Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Ὁ κὺρ Κατακουζνός




«ΕΠΙ ΤΙΝΑ ἐπιβλέψω, ἀλλὰ ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ἠσύχιον καὶ τρέμοντά μου τοὺς λόγους;».
Τέτοιος ἕνας πρᾶος καὶ ἠσύχιος ἤτανε ὁ μπάρμπα Κατακουζνός. Ρωμιοράφτης ἤτανε τὸ ζαναάτι του, «εἰρηνικὸν ἐπάγγελμα» ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος. Τοὺς λέγανε ρωμηοραφτάδες, ἐπειδὴς ράβανε ροῦχα ρωμέικα, δηλαδὴ σαλβάρια, σταυρωτές, γοῦνες μὲ γιρμισούτια καὶ μὲ χάρτζα, ψιλοδουλειὰ πολλή. Οἱ ραφτάδες πάλι ποὺ ράβανε στενά, φράγκικα, λεγόντανε φραγκοραφτάδες. Οἱ ρωμιοραφτάδες ἤτανε ντυμένοι μὲ σαλβάρια, κι ἤτανε γνωστικοί, ταπεινοί, χριστιανοί, λιγόλογοι καὶ σιγομίλητοι σὰν πνεματικοί, νιοὶ καὶ γέροι. Τὰ μαγαζιά τους, εἴχανε καπάντζες, κι ἤτανε καθαρά, νοικοκυρεμένα, καὶ συχνάζανε σὲ δαῦτα ἀνθρῶποι θρῆσκοι καὶ ἥσυχοι, ποὺ περνούσανε δίπλα σου δίχως νὰ τοὺς καταλάβεις. Μπροστὰ στὴν καπάντζα εἴχανε σοφᾶδες καὶ ράβανε καθισμένοι σταυροπόδι, μὲ βγαλμένα τὰ παπούτσια, μὲ τὰ τσουράπια. Μ᾿ ἕναν λόγο, ἤτανε ἀληθινὰ «εἰρηνικὸν ἐπάγγελμα», ὅπως τό ῾λεγε ὁ μπάρμπα Κατακουζνός.
Σὰν τὸν ἥλιο ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του. Περπατοῦσε σκυφτὸς μὲ τὰ χέρια του σταυρωμένα, σ᾿ ἕνα σχῆμα ποὺ φανέρωνε τὴν πραότητα. Γεροντάκι ἀδύνατο, «καρδία συντετριμμένη καὶ τεταπεινωμένη», μὲ φτωχικὰ ροῦχα καθαρότατα, πάντα κουμπωμένος, μ᾿ ἕνα στενὸ ζουνάρι στὴ μέση του. Τὰ καλάμια τῶν ποδαριῶν του ἤτανε ψιλὰ ὅπως τοῦ πουλιοῦ. Περπατοῦσε σκυφτὸς καὶ μαζεμένος, σὰ φοβισμένος κι ἀνετριχιασμένος, καὶ κοιτοῦσε στὴ γῆς, καὶ μουρμούριζε ὁλοένα ρητὰ ἁγιασμένα καὶ λόγια ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι.
Καθότανε σ᾿ ἕνα παλιὸ σπίτι στὸν ἀπάνω μαχαλᾶ, στὸν ἅγιο Βασίλη. Ἔψελνε τὴν Κυριακὴ σὲ μία μικρὴ ἐκκλησιὰ παράμερη.
Ἂν λάχαινε νὰ πάγει σ᾿ ἕνα μέρος καὶ λέγανε λόγια φωναχτὰ καὶ θυμωμένα, ἔφευγε δίχως νὰ τὸν καταλάβει κανένας. Εἰρηνοποιός, βλογημένος ἄνθρωπος.
Μία φορὰ ἔβρεξε, καὶ κάποιος τὸν ρώτηξε «Μπάρμπα Στυλιανέ, εἶναι καλὴ ἡ βροχὴ γιὰ νὰ γεννήματα;» καὶ κεῖνος τ᾿ ἀποκρίθηκε «Τωόντις, παιδί μου, εἶναι πολὺ ὠφέλιμη, δόξα σοι ὁ Θεός. Εἰρηνικὸς ὑετός!»
Τὴ μεγάλη Τρίτη ἔψελνε μὲ κατάνυξη τὸ τροπάρι τῆς Κασσιανῆς «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή». Τὴν τελευταία φορὰ ποὺ τό ῾ψαλε, ἅμα ἀπόλυσε ἡ ἐκκλησιὰ καὶ βγήκανε ἔξω, ὁ μπάρμπα Κατακουζνὸς τράβηξε στὸ σπίτι του μαζὶ μ᾿ ἕναν φίλο του γέρο θεοφοβούμενο, καὶ κεῖνος τοῦ ῾πε «Κὺρ Στέλιο, εὖγε! Φέτος τό ῾ψαλες ἐξαίσια». Ὁ μπάρμπα Κατακουζνὸς δάκρυσε καὶ τοῦ ἀπάντησε: «Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ποὺ μᾶς ἀξίωσε καὶ φέτος νὰ τὸ ψάλλουμε. Κατανυκτικὰ τὸ εἴπαμε. Μερικοὶ ἐδάκρυσαν».
Ὁ καημένος ὁ μπάρμπα Κατακουζνός. Θεὸς σχωρέσ᾿ τον.
Ψυχὲς ἁγιασμένες, ποὺ σᾶς λερώνουνε τ᾿ ἁμαρτωλὰ τὰ χείλια μας! Ὦ ταπείνωση, ποὺ στόλιζες τὸ γένος μας σὲ καιροὺς βασανισμένους! Πῶς μίσεψες ἀπὸ μᾶς κι ἀσκημίσαμε, καὶ γενήκαμε δαιμονόψυχοι, ἐγωιστές, κι ἀδιάντροποι, στολισμένοι μὲ τὴ μαύρη στολὴ τοῦ Σατανᾶ!
Ἄνθρωπε ἄμυαλε, τί τρέχεις σὰν τρελὸς ξοπίσω ἀπὸ ἴσκιους; Ζῆσε μὲ ἁπλότητα. Γίνε σὰ μέρμηγκας μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ τότες θὰ νοιώσεις τὴ θερμὴ ἀγκαλιὰ ποὺ θὰ σὲ ζεστάνει.
Φώτης Κόντογλου
Προέλευση κειμένου: http://www.sarantakos.com/keimenamazi.html

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

Κεμάλ

Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκηπα,της ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορέι να αλλάξει τον κόσμο.
αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.

Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.

Κι ενας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ' αλλάξουν οι καιροί.

Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ' τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ' τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.

Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλειά
μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.

Με δύο γέρικες καμήλες μ' ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ' αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.

Σ' ένα μήνα σ' ένα χρόνο βλέπουν μπρός τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»

Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ
Καληνύχτα...

Ν. Γκάτσος

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Κεμὰλ Ὀζμπαϊρί

Ἀπ᾿ τῆς Ἀλάνιας ὁ Κεμὰλ κράταγε τὸ λιμάνι,
μὰ ὅλο τὸ σόϊ του ἤτανε Κρητικοὶ Μουσουλμάνοι,
ποὺ φύγαν στὴν Ἀνατολὴ μετὰ τὸ Εἰκοσιένα
καὶ μίλαγε τὰ κρητικὰ καλύτερ᾿ ἀπὸ μένα.
Εἰς τὸ Στρασβοῦργο πήγαμε μαζὶ τὸν μήνα Ἰούλιο,

δυὸ βήματα ἀπ᾿ τὸ Εὐρωπαϊκὸ τὸ Κοινοβούλιο.
Σὲ μίαν ἀλάνα, σὲ σωστὸ ντενεκὲ μαχαλᾶ,
γιὰ νὰ γουστάρουμε ὄργανα καὶ νάκλια ἀπ᾿ τὰ καλά.
Εἶχαν πολλοὺς λυράρηδες οἱ Τουρκοκρητικοί,

ποὺ παῖζαν γιὰ ὅσους ἔρχονταν στὶς φάμπρικες ἐκεῖ,
ἀπ᾿ ὅλη τὴν Ἀνατολὴ κι ἀπὸ τὴν Ἰωνία
κι ἀπ᾿ τοῦ Βελγίου τὶς στοὲς κι ἀπὸ τὴ Γερμανία.
Κοψίδια σούβλας, παστουρμᾶ καὶ φίνο μεζεκλίκι

καὶ βέρα γλώσσα κρητική, ποὺ λέει γιὰ σεβνταλίκι.
Τριγύρω στὶς παρέες τους ἐνῶ τσιμπολογοῦσα,
λέγαν τὸν Ἐρωτόκριτο, λέγαν τὴν Ἀρετοῦσα.
Μὰ ὅπως τὰ σκάτωσαν μετὰ ἡ Ἑλλάδα κι ἡ Τουρκία,

πέθανε ὁ φίλος μου ὁ Κεμάλ, κάπου στὴ Ἑσπερία,
χωρὶς ποτὲ ν᾿ ἀξιωθεῖ νὰ δεῖ τὸν Ψηλορείτη,
τὸν τόπο τῶν πατέρων του, τὴν ὄμορφη τὴν Κρήτη!


Στίχοι: Εὐάγγελος Ζάχος
Μουσική: Παραδοσιακό (μελωδία τοῦ Ἐρωτόκριτου)
Ἑρμηνεία: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς καὶ Κώστας Σιδέρης

(έτσι που λές Μαρίνο είχαν τα πράγματα...)

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

ΑΜΝΗΣΙΑ


Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα
σβήνει την προηγούμενη και πάει.
Άλλοτε σβήνει την επόμενη,
καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.

Βροχές θυμάμαι και πουλιά
και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,
τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,
και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,
με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω,
για να προλάβω τις παραγγελίες.

Χιόνια θυμάμαι και βουνά
και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,
πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.
Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,
δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.
Γριές και γέροι και παιδιά,
μεσήλικες θλιμμένοι.

Μάτια θυμάμαι και φωνές,
πρόσωπα που δε γνώρισα ποτέ μου.

Μιχάλης Γκανάς

(από το Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989)

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount