Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

Πρωτευαγγέλιο Ἰακώβου

Πρωτευαγγέλιο Ἰακώβου

IV
Καὶ ἰδοὺ τότε ὁποὺ φανερώθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ τῆς ἔλεγε Ἄννα, Ἄννα, ὁ Κύριος τὴν εἰσάκουσε τὴ θερμή σου παράκληση, καὶ θὰ πιάσεις παιδὶ καὶ θὰ γεννήσεις, καὶ τὸ σπέρμα σου θὰ πάει ἄκουσμα στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Καὶ ἡ Ἄννα τοῦ ἀποκρίθηκε σύγκορμη· δοξάζω τὸν Κύριο καὶ Θεό μου τὸν ὁλοζώντανο καί, θὲς γεννήσω σερνικό, θὲς κοπελούδα, θὰν τὸ προσφέρω δῶρο μου ὁλόψυχο σὲ κείνονε καὶ θἆναι στὸ ἅγιο θέλημά του κρεμάμενο ἐπιζωῆς τὸ παιδί μου. Καὶ ἰδοὺ τότε ὁποὺ φανῆκαν δύο ἄγγελοι σ᾿ αὐτήνε καὶ τῆς ἔλεγαν· ἰδοὺ λοιπόν, ὦ εὐσεβέστατη γυναίκα, νάτος ὁ ἄντρας σου ὁ Ἰωακείμ, ἔρχεται μὲ τὰ κουδουνιστὰ κοπάδια του. Τὸν εἶχε στ᾿ ἀλήθεια εἰδοποιήσει κι αὐτόνε ἄλλος ἄγγελος Κυρίου λέγοντας· Ἰωακείμ, Ἰωακείμ, ὁ Κύριος τὴν εἰσάκουσε τὴ θερμή σου παράκληση· πάρε τὰ κοπάδια σου καὶ ροβόλα κατὰ κάτω· μάθε τὴν ὥρα τούτη τὸ χαρμόσυνο νέο, πὼς ἡ γυναῖκα σου ἡ Ἄννα θὰ φουσκώσει μὲ ἡλιόκαρπο τὴ γαστέρα της. Καὶ κατέβηκε ὁ Ἰωακεὶμ καὶ κάλεσε καὶ τοὺς ἄλλους τσοπαναραίους, ὅλους ἐκείνους ὁποὺ τοὺς εἶχε στὴ δική του δούλεψη, καὶ τοὺς εἶπε· γιὰ φέρτε μου δῶ πέρα μία δεκαριὰ ἀπείραχτες, παρθενικὲς ἀμνάδες, γιὰ νὰν τὶς κάνω ταπεινή μου προσφορὰ στὸν Κύριο καὶ Θεό μου· κι ἀκόμη φέρτε μου, δώδεκα τοὺς θέλω, μόσχους ἁπαλούς, γιὰ νὰν τοὺς κάνω χάρισμα χαρᾶς στοὺς ἱερεῖς καὶ στοὺς σοφούς μας τοὺς γερόντους· κι ἀκόμη φέρτε μου καὶ γίδια ἑκατὸ γιὰ τὸν κοσμάκη. Καὶ νὰ λοιπὸν ὁ Ἰωακεὶμ ὁποὺ ἔφτασε μαζὶ μὲ τὰ κοπάδια του, καὶ ἡ Ἄννα ἐστάθη στὴν ἐξώπορτα καὶ τὸν εἶδε ποὺ ἐρχότανε, καὶ τρέχοντας κοντά του κρεμάστηκε στὸ λαιμό του ἀηδονολαλώντας· τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ τὴ χόρτασα σήμερα· γιατί νά ῾με ἐγὼ ἡ χήρα ποὺ δὲν εἶμαι πιὰ χήρα καὶ ἡ ἄτεκνη ποὺ θὰ φουσκώσει μὲ ἡλιόκαρπο τὴ γαστέρα της. Καὶ τότε τρισευτυχισμένος ἐμπῆκε στὸ θεοφοβούμενο σπίτι του καὶ ἀναπαύτηκε γιομάτος ἀνακούφιση ἐκείνη τὴν ὄμορφη μέρα.

V
Καὶ τὴν ἄλλη μέρα πρόσφερε τὰ δῶρα του λέγοντας ἀπὸ μέσα του· τὸ σκέπασμα τῆς κεφαλῆς τοῦ ἱερέα θὰ μοῦ δείξει μὲ τὴ θεία λάμψη του τὴν εὐμένεια σὲ μένα τοῦ Κυρίου. Καὶ πρόσφερε τὰ δῶρα τοῦ γιομάτος εὐλάβεια ὁ Ἰωακείμ, ἔχοντας ὅλη του τὴν προσοχὴ στραμένη στὸ σκέπασμα τῆς κεφαλῆς τοῦ ἱερέα, καθὼς ἀνέβηκε στὸ ἅγιο θυσιαστήριο, καὶ εἶδε καὶ κατάλαβε πὼς καμιὰ δὲν τόνε βάραινε ἁμαρτία. Καὶ εἶπε τὴν ὥρα κείνη ὁ Ἰωακείμ· τώρα τὸ ἔμαθα πὼς μὲ σπλαχνίστηκε ὁ Κύριος, ὁποὺ μοῦ δώρησε τὴν ἄφεση ἀπ᾿ ὅλα μου τ᾿ ἁμαρτήματα. Καὶ τότε βγῆκε ἀπ᾿ τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου νιώθοντας τὸν ἑαυτό του πεντακάθαρο καὶ γύρισε στὸ θεοφοβούμενο σπιτικό του. Καὶ οἱ μῆνες τῆς ἐγκυμοσύνης ὁλοκληρώθηκαν καὶ τὸν ἔνατο μήνα ἡ Ἄννα γέννησε τὸ παιδί της. Καὶ εἶπε στὴ μαμὴ ἡ Ἄννα· γιὰ πές μου τί εἶναι τὸ παιδί; καὶ ἐκείνη τῆς εἶπε· κοπελούδα. Καὶ ἡ Ἄννα καταχάρηκε λέγοντας· ἡ ψυχή μου μεγαλύνθηκε σήμερα· καὶ πῆρε δίπλα της τὸ νήπιο στὸ κρεβάτι. Καὶ ὅταν ὁλοκληρώθηκαν οἱ μέρες καὶ παστρεύτηκε ἡ Ἄννα, τότε ἔδωκε τὸ μαστὸ γιὰ νὰ βυζάξει τὸ κοριτσάκι, ὁποὺ τοῦ δόθηκε τὸ ὄνομα Μυριάμ.

VI
Ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα τὸ κοριτσάκι μεγάλωνε κι ὅταν ἔγινε ἔξι μηνῶν τὸ πῆρε ἡ μητέρα του καὶ τὸ ἔστησε ὄρθιο χάμω, γιὰ νὰ ἰδεῖ ἂν μπόρηγε νὰ στέκεται μόνο του. Καὶ τὸ παιδάκι κάνοντας ἑφτὰ βήματα ἦρθε καὶ ἔπεσε στὴν ἀγκαλιά της. Καὶ τὸ ἅρπαξε φιλόστοργα στὰ χέρια της λέγοντας· δοξάζω τὸν Κύριο καὶ Θεό μου τὸν ὁλοζώντανο, καὶ δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσω κόρη μου νὰ περπατήσεις ἀπάνω σὲ τούτηνε τὴ γῆ, πριχοῦ σὲ πάω στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ ἔκανε ἁγίασμα στὴν κρεβατοκάμαρη τῆς κοπελούδας καὶ ὁ,τιδήποτε ἄσχημο κι ἀκάθαρτο δὲν τ᾿ ἄφηνε νὰ τὸ περάσουν ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ δωμάτιο· καὶ κάλεσε παρθένες κι ἀνέγγιχτες ἑβραιοποῦλες γιὰ νἄχουν τὴ λάτρα τῆς μικρῆς καὶ καμιὰ περιποίηση νὰ μὴν τῆς λείψει. Ὥσπου ἔγινε ἑνοῦ χρονοῦ τὸ κοριτσάκι καὶ ἔκανε γιορτάσι μεγάλο ὁ Ἰωακείμ, ὁποὺ προσκάλεσε τοὺς ἱερεῖς καὶ γραμματεῖς μαζὶ μὲ τοὺς σοφοὺς γερόντους καὶ ὅλο τὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ ζύγωσε στοὺς ἱερεῖς ὁ Ἰωακεὶμ τὴν κοπελούδα καὶ ἐκεῖνοι τὴν εὐλόγησαν λέγοντας· ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἠμῶν, εὐλόγησε τὴν κοπελούδα τούτη καὶ δῶσε σ᾿ αὐτὴν ἕνα ὄνομα ποὺ νἆναι ὀνομαστὸ σὲ ὅλες τὶς γενεές. Καὶ φώναξε ὅλος ὁ λαὸς τὴν ὥρα κείνη· γένοιτο, γένοιτο, ἀμήν. Καὶ ὕστερα τήνε ζύγωσε στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ἐκεῖνοι τὴν εὐλόγησαν λέγοντας· ὁ Θεὸς τῶν ὑψωμάτων, ἐπίβλεψε σ᾿ αὐτὴ τὴν κοπελούδα καὶ εὐλόγησέ τη μὲ τὴν ἔσχατην εὐλογία σου, ἐκείνη ὁποὺ δὲν ἔχει παραπέρα. Καὶ τότε τὴν πῆρε ἡ μητέρα της καὶ τὴν ξανάφερε στὸ ἁγίασμα τῆς κρεβατοκάμαρης, καὶ τῆς ἔδωκε τὸ μαστὸ γιὰ νὰ βυζάξει. Καὶ ἔκανε τραγούδι στὸν Κύριο καὶ Θεό της ἡ Ἄννα λέγοντας· θὰ τραγουδήσω ἱερὴ ὠδὴ στὸν Κύριο καὶ Θεό μου, ὁποὺ μὲ ἐπισκέφτηκε μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ σάρωσε ἀπὸ πάνω μου τὰ κακολογήματα τῆς ἔχθρητας· καὶ μοῦ ἔδωκε ὁ Κύριος καρπό, ποὺ τὸν νιώθω σὰν χάρισμα τῆς μεγάλης του δικαιοσύνης, μονοούσιο καὶ πολυπλούσιο κατάντικρυ στὴ δοξασμένη του παρουσία. Ποιὸς θὰ ἀναγγείλει τὸ χαρμόσυνο νέο στοὺς υἱοὺς τοῦ Ρουβίμ, πῶς ἡ Ἄννα θηλάζει; ἀκοῦστε με, λοιπόν, ἀκοῦστε μέ, οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, ἀκοῦστε πὼς ἡ Ἄννα θηλάζει. Καὶ ἔβαλε τὴν κορούλα της νὰ πλαγιάσει στὴν κρεβατοκάμαρη τοῦ ἁγιάσματος, καὶ βγῆκε πάλι καὶ φρόντιζε τοὺς καλεσμένους σὲ κεῖνο τὸ γιορτάσι, ποὺ μετὰ τὸ δεῖπνο ἀποχώρησαν γιομάτοι εὐφροσύνη καὶ δοξάζοντας τὸ Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ.

VII
Ἡ παιδίσκη ὁλοένα μεγάλωνε, τὸ κύλισμα τοῦ χρόνου πρόσθετε τοὺς μῆνες ἀπάνω στὸ κορμάκι της, κι ὅταν ἔγινε δύο χρονῶν, τότε λέει ὁ πατέρας της ὁ Ἰωακείμ· ἂς τὴν πᾶμε τώρα στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση ποὺ δώσαμε στὸν Κύριο, μὴ κι ἂν δὲν πᾶμε μᾶς ἀποστρέψει τὸ πρόσωπο καὶ δὲν τὸ κάνει καλοδεχούμενο τὸ δῶρο μας. Καὶ ἡ Ἄννα τοῦ ἀποκρίθηκε· ἂς περιμένουμε νὰ γίνει τριῶν χρονῶν τὸ κοριτσάκι μας, νὰ μὴ γυρεύει τὸν πατέρα ἢ τὴ μάνα. Καὶ εἶπε ὁ Ἰωακείμ· ἂς περιμένουμε. Καὶ ἔγινε τριῶν χρονῶν ἡ παιδίσκη, καὶ εἶπε ὁ Ἰωακείμ· φωνάχτε μου τὶς παρθένες κι ἀνέγγιχτες ἑβραιοποῦλες κι ἂς πάρει νὰ κρατεῖ μίαν ἀναμμένη λαμπάδα ἡ καθεμιά τους, γιὰ νὰ μὴν κάνει πίσω τὸ κορίτσι καὶ νὰ προχωρήσει πρὸς τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου μὲ τὴν καρδιά του κυριεμένη ἀπ᾿ τὴν ἱερότητα. Καὶ ἔκαναν ὅπως τοὺς εἶπε καὶ ἔφτασαν καὶ μπῆκαν στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ ἐκεῖ τὴν ὑποδέχτηκε τὴν παιδίσκη ὁ ἱερέας, πού, ἀφοῦ πρῶτα τὴ φίλησε, τὴν εὐλόγησε ὕστερα καὶ εἶπε· ὁ Κύριος ἔχει κάνει μεγάλο τ᾿ ὄνομά σου σὲ ὅλες τὶς γενεές· μὲ σένα θὰ φανερώσει μία μέρα ὁ Κύριος τὴ λύτρωση τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ὅταν ἔρθει ἡ ὑπερκόσμια καὶ μητρική σου ὥρα. Καὶ τὴν ἔβαλε στὸ τρίτο σκαλοπάτι στὸ θυσιαστήριο καὶ δέχτηκε τὴ χάρη τοῦ Κυρίου ἡ παιδίσκη,καὶ ὅπως ἤτανε καθισμένη ἔκανε μὲ τὰ πόδια της ὡσὰν νὰ χόρευε χαρούμενες κινήσεις, καὶ ὅλος ὁ κόσμος τῆς ἔδειξε μίαν ἀτέλειωτη ἀγάπη.

VIII
Καὶ ἐβγήκαν οἱ γονεῖς τῆς παιδίσκης ἀπ᾿ τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου θαυμάζοντας καὶ αἰνώντας τὸν οὐράνιο δεσπότη, ποὺ ἡ μικρὴ δὲν ἔκανε πίσω, μὰ ἀντίθετα, στάθηκε τόσο δεχτικὴ στὴν ἱερότητα, παρὰ τὴ νηπιακή της ἡλικία. Καὶ ἐζοῦσε ἡ Μαρία στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου σὰν ἄσπιλη περιστέρα, τσιμπολογώντας ἀπὸ χέρι ἀγγέλου τὴν τροφή της. Καὶ ὅταν κύλησαν δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια, ὁποὺ ἔζησε μέσα στὸ ναό, τὸ ἱερατεῖο ἔκανε συμβούλιο καὶ διερωτήθηκαν· τί τώρα θὰ κάνουμε γι᾿ αὐτήν, ὁποὺ μπορεῖ σὰν θηλυκὸ νὰ μιάνει τὸ ἁγίασμα τοῦ Κυρίου; Καὶ εἶπαν τοῦ ἀρχιερέα οἱ ἱερεῖς· ἐσὺ ὁποὺ εἶσαι ὁ ὑπέρτερος ἀπάνω στὸ θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου, ἔμπα καὶ κᾶνε προσευχὴ γι᾿ αὐτὴ τὴν κοπελούδα, κι ὅ,τι σου φανερώσει ὁ Κύριος, αὐτὸ καὶ θὰ πράξουμε. Καὶ ἐμπῆκε ὁ ἀρχιερέας, φορώντας τὸ μὲ δώδεκα κουδούνια δεσποτικό του ἱμάτιο, στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, καὶ προσευχήθηκε γιὰ τὴν παιδούλα. Καὶ ἰδοὺ τὴν ὥρα κείνη ὁποὺ φανερώθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ ἔλεγε στὸν ἀρχιερέα· Ζαχαρία, Ζαχαρία, ἔβγα καὶ σύναξε ὅλους ἐκείνους ὁποὺ χηρεύουν ἀπ᾿ τὸ λαό σου, καὶ στεῖλε μήνυμα νὰ φέρουν ὅλοι τους ἀπὸ ἕνα ραβδί, καὶ σ᾿ ὅποιονε φανερώσει τὸ σημάδι του ὁ Κύριος, ἐκεῖνος θὲ νὰ πάρει γιὰ γυναίκα τοῦ τὸ κοράσι. Καὶ ἐβγήκαν οἱ κήρυκες καὶ διαλάλησαν τὸ κάλεσμα σ᾿ ὁλάκερη τριγύρω τὴν Ἰουδαία, κι ἀκούστηκε ἡ σάλπιγγα τοῦ Κυρίου, καὶ τρέξαν ὅλοι τους ἀπὸ ὁλόγυρα οἱ χηρευάμενοι.

IX
Καὶ ρίχνοντας χάμω τὸ σκεπάρνι του ἐβγῆκε κι ὁ Ἰωσὴφ μαζὶ μὲ ὅλους τους ἄλλους. Κι ἀφοῦ καλοσυνάχτηκαν ὅλοι τους ἀπὸ ὁλόγυρα, ἐξεκίνησαν γιὰ νὰ πᾶνε στὸν ἀρχιερέα, κρατώντας ὁ καθένας τὸ ραβδί του. Καὶ παίρνοντας τὰ ραβδιά τους ὀλωνῶν ὁ ἀρχιερέας, ἐμπῆκε μ᾿ αὐτὰ στὸ ἱερὸ καὶ προσευχήθηκε. Κι ἀφοῦ περάτωσε τὴν προσευχή του τὴν ὁλόψυχη, παίρνει μαζί του τὰ ραβδιὰ καὶ βγαίνοντας τοὺς τὰ δίνει πάλι. Καὶ σημάδι στὰ ραβδιὰ δὲν ἔδειξε κανένα ὁ Κύριος. Κι ὁ Ἰωσὴφ ἤτανε κεῖνος ὁποὺ ἐπῆρε τὸ τελευταῖο ραβδί. Καὶ ἰδοὺ τότε ὁποὺ ἐβγῆκε ἀπ᾿ τὸ δικό του τὸ ραβδὶ μία περιστέρα, ὁποὺ φτερούγισε καὶ κάθησε στὸ κεφάλι τοῦ Ἰωσήφ. Καὶ εἶπε στὸν Ἰωσὴφ ὁ ἱερέας· ἐσένα σοῦ ἔπεσε ὁ κλῆρος γιὰ νὰ πάρεις τὴν παρθένα τούτη-δῶ τοῦ Κυρίου. Κι ὁ Ἰωσὴφ ἀντιλέγοντας εἶπε· μὰ ἔχω γυιοὺς νεανίσκους καὶ εἶμαι μεγάλος γι᾿ αὐτὴ τὴ μικρὴ κορασίδα· φοβᾶμαι πὼς θὰ γίνω ὁ περίγελως τοῦ κόσμου. Καὶ εἶπε στὸν Ἰωσὴφ ὁ ἱερέας· τὸν Κύριο καὶ Θεό σου νὰ φοβᾶσαι, κι ἀναθυμήσου τρομάζοντας μὲ πόση σκληρότητα τιμωρήθηκαν ἀπ᾿ τὸν Κύριο οἱ Δαθὰν καὶ Ἀβειρὼν καὶ Κορέ, τὸ πῶς ἡ γῆ διχάστηκε στὰ δύο καὶ τοὺς κατάπιε σὰν θεριὸ γιὰ τὴν ἀντιλογία τους. Γι᾿ αὐτὸ τὴν ὥρα τούτη στοχάσου μὲ φόβο Ἰωσὴφ τὸν Κύριο, μήπως μία τέτοια συμφορὰ χτυπήσει καὶ τὸ σπίτι τὸ δικό σου. Καὶ τὸν ἔπιασε φόβος μεγάλος τὸν Ἰωσὴφ καὶ ἐπῆρε μαζί του τὴν κορασίδα στὸ σπιτικό του. Καὶ εἶπε στὴ Μαριὰμ ὁ Ἰωσήφ· ἰδοὺ ὁποὺ ἐγὼ σὲ ἐπῆρα στὸ σπίτι μου ἀπ᾿ τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου, καὶ τώρα θὲ νὰ σ᾿ ἀφήσω μοναχὴ στὸ σπίτι, γιατὶ πρέπει νὰ πάω γιὰ δουλειὰ στὶς οἰκοδομές, κι ὅταν ἀποστερέψω τὴ δουλειά μου θὲ νὰ γυρίσω πίσω σὲ σένα· στὸ μεταξὺ θὰ σὲ ἔχει στὴ φύλαξή του ὁ Κύριος.

X
Καὶ ἔγινε συμβούλιο τῶν ἱερέων ὁποὺ ἐλέγασι· νὰ ὑφάνουμε σκέπασμα στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ εἶπε τότε ὁ ἱερέας· φωνάχτε μου παρθένες ἀνέγγιχτες ποὺ νἆναι ἀπ᾿ τὴ φάρα τοῦ Δαυίδ. Καὶ ἐβγήκαν οἱ ὑπερέτες γυρεύοντας καὶ εὔρηκαν ἑφτὰ παρθένες. Κι ἀναθυμήθηκε τότε ὁ ἱερέας ἐκεῖνο τὸ κοράσι τὴ Μαριὰμ ὁποὺ ἤτανε ἀπ᾿ τὴ φάρα τοῦ Δαυίδ, καὶ ἤτανε κι ἀνέγγιχτη παρθένα ἀφιερωμένη στὸν Κύριο. Καὶ ἐβγήκαν οἱ ὑπερέτες καὶ ἐπήγασι καὶ τὴν ἔφεραν καὶ ἐκείνη. Κι ὅλες μαζὶ τὶς ὁδηγῆσαν ὕστερα μέσ᾿ τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ εἶπε τότε ὁ ἱερέας· βάλετε κλῆρο γιὰ τὸ ποιὰ θὰ γνέσει τὸ χρυσὸ καὶ ποιὰ τὸ ἀμίαντο, ποιὰ θὰ γνέσει τὸ βύσσινο καὶ ποιὰ τὸ μεταξένιο, καὶ ποιὰ τὸ ὑακίνθινο καὶ ποιὰ τὸ κόκκινο καὶ τὴν ἀληθινὴ πορφύρα. Καὶ ἔλαχε στὴ Μαριὰμ ἡ ἀληθινὴ πορφύρα καὶ τὸ κόκκινο, καὶ παίρνοντας μαζί της τὰ ὁποὺ τῆς ἔλαχαν γιὰ γνέσιμο γύρισε ὀπίσω στὸ σπιτικό της. Καὶ ἤτανε ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁποὺ ἔμεινε ἄλαλος ὁ Ζαχαρίας κι ὡσότου νὰ ξαναποχτήσει τὴ φωνή του τὸν ἀντικατάστησε στὸ ναὸ ὁ Σαμουήλ. Καὶ ἡ Μαριὰμ ἀρχίνησε νὰ κλώθει δουλεύοντας τὸ κόκκινο.

XI
Καὶ ἐπῆρε τὴ στάμνα καὶ ἐπῆγε γιὰ νερὸ στὴ βρύση· καὶ ἰδοὺ τότε ὁποὺ ἀκούστηκε φωνὴ ὁποὺ τῆς ἔλεγε· χαῖρε ἐσὺ ἡ χαριτωμένη, μαζί σου εἶν᾿ ὁ Κύριος· εὐλογημένη εἶσ᾿ ἐσὺ ἀνάμεσα σὲ ὅλες τὶς γυναῖκες. Καὶ ἐθώρηγε ζερβόδεξα νὰ καταλάβει πούθενες ἐρχότανε ἐκείνη ἡ φωνή. Καὶ τὴν ἔπιασε μεγάλος τρόμος καὶ γύρισε ὀπίσω στὸ σπιτικό της καὶ ἀπόθεσε τὴ στάμνα, καὶ παίρνοντας τὴν πορφύρα στὰ χέρια τῆς ἀρχίνησε νὰν τὴ γνέθει ἀπάνω στὸ θρονί της. Καὶ ἰδοὺ τότε ὁποὺ φάνηκεν ἐμπροστά της ἄγγελος Κυρίου ὁποὺ τῆς ἔλεγε· μὴ νιώθεις μέσα σου κανένα φόβο Μαριάμ· ἐσὺ εἶσαι ἐκείνη ὁποὺ εὐρῆκες τὴ χάρη κατάντικρυ στὴν ὁλόφωτη κι ἀνέσπερη δόξα τοῦ οὐράνιου δεσπότη...

Νίκος Καροῦζος - Fragmenta γιὰ τὴ Μάνα τοῦ Χριστοῦ, Συλλεγμένα καὶ μεταφρασμένα εἰδικὰ γιὰ τὸ περιοδικὸ Ἐποπτεία, τ.20, σελ.224-229

βλ. http://www.phys.uoa.gr/~nektar/arts/prose/nikos_karoyzos_fragmenta.htm

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Στὸν Παγασητικό

Στὸν Παγασητικό

Στὸν Παγασητικό, χαθήκαμε τὸ βράδυ,
στὸν Παγασητικό, σὲ δρόμους, σε νταμάρια.

Στὸν Παγασητικό, τὴ μέρα δυναμίτες,
στὸν Παγασητικό, τὸ βράδυ ἐρημίτες.

Στὸν Παγασητικό, τὰ σχέδια λουλούδια,
στὸν Παγασητικό, λουλούδια τοῦ πελάγου.

Στίχοι: Ἀργύρης ΜπακιρτζῆςΜουσική: Ἀργύρης ΜπακιρτζῆςἙρμηνεία: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς

(αφιερωμένο στον Μαρίνο, έναν από τους Κυνοκέφαλους)

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

O μπαρμπα-Μυτούσης και τα δυο του ανεψούδια: ο Κλούβιος και η Σουβλίτσα.


Το γλυκό

Ελένη Θεοχάρη-Περράκη


Ο μπαρμπα-Μυτούσης αγαπά πολύ τα δυο του ανεψούδια: τον Κλούβιο και την Σουβλίτσα. Πρέπει όμως να ’χει μεγάλη υπομονή και με τους δυο. Η Σουβλίτσα είναι άτακτη, ακατάστατη και σκανταλιάρα – ένα μικρό ζιζάνιο. Ο Κλούβιος είναι λίγο τεμπέλης. Του αρέσει να ξαπλώνεται στα μαξιλάρια και στους καναπέδες, όπως τα γατάκια. Είναι και λίγο φοβιτσιάρης. Μπουμ! να του κάνει η Σουβλίτσα, ξαφνιάζεται. Φοβάται τα σκοτάδι, τα ποντίκια, τις βροντές. Η Σουβλίτσα δεν φοβάται τίποτα. Κι έτσι μπορεί να τον πειράζει με όλα αυτά. Όταν είναι οι δυο τους στο σπίτι, ο μπαρμπα-Μυτούσης στήνει πάντοτε αυτί. Μόλις καθίσει και φορέσει τα γυαλιά του για να διαβάσει την εφημερίδα, κάτι θα γίνει, ένας κρότος, κάποια φασαρία. Πρέπει να σηκωθεί και να τρέξει να δει τι συμβαίνει… Νά! όπως τώρα. Τι θόρυβος είν’ αυτός; Από ποια μεριά έρχεται; Από την κουζίνα; Ίσως να ’ναι η γάτα… Όχι! Τώρα νιαούριζε στην αυλή. Ο μπαρμπα-Μυτούσης είναι ανήσυχος. Περίεργο! Θα ’λεγε κανείς πως έπεσε το μισό σπίτι… Η πόρτα της κουζίνας κλειστή. Προσπάθησε να την ανοίξει. – Σουβλίτσα… φωνάζει. Ξεκλείδωσε γρήγορα την πόρτα της κουζίνας. – Μπαρμπούλη μου, δεν είναι κλειδωμένη. Στάσου… έπεσε το σκαμνί στην πόρτα, γι’ αυτό δεν ανοίγει. Μπλέχτηκα πάλι. Μα πώς να μην μπλεχτεί. Τίποτε όρθιο δεν είχε μείνει στην κουζίνα. Ο μπαρμπα-Μυτούσης μισάνοιξε την πόρτα και κοίταζε. Η Σουβλίτσα έτριβε μια το γόνατό της και μια τον αγκώνα της. Ο Κλούβιος κρυμμένος κάτω από το τραπέζι. Γύρω του όλα κάτω. Ο τρίφτης, η σχάρα, το τρυπητό, η κουτάλα. Ο μπαρμπα-Μυτούσης ξύνει το κεφάλι του. (Έτσι κάνει πάντα όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά.) – Σουβλίτσα, λέει. Τι είναι εδώ μέσα; – Μπαρμπούλη, κουζίνα ήτανε. Μη μου θυμώνεις, θα ξαναγίνει πάλι. – Εκεί κάτω από το τραπέζι κάποιος κουνιέται. Μήπως είναι η γάτα; – Εγώ είμαι, Μπαρμπούλη, ο…ο…Κλούβιος… – Σήκω επάνω, έβγα από την κρυψώνα τέλος πάντων. Σουβλίτσα! αυτό το σπασμένο βάζο με το γλυκό, τι είναι; Η Σουβλίτσα κομπιάζει. Κατεβάζει το κεφαλάκι της. Μια κοιτάζει το βάζο, μια τον μπαρπα-Mυτούση, μια τον Kλούβιο. – Mπαρμπούλη μου... Aυτό το βάζο, αυτό το βάζο… μα γι’ αυτό το βάζο έγινε όλη η ιστορία. Άρχισε η Σουβλίτσα να τα μπερδεύει. – Είναι ένας μήνας τώρα που μας το ’στειλε απ’ το χωριό η θεία Βγενή. Το είχα ξεχασμένο. Ξαφνικά το θυμήθηκα. Ήτανε πολύ καλά κρυμμένο στο πάνω ράφι μέσα στο γουδί. Όλο αυτόν τον καιρό δεν κάναμε και καμιά σκορδαλιά βλέπεις… Ξερόβηξε ο Μπαρμπούλης, αλλά η Σουβλίτσα δε σταμάτησε. Ανέβηκα στο τραπέζι, που λες, να το πάρω. Τεντώθηκα να το φτάσω. Όλα πηγαίνανε καλά ώς εκεί. Τη στιγμή που έπιανα το γουδί, άκουσα φτέρνισμα… Έκανα πίσω να δω ποιος είναι… και πάρ’ την κάτω την Σουβλίτσα μαζί με το βάζο και ό,τι άλλο ήταν στο ράφι. Καλά να πάθει… φώναξε ξαφνικά Ο Κλούβιος. Καλά να πάθει γιατί θα το ’τρωγε όλο μονάχη της. – Και τι κατάλαβες; Μήπως έφαγες εσύ τώρα; του λέει η Σουβλίτσα. Ο μπαρμπα-Μυτούσης χτυπάει ανυπόμονα το πόδι του… Δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος. – Σουβλίτσα, έμενα να κοιτάς κι όχι τον Κλούβιο τώρα που σου μιλώ. Δεν μου λες, γιατί το έκρυψες; – Να σου πω, Μπαρμπούλη. Νά! όταν έχουμε γλυκό το τρώνε οι ξένοι… Έρχεται ο κυρ Χρίστος. Λες: «Φέρτε του κυρ Χρίστου μια κουταλιά γλυκό με το νερό…» Πάει μια κουταλιά. Έρχεται η κυρα-Φρόσω· της λες: «Μη φύγεις, Φρόσω μου, πριν φας ένα γλυκό…» Πάει δεύτερη κουταλιά… Έρχεται ο Γιαννάκης· λες: «Δώστε στο παιδί μια μεγάλη κουταλιά γλυκό». Μια…δυο…τρεις… αδειάζει το βάζο με το γλυκό… Όσο τα ’λεγε αυτά, είχε φουντώσει η Σουβλίτσα, τα μαγουλάκια της κοκκίνισαν, αλλά δεν έπαψε να μιλά. – Γλυκό από εδώ, γλυκό από εκεί, εμείς μόνο το βάζο βλέπουμε. Ο Μπαρμπούλης έγινε σκεπτικός. Μήπως είχε κάποιο δίκιο η Σουβλίτσα; Ναι… αλλά…αλλά γιατί να κρύψει το γλυκό. Ύστερα μπορούσε να χτυπούσε σαν έπεφτε. Κούνησε το κεφάλι, κοίταξε και τους δυο και είπε: – Σουβλίτσα… Κι εκείνη, παραπονεμένα: – Ναι, Μπαρμπούλη, δεν ήτανε βλέπεις τυχερό να φάω πάλι γλυκό.
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount