Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

2010 μ.Χ.

Θα ξαναγεννηθείς στα ‘ξώφυλλα

των εβδομαδιαίων περιοδικών

και των εφημερίδων.

Κορδέλες και ταινίες...

με κεφαλαία γράμματα

θα διαφημίσουνε τα:

«Καλά Χριστούγεννα».

Εκατομμύρια κάρτες...

θα διαπλεύσουνε τα πέλαγα...

για να ευχηθούν τη γέννησή Σου.

Χορωδίες θα ψάλλουν

κατανυκτικά τροπάρια.

Και τα ραδιόφωνα θα μεταδίδουν

το «Άγια Νύχτα»...

Το βράδυ στα θέατρα

θα διασκεδάσουμε...

Νυσταλέοι, έπειτα, θα χωθούμε

βιαστικοί στα κρεβάτια μας,

χωρίς κανένας μας να κοιτάξει

στο σκοτεινό ουρανό

μήπως και φάνηκε

το αστέρι των Μάγων...

2000 π.Χ. (αποσπάσματα)
Λευτέρης Μάινας

[Κ. Λουκάκης, Νεοελληνική Θρησκευτική Ποίηση, Αθήνα 1978: 153.]

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

λόγος καταγγελτικός ή καταπραϋντικός;

Είναι αλήθεια και ίσως κοινότοπη διαπίστωση πως τον τελευταίο καιρό πολλοί μιλούν για πολλά, βέβαιοι και στηριγμένοι σε αξιώματα, δόγματα και θέσφατα, άσχετα που ξορκίζουν αυτές τις δυο λέξεις. Συχνά ανατρέχουν στο παρελθόν με συγκρίσεις, παραλληλισμούς και αναζητώντας ομοιότητες για να μας πουν ότι η επανάληψη αυτή τη φορά θα είναι τραγωδία και όχι φάρσα, ξεχνώντας ίσως ότι το τραγικό είναι και κωμικό μαζί, αλλά η αδολεσχία παραμένει πάντα αδοολεσχία. Αυτοί λοιπόν οι πολλοί, επώνυμοι και απενοχοποιθέντες για τα όσα στήριξαν φανερά και ανεκτικά στο παρελθόν, ο καθένας με τον τρόπο του και τα πιστεύω του, μας καλούν όλους τους άλλους σε ανυπακοή , αλλά υπακούοντας όμως σε αυτά και μόνο που οι ίδιοι λένε. Αυτή είναι και η μετανεωτερική μορφή της ανυπακοής, αλλά δεν ξέρω αν ποτέ και πως φτάσαμε στη νεωτερική εποχή.
Ωστόσο, το παλιό καλό εκπαιδευτικό σύστημα με την αρωγή και των φροντιστηρίων, φαίνεται πως έμαθε πολλούς να γράφουν καλές εκθέσεις ιδεών ακολουθώντας πάνω κάτω ένα τέτοιο σχεδιάγραμμα:

Οι ημέρες που ζούμε είναι δύσκολες και κρίσιμες [κάπως έτσι ξεκινούν και προχωρούν] περνάμε ως χώρα μια δεινή οικονομική κρίση πού δημιουργεί στους πολλούς ανασφάλεια και φόβο. [Η αιτιολόγηση, η αλλιώς η συνολική θεώρηση εξηγεί πως] η χώρα μας φαίνεται να μην είναι πλέον ελεύθερη αλλά να διοικείται επί της ουσίας από τούς δανειστές μας. [Η άγνοια ή και παραποίηση (;) της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους εκμηδενίζεται από την χρήση αποκλειστικά του ενεστώτα].

Αυτό πού συμβαίνει [α.στην Πατρίδα μας, β. στην Ελλάδα, γ.στο Έθνος, κλπ. αναλόγως του χρώματος με το οποίο θα τυπωθεί και τους συγγραφείς] είναι πρωτόγνωρο και συνταρακτικό.
[Ακολουθεί σύντομη ή αναλυτική περιγραφή για την] ανατροπή δεδομένων και δικαιωμάτων... [επειδή έχουμε ] κατοχή...εκτελούμε εντολές των κυριάρχων - δανειστών .... [μαζί με τις ] παθογένειες της κοινωνίας και της οικονομίας [οι οποίες πρόσφατα ανακαλύφθηκαν].
[Παρουσιάζονται αναλυτικά] οι ριζικές ανατροπές [και καταλήγουν συνοπτικά ότι] φθάνουμε στην κρίση και στην χρεωκοπία.
[Α, ναι! κάπου εδώ συναντάμε, αλλά για μια και μόνη φορά και δίχως περαιτέρω επεξηγήσεις για αποφυγή πλατειασμών τη λέξη ] αυτοκριτική [ για να προβληθεί στη συνέχεια και να αναλυθεί το αντίδοτο, συνήθως χρησιμοποιούν το καλολογικό στοιχείο: «προτάσεις» ή « λύσεις» απαραιτήτως με προστακτικές β’ προσώπου πληθυντικού]
[Ο επίλογος είναι ένα κάλεσμα για τους αναγνώστες και μέλλοντες ανυπάκοους, ώστε] όλοι μαζί.... συσπειρωμένοι γύρω από [την ασφάλεια κάποιου μαντριού με εξασφαλισμένη την ιδεολογική καθαρότητα, η οποία θα μας προστεύσει από τον κακό λύκο και τις κακοτοπιές, για να ] βγούμε από [α.τη δύσκολη ώρα, β. τη δύσκολη κατάσταση, γ. το οικονομικό σύστημα, κλπ, αναλόγως πάλι με το ποιος/οι υπογράφουν από κάτω].


Και θυμίζουν εκείνο ανέκδοτο, τόσο πικρό, μα και τόσο αληθινό σαν αυτά που βίωσε εκείνος ο
φιλήσυχος ανθρωπάκος, όταν έχασε τα βήματά του και μέσα στο σκοτάδι βρέθηκε σε μια κακόφημη γειτονιά της πόλης. Σ’ ένα στενό, τον στριμώχνουν τρεις τέσσερις αγριάνθρωποι, μέλη συμμορίας, τον κολλάνε στον τοίχο, βγάζουν μαχαίρια και τον ρωτάνε.
-«Λέγε, είσαι με εμάς ή με τους άλλους;»
Με τρεμάμενη φωνή ο αναθρωπάκος απάντησε, όπως καλούν και περιμένουν να απαντήσουμε κι εμείς [που θα γίνουμε ανυπάκοοι].
-«Μ’ εσάς είμαι, θέλει ρώτημα;»
Τότε οι άγριοι μπήγοντας τα μαχαίρια τους στο κορμί του ανυπεράσπιστου, φωνάζουν γελώντας:
-«Την πάτησες, εμείς είμαστε ο άλλοι.»

Κι αν αναρωτιέται κανείς γιατί γράφτηκαν όλα αυτά παραμονές των Χριστουγέννων, είναι γιατί την Παρασκευή θα ξανανέβουν επάνω στη γη οι Καλικάντζαροι. Μόνο που αυτοί είναι παιγνιδιάρηδες και σκανδαλιάρηδες και μετά από δώδεκα μέρες θα ξανακατέβουν κάτω. Οι άλλοι δεν ξέρω ποιος αγιασμός θα τους σκιάξει...

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Ας είναι οι δρόμοι έρημοι από ανθρώπους



Μη φοβόσαστε που ξημερώνει,
έχουμε την καλή ελπίδα στην καρδιά μας.
Ας είναι οι δρόμοι έρημοι από ανθρώπους,
θ' ακουστούν όλες οι φωνές της ημέρας.

Μην αναστενάζεις που ο μόχθος έχει πολλές ώρες,
το κάθε βάρος τ' αλαφρώνει η συντροφιά,
ένα μάτι που προβάλλει απ' τη συννεφιά,
η καλή ελπίδα πώχουμε στην καρδιά.

Ακούς πώς πάλλεται σαν καμπάν' από φως,
διώχνοντας τα σκοτεινά φαντάσματα,
προσκαλώντας τον εργάτη στην οικοδομή,
η καλή ελπίδα πούναι στην καρδιά.

Τρέξτε πρόθυμα με το δίχτυ της ζωής,
στη θάλασσα με τις λαχτάρες που σιωπούν,
κάτι από τον ήλιο π' αναλειώνει στα νερά,
θ' ανέβει απάνω η ελπίδα της καρδιάς.


Όρθρος,

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης


Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Ατομικές συμβάσεις για όλους: όλοι οι άνθρωποι είμαστε διαφορετικοί



«Πέρυσι, τέτοιο καιρό, δεν είχαμε Μνημόνιο, αλλά είχαμε πάλι σκουπίδια στους δρόμους. Για την ακρίβεια, κάθε χρόνο Χριστούγεννα και Πάσχα τα σκουπίδια ήταν κομμάτι των γιορτών μας. Κανείς δεν θυμάται γιατί απεργούσαν οι υπάλληλοι της Καθαριότητας, αλλά το Μνημόνιο δεν άλλαξε και πολλά σ’ αυτόν τον τομέα της καθημερινότητάς μας. Επίσης το Μνημόνιο δεν άλλαξε τίποτε στην κίνηση στο κέντρο της Αθήνας. Πορείες είχαμε πέρυσι, πορείες έχουμε και φέτος. Με την ίδια συχνότητα και τον ίδιο πάνω-κάτω αριθμό ανθρώπων.
Οι αστικές συγκοινωνίες ήταν επίσης υπό αίρεση. Οι εργαζόμενοι έβρισκαν λεωφορείο μόνο όταν οι συνδικαλιστές το επέτρεπαν. Οι δεύτεροι, τη μια έκαναν στάση εργασίας για να γίνει τις ώρες αιχμής η γενική συνέλευση, την άλλη απεργούσαν για τα δίκαια επιδόματα, που η κοινωνία τούς χρωστούσε. Κι εδώ το Μνημόνιο δεν χειροτέρεψε πολλά στην καθημερινότητά μας. Οι γιατροί στο ΙΚΑ πάλι απεργούσαν για τις εφημερίες και οι συνταξιούχοι καρτερικά περίμεναν στην ουρά.

Στα πανεπιστήμια, πρυτάνεις, καθηγητές και φοιτητές ελεεινολογούσαν την κατάσταση στην ανώτατη παιδεία και δήλωναν αποφασισμένοι να πολεμήσουν για να παραμείνει η ίδια. Πανεπιστημιακές σχολές βρίσκονταν υπό κατάληψη και το αφισομάνι κυριαρχούσε. Σήμερα πάλι κάποιες σχολές είναι υπό κατάληψη και η χαρτούρα βασιλεύει. Οι συγκρούσεις για να μείνουν ανοιχτά τα μαγαζιά μια Κυριακή επιπλέον τον χρόνο είναι στην ετήσια ατζέντα. Οσο για τις γενικές απεργίες, κάναμε με κάθε ευκαιρία. Ακόμη και όταν ο Τζορτζ Τζούνιορ Μπους αποφάσισε να εισβάλει στο Ιράκ.
Το χειρότερο που ανέδειξε αυτή η κρίση είναι ότι ενώ η ζωή αλλάζει δραστικά, οι ηγεσίες κάθε χώρου (πολιτικές, συνδικαλιστικές, κοινωνικές) δεν λένε να αλλάξουν συμπεριφορά. Υπάρχουν άνθρωποι που μένουν χωρίς δουλειά και τα συνδικάτα του Δημοσίου καίγονται για τα αγνώστου ύψους επιδόματα των μελών τους. Η οικονομία βρίσκεται στη χειρότερη κατάσταση από τη μεταπολίτευση κι εντεύθεν και κάποιοι πολιτικοί ψάχνουν εύσχημους τρόπους να αυξήσουν το Δημόσιο και να βολέψουν μερικούς.
Ολοι καμώνονται πως η κρίση δεν τους αφορά και όλοι συμπεριφέρονται σαν να μη συνέβη τίποτε. «Δεν τα φάγαμε μαζί, δεν θα πληρώσουμε μαζί», φωνασκεί η παλαβή Αριστερά, αλλά δεν μας λέει ποιος θα τα πληρώσει. Οι Γερμανοί ή οι κάτοικοι της Ακτής του Ελεφαντοστού; Στα καφενεία-κατ’ ευφημισμόν δελτία ειδήσεων, τα εικονίσματα του λαϊκισμού συνεχίζουν να δακρύζουν για τα «ντέρτια του λαού». Φωνασκούν για τους κακούς ξένους που έρχονται να πιουν το αίμα του λαού, όπως φωνασκούσαν παλιότερα για τους κακούς Τουρκο-Βουλγαρο-Αλβανούς που θα έκαναν το μουσουλμανικό τόξο για να πνίξει την Ελλάδα. Και συνεχίζουν να πληρώνονται αδρά για τις καθημερινές θεατρικές παραστάσεις.
Τώρα, όμως, τα πράγματα αλλάζουν. Τα λεφτά που χρηματοδοτούσαν όλες τις παράλογες συμπεριφορές έχουν κοπεί. Αναγκαστικά πρέπει να αλλάξουμε πορεία. Να δούμε τι μπορούμε να γλιτώσουμε από τα επιδόματα «έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία» και να κάνουμε ταμείο για τα υπόλοιπα. Κυρίως, όμως, πρέπει να αλλάξουν συμπεριφορές. Αυτές που έκαναν τη ζωή μας αβίωτη και πριν...»


Σύνδεσμος Ειλικρινών Βιομηχάνων



αναδημοσίευση από Red NoteBook

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Η αυτοεκπληρούμενη πολιτική προφητεία

Για να προχωρήσει κανείς σε μιαν ανάλυση του "παιχνιδιού" και πιθανώς να προτείνει και κάτι σταματά πάντα σε ένα εμπόδιο: δεν έχει γίνει ως τώρα κάποια σοβαρή και επικαιροποιημένη ανάλυση και εμβάθυνση στο τι είδους ανάπτυξη υπήρξε στην Ελλάδα ως τώρα, δεν έχουν κατανομαστεί και δεν έχουν καταδειχθεί οι στρεβλότητες και οι παρεκκλίσεις. Όμως εκτός από την οικονομία, την παραγωγή και τις παραγωγικές διαδικασίες, ποιος αγγίζει το θέμα των νοοτροπιών και όλων εκείνων των ιδεολογημάτων που αναδύθηκαν και αποτέλεσαν κατευθυντήριες γραμμές πορείας;


Τελικά είναι ίσως αρκετά βολικό να μιλά κανείς για τον homo economicus, αλλά να μην αγγίζει θέματα όπως το πως διαμορφώνονται οι νέες μορφές ατομικότητας και συλλογικότητας, τι είναι δημόσιο και τι ιδιωτικό, ποιο περιεχόμενο και ποιες μορφές έχει η πολιτιστική ταυτότητα σήμερα, κ.α.π..

Αποτελεί επιπλέον χαρακτηριστικό της αυτοεκπληρούμενης πολιτικής προφητείας η προσμονή και η παρακίνηση ο κόσμος να συμπεριφερθεί και να αντιδράσει σύμφωνα με σχήματα και τρόπους, όπως στο παρελθόν, γιατί πολλοί [αν όχι όλοι] που μιλούν με προτεταγμένο το δάχτυλο και το αναλώσιμο όραμα ενσαρκώνουν ακριβώς αυτό: το παρελθόν.

[Από ένα σχόλιο εδώ]

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

το είναι, αιώνιο και θνητό με κεφαλαίο ή μικρό έψιλον δεν παίζει ρόλο.

Είναι μάλλον δύσκολο -ίσως και να πρέπει η σιωπή- το να μιλήσεις για το πως εκφράζει κάποιος την θέση του στον κόσμο που τον περιβάλλει και τον υπερβάλλει. Ίσως μέσα από τις οπτικές του άλλου ανανοηματοδοτείς και τη δική σου θέαση, σαν καλειδοσκόπιο ή σαν τηλεσκόπιο προς το είναι, θνητό και αιώνιο, με κεφαλαίο ή μικρό έψιλον δεν παίζει ρόλο.


ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ Χ


Είμαι συγκινημένος απόψε.


Ο οξύς συνειρμός τέχνης απαιτητικής και κάπως άχαρης
για την ώρα διστάζει.
Έλα-
μπορούμε, αν θες,
να περπατήσουμε μαζί αίθουσες μουσείων
ερωτευμένων με τα ίδια τους τ' αγάλματα
να διαγνώσουμε την αιχμηρή αμφιβολία του χεριού
κάτω απ' το ποτισμένο ύφασμα. το μάρμαρο
την άγρια προετοιμασία της επιφάνειας για ζωγραφική.
Μπορούμε, αν βέβαια το θελήσεις,
να φτιάξουμε μια μουσική.
Θα 'ναι πολύτιμη κι ανέμελη
θα εξελίσσεται κάπως αργά
αλλά στους ίδιους πάντα αξιόπιστους τετράγωνους χρόνους.
Έλα.
Μη μου το αρνηθείς.
Άλλωστε τι θα κοστίσει.
Φέρε μαζί αυτή τη στιγμή κι αυτή τη σελίδα.
Αυτή τη στιγμή
εδώ
πάνω σ' αυτή τη σελίδα
-μόνη περιουσία μου-
ακύρωσέ τα
αφού, απόψε,
πιστός στην αρετή των δακρύων
σε εποχή κυνικών εκμυστηρεύσεων
μπορώ
επάξιος και λαμπερός
γιαυτή τη μόνη φορά,
να σε υπερασπιστώ.

Δήμητρα Κωτούλα

Εκδόσεις Νεφέλη, 2004

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

παράλληλες, αποκλίνουσες, διασταυρούμενες διαδρομές

Σύμφωνα με κάποιες θεωρίες για τον αστικό ιστό, κάθε στοιχείο σε ένα αστικό τοπίο αποκτά νόημα εφόσον σχετίζεται με μια ανθρώπινη δραστηριότητα και μια περίπλοκη διαδικασία οργάνωσης συνδέει τους διάφορους κόμβους του αστικού ιστού. [Jan Gehl (1987), Life Between Buildings, New York: Van Nostrand Reinhold.]. Η μνήμη δίνει άλλη διάσταση στο αστικό τοπίο, ειδικά η υποκειμενική και επιλεκτική μνήμη -η οποία και το ανανοηματοδοτεί-, ίσως αποτελώντας το καλύτερο και ισχυρότερο αντίπαλο δέος στην επιβαλλόμενη ως αντικειμενική συλλογική μνήμη.

Αυτά λοιπόν καταγράφει ο φίλος Δύτης στη "Φοιτητική αυτοβιογραφία" του:

Ένα βιντεάκι (via Sraosha) με έκανε να θυμηθώ μετά από πολύ καιρό τη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών μου χρόνων. Ξεκινώντας από το διαμέρισμα στη Φιλικής Εταιρείας, κοντά στο Ιπποδρόμιο, δειλό ξεμύτισμα στον κόσμο· το πρώτο, νομίζω και το δεύτερο εξάμηνο πήγαινα σε όλα τα μαθήματα, μετά έκοψα το σπορ. Θυμάμαι ότι συχνά τότε ξενυχτούσα στο σπίτι μου, ακούγοντας Νικ Κέιβ και άπειρες κασέτες από τους παράνομους κασετάδες της Φιλοσοφικής, με έναν από τους οποίους μιλούσαμε για μουσική και ήξερε πάντα τι έψαχνα, ξανθός με μουστάκι που μου θύμιζε Πολωνό. Το ξημέρωμα συχνά ξεπόρτιζα και ανηφόριζα προς την Άνω Πόλη, βρίσκοντας διάφορους θησαυρούς και καταλήγοντας συνήθως στο Γεντί Κουλέ το οποίο πάντα μου έκανε τρομερή εντύπωση, καθώς σκεφτόμουν πολύ έντονα όσους είχαν περάσει χρόνια και χρόνια μέσα στο κάστρο που είχε αρχίσει ήδη να γίνεται ρημαδιό.

Οι πρώτες γνωριμίες φυσικά γίνονταν στη γραμματεία, στις ουρές για το πάσο ή για το πρόγραμμα. Θυμάμαι πολύ καλά όλες εκείνες τις πρώτες φορές, το πρώτο τσάι στη Ζώγια, την πρώτη φορά που χτύπησε το κουδούνι μου, την πρώτη μπύρα στη Βαβέλ (εκείνη στο Μπερλίν δεν τη θυμάμαι, και γενικά στο Μπερλίν πέρασα τόσες πολλές ώρες που στο τέλος το σιχάθηκα), την πρώτη σοκολάτα στη Ρεζέρβα, το πρώτο βράδυ στο Άσυλο, το πρώτο τάβλι στη Μελενίκου -ψέματα, αυτό το τελευταίο δεν το θυμάμαι, θυμάμαι όμως ποιος και πώς μου έμαθε το μπουρλότ που ύστερα παίζαμε με μανία σε σπίτια, σε συνοικιακά καφενεία με πράσινη τσόχα, και βέβαια στο παλιό Ματζέστικ, απ’ όπου μπορούσες να κάτσεις όλο το απόγευμα πίνοντας ούζα και χαζεύοντας τη θάλασσα μέσα από τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν την παραλιακή.
Κάπου εκεί πρώτον, απέκτησα συγκάτοικο, δεύτερον άρχισα να πηγαίνω στις λεγόμενες μαζώξεις του σχήματος και να ασχολούμαι με ό,τι ψευδώς ονομάζουμε φοιτητικό συνδικαλισμό. Ωραίες αναμνήσεις: στα διάφορα σπίτια, φτιάχνοντας καφέδες εκ περιτροπής, αναλαμβάνοντας να γράψεις την επόμενη προκήρυξη, καταλήγοντας σε κάποιον Τζώτζο ή Μακεδονικό όπου τραγουδούσαμε Χειμερινούς και Σαββόπουλο (όταν πατούσα πόδι). Τότε είχα σταματήσει να πατάω στα μαθήματα (εκτός από ένα), και κατά τις έντεκα στηνόμουν στο τραπεζάκι που είχαμε στην είσοδο και περίμενα να εμφανιστεί κόσμος, να τα πούμε και να καταλήξουμε σε κάποιο καφέ. Διάβαζα όμως πάρα πολύ, θυμάμαι τώρα με ευχαρίστηση κάτι ομαδικές εξορμήσεις σε βιβλιοπωλεία: η μανία μου τότε ήταν οι σουρεαλιστές, ο Μπόρχες, ο Μπάροουζ, πολύ αργότερα πήρα τους Υπνοβάτες. Τέσσερις-πέντε φορές το χρόνο ανεβοκατέβαινα Αθήνα, πάντα φυσικά με τραίνο, και έβλεπα τους παλιούς μου φίλους, ακόμα πιο ωραία όμως ήταν όταν έρχονταν εκείνοι να με δούνε, παρόλο που έχω την αίσθηση ότι ποτέ δεν κατάφερα να ενώσω τις παρέες μου της Αθήνας με εκείνες της Θεσσαλονίκης· φυσικό ήτανε.

Να μην ξεχάσω τις φοιτητικές συζητήσεις, είτε σε καφενεία είτε ολονυχτίς σε κάποιο σπίτι: στην ηλικία που γενικά λέγεσαι εικοσάχρονος τείνεις να φιλοσοφείς ατέλειωτα για τις ανθρώπινες σχέσεις, τη ζωή, τον έρωτα ή την τέχνη, τόσο πολύ ίσως που μετά σου κόβεται πια η όρεξη. Τα τελευταία χρόνια πριν φύγω έμπλεξα με μια παρέα πρωτοετών ή δευτεροετών και αναγνώρισα τις ίδιες κουβέντες με ένα είδος καλόβολης πλήξης. Ωραία ήταν.
Μετά με τον συγκάτοικό μου βρήκαμε ένα σπιτάκι στην Ευαγγελίστρια, το πιο ωραίο από όλα τα σπίτια μου, διόροφο (αλλά ο όροφος ήταν αχρησιμοποίητος, μόνο που κάπου-κάπου ανεβαίναμε στο μπαλκόνι), με μια μικροσκοπική αυλίτσα που εφαπτόταν με τον βράχο του δάσους του Σέιχ Σου. Θυμάμαι: απογεύματα στο κεφαλόσκαλο στην οδό Κύπρου, ο ήλιος έπεφτε και σε μια πορτοκαλί απόχρωση έβλεπες τους γείτονες να πηγαινοέρχονται και κάτι ενοχλητικά (γιατί τους είχα δώσει πολύ θάρρος) παιδάκια παρακαλούσαν να μπουν στο σπίτι, δεν θυμάμαι πια τι έκαναν μέσα, θυμάμαι μόνο το όνομα του ενός (Μάρκος). Το δωμάτιό μου έβλεπε στην αυλίτσα από ένα παλαιικό παράθυρο, το μισό του οποίου κρυβόταν από τη σκάλα που ανέβαινε πάνω· είχα μια φλοκάτη και ήταν χειμώνας, ακόμα θυμάμαι το χιόνι. Σ’ αυτό το σπίτι άρχισα να διαβάζω οθωμανικά, αν σας ενδιαφέρει.
Γύρω στο ’95 πρέπει να μετακόμισα στη Μουσών στην Άνω Πόλη, εκεί είχα δυο δωμάτια που έβλεπαν σε μια τσιμεντένια αυλή. Δίπλα έμενε η σπιτονοικοκυρά, η κυρά-Φρόσω, που τις μέρες της εξεταστικής έφερνε φαγητό αλλά μετά από ένα χρόνο η πίεση των κυράδων της γειτονιάς αποδείχθηκε πια ανυπόφορη καθώς τσέκαραν ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Αν ανέβαινες στην ταράτσα, μπορούσες να δεις τα τείχη στα αριστερά και την πόλη με τη θάλασσα ευθεία μπροστά: θυμάμαι κάτι πυροτεχνήματα, μάλλον στην έναρξη της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Ήταν η εποχή που ανακατευόμουν πολύ με άλλες παρέες, της αρχιτεκτονικής, πήγαινα σε κάτι θεατρικές τους πρόβες και επαναλάμβανα τα καμώματα του πρώτου έτους. Σε ένα τέτοιο σπίτι φιλοξενήθηκα φεύγοντας από κει, μια παλαιική πολυκατοικία κοντά στην Καρόλου Ντηλ με μαντεμένιο ασανσέρ και πλακάκια αρ νουβώ: κυρίως θυμάμαι τη μυρωδιά από το τσάι που πίναμε ακατάπαυστα και κάτι αρωματικά κεράκια, και ένα επικώς αποτυχημένο μπορς που είχαμε φτιάξει ένα βράδυ ακολουθώντας τις οδηγίες ενός βιβλίου με νηστήσιμες συνταγές.
Το τελευταίο μου σπίτι ήταν στη Δεσπεραί, κάτι σαν επιστροφή στο κέντρο μετά από μια δίχρονη περιπλάνηση στα πέριξ. Εκεί πια ήμουν πτυχιούχος, και είχα στραφεί σε ένα πιο μοναχικό τρόπο ζωής. Μετά από ένα ροκ διάλειμμα δυο ή τριών χρόνων είχα ξαναστραφεί στον Χατζιδάκι, και θυμάμαι ότι είχα τότε και τη μανία με τους συνθέτες του 20ού αιώνα, τους δωδεκάφθογγους επιγόνους του Μάλερ (put the blame on Cortazar). Τον πρώτο χρόνο σ’ αυτό το σπίτι είχα και τηλεόραση, και έβλεπα κάθε Παρασκευή τις ταινίες που πρόβαλλε η ΕΤ1 χάρη στα γενέθλια του κινηματογράφου. Με την ευκαιρία θυμήθηκα τώρα και τα σινεμά, πολύ σινεμά, ιδίως τα πρώτα χρόνια που μια κινηματογραφική λέσχη, η Παράλλαξη τότε, έκανε εβδομαδιαία αφιερώματα σε όλους τους μεγάλους παλαιούς και διπλές μεταμεσονύχτιες κάθε Παρασκευή, ή ίσως Σάββατο, από τις οποίες η πρώτη ήταν λίγες βδομάδες ή και μέρες από τότε που είχα πρωτοφτάσει στην πόλη: μπήκα σχεδόν τελευταίος, και είδα δυο ταινίες του Τζάρμους από την πρώτη πρώτη σειρά, με το κεφάλι στραμμένο προς τα πάνω και τις μορφές στην οθόνη επιμήκεις σαν φιγούρες του Γκρέκο. Εκείνη την εποχή όμως πια, έβγαινα σταθερά μεν αλλά χωρίς ποικιλία στο Γκροτέσκ, το λεγόμενο καινούριο στη Διαγώνιο (το παλιό ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω): ραντεβού πάντα στα Ηλύσια, πρώην σινεμά και μετέπειτα παιχνιδάδικο, και σκοπός το γνωστό μπιστρό (το πραγματικό μπιστρό βέβαια είχε προηγηθεί κατά δύο χρόνια, το περίφημο -για μας- καφέ Πιερό στο Διοικητήριο. Του επιλεγόμενου πατριάρχη, όποιος τον ξέρει).
Για να δούμε τι άλλο ξέχασα: η τελευταία μου εξεταστική -στην Άνω Πόλη τότε- συνέπεσε με μια φοβερή ζέστη. Διάβαζα όλη μέρα με τα παντζούρια κλειστά βυζαντινή αρχιτεκτονική, έχοντας δανειστεί το βιβλίο του Μπούρα από τις φίλες μου τις αρχιτεκτόνισσες, και το βραδάκι που έπεφτε ο ήλιος κατηφόριζα στο Ναυαρίνο, έπαιρνα μια μπύρα και την έπινα σιγά-σιγά σταυροπόδι στο πεζούλι μέχρι να περάσει κάποιος γνωστός. Όλο και κάποιος θα πέρναγε, τόσο που όταν ήρθα μετά στην Αθήνα και άνοιγε μια πόρτα στο μπαρ ή στο καφενείο κοίταζα να δω ποιος μπήκε.
Με ευχαρίστηση θυμάμαι μία πετυχημένη κατάληψη της σχολής (το γράφω για να είμαι και λίγο στην επικαιρότητα) όπου είχαμε οργανώσει διπλή προβολή ταινίας, τις “Φράουλες και αίμα” και το “Αν”. Όταν ο κόσμος είχε πια φύγει, μείναμε δυο ή τρεις και είδαμε μέχρι να ξημερώσει το “Κουρδιστό πορτοκάλι” και, τελευταίο, το “Σατυρικόν” του Φελίνι. Διάφορα πράγματα γίνονταν τότε, και έχω την εντύπωση ότι πάντα κρατούσα μια έκκεντρη στάση. Μ’ άρεσαν τα περιοδικά που βγάζαμε, τρία τον αριθμό: ένα ήταν το “Κιβώτιο”, του σχήματος ας πούμε, ένα ήταν ο “Τυμβωρύχος”, πιο αρχαιολογικού χαρακτήρα αλλά με πολιτική οπτική (χειρόγραφο;), και βέβαια δεν ξεχνώ τους Κυνοκέφαλους.
Και φυσικά αυτό δεν είναι αυτοβιογραφία, δε νομίζω να μάθατε τίποτε σπουδαίο για μένα (το κόλπο το έμαθα από τον Κίπλινγκ, αν θυμάστε). Θέλησα μόνο να βάλω κάποιες αναμνήσεις μου σε μια τάξη, τις έβαλα, ελπίζω να μη βαρεθήκατε.
Μαύρε καβαλάρη, αν ξαναπεράσεις στο αφιερώνω. Να θυμηθείς πώς ποτέ δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε κάτι τρώγοντας συκώτι στη Δόξα της Αποστόλου Παύλου.



Τελικά, φίλε μου, τα συνδετικά μονοπάτια είναι πολύπλευρα και ακανόνιστα.

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount