ κανὼν τοῦ τραγουδιοῦ σου.
Μὲ τὴν ἀγάπη
Θὰ σηκώσουμε τὴν ἀπελπισία μας
Ἀπ᾿ τὸ ἀμπάρι τοῦ κορμιοῦ.
Δὲν εἶναι φορτίο γιὰ τὴ χώρα τῶν ἀγγέλων
ἡ ἀπελπισία.
Καὶ προπαντὸς
ἂς μὴν ἀφήσουμε τὴν ἀγάπη
νὰ συνωστίζεται μὲ τόσα αἰσθήματα…

Νίκος Καρούζος





Καλά Χριστούγεννα !



Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Η Παράσταση

Είναι η δουλειά στους σκηνοθέτες
να τακτοποιούν
στη σκηνή και στα φώτα
όλους τους ηθοποιούς
κι οι ηθοποιοί
προσεκτικά επιλεγμένοι
να κινούνται - μόνο όταν πρέπει
να μιλούν - μόνο όταν πρέπει
να κλαίνε και να γελούν- μόνο όταν πρέπει
σε τέτοιες παραστάσεις.

Είναι η δουλειά στους ταξιθέτες
να τακτοποιούν
με τη σειρά και όπως πρέπει
όλους τους θεατές
κι οι θεατές
να κάνουν ησυχία - σε όλη την παράσταση
και να μη μιλούν μεταξύ τους - αυτό ενοχλεί 
και να χειροκροτούν, όταν και μόνο πρέπει - αυτό απαιτεί ο σκηνοθέτης
σε κάθε παράσταση.

Για να αρέσει αυτή η παράσταση
-γιατί πρέπει να αρέσει, έτσι συνηθίζεται-

Οι επίσημοι προσκαλεσμένοι
μαζί και οι κριτικοί
στα πρώτα καθίσματα,
κάποιοι και στα θεωρεία

οι πιο πολλοί γνωστοί από παλιά
κι άλλοι
κρατώντας κόκκινα γαρύφαλα στα χέρια, πλαστικά
-αυτά διατηρούνται χρόνια τώρα και δεν μαραίνονται-
με σοβαρό ύφος και όπως πρέπει σε τέτοιες περιπτώσεις
θα παρακολουθήσουν την παράσταση σοβαροί
με στιβαρό ενθουσιασμό και με ρυθμό
θα χειροκροτήσουν στο τέλος

όλοι μαζί, ο σκηνοθέτης, οι ηθοποιοί, οι επίσημοι και οι κριτικοί
ικανοποιημένοι
- γέμισαν οι θέσεις θεατές
ανακουφισμένοι
- κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε για τα κομμένα λόγια
και κάποιες φράσεις, απρεπείς πια για τους καιρούς μας

στο έργο, 
αυτό, ανώνυμου λαϊκού συγγραφέα
όταν για πρώτη φορά ανέβηκε
Νοέμβρη του '73
δίχως σκηνοθέτη
με ανώνυμους ηθοποιούς-θεατές

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

Plaudite, amici, comedia finita est!


«Όταν στο δρόµο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγµά της[1], η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουµε πολλά τέρατα να καταστρέψουµε. Ας συλλογιστούµε την απόκριση του Οιδίποδα.»

Απόσπασμα από την ομιλία του Γιώργου Σεφέρη στην τελετή παραλαβής του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας [11 Δεκεμβρίου 1963]
[1] "Τί ἐστιν ὃ μίαν ἔχον φωνὴν τετράπουν καὶ δίπουν καὶ τρίπουν γίνεται;"



“The Dark Wood of Error”




Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

η Παρέλαση

Παρέλασαν τα παιδιά.
Μαθητές και μαθήτριες είναι.
Μαθητές και μαθήτριες, δίχως τα βιβλία τους σήμερα.

Και χωρίς μέλλον.

Παρέλασαν οι μελλοντικοί άνεργοι.

Αυτό δεν το σχολίασε κανείς, ούτε "επίσημος" ούτε "ανεπίσημος".
Αυτοί εξάλλου έχουν δουλειά και ξέρουν να οργανώνουν καλά τις παρελάσεις, όπως και όταν πρέπει.....





Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

η βίδα

επειδή πολλά ακούμε,
τέτοιες λοιπόν μέρες και στιγμές που είναι

"Θυμάμαι όμως πολύ καλά τα λόγια του....
Εγώ στον μεγάλο, μια συμβουλή έδωσα: Αγόρι μου, να μην είσαι η βίδα που γυρίζει, αλλά το κατσαβίδι που τη βιδώνει. Κι αν δεν το μπορείς αυτό, τουλάχιστον προσπάθησε να είσαι μια βίδα ελαττωματική, που πάντα θα φεύγει από τη θέση της"

Ν. Δαββέτας, Η εβραία νύφη, Κέδρος 2009

Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

σε μια παραλία


Δεν ξέρω ποια χέρια
σε κανάκεψαν,
σε νανούρισαν,
ποια μάτια σου 'δωσαν ζωή
και ποιο στόμα
ένα όνομα.

Δε θέλω να ξέρω
ποιο πόδι θα σε κλωτσήσει
σκουπίδι μαζί με τ' άλλα σκουπίδια

Εσύ όμως πάντα θα χαμογελάς
-αυτή είναι και η μοίρα σου-
παιδικά κι αθώα.

Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Μην ανησυχείτε σύντροφοι

Σε προηγούμενη επίσκεψη μας, η γιαγιά θυμήθηκε πώς στα νεανικά της χρόνια, μέσα της δεκαετίας του ’50 δηλαδή, έκανε διαλέξεις αθεϊσμού για τους συχωριανούς της στη Βιχλιαέβκα.
Η Βιχλιαέβκα, αρκούντως απομονωμένη, είχε μια παλιά ξύλινη εκκλησία που κάηκε από κεραυνό στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Πιθανά πως κάποιος επίτηδες έκοψε το καλώδιο του αλεξικέραυνου. Είχε και ιερέα επίσης· παρόλα τα κηρύγματα αθεϊσμού, η γιαγιά είχε βαφτίσει στα κρυφά και τα δυο παιδιά της. Ήταν βέβαια επικίνδυνο, ιδιαίτερα καθώς ο άντρας της ήταν μέλος του κόμματος και αν γινόταν αντιληπτές οι βαφτίσεις θα είχε σοβαρούς μπελάδες.
(...)
Οι άνθρωποι στα χωριά, ειδικά οι παλιοί, είχαν τη δική τους σοφία, όπως σε όλα τα μέρη του κόσμου· ανεξάρτητα αν σήμερα πολλή από αυτή έχει πια χαθεί εξαιτίας της σοβιετικής διακυβέρνησης και του αλκοόλ.
Όταν πέθανε ο Στάλιν, στη Βιχλιαέβκα εστάλησαν οδηγίες για εκδηλώσσεις πένθους και τα σχετικά. Έτσι ο επικεφαλής του αγροτικού συνεταιρισμού, τοπικός άνθρωπος του κόμματος βεβαίως, μάζεψε τους χωριανούς στο «σπίτι του πολιτισμού» να τους ενημερώσει σχετικά.
Βλέποντας ότι δημιουργήθηκε η σχετική ανησυχία, έκλεισε το λόγο του λέγοντας:

«Μην ανησυχείτε σύντροφοι. Ο Λένιν πέθανε, και ζήσαμε. Τώρα που πέθανε ο Στάλιν, πάλι θα ζήσουμε


Olya Gluschenko και Κωστής Δρυγιανάκης






Η γιαγιά σήμερα.



Ευχαριστώ τους καλούς φίλους, Olya και Κωστή. που μοιράστηκαν μαζί μου τις εντυπώσεις τους από το ταξίδι τους στο Βόρονεζ φέτος τον Ιούνη.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Το Υπερκείμενο

Προσπάθησα να το διαβάσω με κάθε τρόπο.
Οι παραδοσιακοί τρόποι μάλλον δεν ήταν ό,τι το πιο χρήσιμο στις προσπάθειες ανάγνωσης, ερμηνείας και ανάλυσης.
Είπα να εφαρμόσω στην ανάγνωση την διακειμενικότητα, καθώς και άλλες αρχές της σημειωτικής.

Τελικά νομίζω πως μάλλον έτσι μπορεί να διαβαστεί καλύτερα και να κατανοηθεί πλήρως.

Τώρα, μάλιστα.
Αυτό μπορεί κανείς να το πει κανείς Υπερκείμενο.

Μπορεί να μην είναι καλύτερο από το πρωτότυπο. [Εξάλλου αυτό το έγραψε επώνυμος, άρα είναι και εξ ορισμού καλό και αποδεκτό και πάνω απ' όλα φιλοσοφημένο.]
Ε, τώρα, αν κάποιοι προσπάθησαν να το σχολιάσουν, χαρά στο κουράγιο και την υπομονή τους!

Αντί να το σχολιάσω, λέω να πάω μια βόλτα στα Προσφυγικά απόψε, ό,τι απέμεινε δηλαδή. Εκεί στα στενά δρομάκια και τα χαμηλά σπίτια θα προσπαθήσω να διαβάσω τα άλλα υπερκείμενα, τα πραγματικά....

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

διπλή ανάγνωση


Στη διπλωμένη εφημερίδα, αγορασμένη μαζί με άλλα ψώνια, ανάμεσα σε διαφημίσεις και φωτογραφίες δε γράφει πουθενά πως 

Όσο θα λιγοστεύουν τα ψοφίμια
τόσο θ' αγριεύουν τα κοράκια (1)

και στο σημείωμα του εκδότη ποτέ δε θα διαβάσει κανείς, γιατί πικρό ίσως αλλά κι αληθινό ότι

Δεν μας χορεύουν πια στο ταψί.
Δεν μας καθίζουν σ' αναμμένα κάρβουνα.
Μπαίνουμε μόνοι μας, αξιοπρεπώς,
σε φούρνο μικροκυμάτων (2)

Η εφημερίδα δε θα ξεδιπλωθεί. Θα σταματήσει η μουσική το δελτίο ειδήσεων πριν ακόμα ξεκινήσει.
Ποιος να μιλήσει; Ποιος να απαντήσει; Ποιος να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με το δίλημμα 

Ένα ποίημα ή ένα πιάτο φακή;
Ξέρω ποια είναι η σωστή απάντηση.
   Αλλά πεινάω. (3)

Αφήνω την εφημερίδα στην άκρη. Ανάμεσα σε σημειώσεις, βιβλία κι αποκόμματα γλίστρυσε από το πάνω ράφι μια παλιά κάρτα επικοινωνίας και ευχών "για το έτος 2007". Τυχαία είχε ανοίξει στη σελίδα 18


Δεν γίνεται απουσιολόγιο
χωρίς γομολάστιχα (4)

Γρήγορα πέρασε έτσι το ιδρωμένο απόγευμα του Σαββάτου. 
Αύριο Κυριακή και για όλη την εβδομάδα θα

Προστατεύω τα διαφανή, απλά ποιήματά μου,
γιατί με προστατεύουν
από τερατικά, ομιχλώδη τοπία
και φοβερές, βιβλικές σημασίες (5)


(1)[ σελ. 14], (2)[ σελ. 22], (3)[ σελ. 6], (4)[ σελ. 18], (5)[ σελ. 12]

Κώστας Καλαπανίδας, Λυρική ατοπία, Αργυρούπολη Δεκέμβρης 2006

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Στην πλατεία αλαφιάζονται οι μικρές παρέες

Κατεβαίνει στην παραλία, όπως το συνηθίζει πολλά απογεύματα, και καθημερινές και Κυριακές.
Είναι κάποια χρόνια που


Γυρίζει μόνος
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός
έλληνας.
Πάντα ο δρόμος μέσ' στα μάτια του
κ' η λάμψη απ' τη φωτιά
που καταλύει
τη νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στα χέρια του κλαδί από ελιά
γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά
αισθάνεται
πως όλα χάθηκαν.
Mην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Mην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες.
Άνθη της λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου
στεφάνωσέ τον Άνοιξη
τον κλώθει ο θάνατος. [1]

Κατέβηκε και χτες και προχτές από 'κει. Αυτές τις μέρες όμως είναι μαζεμένοι πολλοί.
Είδε πολλούς. Άλλους τους ήξερε κι άλλους όχι. Με πολλούς χαιρετήθηκε και τον χαιρέτησαν. Σε κάποιους όμως έριξε μια ματιά οργισμένη. Αλήθεια τι γύρευαν εκεί; Ήταν χρόνια τώρα βολεμένοι και διαμαρτύρονται για ποιο λόγο; Ήταν κι άλλοι που κανείς δεν τους έδινε σημασία, οι απουσιολόγοι της επανάστασης. Τους είχαν γυρίσει την πλάτη και δεν τολμούσαν να πλησιάσουν πολύ τον μαζεμένο κόσμο. Έτσι είναι στις επαρχιακές πόλεις, οι περισσότεροι είναι γνωστοί μεταξύ τους. 
Τον πλησίασε μια νεαρή με εφημερίδες στο ένα χέρι και φυλλάδια στο άλλο. Ξεχώριζε ή μάλλον ήθελε να ξεχωρίζει από τους άλλους, έτσι πίστευε κι έτσι προσπαθούσε. Χρόνια τώρα προσπαθούν οι μόδιστροι της ζωής μας, ώστε οι ιδέες να κυκλοφορούν με τριμένο τζιν παντελόνι την άνοιξη και το φθινόπωρο με κουστούμι, αλλά πάντα χωρίς γραβάτα. Της δίνει ένα δικό του φυλλάδιο, που ξέρει ότι δε θα το διαβάσει.  
[2]

Την πλησιάσε κι ένας νεαρός, κι αυτός με φυλλάδια κι εφημερίδες και με την αριθμητική των ανθρωποσυγκεντρώσεων προσπαθούν να κάνουν πρόσθεση. Μετά συνέχισαν να πλησιάζουν κι άλλους περαστικούς και να λένε, να λένε, να λένε. Κι ήταν κι άλλοι σαν αυτούς, που έλεγαν κι έλεγαν, μέτραγαν και μέτραγαν.

Είχε αρχίσει να μαζεύεται κόσμος.
Κάποιος, με περασμένα τα χρόνια περπατώντας αργά φαινόταν να λέει:

Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Εσύ που στο σχολείο σήκωνες το χέρι για να πεις
Όχι το μάθημα μα την αλήθεια
Σήκωνε πάντα αυτό το χέρι που το γέννησε
Της δικαιοσύνης ο καημός κ’ η σιγουριά του αύριο.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνάσιου
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε τραπέζια καφενείων
Καταχνιασμένων από την τσιγαρίλα
Και τις ανάσες πεινασμένων
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε μεγάλες πόρτες
Που δε θ’ ανοίξουν ποτέ από μέσα.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Είσαι η φωτιά που ετοιμάζει η απελπισία
Και θα κάψει τις σημαίες των αρχόντων.
Και αν το ψωμί κ’ η γνώση ανταλλάσσονται
Με τ’ άλλο χαρτί που εσύ δεν έχεις
Μην αρνηθείς γι’ αυτό το ρόλο που σου ανάθεσε ο καιρός.
Οι μέρες μας κυλούν σαν χειμωνιάτικα ποτάμια
Στους δρόμους φέγγουν φαναράκια μίσους
Στους δρόμους αλαφιάζονται οι μικρές παρέες
Καθώς απ’ τις γωνιές οι μισθοφόροι
Με στιλέτα ξεμπουκάρουν και παγίδες.
Όμως τα δαγκωμένα λόγια ακολουθούν τραγούδια. [3]

Περνά η ώρα και ο κόσμος γίνεται περισσότερος. Αυτοί που έρχονται για τη συγκέντρωση. Αυτοί που κάνουν τη βόλτα τους. Αυτοί που περνούν αδιάφοροι. Και κάποιοι ενοχλημένοι. Είναι και κάποιοι που μετράν. Από τη μια η θάλασσα και από την άλλη ο κόσμος. Χαιρετούν και χαιρετιούνται. Έτσι είναι στις επαρχιακές πόλεις, οι περισσότεροι είναι γνωστοί μεταξύ τους.
Κάποιος μιλάει δυνατά. Άλλοι τον ακούν κι άλλοι περιμένουν να μιλήσουν κι αυτοί.

Ο στόμφος εκούρασε∙ σύμφωνοι.
Το θάμπος δυνάστεψε, του λόγου,
ως την παραμόρφωση∙
και πάλι σύμφωνοι.
Άσχετο που με τους αστούς μακάρια πια
παρακμάζει∙ σωστά.
Λένε σε τόνο χαμηλό εξομολόγησης
– συγνώμη∙ ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Μη διακόπτεις∙ λοιπόν είπαμε σε τόνο χαμηλό
για τη βαθιά πληγή να λέμε,
αν πρέπει σώνει και καλά να λες για δαύτην,
κι ας είναι άβυσσο
κι ας είναι από σκοτάδι πιο άρρητη.
Χα…
Μα η φυλή μου εμένα
που νύχτα μονομαχεί και μέρα με το ανέφιχτο;
και που ανηφορίζει;
Κι ακόμα του κρανίου τόπο ανήφορο κι ακόμα;
Σε τόνο χαμηλό τι θ’ ακουστεί;
Ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Αφήνω που, αυτό μας έλειπε,
θ’ ακούγεται ωσάν ευχαριστώ
στον εξοχότατο κανάγια. [4]


Κάποιοι χειροκροτούσαν, κάποιοι σφύριζαν κι άλλοι κουνούσαν απλά το κεφάλι. Μετά συνέχισε  κάποιος άλλος.

Μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας
ότι όσοι έχουν οξύτατη όραση
θα επιζήσουν της πρώτης κρίσεως
των καρδιακών κρίσεων
της οικονομικής κρίσεως
ακόμη και της εσχάτης κρίσεως
αρκεί ν’ αντέξουν τις κρίσεις συνειδήσεως.
Κατά τα άλλα
πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι
γιατί δεν άρχισε να βρέχει βατράχια
αν και θα επινοηθούν ειδικά αλεξιβρόχια
αποσμητικά κατά της αηδίας
έως ότου εξοικειωθούμε με την μπόχα
των νεκρών αισθημάτων κι ελπίδων.

Μικρή παύση. Δε φαινόταν να μιλούσε για πρώτη φορά. Ίσως όμως και να είχε χρόνια να μιλήσει μπροστά σε τόσο κόσμο. Και σε τέτοιο κόσμο. Και συνέχισε:

Κι αν πεθάνουν τα ψάρια
επιζούν τα αμφίβια
ίσως ίσως κι οι θαλάσσιες χελώνες
κι αν χαθούν οι αντιλόπες
σώζονται οι χαμαιλέοντες.
Καμία στενοχώρια για τη ζωή.
Τι σημασία έχει πώς θα υπάρξεις; [5]


Πέρασε αρκετή ώρα και είχαν μιλήσει πολλοί. Ήταν κι άλλοι που δε μίλησαν, που ίσως δε θα μιλήσουν ποτέ μπροστά σε κόσμο. Κι αν δεν είχαν συμφωνήσει, ήξεραν πως έπρεπε κάποτε να πάψει άυτή η πραγματικότητα που

Όταν αυτοί αποφασίσουνε σου ανοίγουν τη θύρα
Ο δρόμος στρωμένα βάγια
Μα εσύ δεν είσαι έτοιμος να τον βαδίσεις
Όταν ετοιμαστείς
Η πόρτα κλείνει
Κανείς δε ξέρει ότι πια δεν είσαι δέντρο
Μόνο εσύ το ξέρεις
Κι αυτό εννοώ όταν μιλώ
Για μοναξιά της γνώσης

Πόσα παιδιά δε γεννηθήκανε
Γιατί δεν ήταν έτοιμα στην ώρα τους
Τα χειρουργεία [6]



 Κάποιοι, από τους "γνωστούς" άρχισαν να λένε και να λένε μεταξύ τους, συνέχισαν το μέτρημα, αλλά και πάλι κανείς δεν τους έδινε σημασία. Η μουσική δυνατά τους απαντούσε:

Ah, look at all the lonely people

Ah, look at all the lonely people
.....
All the lonely people, where do they all come from?
(Ah, look at all the lonely people)
All the lonely people, where do they all belong?
(Ah, look at all the lonely people)

και κάποιοι παραπέρα έγραφαν την απόφαση αυτής της συγκέντρωσης σε ένα λευκό πανί

Στον Παγασητικό, χαθήκαμε το βράδυ, ΄
Στον Παγασητικό, σε δρόμους σε νταμάρια,
Στον Παγασητικό, τη μέρα δυναμίτες,
Στον Παγασητικό, το βράδυ ερημίτες,
Στον Παγασητικό, τα σχέδια λουλούδια,
Στον Παγασητικό, λουλούδια του πελάγου.

που άρχισε να πλανιέται στον αέρα και να γλυστρά στη θάλασσα

 

[1] Νίκος Καρούζος, Πέντε Ποιήματα μέσ' το Σκοτάδι. Εικόνα,
[2] Κώστας Μόντης
[3] Θωμάς Γκόρπας, ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
[4] Έκτωρ Κακναβάτος , Η ΦΥΛΗ ΜΟΥ ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ, Από την συλλογή Διήγηση
[5] Μάριος Χάκας, Από την ενότητα «Νεκρώσιμη ακολουθία» Από την συλλογή “Όμορφο καλοκαίρι” (1965)
[6] Δημήτρης Ποταμίτης, Η μοναξιά της γνώσης, από τη συλλογή "Απεργεί ο Οδοκαθαριστής" [2001-2003] (Ποιήματα 1964-2003, Καστανιώτης 2007)


*** Το post αυτό αποτελεί την συμμετοχή των "Κυνοκέφαλων" στο δι-ιστολογικό αφιέρωμα "Η δημοκρατία στις πλατείες" :



"Η πλατεία, δημόσιος χώρος συνάθροισης, ανέκαθεν χώρος πολιτικής αντιπαράθεσης και κομματικής επίδειξης, τα τελευταία χρόνια είχε απαξιωθεί από τους πολίτες, που ιδιώτευαν στα "κλουβιά" τους. Οι πλατείες αυτές τις μέρες θυμούνται την παλιά τους χρήση: γίνονται χώροι, όπου οι άνθρωποι συνομιλούν και πολιτεύονται πάλι, διεκδικούν και διώκονται, διαμαρτύρονται και οργανώνουν. Η Κρίση μας γυρίζει πίσω στον κοινό χώρο; Η δημοκρατία επιστρέφει στις ρίζες της;"


Στο αφιέρωμα συμμετέχουν τα ιστολόγια:


Ο βιβλιοθηκάριος, Το κόκκινο μπαλόνι, Silent Crossing, Krotkaya , Μπλογκ της Αντίδρασης και του Αχαλίνωτου Σεξ , Εξεγερμένο το 2009 , Αναγεννημένη , Κουπέπκια ατάκτως τυλιγμένα , Τσαλαπετεινός , Ουδέν αμιγές , Ψαροκόκκαλο , ο Δύτης , Του κανενός το ρόδο , Ιχνηλασίες , Rubies and Clouds , Roadartist , Latecomer , χώρα του ποτέ ποτέ , Η ζωή στην καταραμένη νήσο , Butterfly's world , The Threewishes's weblog 

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Τολμήστε λοιπόν!

Με μεγάλη χαρά υποδεχτήκαμε και διαβάσαμε το κείμενο των 32, το γνωστό "Τολμήστε".
Επιτέλους!
Κάποιες και κάποιοι, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, "ως υπεύθυνοι πολίτες" πραγματικά ορθώνουν το ανάστημα σε αυτούς τους ζοφερούς καιρούς και λένε τα πράγματα, όπως είναι και δείχνουν τον δρόμο για το τι πρέπει να γίνει τώρα που
"η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο, και μόνο συντονισμένες ενέργειες, βασισμένες σε ένα νέο πνεύμα ομοψυχίας μπορούν να αποτρέψουν πλέον την καταστροφή. Όσοι αγνοούν προκλητικά τα σημεία των καιρών και, επιδεικνύοντας ασυγχώρητη ιδιοτέλεια, επιμένουν να επενδύουν στην κατάρρευση με οδηγό το δικό τους προσωπικό ή κομματικό συμφέρον, θα χρεωθούν στο ακέραιο την καταστροφή της χώρας."
Ελπιδοφόρο μήνυμα ότι "υπάρχει ακόμη καιρός να σωθούμε, αν αυτοί που εκπροσωπούν τον λαό και παίρνουν τις αποφάσεις για λογαριασμό του, όπου κι αν βρίσκονται, είτε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, είτε σε άλλους συλλογικούς φορείς ή όργανα, τολμήσουν να κάνουν το καθήκον τους."

Και ειλικρινά είναι συγκινητικό να ξέρει κανείς πως:
"Οι κατακτήσεις της σημερινής Ελλάδας στηρίχθηκαν σε κόπους και θυσίες γενεών." και να βλέπεις ότι αυτοί οι άνθρωποι δηλώνουν ευθαρσώς ότι "Δεν έχουμε δικαίωμα, πολιτικοί και πολίτες, να τις εγκαταλείψουμε ούτε να αφήσουμε κανέναν να τις καταστρέψει. Δεν έχουμε δικαίωμα να υποθηκεύσουμε το μέλλον και τα όνειρα των νέων και των επερχόμενων γενεών."

Το κείμενο απευθύνεται σε ενήλικες, πολλοί εκ των οποίων πτωχοί τω νεωτερικώ και μετανεωτερικώ πνεύματι για να γίνουν πιο εύληπτα αυτά τα πράγματα, θα μπορούσε ίσως να παρουσιαστεί με κάποια από τις γνωστές και αποτελεσματικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται στην εκπαίδευση ενηλίκων. Κανείς όμως δεν αρνείται και την αξία του παραδείγματος. Είναι και εκείνο το ομηρικό "Αμ΄ έπος αμ΄ έργον" που μας ακολουθεί από αρχαιοτάτων χρόνων.
Ένα παράδειγμα λοιπόν, θα ήθελαν όλοι οι ενήλικες για να καταλάβουν τι ακριβώς θέλουνε να πούνε και ποιες ιδέες και αντιλήψεις να εκφράσουνε. Θα ήθελαν, επίσης, να μοιραστούν τις εμπειρίες τους για να επιτευχθεί η διάχυση των ιδεών. Είναι σίγουρα λαϊκισμός να πει κάποιος να αποκτήσουν εμπειρία στις χειρωνακτικές εργασίες . Με τα προσόντα που έχουν, ας αναζητήσει ο καθένας τους να απασχοληθεί στην ειδικότητά του και σε αυτό που έχει καταξιωθεί κι έπειτα ας καταθέσει την εμπειρία του.
Για την ειλικρίνεια των λόγων και των προθέσεων.....

Οι επιστήμονες, αυτοί των γραμμάτων, ας παραιτηθούν από τις θέσεις που κατέχουν και ας αρχίσουν να στέλνουν βιογραφικά αναγράφοντας όλα τα προσόντα τους για να βρούνε δουλειά και ας περάσουν από όλες τις προφορικές συνεντεύξεις που θα τους καλέσουν. Ας μην απογοητευτούν, αν απορριφθούν. Κάπου ίσως και να σταθούν τυχεροί, με επιμονή και υπομονή οπλισμένοι, αρκεί να μη ρωτήσουν τίποτε σχετικά με το ωράριο και την αμοιβή. Κι αν σταθούν άτυχοι, ας περάσουν, πάλι για την εμπειρία, από τον πιο κοντινό ΟΑΕΔ για μια εγγραφή στα ταμεία ανεργίας. Σίγουρα ένσημα θα έχουν αρκετά για το επίδομα, γιατί κάποιοι άλλοι δεν έχουν καν τον απαιτούμενο αριθμό. [Θα μπορούσαν να δοκιμάσουν και στον δημόσιο τομέα, αλλά συμβασιούχοι και stage πλέον δεν υπάρχουν, κι όσοι υπάρχουν τελειώνουν....].
Και όσοι δηλώνουν ότι είναι των τεχνών, οι συγγραφείς, ας αναζητήσουν δουλειά σε κανένα μεγαλοβιβλιοπωλείο ή ακόμη και σε εκδοτικό οίκο. Η επαφή με το αναγνωστικό κοινό θα είναι πιο άμεση, όπως και με τους υπαλλήλους σε αυτό το χώρο. Α, και οι μουσικοί....κι αυτοί μπορούνε να αναζητήσουνε εργασία σε κάποιο μουσικό σχήμα ή ακόμη και σε μουσική εταιρεία ή και σε κάποιο σιντάδικο για να αποκτήσουν παρόμοιες εμπειρίες. Για τους ζωγράφους, μάλλον τα πράγματα είναι εκ προοιμίου δύσκολα.

Μετά λοιπόν από αυτές τις εμπειρίες και την επαφή όλους με εμάς που μας νοιάζονται, σίγουρα όλοι θα σκεφτούν "Ας τους ακούσουμε, λοιπόν, πριν είναι αργά".
Αλλιώς, το "Τολμήστε" θα παραμείνει ένα ακόμη αναξιοποίητο κείμενο του νεοελληνικού διαφωτισμού, όπως και τόσα άλλα.




  

Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Φοβάμαι

τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου– βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό». Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν. Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους. Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

Μανώλης Αναγνωστάκης (1983)



Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

η Π.

Έμενε σε ένα σπιτάκι στον κεντρικό μαχαλά του χωριού.

Το καλοκαίρι στην αυλή σε κάτι τρύπια και σκουριασμένα γκαζοτενενέδια φυτεμένες ματζουράνες, σκουλαρίκια και βασιλικοί. Το χειμώνα μια ετοιμόροπη, λειψή, τρακάδα ξύλα και κόζες για προσάναμμα. Είχε όμως το νοικοκυριό της, αλλά κανείς δεν πήγε να τον φιλέψει. Χειμώνα- καλοκαίρι άπλωνε στο φράχτη μπουγάδες, που όλοι περιγελούσαν και τσιόλια να λιαστούν.
Ο κόσμος δεν ήθελε πολλά πάρε δώσε μαζί της και δεν μπαινοέβγαινε στο σπίτι. Έλεγαν πως ήταν βρώμικο και ακατάστατο. Ούτε και τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα δεν περνούσαν από την πόρτα της. Οι γειτόνισσες την απέφευγαν. Είχε μεγάλη γλώσσα λέγαν κι έσουρνε πολλά. Πολλές φορές ακούγονταν φασαρίες και καυγάδες τρικούβερτοι, όταν έβλεπε τα παλούκια από τον φράχτη να έχουν αλλάξει θέση. Κι επειδή γυρνούσε συνέχεια στους δρόμους στο χωριό, έβλεπε κι ήξερε πολλά, αυτά τα «κοινά μυστικά», τα «κρυφά» κι ανομολόγητα, που υπάρχουν παντού, δε χαρίζονταν σε κανέναν που το ‘παιζε τίμιος και ηθικός. Όμως αν την πείραζαν ή την ενοχλούσαν καταριόταν. Και όλοι φοβούνταν την κατάρα από την λειψόμυαλη. Ήταν όμως και κάποιοι που την συμπονούσαν, «Ψυχούλα κι αυτή....»
Κάποτε είπαν κάποιοι συγγενείς πως ίσως έπρεπε να παντρευτεί. Να συμμαζέψει κανέναν ανθρωπάκο, να συμμαζευτεί κι αυτή. Το ‘θελε και η ίδια, σαν κρυφό καημό το έλεγε, όταν έβλεπε τα κορίτσια του χωριού να παντρεύονται. Καλεσμένη και τις πιο πολλές φορές ακάλεστη πήγαινε στα προικιά και για να δει το γάμο σαν κορίτσι που ήταν κι αυτή. Γιατί όλες οι ανύπαντρες, όσο χρονών κι αν είναι, πάντα κορίτσια τις λένε . Και πόσο χαίρονταν άμα της έλεγε κανείς «Και στα θ’κα σ’!» Μιας κι αυτήν δεν ήταν μικρή, της έκαναν προξενιό τον «Βλάχο», ένα γεροντοπαλίκαρο που χείμαζε στα πεδινά και τον ήξεραν τ’ ανήψια της. Δεν ξέρω αν έβγαλε τα προικιά της, αν κάλεσε κόσμο στο γάμο της, αλλά κι αν καλούσε ποιος θα πήγαινε τάχα.
Μετά το γάμο άλλαξαν κάποια πράγματα στο μικρό σπιτάκι. Ήταν πιο συμμαζεμένο. Πάντα λουλούδια στις γκάζες το καλοκαίρι και το χειμώνα μια μεγάλη τρακάδα απέξω κι η σόμπα να καπνίζει. Πλέον την καλούσαν στους γάμους μαζί με τον άντρα της. Και στα γλέντια στα πανηγύρια που πριν δεν πήγαινε, τώρα πρώτη με τον «Βλάχο». Μόνο που και πάλι ελάχιστοι κάθονταν μαζί τους. Σε ένα πανηγύρι της Παναγίας σηκώθηκε μόνη αυτή μαζί με το «Βλάχο» κι ο ένας έσερνε το χορό κι ο άλλος τον κρατούσε. Τσάμικο από εκείνα τα αργά.

Τη συναντούσα κάθε φορά που θα πηγαίναμε στο χωριό από μικρό παιδί κι είχα μάθει να τη χαιρετάω, όπως πρέπει να χαιρετάς τον καθένα στο χωριό. Ένα καλοκαίρι, τον Αύγουστο, είχα κανονίσει με τον θείο μου τον Κώστα, να πάμε στην Παναγία τη Σπηλιά. Άλλο μέσο δεν είχαμε κι είπαμε να πάρουμε το ταξί, που και τον δρόμο ήξερε ο ταξιτζής και πήγαινε συνέχεια εκείνο τον καιρό. Αλλά ήμασταν μόνο δυο. Ο ταξιτζής μας είπε διστακτικά πως ήθελε κι η Π. με τον «Βλάχο» να πάνε. Ήξερε πως μάλλον δεν θα ‘θελε κανείς να ταξιδέψει μαζί τους κοντά τέσσερις ώρες και βάλε ώρες στα Άγραφα.
Αλλά και τι θα μας πείραζαν οι άνθρωποι; «Θα πάμε όλοι μαζί».
«Ωραία παρέα θα ‘χετε!» μας έλεγαν όσοι το άκουσαν και κουνούσαν το κεφάλι. «Άντε, κι όταν γυρίσετε να μας πείτε πως τα περάσατε»....
Πήγαμε και μια χαρά περάσαμε. Μπροστά ο «Βλάχος» με την γκλίτσα καμάρωνε και πίσω εμείς οι τρεις. Στο δρόμο ιστορίες από το χωριό και άλλες κουβέντες πολλές. Πολλά άκουσα κι έμαθα, και άλλα που ούτε καν φανταζόμουν. Δεν καταλάβαμε πότε φτάσαμε. Ούτε και πως γυρίσαμε την άλλη μέρα.

Μετά από λίγα χρόνια πέθανε ο «Βλάχος». Τον κράτησε σα χήρα φορώντας τα μαύρα και μ’ όλα τα έθιμα.

Άρχισε πάλι το σπιτάκι να θυμίζει την παλιά εικόνα. Μόνο που τώρα καταλάβαινες πιο έντονα μια παραίτηση απ’ όλα και μια εγκατάλειψη. Τα παλούκια από τον φράχτη άρχισαν να κουνιούνται και πάλι. Αλλά αυτή τη φορά όλο και κάποιος της πήγαινε ένα πιάτο φαΐ κι ένα κομμάτι πίτα. Μάλλον είχε αρχίσει να το χάνει. Άρχισε να γυρνάει πάλι όλη μέρα γύρω στο χωριό, αλλά τα πόδια δεν τη βαστούσαν. Πολλές φορές γλύστραγε, έπεφτε στην άκρη του δρόμου μέχρι να βρεθεί κανένας να τη σηκώσει.

Στο τηλέφωνο μια μέρα μαζί με τα άλλα νέα από το χωριό μάθαμε πως έφυγε για τα ψηλά , να συναντήσει τον «Βλάχο» και να βλέπει καλύτερα το χωριό από ‘κει πάνω.

Στο νεκροταφείο του χωριού, πιο κάτω από τα μαρμάρινα, κάτασπρα και περιποιημένα μνήματα, σε μιαν άκρη ήταν κι ένας τάφος φραγμένος με ξύλινο φράχτη, χορταριασμένος. Στον ξύλινο σταυρό ίσα και που διάβαζες το όνομα.
Αυτή τη φορά τον φράχτη δεν τον πείραζε κανένας.
Όσες φορές πήγαινα για να συναντήσω αυτούς που φύγαν, άναβα πάντα και στην Π. ένα κεράκι.
Μέχρι που έπαψε να υπάρχει κι εκεί.









Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Ύμνος

Ο ύπνος είναι μικρός θάνατος
Όμως ο θάνατος, γλυκός ύπνος

Κοιμάται ο σπόρος, ήσυχα, στο χώμα.
Μέχρι την Άνοιξη

«μην τα κοιτάς τα μαύρα δέντρα.
Στο χώμα κοίτα, τα πράσινα βλαστάρια».

Είπε η χαροκαημένη.

Μυρίζει ξοδεμένο παρελθόν και σάπια φύλλα.
Μυρίζει Ανάσταση.

Δημήτρης Κοσμόπουλος




ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
&
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
σε όλες και όλους!

Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Ο λόγος του ασώτου

Έφυγα κουβαλώντας τη μέλλουσα επιστροφή μου.
Τον κύκλο επιχείρησα με τον πόθο ευθείας εξόδου,
επανάσταση αδιέξοδο πολεμώντας.

Εικόνα της νεανικής αγαθότητος ο πατέρας μέσα μου,
πάντα με προσκαλεί να ξαναρθώ στην αρχή
που γνωρίζει το τέλος της μόνης εφαρμογής.

Ποια δώρα προσφέρω στον εαυτό μου επανερχόμενος;
Εικόνες της φρίκης τού εαυτού μου αδιάσπαστες
με την ανάγκη της ειρηνικής ζωής.

Μαθητεία της ύπαρξης. Δίκαια η χαρά των αγγέλων
κι η ανάπαυση στους σταθερούς κόλπους
της αιώνιας ζωής, όπου θα διαλυθώ εν ειρήνη.

 Ζωή Καρέλλη


Ο λόγος του ασώτου III
Συλλογή: Πορεία (1940)



Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Μη με διαβάζετε

Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε

παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.
Όταν δεν έχετε
μαντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.
Όταν δεν αμολήσατε αητό την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγγο.
Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
ο Νοστράδαμος.
Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
στην Αποκαθήλωση.
Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.
Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.
Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.
Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.
Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.
Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.
Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα
είναι μάλλον η εποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ.
Μη με διαβάζετε
όταν έχετε δίκιο.
Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα.
Ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος.

Ρομαντικός επίλογος
Νίκος Καρούζος

Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Κατά τον Δείπνον

Aestatem et Ver, tu plasmasti. Σε σύγχυση έρχονται
πάλιν οι Ώρες. Και ενώ απέχει ακόμη τόσους μήνες
της φλογερής αμπέλου η συγκομιδή· ενώ το στάγμα
είναι μακριά, το ευώδες, του οίνου, σήμερα, πριν το γέρμα,
συναντούμε στο στρατί του Αμπελώνα εξαίφνης
το ερύθημα του ιματίου σου. Πώς, καθημαγμένος,
έρχεσαι, άνθρωπε, με βυσσινιές κηλίδες απʼ το Πατητήρι;
Πού βρήκε πάλιν τον καρπόν, αρχή του απρίλη,
και πάτησε ο μονογενής μου; Και όμως το χρώμα
πυρώνει του χιτώνα σου αιμάσσον· και όμως οι απόπνοιες,
στη διάβασή του που κυλούν, απόπνοιες Σταφυλής·
και ως έρχεται καταντικρύ του δύοντα ήλιου, με τα πορφυρά,
αλκή επιδείχνει εκεινού που αχνίζει ακόμη
από χυμούς Βοτρύων και που επιστρέφει
στο σπίτι, πρι διαβάσει, για κατάπαψή του.


Ομνύω, πως πληγές δεν είναι, ουδʼ αίμα σου, ό,τι σε βάφει.
Και μολονότι ορθώς ερρήθη, πως από πληγών σου
εμείς ιάθημεν, συνδυάζει εντούτοις η ευσταθής
πρόοδο σου και η δόξα της γραμμής του ήλιου, που ακολουθείς,
εικόνες που έπονται του Τρυγητού, Τρυγητού αφθόνου,
όταν το γέννημα πατιέται και ο χυμός του,
κάτι περσότερο παρά ευώδης, κυλά, ζωηρός
και κόκκινος, και μεταγγίζεται στις διψαλέες
από την κάψαν άγριου θέρους στέρνες,
να γίνει της τρυφής το δώρημα, το πλήρωμα του Ποτηρίου.
Και ας συγκεράννυνται, ιδέα του αίματος, κατά το ρήμα σου,
με ιδέα του οίνου· εμείς χρεωστούμε το θεσπέσιο γεγονός
σε εσπερινή συνάντησή σου, τότες που επίστρεφες από Αμπελώνα
παράκαιρα, ως εκ θαύματος, καρποφορήσαντα, παράκαιρα
συγκομισθέντα, παράκαιρα δουλεμένο.
Αλλʼ αν εσύ έχεις το κράτος και συμμιγνύει
τις Εποχές που μόνος σου όρισες, εμείς, ως χτίσματα,
και την παράκαιρη τούτη σύμμιξην, ομού με τʼ άλλα,
in coena domini, με την κατάνυξη που πρέπει, τελετουργούμε,
αλλά και πάλι, όταν οι Ώρες το καλαίνουνε
όταν με τον Κανόνα πια, και όξω του θαύματος,
καρπός Αμπέλου έρθει τη γης να επισκεφθεί,
θα σου μνησθούμε, μέσα στο καύμα, –θα σου στηθεί
διʼ ημών γιορτή μεγίστη, που τα ουράνια Γεννήματα,
Σίτος και Οίνος, θα δοξασθούν όξω του πάθους, όξω αιμάτων:
μέσα στο τρίξιμο του Τζίτζικα και στο άναμμα του Πεύκου,
πάλι θα ρεύσει ο Οίνος, που, τώρα, αόριστα
μάς στέλνεται η ανευωδιά του με τις Βιολέτες.


Όμως τι κάθουμαι και ανιστορώ, σε ώρα του πάθους,
αλλότρια λόγια. Ό,τι και αν λέγω, εικόνες,
αναμίξ, προφητείες με τʼ αναγνώσματα, κλαυθμηρισμοί,
δεν είναι αρμόδια. Δεν το βαστώ και θα το κράξω, όποιον χιτώνα,
όσο ποικίλο, και αν φορείς και ο Μέγας Ήλιος
όποια και αν αίγλη σού προσδίδει, σε όποια Κελλάρια
πάμπλουτα και αν έχεις βουτηχθεί, όμως αιμάσσεις.
Πολυκαλά την ξεύρω την κατάπαψη και το είδος της.
Τι σε περίμενε, σαν γύρισες από τον Τρύγο.
Έλα, στην ερημιά που σε συνάντησα· δώσε Κηλίδα
του ιματίου σου στα χείλη με περιπάθεια να την στραγγίξω.
Του πόνου δώσε κοινωνία στο διαβάτην, όχι της τρυφής.
Θρόμβους, που απλώσανε σε αυτό το ιμάτιο και το κηλιδώσαν,
δώσε τους και κατεύνασέ με· μη τους λυπάσαι.
Και μετασκεύασε, στου Αμπελώνα τα μονοπάτια
που σε συνάντησα, το κούφιο εκείνο, σε ρώση, και το άδειο,
που η στέρησή σου γεννούν εντός μου, της αρρωστίας.
Κηλίδα του χιτώνα σου άφες με να γευθώ,
κηλίδες άθλιες ιδικές μου να σβεσθούν.
Ου φίλημα σοι δώσω, καθάπερ Εκείνος.
Το μόνο που έμαθα, είναι των αρρήτων
καταδότης πλέον να μην είμαι· το δε μυστήριο,
που μου έφθασε ως τις ακοές, δεν διαλαλώ,
κρατώ του εαυτού μου· και την Κηλίδα, που ζητώ,
την θέλω του εαυτού μου. Να πιω και να βοήσω
που έπαθες, που κεντήθης, που λαβώθης,
που, κατάκριτος, έφθασες μέχρι τα κατώτατα της συντριβής,
εκεί αψηλά στημένος, Αμπέλι θεόρατο, περιπλεγμένο
με Κούτσουρο, στην πιο μεγάλη ανύψωση, τότες που ιερουργεί,
όχι Ιερέας, όχι Επίσκοπος, όχι ο της Ρώμης Πρώτος,
αλλά ο Γεχωβά, σφαγιαστής του σπλάχνου του υπέρ αναξίων.

Τάκης Παπατσώνης
 

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Νοννά με σαράντα βαπτιστικούς

Ἡ τελευταία βαπτιστική

Ἂν ἄλλη τις χρηστὴ γυνὴ εἶδε ποτὲ καλὰ νοικοκυριὰ εἰς τὰς ἡμέρας της, ἀναντιρρήτως εἶδε τοιαῦτα καὶ ἡ Θεία-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία οἰκοδέσποινα ἑβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου κώμης εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου.

Τὴν ἐκάλουν κοινῶς Σαραντανοῦ, καὶ πολλοὶ ὑπέθετον ὅτι τὸ ἐπίθετον τοῦτο τῇ ἀπεδόθη, διότι δῆθεν εἶχεν ἴσον μὲ σαράντα γυναικῶν νοῦν, ὅπερ δὲν ἐνομίζετο ὑπερβολή. Ἄλλοι ὅμως ἔλεγον ὅτι ἡ λέξις ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ Σαραντανοννοῦ ἤτοι νοννὰ μὲ σαράντα βαπτιστικούς.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι, ἂν δὲν εἶχε φθάσει εἰς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον, δυὸ ἢ τρεῖς μονάδες τῆς ἔλειπον καὶ ἤλπιζε προσεχῶς νὰ συμπληρώση τὴν τεσσαρακοντάδα. Ὁμολογητέον δέ, ὅτι αὐτὴ κατ᾿ ἀρχὰς εἶχε βαπτίσει οἰκειοθελῶς πέντε ἢ ἓξ νήπια τῶν γειτόνων της, ὅσα καὶ πᾶσα ἄλλη καλὴ οἰκοκυρὰ βαπτίζει. Ἀλλ᾿ ὅταν ἅπαξ ἐγνώσθη καὶ ἀπεδείχθη ὅτι εἶχε καλὸ χέρι, τότε ὅλαι αἱ γειτόνισσαι, συγγενεῖς, παρασυγγενεῖς, κολλήγισσαι, ἤρχισαν νὰ τὴν πολιορκοῦν.
Εἶχε πάρει καλὸ ὄνομα ὅτι τῆς ἐζοῦσαν τὰ παιδιά, ὅσα ἀνεδέχετο ἐκ τῆς κολυμβήθρας. Εἶνε δὲ τόσον σπουδαῖον νὰ εὑρεθῆ νοννὰ «νὰ τῆς ζοῦν τὰ παιδιά», ὅσον καὶ ἱερεὺς «νὰ πιάνη τὸ διάβασμά του».
Ἡ Θεία-Σοφούλα ὅμως ὑπέφερε μετὰ χάριτος τὴν αγγαρείαν ταύτην. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι τὰ φωτίκια εἰς τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, χιτὼν καὶ κουκούλιον μετὰ σταυροῦ, καθὼς καὶ τὰ μαρτυριάτικα, ἐαρινὴ βροχὴ λεπτῶν καὶ διλέπτων διὰ τοὺς ἀγυιόπαιδας, ἐκόστιζον ἐν ὅλῳ δέκα γρόσια.
Ἡ Θεία-Σοφούλα ὠμοίαζε μὲ τὴν ἐπιμελῆ ἀνθοκόμον, ἥτις δὲν ἀρκεῖται νὰ φυτεύη μόνον τὰ ἄνθη της, ἀλλὰ τὰ περιθάλπει καὶ τὰ καταρδεύει. Ἠγάπα τὰ πνευματικά της τέκνα ὡς τέκνα τῆς ἐγκαρδιακά, τὰ ἐθώπευε, τὰ ἐφίλευε καὶ τὰ ἐπαιδαγώγει.
Ὁ μπάρμπα-Κωνσταντής, ὁ πρῶτος γρινιάρης του χωρίου, δὲν συνεμερίζετο τὴν ἀδυναμίαν ταύτην τῆς συζύγου του.
-Ἄ, μπράβο! φίλευέ τα τ᾿ ἀναδεξίμια σου, μουρή!... ἐγόγγυζεν ἑκάστοτε, ὁσάκις τὴν ἔβλεπε μεριμνώσαν περὶ τῶν ἀναδεκτῶν της· -ηὖρες κι ἁλωνίζεις, μουρή! Ἡ Θεία-Σοφούλα ὀλίγον ἀνησύχει περὶ τῆς ἰδιοτροπίας ταύτης τοῦ συζύγου της, ὅστις ἦτο ἀγαθὸς ἄνθρωπος εἰς τὰς καλάς του ὥρας.
Ἔπειτα ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὴς σπανίως ἐφαίνετο ἐν τῇ πολίχνῃ. Ἀφ᾿ ὅτου ἔπαυσε τὰ θαλάσσια ταξείδια ἠσχολεῖτο ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν κτημάτων του. Κατὰ πᾶσαν πρωίαν ἴππευεν ἐπὶ τοῦ εὐρώστου ἡμιόνου του, ἐτρέπετο εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ ἐπανήρχετο μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου.

Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, περὶ τὰ 184..., ἡ Θεία-Σοφούλα εἶχε φθάσει εἰς τὸ τριακοστὸν ἔνατον βαπτιστικόν. Ἓν μόνον τῆς ἔλειπε διὰ νὰ τὰ κάμη σαράντα πρὸς ἀνάπαυσιν τῆς συνειδήσεώς της.
Ἐβάπτιζεν ἀδιακρίτως ἄρρενα καὶ θήλεα, ἀλλ᾿ ἐφρόντιζε νὰ δίδη ἀκριβεῖς σημειώσεις εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ πνευματικούς, διὰ νὰ μὴ τυχὸν γίνη κανὲν συνοικέσιον εἰς τὸ μέλλον μεταξὺ ἑτερόφυλων ἀναδεκτῶν καὶ κολασθῆ ἡ ψυχή της.
Κατ᾿ ἔτος, τὴν Μεγάλην Πέμπτην, μεγίστη κίνησις ἐγίνετο ἐν τῇ εὐρυχώρῳ αὐλὴ τῆς οἰκίας. Ἡ Θεία-Σοφούλα ἀνεσφουγγώνετο μέχρις ἀγκώνων καὶ ἐζύμωνε μόνη τῆς τὰς τριάκοντα ἐννέα αὐγοκουλούρας διὰ τοὺς τοσούτους βαπτιστικούς της... Ἀλλὰ πλὴν τῶν βαπτιστικῶν ὑπῆρχον καὶ τὰ ἐγγόνια καὶ τὰ δισέγγονα καὶ ταῦτα δὲν ἦσαν ὀλιγάριθμα.
Ἐν συνόλῳ ἐχρειάζετο ἑβδομήκοντα καὶ πλέον κοκκώναις, δηλ. παιδικὰς κουλούρας διὰ τοὺς βαπτιστικούς, διὰ τοὺς ἐγγονοὺς καὶ τὰ δισέγγονα. Εἰς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον δὲν συμπεριλαμβάνονται αἱ μεγαλείτεραι κουλοῦραι, τὰς ὁποίας παρεσκεύαζε διὰ τὰς συντεκνίσσας, διὰ τὰς ἀνεψιὰς καὶ δισεξαδέλφας της.
Μέγας δὲ ἐβόμβει ὁ ἑσμὸς τῶν ἀναδεκτῶν καὶ δισεγγόνων περὶ τοὺς ἀνθώνας τῆς αὐλῆς κατ᾿ ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Ἀπὸ τῆς τρίτης ὥρας τοῦ δειλινοῦ, καθ᾿ ἣν ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὴς ἐξηγείρετο τοῦ μεσημβρινοῦ ὕπνου, μὲ δριμείαν ἐπικαθημένην τῆς ρινὸς τὴν χολήν, καὶ ἐφόρει τὸ τσόχινον βρακίον, ἐπύργωνεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μεγαλοπρεπὲς τὸ τυνησιακὸν φέσι του, ἐλάμβανεν ὡς σκῆπτρον τὴν μεγάλην ἠλεκτρόστομον τσιμπούκαν του, ἀνήρτα ἀπὸ τῆς ὀσφύος βαθύκολπον τὴν μεταξωτὴν καπνοσακκούλαν καὶ κατήρχετο εἰς τὸ καφενεῖον νὰ εἰσπνεύση τὴν θαλασσίαν αὔραν, ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης ἡ εὐρεία καὶ τετράγωνος αὐλὴ παρεδίδετο ἐξ ἑφόδου εἰς τὴν λεηλασίαν τῶν βαπτιστικῶν καὶ τῶν δισέγγονων.
Μεγίστην εὐτυχίαν καὶ ἀνήκουστον ἡδονὴν ἐνόμιζον τότε τὰ παιδία τῆς γειτονιᾶς, ἂν κατώρθωνον νὰ παρεισδύσωσιν εἰς τὸ προαύλιον τῆς Θεία-Σοφούλας, ὅπερ ἐθεωρεῖτο ὡς μυθῶδές τι. Πολλὰ αὐτῶν προέτεινον τὰς κεφαλὰς διὰ τῶν σχισμῶν τῆς κλειστῆς αὐλείου θύρας, ἥτις ἐμοχλεύετο ἔσωθεν ὑπὸ τῶν ζηλοτύπων βαπτιστικῶν διὰ τοὺς μὴ ἔχοντας ἔνδυμα γάμου. Ἄλλα παιδία τολμηρότερα ἀνεῖρπον εἰς τὸν θριγκὸν τοῦ τοίχου τῆς αὐλῆς καὶ εὕρισκον τρόπον νὰ εἰσπηδήσωσιν ἐκεῖθεν εἰς τὰ ἔνδον. Ἀλλ᾿ ἀλλοίμονον ἂν παρετηροῦντο ὑπὸ τῶν ἀγρύπτων εὐνοουμένων. Ἀπεδιώκοντο μὲ τσιμπήματα καὶ μὲ δοντιαίς, ὡς ὁ κηφὴν ὑπὸ τῶν μελισσών.

Τὴν Μεγάλην Πέμπτην του ἔτους 185... ὅλοι οἱ ἀναδεκτοὶ ἦσαν συνηγμένοι ἐν τῇ αὐλῇ τῆς γραίας Σοφούλας. Ὁ πρεσβύτερος αὐτῶν ἦτο ἤδη νεανίας εἰκοσαετής, τὸ δὲ νεώτερον ἦτο κοράσιον διετές, εἰς ὃ ἡ νοννὰ εἶχε δώσει τὸ ὄνομά της. Τὸ βρέφος τοῦτο ἦτο τὸ τεσσαρακοστὸν πνευματικὸν γέννημα τῆς θεία-Σοφούλας. Εἶχε γεννηθῆ τέλος τὸ ἀπὸ πολλοῦ προσδοκώμενον τοῦτο συμπλήρωμα τοῦ προωρισμένου ἀριθμοῦ καὶ ἦτο τὸ χαδευμένον τῆς θεία-Σοφούλας. Ἡ νοννὰ ἔτρεφε φιλοδόξους σκοποὺς ὡς πρὸς τὸ μέλλον τοῦ θυγατρίου τούτου. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὴς ἐξ ὅλων τῶν ἀναδεκτῶν μόνον τὸ μικρὸν τοῦτο ἠνείχετο.
Ἡ στοργὴ ὅμως τῆς θεία-Σοφούλας πρὸς αὐτὸ ἔφθανε μέχρι παραφροσύνης.
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡ θεία-Σοφούλα ἦτο κλειστῆ εἰς τὸ ἰσόγειον καὶ ἐζύμωνεν. Ἐκ τῶν παιδιῶν τινὰ τὴν ἐπολιόρκουν ἔξωθεν τῆς θύρας παραμονεύοντα. Τὰ πλεῖστα ὅμως ἔπαιζον ταραχωδῶς περὶ τὸν ὑπερμεγέθη ληνόν, πλησίον τοῦ ἐλαιοτριβείου, τὸ κρυφτάκι, καὶ ἄλλα ἐθορύβουν περὶ τὰς κιγκλίδας τοῦ κήπου καὶ πλησίον τοῦ φρέατος.
Ἡ μικρὰ Σοφούλα, ἥτις ἦτο μόλις διετής, ὡς εἴπομεν, ἐξέπεμπε χαρμόσυνους κραυγάς, ἐψέλλιζεν ὡς νεοσσὸς χελιδόνος καὶ ἔτρεχε καὶ αὐτὴ κατόπιν τῶν ἄλλων παιδίων. Ἡ νοννὰ τῆς ἐζήτησε κατ᾿ ἀρχὰς νὰ τὴν κρατήση πλησίον της, ἀλλ᾿ ἡ μικρὰ ἐστενοχωρήθη καὶ ἀπήτησε νὰ ἐξέλθη.
-Νὰ πάω κι ἐγὼ νὰ παίξω, νοννά μου;
-Τί νὰ παίξης ἐσύ;
-Τὸ κλυφτάκι, νοννά μου! ἐτραύλισεν ἡ μικρά.
- Δὲν παίζουν τὰ κορίτσια τὸ κρυφτάκι, εἶπεν αὐστηρῶς ἡ νοννά.

Ἡ μικρὰ δὲν ἐμεμψιμοίρησε μέν, ἀλλ᾿ ἐσκυθρώπασεν. Ἰδοῦσα τοῦτο ἡ νοννά, ἔκραξε τὴν Ἀθηνιῶ, εἰκοσαετὴ τὴν ἡλικίαν, δουλεύτραν της, ἥτις ἦτο καὶ αὐτὴ μία τῶν βαπτιστικῶν της καὶ τὴ ἐνεπιστεύθη τὴν μικρᾶν, συστήσασα αὐτὴ αὐστηρὰν ἐπαγρύπνησιν.
Ἀλλ᾿ ἡ Ἀθηνιὼ ἐλησμόνησεν ἅμα ἀκούσασα τὴν σύστασιν τῆς κυρίας της, καὶ ἐπειδὴ εἰς τὰς πεζούλας ἐκάθηντο τέσσαρες ἢ πέντε γειτόνισσαι, καὶ γνωρίζομεν πόσον περισπούδαστος εἶναι ἡ συνδιάλεξις τῶν ἀέργων γυναικῶν, ἐκάθησε πλησίον αὐτῶν καὶ ἄφησε τὴν μικρὰν Σοφούλαν νὰ τρέχη.
Δὲν ἤρκεσε τοῦτο, ἀλλὰ παραγγελθεῖσα ὑπὸ τῆς κυρίας της νὰ ἀντλήση ὕδωρ ἐκ τοῦ φρέατος, ἐγέμισε μὲ τὴν στάμνον, ἀλλὰ δὲν ἐφρόντισε νὰ κλείση τὸ στόμιον τοῦ φρέατος, ὅπως τὸ εὗρε κεκλεισμένον, τὸ ἄφησε δὲ ἀνοικτόν. Ἀπροσεξία, εἰς ἣν οὐδέποτε θὰ ὑπέπιπτεν ἡ γραῖα Σοφούλα ἢ ἄλλη φρόνιμος γυνή. Μή τις δὲ ἀμφιβάλῃ ὅτι τὴν σύστασιν ταύτην ἡ γραῖα ἔκαμε χιλιάκις εἰς τὴν δουλεύτραν της, ἀλλ᾿ ἡ Ἀθηνιὼ δὲν ἦτο ἐξ ἐκείνων τῶν γυναικῶν, οἵτινες καθίστανται προσεκτικαί.
Εἰς τὴν ἀκμὴν λοιπὸν τῆς πλήρους ἐνδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ἤκουσαν αἴφνης αἱ εἰς τὴν πεζούλαν καθήμεναι γυναῖκες κρότον τινά, ὡς πλατάγησιν σώματος πίπτοντος εἰς τὸ ὕδωρ καὶ συγχρόνως πεπνιγμένην κραυγὴν καὶ μετ᾿ αὐτὴν δευτέραν κραυγὴν δυνατωτέραν.

Αἱ γυναῖκες ἀνωρθώθησαν αὐτομάτως.

 Ἀλλὰ πρὶν αὐταὶ κινηθῶσιν, ἡ θύρα τοῦ ἰσογείου ἠνοίχθη μετὰ κρότου, καὶ ἡ θεία-Σοφούλα ἔντρομος, ἀνυπόδητος, μὲ ταῖς κάλτσαις μόνον, γυμνώλενος, μὲ τὰς χεῖρας ζυμαρωμένας, ἔτρεξε πρὸς τὸ φρέαρ κράζουσα:
- Τὸ κορίτσι! Τὸ κορίτσι!
Διὰ τῆς εἰς τὴν στοργὴν ἰδιαζούσης μαντείας, ἡ θεία-Σοφούλα ἐνόησεν ἀμέσως ὅτι ἡ μικρά της βαπτιστικῆ εἶχε πέσει ἐντὸς τοῦ φρέατος. Καὶ τῷ ὄντι δὲν ἠπατᾶτο. Ενώ ἔτρεχεν ἡ Σοφούλα, ἰδοῦσα τὸ στόμιον τοῦ φρέατος ἀνοικτόν, ἐπλησίασε, προσεκολλήθη ἐπὶ τοῦ χθαμαλοῦ ξυλίνου φραγμοῦ, εἶδεν ἐπὶ τοῦ ὕδατος εἰκονιζομένην τὴν ἀγγελικὴν ξανθὴν μορφήν της, ἤρχισε νὰ τὴ προσμειδιά, ἔκυψεν ὑπερμέτρως, ὠλίσθησεν ἐπὶ τῆς στιλπνῆς ὡς ἐκ τῆς συχνῆς προστριβῆς τοῦ σχοινιοῦ σανίδος, καὶ ἔπεσε κατακέφαλα ἐντὸς τοῦ φρέατος.
Αἱ ἄλλαι γυναῖκες καὶ ἡ Ἀθηνιῶ μετ᾿ αὐτῶν, καθ᾿ ὑπερβολὴν διαστέλλουσαι τοὺς βραχίονας, ἔτρεξαν κατόπιν τῆς θεία-Σοφούλας.
-Ἕναν κουβά! ἕνα γιουρδέλι! ἐκραύγαζεν ἔκφρων ἡ γραῖα Σοφούλα.
-Ἕνα τσιγγέλι! ἔκραξε καὶ ἡ Ἀθηνιῶ σκοτισμένη· (ὡς νὰ εἶχε πέσει δηλ. εἰς τὸ φρέαρ τὸ ἰβάνιον, δι᾿ οὗ ἀντλοῦσιν ὕδωρ).
- Τὰ τσιγγέλια νὰ σὲ τραβοῦν, σκύλα! τὴ ἔκραξε μὲ κεραυνοβόλον βλέμμα ἡ Θεία-Σοφούλα. Μοῦ ἔπνιξες τὸ παιδί.
Ἡ γραῖα τῷ ὄντι δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐννοήση ὅτι τὸ δυστύχημα ὠφείλετο εἰς τὴν ἀπροσεξίαν τῆς δουλεύτρας της.
- Νὰ καταβῶ ἐγὼ στὸ πηγάδι, νοννά, τῇ εἶπεν ἡ Ἀθηνιῶ.
Ἐπειδὴ ἐβράδυνε νὰ φανῆ πουθενὰ κουβάς, διότι εἶναι γνωστὸν πόσον οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς δεινὰς περιπτώσεις, καὶ ἐνῷ μία τῶν γυναικῶν ἔτρεχεν ἀπ᾿ ἐκεῖ, ἄλλη ἀπ᾿ ἐδῶ, καὶ ἡ μικρὰ ἐν τῷ μεταξὺ ἐπνίγετο, ἡ Θεία-Σοφούλα ἐπέτρεψεν εἰς τὴν Ἀθηνιῶ τὴν χάριν ταύτην. Εἴξευρε δὲ ἄλλως ὅτι εἰς τοῦτο, καθὼς καὶ εἰς πᾶσαν ἄλλην ἐργασίαν εἰς τοὺς ἄνδρας μᾶλλον ἁρμόζουσαν, ἦτο ἐπιτηδεία.
Ἡ Ἀθηνιῶ λοιπὸν ἐσήκωσε τὰ φουστάνια της ὑπεράνω τοῦ γόνατος, καὶ πατοῦσα εἰς τὰς γνωστὰς αὐτῇ ἐσοχᾶς τοῦ ἐσωτερικοῦ λιθοκτίστου τοῦ φρέατος, τὰς ἐπίτηδες κατασκευαζομένας εἰς πᾶσαν ὀρυχὴν φρέατος, κατῆλθε μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὕδατος.

Οὐδαμοῦ ἐφαίνετο ἡ μικρά.
Τὸ βάθος τοῦ ὕδατος ἦτο τρὶς ἴσον μὲ ἀνάστημα ἀνδρὸς καὶ ἡ Ἀθηνιῶ δὲν ἠδύνατο νὰ προχώρηση κατωτέρω.

Ἐν τῷ μεταξὺ εὑρέθη καὶ ὁ κουβᾶς, καὶ κατεβιβάσθη μέχρι τῶν χειρῶν τῆς Ἀθηνιῶς. Αὕτη ἔλαβε τὸ σχοινίον καὶ ἤρχισε νὰ περιστρέφη τὸ ἰβάνιον ἐντὸς τοῦ ὕδατος.
Ἡ θεία-Σοφούλα ὠλόλυζε καὶ ἔσχιζε τὰς παρειάς της. Ἡ καρδία της δὲν ἠσθάνετο πλέον τῆς ἐλπίδος τὴν θαλπωρήν...
Τέλος τὸ ἰβάνιον προσέκοψεν εἰς σῶμά τι ἀνερχόμενον. Ἡ μικρὰ ἀνέβη εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ἀλλ᾿ ἦτο ἤδη πτῶμα...

Ἡ κεφαλή της δεινῶς μεμωλωπισμένη. Κατενεχθεῖσα σφοδρῶς εἰς τὸ ὕδωρ εἶχε κτυπήσει ἐπὶ τοῦ λίθου, ἐζαλίσθη, κατέπιε πολὺ νερὸν καὶ δὲν ἀνῆλθε ταχέως εἰς τὴν ἐπιφάνειαν...

Ἐπὶ τῆς ζωῆς της ἐπαρηγορήθη ἡ θεία-Σοφούλα διὰ τὸ οἰκτρὸν τοῦτο ἀτύχημα. Ἴσα-ἴσα ἡ τελευταία βαπτιστική της!...
Διετήρησε δὲ τὴν πρὸς τὴν ἀθῴαν νεκρὰν στοργὴν τῆς μέχρι εὐσεβοῦς προλήψεως. Ζήσασα ἐπὶ ἱκανὰ ἔτη ἀκόμη, κατεσκεύαζεν ἀνελλιπῶς κατ᾿ ἔτος τὴ Μ. Πέμπτη τὴν κοκκώνα τῆς ἀτυχοῦς μικρᾶς, καὶ τὴν Κυριακὴν τοῦ Πάσχα, ἅμα ἐπέστρεφε τὸ πρωὶ ἀπὸ τῆς λειτουργίας τῆς Ἀναστάσεως, ἤνοιγε τότε μόνον τὸ ἄχρηστον μείναν φρέαρ καὶ ἔρριπτεν εἰς τὸ ὕδωρ τὴν κοκκώνα καὶ τὰ κόκκινα αὐγὰ τῆς μικρᾶς Σοφούλας της.
Ἐβεβαίου δὲ ἡ ἀγαθὴ γυνὴ ὅτι ἀνεξήγητος εὐωδία ἀνήρχετο τότε ἀπὸ τοῦ ὕδατος, ὡς θυμίαμα ἀθῴας ψυχῆς ἀναβαῖνον πρὸς τὸν θεάνθρωπον Πλάστην.

(1888)


Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Η Κασσιανή

Κύριε, ἡ γυναῖκα ποὺ ἔπεσε σὲ πολλὲς ἁμαρτίες,
σὰν ἔνοιωσε τὴ θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
καὶ σὲ ἄλειψε μὲ μυρουδικὰ πρὶν ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό σου
κι ἔλεγε ὀδυρόμενη: Ἀλλοίμονο σὲ μένα, γιατί μέσα μου νύχτα θολὴ
καὶ δίχως φεγγάρι, ἡ μανία τῆς ἀσωτείας κι ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας.
Δέξου ἀπὸ μένα τὶς πηγὲς τῶν δακρύων,
ἐσὺ ποὺ μεταλλάζεις μὲ τὰ σύννεφα τὸ νερὸ τῆς θάλασσας.
Λύγισε στ᾿ ἀναστενάγματα τῆς καρδιᾶς μου,
ἐσὺ ποὺ ἔγειρες τὸν οὐρανὸ καὶ κατέβηκες στὴ γῆς.
θὰ καταφιλήσω τὰ ἄχραντα ποδάρια σου,
καὶ θὰ τὰ σφουγγίσω πάλι μὲ τὰ πλοκάμια τῆς κεφαλῆς μου·
αὐτὰ τὰ ποδάρια, ποὺ σὰν ἡ Εὔα κατὰ τὸ δειλινό,
τ᾿ ἄκουσε νὰ περπατοῦνε, ἀπὸ τὸ φόβο της κρύφτηκε.
Τῶν ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ τῶν κριμάτων σου τὴν ἄβυσσο,
ποιὸς μπορεῖ νὰ τὰ ἐξιχνιάσῃ, ψυχοσώστη Σωτῆρα μου;
Μὴν καταφρονέσῃς τὴ δούλη σου, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τ᾿ ἀμέτρητο ἔλεος.

 
 
Ποίημα Κασσιανῆς Μοναχῆς.
Δοξαστικὸν τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγ. Τετάρτης
Ἦχος πλ. δ´.

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Αν δεν μου 'δινες την ποίηση, Κύριε


Αν δεν μου 'δινες την ποίηση, Κύριε,
δεν θα 'χα τίποτα για να ζήσω.
Αυτά τα χωράφια δεν θα 'ταν δικά μου.
Ενώ τώρα ευτύχησα να 'χω μηλιές,
να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,
να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,
η έρημός μου λαό,
τα περιβόλια μου αηδόνια.

Λοιπόν, πώς σου φαίνονται; Είδες
τα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ' αμπέλια μου;
Είδες τι όμορφα που πέφτει το φως
στις γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι έχω ακόμη καιρό!
Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.
Μ' ανασκάφτει ο πόνος μου κι ο κλήρος μου μεγαλώνει.
Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται.

Ωστόσο,
δεν ξοδεύω τον ήλιο σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ' ό,τι μου δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.
Γιατί θα 'ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να 'ναι
το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει
να 'χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
για τους τσοπάνηδες της αγάπης.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Ο χρόνος και το ποτάμι (1957)
Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991 (εκδ. Ποταμός, 2008)

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Ύμνος ΛΓ´

β.
Ἰδοὺ τοῦ πνεύματος ὁ ἡγεμόνας ὁ ἡσύχιος καὶ πράος,

καβάλα σ᾿ ἕνα γαϊδαράκο φτάνει ὁλοπρόθυμα

νὰ πάθει καὶ τὰ πάθη νὰ νεκρώσει.

Ὁ Λόγος ὁ προαιώνιος ποὺ φτάνει μὲ τὴν Ἄνοιξη

καβάλα σ᾿ ἕνα ἄλογο πλάσμα λαχταρώντας

τῶν λογικῶν πλασμάτων τὴν ἀπολύτρωση·

παράξενο ποὺ ἤτανε νὰ βλέπεις

ἀπάνω στοῦ φτωχούλη γαϊδαράκου τὴν ἀθώα ράχη

ἐκεῖνον ποὺ φέρεται στοὺς χρυσίζοντες

ὤμους τῶν αἰθέριων Χερουβίμ,

ἐκεῖνον ὅπου ὕψωσε κάποτε

στὸν οὐρανὸ ὡς ἡνίοχο θαύματος

τὸν Ἠλία σ᾿ ἕνα περίλαμπρον ἅρμα ἀπὸ φωτιά·

μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο φτώχεψε τὴ θεϊκιά του δύναμη

καὶ τιποτένιος φανερώθηκε ὁλότελα ὁ Κύριος τῶν Ὄντων

ἐνθαρρύνοντας ὅλους τοὺς ἄμοιρους ὁποὺ φωνάζαν:

Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι

στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.

γ.


Συθέμελα σείστηκε ἡ πόλη Ἱερουσαλὴμ ὅπως κάποτε

σεισμὸς μεγάλος ταρακούνησε τὴν Αἴγυπτο·

καὶ ἐκεῖ σειστῆκαν τ᾿ ἄψυχα, μὰ ἐδῶ σειστῆκαν οἱ ἀνθρῶποι

μὲ τὸ δικό σου φτάσιμο·

ὄχι βέβαια γιατί προκάλεσες ὡς ταραξίας τὴν ἔξαψη,

ἐσὺ φυτεύεις πάντα τὴν εἰρήνη,

ἀλλὰ γιατὶ τὶς ἄτιμες τῶν υἱῶν τοῦ σκότους μηχανὲς

ξέρεις ἐσὺ ὁ Θαλερὸς τοῦ Σύμπαντος νὰ ἐξουδετερώνεις,

διώχνοντας ὅλους τοὺς κακοὺς ἀπ᾿ ὅπου κι ἂν τοὺς ἀπαντήσεις,

καθὼς εἶσαι ὁ ὑπέρτατος Κύριος

τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου·

εἶναι πεσμένα ἀπὸ παλιὰ στὴν ἄκαρπη σιγὴ τὰ εἴδωλα τοῦ σκότους,

τὴν ὥρα τούτη ὅσοι τὰ λατρεύουν κλυδωνίζονται,

ὅπως ἀκοῦνε τῶν θεάρεστων νηπίων τὶς ἑόρτιες φωνές:

Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι

στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.

δ.

«Ποιὸς εἶν᾿ ἐτοῦτος;» ἔλεγαν ἐκεῖνοι

ποὺ παρασταῖναν ἀφειδώλευτα πὼς δὲ σὲ ξέρουν·

λὲς καὶ δὲν εἶχαν γνώση οἱ μισόθεοι

ποιὸς ἤτανε τοῦ ἀστραπόλαλου προπάτορα Δαυὶδ

ὁ ἄχραντος υἱός, ὁ πράος κατιόντας,

ὁποὺ συλλήβδην ἀπ᾿ τοῦ μαύρου χάροντα

τοὺς ἔσωσε τ᾿ ἁρπάγια.

Εἶναι νωπὸς ἀκόμη βγαίνοντας ὁ Λάζαρος ἀπ᾿ τ᾿ ἄσπρα σάβανά του κι ὅμως

ποτὲ δὲν τόμαθαν αὐτοί, δὲν ξέρουν ποιὸς τὸν ἔχει ἐγείρει·

ὁ πόνος δὲν τοὺς ἔπαψε στοὺς ὤμους τους ἐκείνων

ὁποὺ βαστῆξαν ἀσηκώνοντας τὸ γυιὸ τῆς χήρας κι ὅμως

δὲν εἶδαν τάχα ποιὸς τὸν ἅρπαξε ἀπ᾿ τῆς θανῆς τὴ μέγγενη·

τὸ δράμα τοῦ Ἰάειρου πατέρα, τὴν αὐλή,

δὲν ἄφησαν ὀπίσω τους ἀκόμη τοῦτοι κι ὅμως

τὴν πεθαμένη νιά, τὴν κόρη, ποιὸς τὴ γιόμισε

ζωὴ καὶ πάλι δὲν τὸ βλέπουν·

ὡστόσο τοῦτα τἄζησαν αὐτόπτες πλὴν τοὺς λείπει

ἡ ξαστεριὰ τῆς ἄκακης καρδιᾶς γιὰ νὰ φωνάξουν:

Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι

στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.

 
 
Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός
 




Κυριακή 10 Απριλίου 2011

αυτό είναι μια λέξη, δεν είναι πράξη

επειδή δεν είχαμε νέα
και ειδήσεις
αυτές τις μέρες,
ούτε βαθυστόχαστες αναλύσεις
καθισμένες σε αναπαυτικές πολυθρόνες
περιστρεφόμενες
κι αυτές




Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

για πέντε ώρες στην Αθήνα

... βρέθηκα το Σάββατο, που πέρασε. Στο κέντρο.


Βέβαια και ίσως κάποιος που ζει στην Αθήνα, μάλλον αλλιώς θα εννοεί το κέντρο, από όλους εμάς, της επαρχίας τους κατοίκους. Ο καθένας ορίζει αλλιώς τον τόπο που ζει, το χώρο του και το χωροχρόνο του.

Αυτό το νοιώθεις αρκετές φορές, ίσως και με υπερβολή, ότι κουβαλάς το καλάθι με τις ντόπιες κότες από το χωριό πεσκέσι για φίλους και συγγενείς, αλλά ξεχάστηκες κάπου στην πλατεία Συντάγματος. Οι άλλοι τρέχουν κι εσύ πας αργά. Και χαζεύεις. Και κάποιοι σε χαζεύουν επίσης.

Φυσικά δε ζητάς να συναντήσεις γνώριμα πρόσωπα, όπως εκεί που ζεις και λίγο πολύ, όλοι ή οι περισσότεροι είναι γνωστοί. Αλλά νοιώθεις ότι είναι αφύσικο, να σπρώχνονται, να σε σπρώχνουν, όπως κατεβαίνεις στο μετρό οι βιαστικοί ακροβάτες των κυλιόμενων, δίχως μια κουβέντα ή έστω ένα μορφασμό.

Κι αυτή τη φορά αναρωτήθηκα, αν στην Αθήνα έφτασε ποτέ η άνοιξη ή αν φτάνει ποτέ....

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

κοιμητήριο μνήμης

Τι να θυμόμαστε τώρα....
τον Χαμιντουλάν Νατζαφί;
Ε, αυτός δεν έκανε απεργία πείνας,
έψαχνε στα σκουπίδια για να χορτάσει την πείνα του.

Προχωρημένα και αρχικά στάδια Υπατίτιδας
και μαζί εμβόλια και φάρμακα κατά της Υπατίτιδας
όλα με παρενέργειες
απειλούν τη μνήμη,
η οποία έτσι κι αλλιώς είναι επιλεκτική
ίσως και εκλεκτική...

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

happy birthday!

Άραγε, πότε είναι τα happy birthday του έθνους-κράτους μας;
Καμιά-δυο μέρες πριν ή θα πρέπει να τα γιορτάσουμε καμιά-δυο μέρες μετά; Μάλλον το ερώτημα είναι, για να το θέσουμε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και με μια συνολική θεώρηση, πως θα πρέπει να γιορτασθούν φέτος αυτά τα happy bithday και τι νόημα θα πρέπει να έχουν;
Κάποιοι με τα μεγάλα ερωτηματικά να ακολουθούνται από περισσότερες απαντήσεις συνεχίζουν την αναζήτηση. Άρχισαν να κατεβάζουν από τις βιβλιοθήκες και τα ράφια που σκονίζονταν παρέα και με κάποιες παλιές εγκυκλοπαίδειες, τα Απομνημονεύματα των πρωτ-αγωνιστών, [άνομων, παράνομων και νόμιμων], όλα δερματόδετα και με χρυσογράμματη ράχη για να τα διαβάσουν ή για να τα ξαναδιαβάσουν. Για να γνωρίσουν από πρώτο χέρι αυτά που έγιναν. Όσα γλύτωσαν δηλαδή, γιατί αρκετά από αυτά, όπως και 'κείνη η παλιά με μαύρο δέρμα δεμένη και το χρυσό στάχυ στη ράχη Ιστορία του Παπαρρηγόπουλου, ήταν να γνωρίσουν τον εκτοπισμό και την εξορία [στη μεταπολίτευση, αλλά λίγο αργότερα ακολούθησαν και τα άλλα, τα "κόκκινα", για να τους κάνουν παρέα]. Κι όποιος το μετάνοιωσε που τα πέταξε τώρα, ας μην ανησυχεί, γιατί σε λίγο καιρό θα ξεκινήσει η ανατύπωσή τους και η διανομή τους όλο και από κάποια εφημερίδα την Κυριακή.
Κάποιοι πάλι με πίστη και αφοσίωση στο κοινωνικό περιεχόμενο, δεν τους ενδιαφέρει η ημερομηνία. Αυτή τη φορά σκέφτονται να βγούνε οι ίδιοι να παρελάσουν. Για να δείξουν τι σημαίνει πραγματική παρέλαση και όχι εκείνη, το κατάλοιπο από κάτι τεταρτοαυγουστιάτικα όνειρα και απριλιανά πειράματα. Τέρμα η στοίχιση και κάτω οι σημαιοφόροι, να είναι πάντα μπροστά οι πιο ψηλοί και οι πιο ψηλές και όλα αυτά που καταπιέζουν και συμπιέζουν. Με μπλοκ καλά οργανωμένα, τα χέρια δοσμένα ο ένας στον άλλον και επιτέλους όλοι σημαιοφόροι και χωρίς διακρίσεις ύψους, θα βροντοφωνάξουν τα πραγματικά συνθήματα της πραγματικής επανάστασης. Μπορεί να μπερδέψουν λίγο τις επετείους και τις κατοχές, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. [Εκεί βέβαια μπορεί να συναντήσουν και τίποτε άλλους, με στοίχιση, που είχαν την ίδια ιδέα, αλλά με άλλα συνθήματα, τα πραγματικά ισχυρίζονται κι αυτοί.] Και θα συνεχίσουν όλο και σε κάποια ταβέρνα για να τραγουδήσουν κλέφτικα τραγούδια. Τώρα, αν κάποιος θα έχει την ιδέα να κουβαλήσει μαζί του και κανένα γιαουρτάκι, από εκείνα τα ζωντανά και ιπτάμενα που εμφανίστηκαν τον τελευταίο καιρό, αυτό θα το μάθουμε τις επόμενες μέρες με τη δέουσα πολιτική και βαθυστόχαστη ανάλυση στις ειδήσεις.
Είναι και 'κείνοι οι παραδοσιακοί που θα βγάλουν τη σημαία στο μπαλκόνι, οι "προβλεπόμενοι" και οι πιστοί στις παραδόσεις. Οι νοικοκυρές τους θα έχουν βάλει από το βράδυ τον μπακαλιάρο να ξαρμυρίσει, και μόλις γυρίσουν από την εκκλησία θα τον τηγανίσουν και θα φτιάξουν και την παραδοσιακή σκορδαλιά στο γουδί. Όλο και κάποιος σταθμός θα έχει δημοτικά τραγούδια και σίγουρα θα πάρουν μετά τηλέφωνο τους Βαγγέληδες και τις Βαγγελίτσες που γιορτάζουν.

Όπως και να έχει, ο καθένας θα γιορτάσει με το δικό του τρόπο τα happy birthday φέτος και πάλι την ίδια μέρα.
Ίσως αλλάζει πως το απόγευμα άλλοι θα πάνε στους Χαιρετισμούς, άλλοι θα είναι σε επίσκεψη, και άλλοι θα ακούν και θα σχολιάζουν τα διαγγέλματα από τη Σύνοδο Κορυφής. Ίσως δεν είναι σίγουρη η ημερομηνία για τα πραγματικά happy birthday του έθνους-κράτους. Ίσως και να μην είναι σωστός ο τρόπος που τα γιορτάζουμε.
Το σίγουρο είναι πως αργά το βράδυ η Νικολούλη πάλι θα ρίχνει φως στο τούνελ σπάζοντας για μια ακόμη φορά ρεκόρ στην ακροαματικότητα....

     

Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

το αίσθημα της ελευθερίας, που στερήθηκε ως παιδί

Παρά τα δεινά άγγιξε την ελευθερία

Μια συγκινητική ιστορία γεμάτη από έντονα συναισθήματα και δυνατές εικόνες συνθέτουν την διαδρομή του 23χρονου Φαχίντ Σαφτάρι, πρωτοετούς σπουδαστή στο τμήμα μαγειρικής του Δημοτικού ΙΕΚ Βόλου, από την πατρίδα του έως τα χωρικά ύδατα της ελευθερίας. Ο νεαρός Αφγανός, παιδί πολυμελούς οικογένειας που διαμένει στο Ιράν, αναζήτησε πριν από τρία περίπου χρόνια διεξόδους ελευθερίας από τα δεινά ενός τυραννικού καθεστώτος, επιλέγοντας συνειδητά, την οδό της διαφυγής. Οι δυσκολίες και η αφάνταστη ταλαιπωρία που αντιμετώπισε, δεν στάθηκαν ικανές να κάμψουν το ηθικό του, αλλά αντίθετα, ενδυνάμωσαν το πείσμα και την πεποίθησή του ότι πρέπει να κάνει πράξη τα όνειρά του.
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό αποχαιρέτησε κρυφά το πατρικό του σπίτι και ξεκίνησε το ταξίδι προς το άγνωστο, έχοντας ως στόχο να σπουδάσει, ζώντας ελεύθερος. «Με βασάνιζε πολλά χρόνια η σκέψη της φυγής, διότι είναι δύσκολες οι συνθήκες ζωής στο Ιράν, ένιωθα ασφυκτικά διότι δεν μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε ελεύθεροι, παντού υπήρχαν στρατιωτικές δυνάμεις και δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω το βράδυ. Ένιωθες δηλαδή ότι ήσουν φυλακισμένος» αναφέρει χαρακτηριστικά ο νεαρός μετανάστης. Σε πολύ μικρή ηλικία, τελειώνοντας το Δημοτικό, εγκατέλειψε αναγκαστικά το σχολείο, και εργάστηκε σκληρά σε οικοδομές, βοηθώντας τον πατέρα του, αλλά η σκέψη του περιστρέφονταν πάντα γύρω από την λέξη «ελευθερία».
«Εργαζόμουν, κέρδιζα χρήματα, αλλά ήθελα να κάνω άλλα πράγματα, ομολογεί. Ήθελα να κάνω κάτι για μένα, για την οικογένειά μου, ήθελα να καλυτερέψω την ζωή μου, να σπουδάσω. Είναι δύσκολο να περιγράψω τις συνθήκες που αντιμετώπισα ζώντας στο Ιράν. Ήταν τόσο δύσκολες, ώστε δεν μπορούσα να αντέξω πλέον. Δεν είχα άλλη υπομονή κι έτσι αποφάσισα να φύγω» ομολογεί ο Φαχίντ. Στα 20 του χρόνια πήρε την μεγάλη απόφαση και ένα χειμωνιάτικο πρωινό έφυγε από την πατρική εστία, προκειμένου να αναζητήσει, μαζί με άλλους συμπατριώτες του, μια καλύτερη ζωή, αναπνέοντας αέρα ελευθερίας. «Ήξερα ότι θα αντιμετωπίσω δυσκολίες, αλλά δεν ήθελα να κάνω πίσω, γιατί ήθελα πάντα να είμαι ελεύθερος, ήθελα να πραγματοποιήσω τους στόχους που είχα στο μυαλό μου» αναφέρει χαρακτηριστικά, ανατρέχοντας στις μνήμες μιας δύσκολης περιόδου.

Απίστευτες κακουχίες

Το ταξίδι του Φαχίντ προς την ελευθερία συνοδεύτηκε από αφάνταστη ταλαιπωρία, πολύωρο περπάτημα πάνω σε χιονισμένα βουνά, αλλά και πολλές ακόμη δυσκολίες που έχουν χαραχτεί με ανεξίτηλα γράμματα στην ψυχή του. «Φτάσαμε στην Τουρκία με λεωφορείο και για να πάμε στον επόμενο σταθμό, περπατήσαμε μια ολόκληρη νύχτα, βαδίζοντας στο χιόνι. Ήταν πάρα πολύ δύσκολες οι συνθήκες αλλά ήθελα να συνεχίσω, να κάνω πράξη τα όνειρά μου, θα πει ο Φαχίντ. Μετά από αναμονή λίγων ημερών, ο νεαρός μετανάστης έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, κατόπιν στην Σμύρνη και στην συνέχεια επιβιβάστηκε σε μια βάρκα μαζί με έξι ακόμη συμπατριώτες του, με προορισμό την Ελλάδα. «Ήμασταν έξι άτομα στοιβαγμένα σε μια τρύπια βάρκα που έμπαζε νερά και ταξιδέψαμε ώρες ατέλειωτες, εκτεθειμένοι στο κρύο και την βροχή, έως ότου φτάσουμε με κίνδυνο της ζωής μας, στην Μυτιλήνη» συνεχίζει την αφήγησή του ο νεαρός σπουδαστής. «Οι δύο νεότεροι, συνεχίζει ο ίδιος, τραβούσαμε κουπί όλη την νύχτα και ένας συνεπιβάτης έβγαζε τα νερά από την βάρκα, για να μην βουλιάξουμε».
Καταμεσής του πελάγου, περικυκλωμένος από το σκοτάδι και το βασανιστικό συναίσθημα της αβεβαιότητας, ο Φαχίντ δεν σταμάτησε να κωπηλατεί, παρ’ όλη την εξάντληση που ένιωθε, αντλώντας δύναμη από την σκέψη μιας καλύτερης ζωής. Φθάνοντας στην Μυτιλήνη, οι ταλαιπωρίες συνεχίστηκαν, ενώ επόμενος στόχος του ταξιδιού του ήταν Αθήνα, όπου και έμεινε επί μια εβδομάδα, φιλοξενούμενος σε ξενώνα για μετανάστες. «Δεν ήθελα να μείνω εδώ, στόχος μου ήταν να πάω στην Ιταλία ή στην Γαλλία, αλλά τελικά παρέμεινα στην Ελλάδα, γιατί δεν είχα τα απαραίτητα έγγραφα και παράλληλα είχα ξοδέψει στο μεταξύ όλες τις οικονομίες μου, περίπου 5.000 δολάρια» προσθέτει ο ίδιος. Επόμενος σταθμός της περιπλάνησής του ήταν ο ξενώνας στην Μακρινίτσα, όπου παρέμεινε επί τρεις μήνες, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στις συνθήκες ζωής της νέας του πατρίδας. Έκτοτε ο Φαχίντ διαμένει στο Βόλο, μαθαίνει ελληνικά και παράλληλα κάνει πράξη τα όνειρά του, σπουδάζοντας στο Δημοτικό ΙΕΚ Βόλου.

Εκκολαπτόμενος σεφ

«Όταν ήρθα για πρώτη φορά στο Βόλο δεν γνώριζα κανέναν και προσπάθησα να προσαρμοστώ στην νέα μου ζωή, αναζητώντας παράλληλα δουλειά» συνεχίζει την αφήγηση ο νεαρός σπουδαστής. «Στην αρχή εργάστηκα σε εστιατόριο στο Χόρτο, αρχικά στην λάντζα και στην συνέχεια στην κουζίνα. Κατόπιν, βρήκα δουλειά σε εστιατόριο στην Τσαγκαράδα, όπου συνεχίζω να εργάζομαι ως βοηθός σεφ, παράλληλα με τις σπουδές μου. Ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου, ο Κωνσταντίνος Πάνος και η σύζυγός του Μαρία Χοσέ, είναι οι καλύτεροι άνθρωποι που έχω γνωρίσει και τους ευχαριστώ πολύ γιατί πίστεψαν σε μένα και με παρότρυναν να σπουδάσω στο Δημοτικό ΙΕΚ» δηλώνει με ευγνωμοσύνη ο Φαχίντ, ο οποίος σπουδάζει στο τμήμα μαγειρικής του Δημοτικού ΙΕΚ Βόλου, έχοντας ως στόχο να ασχοληθεί επαγγελματικά με το συγκεκριμένο αντικείμενο, ως σεφ.
Ο νεαρός Αφγανός κοιτάζει μπροστά, απόλυτα προσηλωμένος στους στόχους που έθεσε, προσβλέποντας σε ένα καλύτερο αύριο. Στην θύμηση της πατρίδας και των αγαπημένων προσώπων σκοτεινιάζει το βλέμμα του, καθώς ομολογεί συγκινημένος «το μόνο που μου λείπει από την πατρίδα μου είναι οι γονείς μου, η οικογένειά μου». Η επιθυμία της επιστροφής στην πατρίδα υπάρχει πάντα στην καρδιά του, αλλά όπως επισημαίνει ο ίδιος στην παρούσα τουλάχιστον φάση, είναι αδύνατο. «Επικοινωνώ συχνά με τους γονείς μου, μαθαίνω τα νέα τους αλλά είναι πολύ δύσκολο να γυρίσω πίσω, τουλάχιστον αυτή την στιγμή, ομολογεί. Θέλω να τελειώσω τις σπουδές μου, συνεχίζει, και να προχωρήσω στην ζωή μου, να γίνω σεφ. Είναι δύσκολο να ζεις μόνος χωρίς την παρουσία των δικών σου ανθρώπων, αλλά έχω πολύ καλές σχέσεις με τους συμμαθητές και τους καθηγητές μου στο Δημοτικό ΙΕΚ, οι οποίοι με βοηθάνε πολύ» προσθέτει ο ίδιος. Παρότι έφθασε στην Ελλάδα νηστικός και ταλαιπωρημένος, ανακάλυψε έναν καινούργιο κόσμο, ανοίγοντας διάπλατα την ψυχή του, προκειμένου να απολαύσει το αίσθημα της ελευθερίας, που στερήθηκε ως παιδί στην πατρίδα του.

αναδημοσίευση από τη εφημερίδα  Ταχυδρόμος 27 Φεβρουαρίου 2011




Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Σκόνη

Ξεσκονίζεις τα παπούτσια σου
Ξέχασες όμως
Ότι είσαι ολόκληρος σκόνη



Θωμάς Ιωάννου
(Οδός Πανός, τ. 150, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2010)

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

να καταγγέλουμε το φόβο είναι ίσως "εύκολο"

Στα μονόχρωμα ακροατήρια των μεγάλων αφηγήσεων ο φόβος είναι διάχυτος και αισθητός στην όψη και τη διάθεσή τους, καθώς οι λογής νέοι προφήτες μιλώντας πασχίζουν να διευρύνουν με κάθε τρόπο και με κάθε θυσία τον αριθμό των πιστών και να αποτρέψουν κάθε απόσχιση. Οι ακροατές, ένα άθροισμα από φοβικά εγώ, ακούν και εγκολπώνονται την πίστη του χιλιαστικού οράματος για μια συνεχή και ευθύγραμμη πρόοδο που συνδέεται μονοσήμαντα με την υλική ευμάρεια και την καταναλωτική ευρωστία.
Ο φόβος ζωογονεί και ανανοηματοδοτεί τον επερχόμενο Παράδεισο που προβάλλεται. Η ιδεολογική καθαρότητα είναι η αναγκαία αρετή βασισμένη σε αποκαλυπτικά κείμενα με οραματικό χαρακτήρα, που σκοπό έχουν να αποκαλύψουν και να ερμηνεύσουν τα γεγονότα και φαινόμενα του μέλλοντος πριν τη διάβαση από το επερχόμενο πύρινο τέλος, της ιστορίας, του κόσμου, της σημερινής κοινωνίας και την εδραίωση της επαγγελόμενης ευδαιμονίας.
Η ασκητική της βίας προβάλλει ως αναγκαία ή και αναπόφευκτη, ως πράξη απελευθέρωσης, για να νομιμοποιήσει την ομογενοποίηση, την ισοπέδωση, το έμπρακτο μίσος για το διαφορετικό άλλο. Το αναγκαίο δόγμα της μίας και μόνης μεσσιανικής ερμηνείας στηρίζεται πάνω στο φόβο για το νέο, το κενό και την ασυνέχεια, που αναπόφευκτα προβάλλουν πάντα προκλητικά για να ανατρέψουν παραδόσεις και εργαλειοποιημένους ορθολογισμούς, γιαυτό επιβάλλεται η σιωπή.
Η εξουσία των επάνω για να εδραιωθεί πρέπει να καλλιεργηθεί ο φόβος στους κάτω, τους πολλούς, τους ακροατές, με τον αφοπλισμό της λογικής, τη στέρηση του αυτεξούσιου και της προσωπικής ευθύνης. Ο φόβος καθαγιάζει τον μαζικό και υποταγμένο άνθρωπο, εξιδανικεύει τις αδιέξοδες λύσεις, μυθοποιεί την επιβαλλόμενη σιωπή και τροφοδοτεί με φθηνή πρώτη ύλη τη βιομηχανική παραγωγή ανακυκλώσιμης ψυχικής υγείας. Ο καλλιεργημένος φόβος, οι προφήτες και τα είδωλά του, στέκουν με έντονη εχθρικότητα απέναντι στην αλήθεια και την πραγματικότητα με την άνθιση των πιο σκοτεινών αποκαλυπτικών αντιλήψεων.
Η απώλεια του επερχόμενου παράδεισου περιμένει ως τιμωρία αυτούς που θα ξαναδούν τις πράξεις και τις κινήσεις τους μέσα στο κυρίαρχο ρεύμα της αναισθησίας, της αδιαφορίας, της αδικίας και της πλάνης για να καταμετρήσουν τη δική τους συμμετοχή και συνέργεια. Είναι όμως το πρώτο βήμα για την υπέρβαση της ομφαλοσκόπησης, για μια άλλη οπτική πέρα από τα κοντινά πλάνα στα πτώματα που προβάλλονται με κάθε λεπτομέρεια χάριν της τηλεθέασης, άλλοτε ως δολοφονίες, άλλοτε ως αιτιολογημένοι ή και αναίτιοι θάνατοι, αλλά ανώνυμων πάντα ανθρώπων. Είναι η πρώτη πράξη ίσως βήμα για να καταπολεμηθεί ο φόβος και η αδυναμία για αυτοπροσδιορισμό δίχως την αναζήτηση  παραμυθίας και ασφάλειας στους λόγους που εκφωνούν οι αυτοανακηρυγμένοι ηγέτες - μεσσίες.

Το να φοβόμαστε ή και να καταγγέλουμε το φόβο είναι ίσως "εύκολο". Πιο δύσκολο είναι να τον απομυθοποιήσουμε, να σταματήσουμε να φοβόμαστε τον εαυτό μας [με ό,τι αυτό σημαίνει] για συναντήσουμε και τον όμοιο και τον διαφορετικό Άλλο, που βρίσκεται δίπλα μας, φοβισμένος ίσως κι αυτός, και τον προσπερνάμε καθημερινά.

Η ανάρτηση αυτή έχει γραφτεί στα πλαίσια της "Ημέρας ενάντια στο φόβο.
Δείτε περισσότερα εδώ: http://grfear.blogspot.com/

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Ο βολικός Παπαδιαμάντης

    

Κανείς δε θέλει πια να ξεβολεύεται και ίσως πρέπει [ή και επιβάλλεται] να αποσιωπά ερωτήματα και σκέψεις που γεννιούνται, όταν αυτά οδηγούν σε αγρύπνια και συζήτηση, άλλοτε με τον εαυτό μας και -σπάνια πια- με τους άλλους. Λένε ότι πλέον δε διαβάζουμε ή και όταν το κάνουμε, αυτό γίνεται αποσπασματικά. Μεγάλος ο όγκος των πληροφοριών η συνηθισμένη δικαιολογία, αλλά και κανείς δεν υποχρεώνει κανέναν να τις αφομοιώσει.
Από την ανακάλυψη, στην απομυθοποίηση και από 'κει στη μετανάγνωση, όλα σε μια φανταχτερή συσκευασία που προάγει την καταναλωτική ευμάρεια δίχως τον κίνδυνο της δυσπεψίας [κάποτε αυτό λεγόταν προβληματισμός και δε θεωρούταν δυσλειτουργία].
Α, φέτος χρειαζόταν να θυμηθούμε τον Παπαδιαμάντη, που συμπληρώθηκαν τόσα χρόνια από την γέννηση και τόσα από τον θάνατό του [γιατί βέβαια πέρυσι θυμηθήκαμε, όπως τον θυμηθήκαμε και "τιμήσαμε" τον Καββαδία]. Θυμηθήκαμε και τον Ελύτη που λέει να τον μνημονεύουμε [αλλά κάποιοι αποσιωπούν μαζί με ποιον άλλον μαζί]. Μια σειρά από απόπειρες να ξαναδιαβαστεί "αλλιώς" το έργο του. Χρειαζόμασταν όμως και μια επέτειο για να μιλήσουμε πλέον για τον πολιτικό, τον ερωτικό, τον μεταγλωτισμένο ή τον μονοτονισμένο Παπαδιαμάντη. Όπως παλιότερα ήταν κάτι σαν το μελομακάρονο και σαν το τσουρέκι τα "Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα" και τα "Πασχαλινά Διηγήματα" σε συσκευασία δώρου.

Άλλος ένας  ξεβολεμένος, ο Ν. Καρούζος το είχε πει:


Ο ΑΚΕΡΑΙΟΣ ΚΥΡ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ



Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας.
Μεγάλος άνθρωπος και ανέσπερος Έλληνας που κράτησε
τον πόνο στο σωστό του ύψος,
αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας.
Ήδη τα θύματα της προόδου που πρόωρα σκουριάζει,
πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο
κι αγοράζουν, ελπίζοντας, οικόπεδα
Πάνε για λίγο αεράκι, λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι.
Μα είναι αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση
με ξυπόλητα Σαββατοκύριακα και τροχόσπιτα.
Ο ακέραιος κυρ-Αλέξανδρος,
Εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης
και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει.

Κι αλήθεια, αν ρωτούσαν τον Παπαδιαμάντη, δε θα έλεγε ότι πέθανε, αλλά ότι κοιμήθηκε.
Αλλά ας μην ανοίγουμε τέτοιες συζητήσεις....

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

τα χρόνια τρέχουν χύμα κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα

Πρωτοχρονιές σε χρόνους άλλους
Πρωτοχρονιές με τους μεγάλους
μικρός εσύ, μικρός κι ο χρόνος
αλλάζατε κι οι δυο συγχρόνως.


Λίγο μετά, στα δεκαεφτά
με τους γονείς σου ήσουν πάλι
μα αισθανόσουν ήδη απών
σε συντροφιές συμμαθητών
το σπίτι σου έχανε εξουσία
κι ο χρόνος την κρυφή του ουσία.



Ύστερα γιόρταζες με φίλους
σ' ένα δωμάτιο καπνού
το θαύμα πάλι ήταν αλλού
στις παιδικές Πρωτοχρονιές σου
στον χρόνο που άλλαζε μαζί σου
πριν μεγαλώσει η αντίστασή σου.


Τώρα τι κλαις και τι γκρινιάζεις
Πρωτοχρονιά είναι και γιορτάζεις
την λίγη πίστη του ενηλίκου
στην παιδική ανατολή του.

Πρωτοχρονιές, γιορτές του χρόνου
Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου
πώς θα τις γιόρταζες εσύ
τώρα που έχεις το κλειδί;

Μικρό κλειδί και σ' οδηγάει
σ' ένα παράσπιτο στο πλάι
σ' ένα μικρό μικρό πλανήτη
πλάι στο μεγάλο άδειο σπίτι.

Πάει ο καιρός που οι δικοί σας
σκηνοθετούσαν τη γιορτή σας
και είσαι εσύ που πρέπει τώρα
να υψώσεις της γιορτής τα δώρα.

Ποιος θα νοιαστεί και ποιος θα τρέξει
Χρονοποιός ας είναι η λέξη
γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα
κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα.




 
 
Καλή Χρονιά σε όλες και όλους!

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount