Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

στην τηλεόραση με τα δυο και μόνο κανάλια

Ο μπαμπάς, όταν ήταν μικρός έβλεπε στην τηλεόραση με τα δυο και μόνο κανάλια τον "Θησαυρό της Βαγίας". Μετά διάβασε και το βιβλίο που του κάνανε δώρο σε μια γιορτή του.
Η μαμά, όταν ήταν μικρή έβλεπε στην τηλεόραση με τα δυο και μόνο κανάλια τον "Θησαυρό της Βαγίας". Μετά διάβασε και το βιβλίο που το δανείστηκε από τη βιβλιοθήκη.

Ο Γιάννης βλέπει στην τηλεόραση με τα πολλά κανάλια τον "Θησαυρό της Βαγίας". Δεν ξέρει ακόμη να διαβάζει. Κάνει και λέει τις δικές του ιστορίες για τον Θησαυρό. Μετά ίσως διαβάσει και το βιβλίο....




Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Προσκλητήριο ενθυμήσεων και σιωπητήριο λόγου.

Βιβλία με χειρόγραφες αφιερώσεις φίλων και γνωστών, δώρα σε διάφορες περιπτώσεις, σκόρπια σε διάφορα ράφια, τακτοποιημένα όπως και κατά πως ο καθένας ορίζει. Αυτά είναι πάντα εκεί. Προσκλητήριο ενθυμήσεων και σιωπητήριο λόγου ιδιωτικού. Γραφές διάφορες και λόγος προσωπικός ή τυποποιημένος,  ευχές πραγματοποιημένες και ευχές αγέννητες.
Καθρέπτης της μνήμης κάθε αράδα με ονόματα, χρονολογίες και γεγονότα∙ σιωπηλά μιλάνε στα σημεία στίξης, στο μελάνι, στα ίχνη του μολυβιού, το πρόσωπο, τα μάτια, ο αέρας, η μυρωδιά, το γέλιο, η φωνή, το σφίξιμο των χεριών, αισθήματα διάφορα, ειπωμένα και ανείπωτα, είναι κι αυτά όλα εκεί, πάντα είναι εκεί, μαζί με τις παράλληλες και ξεχωριστές διαδρομές στη ζωή. Αυτά που δεν καταγράφονται, δεν κατηγοριοποιούνται έλλογα. Σημάδια εντοπισμού μονοπατιών στο παρελθόν, ανηφοριές, κατηφοριές, ευθείες λεωφόροι και διασταυρώσεις, που διάβηκες μόνος και με παρέα, που θα ξαναδιαβείς αυτή τη φορά μόνος.  Μαζί και με διάφορα αντικείμενα,  με επιμέλεια κρυμμένα, μερικά ξεχασμένα, στις μέσα σελίδες, φύλλα, εισητήρια, απόκομματα, φωτογραφίες, υπογραμμίσεις, σημαδάκια, σχεδιάκια, ή και η απόλυτη καθαριότητα στα περιθώρια, όλα μαζί, ένας, προσωπικός και μοναδικός κώδικας ανάγνωσης, που κανένας άλλος δε μπορεί να αποκρυπτογραφήσει.


Με αυτή την ανάρτηση συμμετέχουμε σε δι-ιστολογικό αφιέρωμα με θέμα «Αφιερώσεις σε βιβλία», για το οποίο αφορμή η εκατοστή ανάρτηση του blog «Αφιερώσεις Συγγραφέων» που συγκεντρώνει τις έντυπες αφιερώσεις που κάνουν συγγραφείς στα βιβλία τους.
συμμετέχουν επίσης:  

Anna Silia,

Dina Vitzileou,

Greek libraries in a new world,

Infoscience addict,

Niemands Rose,

Pollyana's days
Road artist,

Rubies and Clouds,

SillentCrossing,

Theorema,
Αναγεννημένη,

Δύτης των Νιπτήρων,

Εξεγερμένο το 2009.

Ιφιμέδεια,

Καγκουρό,

Κόκκινο Καγκουρό,

Κουπέπια

Ο Βιβλιοθηκάριος,

Σημειωματάριο,

Τσαλαπετεινός,

Φαούδι,

Χαμένα Επεισόδια,

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Οξείες γωνίες και καμπύλες γραμμές

Να ανεβαίνεις ψηλά και να χάνεται το μάτι δίχως περιορισμούς και όταν ακόμη η ματιά σταματά σε οξείες γωνίες, να γλυστρά εύκολα δίπλα σε καμπύλες γραμμές.

Τόποι και άνθρωποι γνώριμοι, να τους ξανασυναντάς πάντα σαν να ΄ναι πρώτη φορά. Παιδιά που μεγαλώνουν χρόνο με το χρόνο. Άνθρωποι, δικοί σου και λιγότεροι δικοί σου,τους ξέρεις και τους θυμάσαι με τα ονόματα και την καλημέρα καλησπέρα τους, ίσως και μ' άλλα περισσότερα μα όχι περισσά λόγια. Οι άλλοι που 'φύγαν, αγναντεύουν από μια πλαγιά, σιωπηλή σύναξη να συζητά τα παλιά και τα νέα. Μόνο τα δέντρα ψηλώνουν.

Δρόμοι και μονοπάτια περπατημένα για να ξαναδιαβείς. Γωνιές και πέτρες που μένουν σταθερές, να βρίσκεις το δρόμο, να βλέπεις ό,τι καινούριο βλάστησε. Ανηφόρες κατηφόρες, μυρίζουν μέντα και ρίγανη, δυόσμο και βασιλικό.

Και το νερό δίπλα κυλά για να συναντηθεί με άλλα νερά, σφυρίζονταςστις αυλακιές, παλεύοντας με τις πέτρες.



Χρώματα ατόφια, γεύσεις απλές, ήχοι μονότονα καθαροί.
Όταν ανεβαίνεις μαθαίνεις κάθε φορά πως είναι να βλέπεις τον κόσμο από ψηλά, να διαβάζεις τις οξείες γωνίες και τις καμπύλες γραμμές της ζωής και πως το νερό βρίσκει πάντοτε δρόμους να κυλά. 









Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Το γράμμα του Στάθη

Το καλοκαίρι εκείνο το ζήσαμε σαν την αργή πορεία της ταχείας 506 με την οποία ανεβήκαμε για τις μονάδες μας όλοι μαζί λίγο μετά το Δεκαπενταύγουστο. Οι περισσότεροι κατέβηκαν στην Αλεξανδρούπολη και μετά στις Φέρες. Εμείς συνεχίσαμε προς τα πάνω .


Το Ποτάμι, χωράφια με τα ηλιοτρόπια και ένα ακριτικό χωριό περιστοιχισμένο από άλλα λειψάνθρωπα χωριά..

Φθινοπώριαζε σιγά σιγά κι άρχιζε η ομίχλη σαν πέπλο να καλύπτει τα πάντα, άλλη φορά να την κόβεις με τα δόντια κι άλλη φορά να χάνεσαι μέσα της. Μόνο το ψηλό καμπαναριό τρυπούσε την ομίχλη. Ησυχία, παρεκτός οι γνώριμοι ήχοι στις προβλεπόμενες ώρες από Εδώ κι από Απέναντι καμιά φορά. Ησυχία, παρεκτός οι καμπάνες, άλλοτε κυριακάτικες και πιο συχνά πένθιμες. Σύντομα κάθε βράδυ μια γλυκιά μυρωδιά καμένου ξύλου τύλιγε τα πάντα. Σε άλλους γνώριμη. Σ’ άλλους ενοχλητική.

Στο Τάγμα βρεθήκαμε μαζί οι μεγάλοι, οι εξ αναβολής σπουδών κι οι πιο μικροί, αυτοί που υπηρετούσαν κανονικά τη θητεία τους. Δεν ήμασταν πολλοί, δεν ήμασταν συνομήλικοι, ούτε και ταιριάζαμε σε όλα. Τις ίδιες υπηρεσίες κάναμε, τα ίδια ζόρια τραβούσαμε μόνο που ο καθένας τα έβλεπε διαφορετικά. Μάλλον δεν είχαμε να μοιράσουμε και τίποτα. Δεν υπήρχαν παλιοί και νέοι, μόνο υπηρεσίες. Οι βυσματωμένοι την είχαν κοπανήσει μετά την εβδομάδα προσαρμογής με απόσπαση για τα «θερινά κλίματα».
Είχε πια περάσει αρκετός καιρός και όσοι δεν το ‘χαν πάρει απόφαση, προσπαθούσαν να συμβιβαστούν με τις αόριστες υποσχέσεις των γονιών και των «γνωστών» για μια μετάθεση ή καμιά απόσπαση. Κι όσοι δεν είχαν «γνωστούς», είχαν γίνει φίλοι μεταξύ τους και δεν ήθελαν καμιά απόσπαση.

Οι μέρες έσβηναν αργά όπως κυλούσε το Ποτάμι, κι άλλες φορές φούσκωναν μαζί του.

Μια μέρα έρχεται στον ΛΥΤ και με βρίσκει μετά το μεσημεριανό φαγητό ο Γιώργος, ο δάσκαλος από το Κιλκίς. Ήταν στο Λόχο Διοικήσεως:

-«Φεύγω για την Προκάλυψη και θέλω μια χάρη....»

Ο λοχαγός είχε αναθέσει στον Γιώργο να κάνει μάθημα σε τρεις στρατιώτες, «μικρούς», που δεν ήξεραν να διαβάζουν και να γράφουν. Είχε πάρει την πρωτοβουλία να βοηθήσει αυτά τα παιδιά όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσαν να διαβάσουν ούτε καν τι υπηρεσίες είχαν και φρόντιζαν πάντα κάποιοι άλλοι να τους χώνουν. Οι περισσότεροι, είπε, ήθελαν δίπλωμα οδήγησης από τον στρατό, αυτός είχε σκεφτεί όμως να μάθουν γραφή κι ανάγνωση. 

-«...λειτουργικά αναλφάβητοι....» μου είπε ανάμεσα σε άλλα.

Απόρησα. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Στις νωπές ακόμη συζητήσεις μας για την εντατικοποίηση των σπουδών, την ιδεολογική χρήση της ιστορίας, τη σημασία των μεταπτυχιακών σπουδών και άλλα ωραία διανθισμένα με την οριζόντια οργάνωση ή όχι της παραγωγής και το πρόταγμα για αλλαγή του κόσμου, ο αναλφαβητισμός είχε καταργηθεί.

Τα παιδιά τα ήξερα. Δεν ήμασταν και πολλοί εξάλλου. Βρισκόμασταν καμιά φορά στο ΚΨΜ ή στην καφετέρια του χωριού και σε διπλανά τραπέζια στο «Χρυσό Βαρέλι».

Ο Γιάννης, ρομά, από έναν οικισμό έξω από τα Τρίκαλα∙ παντρεμένος με ένα γιο, μου ‘δειχνε συνέχεια τη φωτογραφία του και μιλούσε γιαυτόν, την γυναίκα του και τα μέρη που γυρνούσε σαν έμπορος∙ σε δυο βδομάδες θα έπαιρνε την άδεια απόλυσης και ήθελε να μάθει στα γρήγορα τα «χοντρά» -τα κεφαλαία-∙στην αριθμητική ήταν όμως άσσος.
Οι άλλοι δυο «μαθητές», ο Βασίλης και ο Στάθης, ήταν από ορεινά χωριά της Εύβοιας. Ήταν μαζί στο Κέντρο και από ‘κει μαζί στο ίδιο τρένο για το Τάγμα. Από οικογένειες κτηνοτρόφων∙ το δημοτικό κουτσά στραβά, ο ένας το τελείωσε στα επτά κι ο άλλος κανονικά∙ για γυμνάσιο ούτε λόγος∙ ήταν μακριά, οι δουλειές πολλές στα μαντριά και τα τυροκομεία, αλλά κι ο δάσκαλος αποκαρδιωτικός για αν συνεχίσουν παραπέρα. Ως τότε όλη η ζωή τους ήταν τα ζωντανά, το καφενείο στο χωριό και καμιά φορά να κατεβούν στην Χαλκίδα για ψώνια και δουλειές. Άλλοι περίμεναν το Πανεπιστήμιο για να κάνουν φοιτητική ζωή, τα παιδιά αυτά περίμεναν τον στρατό. Το μόνον της ζωής τους ταξίδιον, πιθανόν.

Τα μαθήματα θα γινόταν σε μια αίθουσα μέσα στον ΛΔ τρεις φορές την εβδομάδα για ώρες πριν το μεσημεριανό. Ήταν ο χώρος για τα διάφορα Σχολεία που γίνονταν κατά καιρούς στο Τάγμα. Στον τοίχο ένας μαυροπίνακας φρεσκοβαμμένος και θρανία ξύλινα, από τα παλιά, φερμένα από το σχολείο του χωριού. Κάτω από την λαμπερή λαδομπογιά ακόμα ξεχώριζες ονόματα και χρονολογίες χαραγμένα από το ’70 και το ’80. Γύρω γύρω κάδρα με ήρωες του ’21, ο χάρτης της Ελλάδας, ένα ρητό «Αιέν αριστεύειν» και μια Γλυκοφιλούσα ψηλά, πάνω από τον πίνακα. Από τα παράθυρα της μιας πλευράς έβλεπες το προαύλιο κι από τα παράθυρα της άλλης το Ποτάμι και τους Απέναντι.

Με τον Γιώργο είχαν μάθει την αλφαβήτα και να συλλαβίζουν.

-«Δηλαδή, λοχία, θα μάθουμε να διαβάζουμε και να γράφουμε;»

-«Και να διαβάζετε, και να γράφετε, αλλά λοχία να μη με ξαναπείτε εδώ μέσα. Γρηγόρη με λένε κι έτσι θα με φωνάζετε».
Αρχίσαμε να βάζουμε τα γράμματα σε μια σειρά και να ανταμώνουμε μαζί όλες τις συλλαβές. Αργά και κομπιαστά προσπαθούσαν να διαβάσουν. Πέρασαν κοντά δυο μήνες. Το είχαν πάρει στα σοβαρά και κάθε μέρα έβλεπα κι εγώ, έβλεπαν κι αυτοί να γεμίζουν οι σελίδες, να περνάει τη μέση το τετράδιο. Άλλοι έσβηναν μέρες στο τζόκεϊ, ο Βασίλης με τον Στάθη μετρούσαν τις μέρες με τις σελίδες από το τετράδιό τους. Μια μέρα περιμένοντας τον Θωμά τον ταχυδρόμο και κάποια γράμματα από τον «έξω κόσμο» είδα τον Στάθη να παρακολουθεί τη διανομή κάπως λυπημένος καπνίζοντας. Σχεδόν κατάλαβα. Ρώτησα και το Θωμά. Ο Στάθης δεν είχε ποτέ δέμα από τους δικούς του, ούτε γράμμα, μόνο χρήματα έστελναν οι δικοί του κι αυτά λιγοστά. Κι οι περισσότεροι είχαν και δέματα με ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς.

Την άλλη μέρα στο καθιερωμένο μάθημα τους είπα ότι θα προσπαθήσουμε να γράψουμε ένα γράμμα σε κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο.

-«Εγώ δε γράφω, είπε ο Βασίλης. Ποιος να το διαβάσει; Ούτε ο πατέρας, ούτε η μάνα μου, ούτε τ’ αδέρφια μου ξέρουν να διαβάζουν.»

Κρύος ιδρώτας μ’ έλουσε. Αυτό δεν το είχα σκεφτεί καθόλου. Ντράπηκα. Του είπα, να γράψει ό,τι θέλει κι αν πάλι δε θέλει, δε πειράζει. Σηκώθηκε στεναχωρημένος, άνοιξε το παράθυρο και κουρνιάζοντας στο περβάζι και αγναντεύοντας το Ποτάμι άναψε τσιγάρο.

-«Ένα, στη ζούλα. Δεν έχει άλλο. Εντάξει; Και μετά θα γράψω ό,τι άλλο θες, για να μη λένε οι άλλοι ότι λουφάρω κι όλας; Εντάξει;»

-«Εντάξει, Βασίλη. Άμα δω κανέναν να έρχεται, θα σου πω να σβήσεις το τσιγάρο.»

Δεν ήρθε κανένας. Άνοιξε ένα μικρό ημερολόγιο, μετρούσε κι έσβηνε μέρες, άλλες τις έβαζε σε κύκλο περιμένοντας να έρθει η ώρα για το μεσημεριανό.

Ο Στάθης πάλι είχε αρχίσει να γράφει αφοσιωμένος. Γρατζουνούσε το χαρτί, έσβηνε, μουτζούρωνε, ξανάγραφε. Γέμισε μια σελίδα.

-«Να το διαβάσω να δεις αν είναι σωστά; Το ‘γραψα και θα το στείλω στην αδερφή μου. Αυτή ήταν καλή μαθήτρια. Ήθελε να πάει και Γυμνάσιο, αλλά δεν είχαμε να την στείλουμε. Αυτή ξέρει να διαβάζει.»

»Αγαπημένη μου, αδερφή Βαλάντω...

Την επόμενη μέρα με ειδοποίησαν ότι θα έφευγα για την προκάλυψη. Μάζεψα τα πράγματα, ετοίμασα το λουκάνικο, χαιρέτησα τους φίλους και την παρέα. Το μεσημέρι είπα στον Φώτη, φιλόλογος αυτός, από τον ΛΥΤ, αν ήθελε να αναλάβει τους δυο μαθητές και να συνεννοηθεί με τον επιλοχία του ΛΔ. Δέχτηκε.

Μετά από αρκετούς μήνες, φουσκωμένες μέρες και παγωμένες ανατολές με κατέβασαν πίσω στο Τάγμα. Το καλοκαίρι άνθιζε ξανά στα χωράφια με τα ηλιοτρόπια. Στον κεντρικό δρόμο του χωριού αυτοκίνητα με γερμανικές πινακίδες∙ είχαν έρθει τα παιδιά να δούνε γονείς και συγγενείς. Στο Τάγμα είχαν έρθει και καινούριοι. Κάπως αυξηθήκαμε για να μπορέσουμε να πάρουμε και καμιά άδεια.

Ένα απόγευμα κι ενώ θα έβγαιναν οι εξοδούχοι, ανάμεσά τους και ο Στάθης, τον βλέπω να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μου.

-«Τι κάνεις; Έμαθα πως σ’ έφεραν πίσω. Πήρα δυο γράμματα από τη Βαλάντω» και γελούσε ολόκληρος. «Σ’ ευχαριστώ. Μας έμαθε κι ο Φώτης πολλά πράγματα. Της έστειλα και δυο φωτογραφίες. Κι όταν απολυθούμε σε περιμένω στο χωριό».

-«Κι ο Βασίλης; Είναι στην Προκάλυψη έμαθα»

-« Καλά είναι κι αυτός. Διαβάζει κι αυτός και δεν τον κοροϊδεύουν τώρα. Αύριο φεύγει με αγροτική άδεια. Μπορεί να τον δεις».

-«Άντε, καλά να περάσετε!»

Άδειασε το στρατόπεδο. Ησυχία.

Το βράδυ γύρισαν οι εξοδούχοι παρέες παρέες. Ο Στάθης κι η παρέα του είχαν πιει τις μπύρες τους στο Χρυσό Βαρέλι κι ακούγονταν από τον δρόμο να σιγοτραγουδούν. Μαζί τους κι άλλα παιδιά που τα ‘βλεπα πρώτη φορά. Είχαν έρθει με μεταθέσεις.

Δυο νεοφερμένοι σιχτίριζαν την ώρα και τη στιγμή που τους έστειλαν εκεί επάνω, με τους «χωριάτες», τους ντόπιους κι εμάς θα εννοούσαν μάλλον.

«Κωλότοπος. Καλά λέγανε ότι είναι σκέτη μαυρίλα εδώ. Κωλοχώρι. Να βγεις, να πας που; Στην ταβέρνα, στο καφενείο ή σ’ εκείνη την καφετέρια; Γκατζολία, να καταλάβεις. Ακόμη δεν έχουν φέρει το τελευταίο τεύχος από το NITRO στο περίπτερο. Τους είπα να μου το κρατήσουν. Ευτυχώς, που όταν ανέβαινα μετά την άδεια, πήρα στο αεροδρόμιο στην Αθήνα το ΚΛΙΚ κι έχω κάτι να σκοτώνω την ώρα.»

Άρχισα να μακαρίζω που βρέθηκα σε αυτόν τον τόπο.




Την ιδέα την είχε ο Βιβλιοθηκάριος.
Γράφουν επίσης ιστορίες από το στρατό ο Τσαλαπετεινός, ο Σελιτσάνος, το Ερυθρό Καγκουρώ, ο  SilentCrossing, ο  Oldboy και ο Δύτης των Νιπτήρων





Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Η παγάνα

Ο λύκος ρήμαζε τα κοπάδια.  Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των τσομπαναραίων. Καμιά φορά κατέβαινε ίσαμε την άκρη στο χωριό. Δε φοβότανε τα σκυλιά που αλυχτούσαν. Φοβόνταν κι αυτοί που δούλευαν στο δάσος. Τα βράδια στα καφενεία οι χωριανοί συζητούσαν μόνο για τον λύκο. Είχαν αρχίσει να ξεχνάν τις μικροδιαφορές. Εξάλλου, τι είχαν να μοιράσουν; Με τον έξω κόσμο σχεδόν τίποτα. Ένα τηλέφωνο υπήρχε στο χωριό, σε ένα μαγαζί, με μετρητή για τους χωριανούς, και βύσματα για την κοινότητα, το σχολείο και το ιατρείο, που τις πιο πολλές φορές άκουγες και τ' άλλα χωριά από πίσω.  Στα μεγάλα χιόνια είχαν να παλέψουν με τον ουρανό και με τα ζωντανά που βέλαζαν πεινασμένα. Ο χωματόδρομος κόβονταν κάθε άνοιξη μόλις τα χιόνια έλυωναν κι άρχιζαν να φουσκώνουν τα ποτάμια. Τα αυτοκίνητα δυσκολεύονταν να περάσουν και το λεωφορείο που κατέβαζε κι ανέβαζε κόσμο και τα παιδιά για το Γυμνάσιο αγκομαχούσε. Ο δρόμος έπρεπε να ξαναπατηθεί πριν ξεκινήσουν να περνάν τα ξεχειμαδιά, οι παραγγελίες με το τριφύλλι και τ΄άχυρο. Θα άρχιζαν δουλειά και οι δασικοί συνεταιρισμοί κι έπρεπε να περάσουν τα ελάτια, οι καστανιές και οι οξυές για κάτω. Μόνοι τους άνοιξαν θεμέλια για την εκκλησία και το σχολείο, μόνοι τους κουβαλούσαν πέτρες για τα καλντερίμια και πάλι μόνοι άνοιγαν δρόμους. Έτσι, ήταν για τα χωριά επάνω. Κανείς από τους "μεγάλους" δεν νοιάζονταν. Μόνο στις εκλογές ξεκάμπαγαν, πήγαιναν στα καφενεία και αφού έπιναν τα κερασμένα τσίπρα, άρχιζαν να υπόσχονται. Θα έφτιαχναν και δρόμους, θα έδιναν και ρεύμα στους συνοικισμούς, θα έδιναν και δάνεια για σπίτια, και δουλειές. Αλλά με το λύκο κανείς τους δεν ασχολιόταν. Ούτε και με τους χωριανούς. Μόνο μ' αυτούς που τους είχαν πάντα γραμμένους και μετρημένους. Ο λύκος όμως δεν γνώριζε ποιοι ήταν γραμμένοι και μετρημένοι. Όλους τους είχε ίδιους.

Άλλοι λέγανε πως ήταν πολλοί οι λύκοι, αλλά οι τσομπαναραίοι επέμεναν πως το ζλάπ' ήταν ένα και μεγάλο, που μάλλον ξεκόπηκε στα ψηλά.
"Κι ένας και πολλοί. Να κάνουμε παγάνα" το 'φερε η κουβέντα ένα βράδυ. "Να μαζευτούμε όλοι μαζί και να κάνουμε παγάνα. Ταχιά μέρα πρωίτσα πρωίτσα κινάμε." Δεν είχε κανένας να φέρει αντίρρηση. Ήξεραν πως μοναχοί τους θα κατάφερναν τον λύκο και δεν είχαν τίποτε να περιμένουν.
Στο χωριό εκείνη τη μέρα όλοι ήξεραν πως οι άντρες είχαν πάει στην παγάνα. Οι γυναίκες έκαναν τον σταυρό τους για να μη πάθουν κανένα κακό. Θεριό ήταν αυτό κι άμα αγρίευε; Τα παιδιά είχαν πιάσει τα καραούλια και κοιτούσαν προς τις κορφές.
Η ώρα περνούσε. Ο ήλιος είχε σηκωθεί ψηλά. Τίποτα ακόμα.
Πριν το μεσημέρι, ακούστηκαν ντουφεκιές να σχίζουν τα ρουμάνια. Μετά από λίγο σφυρίγματα από την παγάνα.

Οι άντρες γύρισαν πίσω κουβαλώντας το θεριό. Δεν είπαν τίποτα για το κυνήγι. Ήταν δύσκολο, δεν ήταν, σε ποιο καρτέρι τον έστησαν. Μόνο  σταθήκαν στην πλατεία με τον λύκο για να βγούνε μια φωτογραφία.



Οι γυναίκες καμάρωναν για τους άντρες τους, τα παιδιά για τους πατεράδες τους κι ήξεραν όλοι πως δε θα φοβόταν τώρα πια να πηγαίνουν στα μαντριά και στο βιός τους.

Δε μάθαμε ποτέ ποιος σκότωσε τον λύκο. 
"Όλοι μαζί", έλεγαν πάντα.






Καλό βόλι, αδέρφια!


Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Latenteur Coeli

Κάποτε μιλούσαν για τους πολίτες του καναπέ και μέρες που ‘ναι για εκλογές του καναπέ. Πολλά άλλαξαν από τότε. Κάποτε μιλούσαν για μεγάλα κόμματα και για μικρά. Τώρα τα μεγάλα κόμματα μίκρυναν και τα μικρά μεγάλωσαν, κι όπως κανείς δε λέει πια «ψηφίστε μικρά κόμματα», έτσι κι αυτές οι δυο απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις δεν είναι του καναπέ, είναι του τηλεκοντρόλ και του θρίλλερ. Ο Freddy Krueger για τους νεώτερους παρέα με τον κόμη Δράκουλα για τους μεγαλύτερους σε γαλάζια, πράσινη και κόκκινη απόχρωση θα έρθει κι απόψε, όπως ήρθε και το πρωί και το μεσημέρι, με νέους πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς, αλλά και ιερά τέρατα της υποκριτικής τέχνης. Ο φόβος για τον άλλον και τον διαφορετικό είναι το βασικό κεφάλαιο στο εγχειρίδιο λειτουργίας και συντήρησης που συνοδεύει τις κρεατομηχανές των συνειδήσεων. Δεν άλλαξε το τηλεοπτικό πρόγραμμα, απλά εμπλουτίστηκε μέχρι τις 17 του Ιούνη. Μετά, όλοι γνωρίζουν πως ο σκεπτόμενος λαός ξεκινά τις διακοπές του, οι ενεργοί πολίτες καθαρίζουν τις παραλίες, οι γνήσιοι ιδεολόγοι κι οι εναλλακτικοί στήνουν ΚΑΠΗσκηνώσεις, αφού βέβαια κανείς δε παρακολουθεί τίποτε στην τηλεόραση ως το φθινόπωρο.

Η πολιτική πάνω από όλα είναι προτάσεις σαν αυτή: «Η πολιτική είναι τέχνη». Από εκεί και πέρα, αν όχι εγώ κι εσύ, οι δίπλα μας, οι πάνω και οι παραπάνω, συμπληρώνουν ότι θέλουν και όπως το θέλουν για να κάνουν την πρόταση, που αποτελεί το προοίμιο στον κώδικα πολιτικής συμπεριφοράς κι ανοδικής σταδιοδρομίας, πιο μεγάλη και πλουσιότερη. Αυτοί που συμφωνούν με την συντακτική ανάλυση της πρότασης, κι αν δεν σταματούν σε σπάνια γραμματικά φαινόμενα, ακολουθούν, παρακολουθούν και συμμετέχουν, άλλοι πιο πολύ κι άλλοι λιγότερο ενεργά. Κάποιοι άλλοι πάλι το διαβάζουν «η πολιτική είναι τέχνη» και βάζουν τελεία. Γιαυτό όσοι νομίζουν πως είναι αναγνωρισμένοι τεχνίτες του καλού, συνωστισμένοι μαζί με άλλους, εξαργυρώνουν την αειφόρο σιωπή τους ή την περί πολλών και επί παντός επιστητού αδολεσχία τους απολαμβάνοντας τα φώτα της γυάλινης δημοσιότητας.

Αυτή τη φορά υπάρχουν κι άλλοι που μιλούν για μεταπολιτική ή για πολιτική χωρίς πολιτικούς. Όλα καλά και δεκτά πια. Αρκεί να χωρέσουν κάτω από την ίδια στέγη όσο το δυνατόν περισσότεροι. Στριμωγμένοι ή με ευρυχωρία, δεν έχει σημασία, αρκεί να είναι στεγασμένοι και να διατηρούν την καθαριότητα του χώρου ως κόρη οφθαλμού, δηλαδή να είναι πραγματικοί άρχοντες, έστω κατά το ήμισυ σύμφωνα και με τη λαϊκή σοφία. Πάντα όλοι ανεξαιρέτως οι νοικοκυραίοι και στεγασμένοι είναι και τη δουλειά τους έχουν, κι αυτά θέλουν να τα διαφυλάξουν, αν τα αυξήσουν και να τα δώσουν στα παιδιά και τα εγγόνια τους. Μόνο αν καμιά φορά αρχίζει και γέρνει η στέγη τους, κι αν δεν πιστεύουν πως γέρνει ο ουρανός, θα πάνε σε κάποια άλλη, στην παραδιπλανή ή την απέναντι. Δε φοβούνται μη τυχόν και δε βρουν κατάλυμα ή δεν τους δεχτούν γιατί πάντα υπάρχει κάποια να τους καλοδεχτεί. Οι στεγασμένοι ξέρουν καλά τι σημαίνει να έχεις στέγη.

Η κεντρική ιδέα στο μετεκλογικό αφήγημα είναι προβληματική, καθώς τα πράγματα δεν ερμηνεύονται πια με τα καθιερωμένα σχήματα, τα εύπεπτα, με υποκατάστατα ζάχαρης και χαμηλά λιπαρά, ούτε μπορούν να διανθιστούν με χωρία από τις Πεντακέφαλες Γραφές. Κι αυτό ξεκίνησε από το βράδυ των περασμένων εκλογών για να συνεχιστεί για πολύ ακόμη. Οι συνταξιούχοι θεωρητικοί αναλυτές σκάλωσαν από πέρυσι στα σκαλοπάτια της Πλατείας και δεν καταδέχτηκαν ποτέ να καθίσουν στα παγκάκια της για να ξαποστάσουν και να μιλήσουν με όλο αυτόν τον κόσμο που μαζεύονταν κάθε απόγευμα. Η γρίππη της πλατείας ήταν επίφοβη για κάθε ασθενικό οργανισμό. Άλλοι λοιπόν κοίταξαν από μακριά και φύγανε για να απολυμανθούν προληπτικά. Όσοι μετά από δισταγμούς πήγαν, αν δε σύρθηκαν, στις πλατείες [κι αυτοί εφοδασμένοι με αντισηπτικά στην μέσα τσέπη του γιλέκου] πάλι δεν κάθησαν στα παγκάκια με τους φορείς της γρίππης, αλλά σε τακτικά παραταγμένες πλαστικές καρέκλες με περιφρούρηση από τα συνεργεία απολύμανσης. Τώρα λοιπόν για όλα -ή για τα περισσότερα- φταίνε αυτοί στην πάνω πλατεία, αλλά και αυτοί στην κάτω πλατεία, και γενικά οι πλατείες κι αυτός που σχεδίασε τις πλατείες δίχως να προνοήσει για περίφραξη.

Από την άλλη πλευρά κορυφώνεται η συζήτηση για το αν έχει συνείδηση η πατάτα και πόσο επαναστατική είναι αυτή. Προβάλλει πια σαν επιταγή των καιρών να συγκεντρωθούν σε ιδεολογικές αμυγδαλέζες όλοι όσοι δεν αγαπούν την νοσοκομειακή καθαριότητα, όσοι είναι απολιτίκ [που αγνοούν τα ορθόδοξα επαναστατικά απολυτίκια] και δίχως μαζική εξεγερσιακή συνείδηση [δύσπιστοι στην αυτοεκπληρούμενη ανατρεπτική προφητεία]. Έτσι θα καταπολεμηθεί η διάδοση διάφορων μολυσματικών ασθενειών στον περιούσιο Λαό και η ανεργία στον επερχόμενο Παράδεισο. Κι ας ακούγονται πια έξω στους δρόμους τα βήματα της χήνας.Κι ας βρυχώνται και ωρύονται όλο και πιο δυνατά οι εγερμένοι του Μαύρου Σκοταδιού....

Βέβαια ευχής έργο θα ήταν αυτή τη φορά, έτσι εύχονται οι στεγασμένοι νοικοκυραίοι και οι Καθαροί, να γράψουν όλοι καλά και να μην κάνουν λάθη στο επαναληπτικό διαγώνισμα στην Ιστορία. Τώρα είναι ευκαιρία να διορθώσουν το βαθμό τους προσέχοντας να μην κάνουν πάλι τα ίδια λάθη στο πρώτο ερώτημα που αναφέρεται στο Latenteur Coeli ΙΙ. 

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Δεν είναι που είσαι....

Δεν είναι που είσαι μετανάστης, οροθετική, ανάπηρος, αρτιμελής, κανονικός, παραβατικός....
Είναι που διαφέρεις. Όσο και όταν θέλεις εσύ. Όσο μπορείς ακόμη να διαφέρεις. Όχι όσο σε κάνουν να διαφέρεις.
Κι ένα πράγμα δεν μπόρεσε ποτέ ακόμη να γίνει σεβαστό, η διαφορετικότητα.
Καμιά επανάσταση και κανένα μανιφέστο δε μιλά για το σεβασμό, κι όχι για την αποδοχή, της διαφορετικότητας. Θέλει αρετή και τόλμη αυτό.
Όλα τα άλλα είναι ηθικολογίες και οι κριτικές σ' αυτές, είναι πάλι ηθικολογίες από την ανάποδη.
Ίσως γιατί είναι πιο εύκολη η κριτική, παρά η αυτοκριτική.

'Ακουσα σήμερα από έναν πρόσφυγα τούτο: Βγήκαν κυνηγημένοι σ' ένα ελληνικό νησί. Μαγαζιά, σπίτια, πόρτες, παράθυρα, έκλεισαν όλα μονομιάς. Αυτός με τη γυναίκα του μέσα στο κοπάδι. Το μωρό έξι μέρες να τραφεί·έκλαιγε, χαλνούσε τον κόσμο. Η γυναίκα παρακαλούσε για νερό. Τέλος από ένα σπίτι τής αποκρίθηκαν: "ένα φράγκο το ποτήρι". Και ο πατέρας συνεχίζει: "Τι να κάνω; κυρ Στράτη, έφτυσα μέσα στο στόμα του παιδιού μου για να το ξεδιψάσω".*


Κι ίσως είναι πιο εύκολο να βλέπεις πόσο υποκριτής και μικροαστός είναι ο διπλανός σου, παρά να αναρωτηθείς γιατί εσύ αναλαμβάνεις μετά χαράς να ποτίζεις τον κήπο του και χωρίς να σου το ζητήσει, όταν εκείνος λείπει διακοπές.





*Γ. Σεφέρης
(Έξι νύχτες στην Ακρόπολη)

Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

την άλλη Κυριακή

Σύντομη και βιαστική τούτη η επίσημη προεκλογική περίοδος με γυαλιστερά πολιτικά μηνύματα, προσεχτικά σχεδιασμένα και κανονισμένα για να χωρέσουν μέσα στον ορισμένο τηλεοπτικό χρόνο, σε ένα τηλεοπτικό δελτίο, στους ατέρμονους δίλεπτης διάρκειας μονολόγους έκαστος στις εκπομπές ενημέρωσης. Η πολιτική (με Θεό ή χωρίς θεό, ο καθείς, ας επιλέγει ακόμη ελεύθερα), Μεσσίες και το σωτηριολογικό μήνυμα για ευσεβείς και ασεβείς, ιερατεία κατακεραυνόνωντας με αυστηρό και πύρινο λόγο ή παραινώντας με μειλίχια χαμόγελα και λόγια παραμένει κυρίαρχη. Κάποιοι περιμένουν την άλλη Κυριακή να επέλθει η Δευτέρα Μεταπολίτευση, κι άλλοι να ξεκινήσει ή να συνεχιστεί η επίγεια χιλιετής βασιλεία. Κι είναι και άλλοι που περιμένουν τον μέλλοντα παράδεισο που όλο έρχεται, αλλά ακόμη δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να ξεκινήσει η κατασκευή του. Μερικά συνθήματα συνεχίζουν να επιβιώνουν, ως συλλογή απολιθώματων ή σαν πλαστικά τριαντάφυλλα σε βάζο κρυστάλλινο στο επτασφράγγιστο σαλόνι που ανοίγει μόνο για τις επίσημες επισκέψεις, μαζί με φωτογραφίες σεβάσμιων πατριαρχών σε χρυσοποίκιλτες κορνίζες.

Στη δίχρωμη μακρά διάρκεια του πολιτικού παρελθόντος οι εκλογικές αναμετρήσεις είναι πιθανόν για τον καθένα να κατέχουν στον καθένα μια διαφορετική θέση στην μνήμη του σε αντίθεση με τους πρωταγωνιστές τους. Ίσως για κάποιους και να μην κατέχουν πια καμιά θέση έχοντας απωθηθεί ενοχικά βαθιά μέσα στο μυαλό. Είναι και αυτοί που λένε «αν οι εκλογές άλλαζαν κάτι, τότε θα ήταν παράνομες», αλλά αυτό μπορεί πολύ ωραία να στέκει σαν υπεκφυγή πάνω σε κάποιους τοίχους για να δικαιολογούνται οι διάφοροι κυρ-Παντελήδες.

Αυτή φορά και πέρα από τα όποια διλήμματα, υπαρκτά κι ανύπαρκτα, αυτά που προβάλλουν και τα άλλα που αφήνουν να υπονοούνται, θα πρέπει ο καθένας να επιλέξει ανάμεσα στα δυο:
τον σεβασμό στο κέρδος ή στον άνθρωπο,
που σημαίνει με άλλα λόγια,
ολοκληρωτισμός ή δημοκρατία.








Σάββατο 14 Απριλίου 2012

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Μία παιδίσκη καὶ εἷς παῖς, πενταετής, ἤρχισαν νὰ φιλονικῶσι περὶ τοῦ τίνος ἡ λαμπάδα ἦτο εὐμορφοτέρα.

―Ὄχι, ἡ δική μου ἡ λαμπάδα εἶναι καλύτερη.
―Ὄχι, ἡ δική μου.
―Ἐμένα ὁ πατέρας μ᾽ τὴν ἐδιάλεξε, κ᾽ εἶναι πλιὸ καλή.
―Ἐμένα ἡ μάννα μ᾽ τὴν ἐστόλισε μοναχή της.
― Καὶ ξέρει νὰ κάμῃ λαμπάδες ἡ μάννα σ᾽;
―Ὄχι, δὲ ξέρει; Σὰν τὴ δική σ᾽!
― Τέτοια παλιολαμπάδα!
― Ναί, παλιολαμπάδα;… νά!…
― Νά κ᾽ ἐσύ!
― Νά κι ἄλλη μιά!
Καὶ ἤρχισαν νὰ τύπτουν ἀλύπητα τὰς κεφαλὰς ἀλλήλων μὲ τὰς λαμπάδας των, ἑωσοῦ ἔβαλαν τὰ κλάματα καὶ οἱ δύο.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Παιδική Πασχαλιά,
 


Χριστός Ανέστη!



Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Ο ήλιος συνεχίζει να λάμπει. Η άνοιξη συνεχίζει να ανθίζει.

Μπροστά στην είσοδο της Παλιάς Φιλοσοφικής στέκεται μια κοπελιά, με το πτυχίο στο ένα χέρι και λουλούδια στο άλλο. Ο φωτογράφος ασταμάτητα παγώνει τη στιγμή. Κι άλλοι φωτογράφοι. Μάλλον θα είχε κάποια ορκομωσία.
Έξω από το Σχολείο των Νέων Ελληνικών μια παρέα φοιτητών στέκεται κατάματα στον ήλιο και μιλά στα αγγλικά.
Κάνουμε μια βόλτα γύρω γύρω. Ο ήλιος κάνει τα πάντα να αστράφτουν. Η άνοιξη ανθίζει στο προαύλιο και τα παγκάκια. Απο μακριά βλέπω μια γνωστή φυσιογνωμία. "Σταύρο"! Ξαφνιάστηκε. Εκεί που δεν το περιμένεις μπορείς να συναντήσεις τον οποιονδήποτε. Ανέβηκε κι αυτός για κάποιες δουλειές. Τα είπαμε λίγο.  
Μεσημεράκι στο ισόγειο της Νέας Φιλοσοφικής φοιτητόκοσμος πάει κι έρχεται. Μερικοί περιμένουν να μπουν στα αμφιθέατρα, κάποιοι μόλις βγήκαν. Φυλλοροούν κι ανθίζουν χάρτινα μονόχρωμα και πολύχρωμα μηνύματα μεγάλων και μικρών διαστάσεων με όμορφες γραμματοσειρές και μερικά σε μέγεθος Α4. Και διαφημίσεις. Τα τραπεζάκια, έτσι σχεδόν όπως τ' άφησα/με πριν καμιά εικοσαριά χρόνια με τα ίδια ονόματα, μερικά και με άλλα ονόματα, στις ίδιες όμως θέσεις με κόσμο να κάθεται από πίσω, στο πλάι κι επάνω τους. Κάποιοι μιλούν, κάποιοι κοιτάζουν βαρυεστημένα  γύρω τους, πίνουν καφέ. Οι φωνές ανακατεύονται με ήχους από τα κινητά. 
Βγαίνω έξω. Έχω λίγο χρόνο ακόμη.  Ανάβω τσιγάρο. Δίπλα μου μια παρέα αραγμένη στα σκαλιά λιάζεται. Δεν πολυμιλούν μεταξύ τους.
Σε λίγο μια κοπελιά ντυμένη στα μαύρα έρχεται και στέκεται ανάμεσά τους στο ψηλότερο σκαλοπάτι. "...στρατσόχαρτο...Καταδικάζουμε...ένα να βάλουμε έξω από...εσύ, Γιώργο...".
Η κοπελιά ορίζει στην παρέα τι πρέπει να κάνει ο καθένας και κάποια κεφάλια κουνιούνται συγκαταβατικά.
Κόσμος συνεχίζει να μπαινοβγαίνει. "Ε, Μαρίνο...." φωνάζει κάποιος δίπλα μου κάποιον αδύνατο κατσαρομάλλη που περνά και κοντοστέκεται. Αυτός όμως δε φορά γυαλιά.

Κατεβαίνω στο Μουσείο Εκμαγείων. Η ώρα έφτασε. Συναντιέμαι απ' έξω με κάποιους φίλους που είχαμε κανονίσει να βρεθούμε. Κάθομαι σε μια από τις άβολες θέσεις. Για δυο ώρες.

Έξω ο ήλιος συνεχίζει να λάμπει. Η άνοιξη συνεχίζει να ανθίζει. Φοιτητόκοσμος πάει κι έρχεται. Άλλη παρέα κάθεται τώρα στα σκαλιά. Κι η δικιά μας παρέα περπατάει για τη Ροτόντα, για ουζάκια.

          

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

τι είναι τα ποιήματα;

Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το ’μαθα
τι είναι τα ποιήματα.
Είναι πληγώματα
είν’ ομοιώματα
φενάκη
φρεναπάτη;
Φρενάρισμα ίσως;
ταραχώδη κύματα;
τι είναι τα ποιήματα;
Είν’ εκδορές απλά γδαρσίματα;
είναι σκαψίματα;
Είναι ιώδιο; Είναι φάρμακα;
είναι γάζες επίδεσμοι
παρηγόρια ή διαλείμματα;
Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.
Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.



ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος
(από τη συλλογή Δυνατότητες και χρήση της ομιλίας, Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1979)


Με το ποίημα αυτό του Ν. Καρούζου ας θυμηθούμε πως σήμερα είναι η μέρα που γιορτάζουν όλοι αυτοί κι όλες αυτές που γράφουν, διαβάζουν και μιλούν με ποιήματα.
Το αφιερώνω στον Τσαλαπετεινό ως μια υπέρβαση της χοϊκότητας, [ξέρει αυτός...].

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

ένας ένας, μη σκουντιέστε...

Δύσκολοι, πολύ δύσκολοι καιροί. Έπρεπε να το φτιάξουμε, επιτέλους, το Ρωμέικο και μάλιστα με τα ίδια τα χεράκια μας κι αφού δε χωράγαμε όλοι στο «λουφέ», έπρεπε οι μισοί να βγούνε «μπιελάρ» για να ζήσουν σαν άνθρωποι οι άλλοι μισοί. Τι μου λες τώρα για Δαλαμάγκες και για Μήτσους; Αυτοί δεν ήταν με κανέναν κι ήτανε μ’ όλους κι αυτό απαγορεύονταν αυστηρώς και δια ροπάλου, διότι «ο μη μεθ΄ ημών καθ’ ημών» και πάει-σκόλασε· τον έφαγε η μαρμάγκα και τον κατάπιε το μαύρο σκότος. Άσε που μοιράσανε και τις καινούργιες πιπίλες στον κοσμάκη, να τις γλύφει και να ξεγελάει την πείνα του κορμιού και της ψυχούλας του, περί δήθεν μιας καλύτερης αύριον ή περί περασμένων μεγαλείων που διηγώντας τα να κλαις.



Και πρώτα πρώτα έπρεπε ν’ αναστήσουμε την εθνική οικονομία μας· άλλοι χαντακώσανε το βιος του κοσμάκη κι οι ίδιοι, οι φουκαράδες, οι ξετιναγμένοι, έπρεπε να πληρώσουνε το μάρμαρο. Και τότε, ω του θαύματος! Νάσου τοι οι δωσίλογοι της κατοχής, που μεταβαφτιστήκανε σε «σωτήρες του έθνους», σάματις ο ντελβές να γίνεται ποτέ καϊμάκι και οι κατεδαφιστές, πρωτομάστοροι. Μα, ως πρωτομάστοροι έπρεπε να την τηλώσουνε πρώτα οι ίδιοι τους και να σταθούνε στα ποδάρια τους. Κι έτσι, γεμίσαν τ’ αντερίτσι τους χάφτοντας με τα χρυσά κουτάλια τα «σχέδια Μάρσαλ» και τα λοιπά αποτρόπαια που συμβαίνανε σ’ αυτό τον έρμο τόπο, αυτόν που τον κατάντησαν αυτοί οι κακούργοι, οι ανά τους αιώνες ξετσίπωτοι σπεκουλαδόροι σε σωστό κωλοχανείο. Αυτοί, λοιπόν, οι μπάσταρδοι, οι κατοχικοί λεχρίτες και οι προπολεμικές οι μαστοράντζες, αυτές οι γενεές γενεών βδέλλες, που καταπίνανε το αίμα του κοσμάκη, βρήκανε, επιτέλους, πώς θα στομώσουνε το ταμάχι τους και πετάγανε ένα κόκαλο στο δύσμοιρο, ας πούμε, πρόσφυγα και του τρώγανε λάχανο το οικοπεδάκι του της «πρόνοιας». Και μόλις σήκωναν ταμπέλα «πωλούνται διαμερίσματα», βάζανε τους άστεγους, τους φουκαράδες στην αράδα και «ένας ένας, μη σκουντιέστε», τους πούλαγαν τα μελλοντικά μεγαλουργήματά τους· κάτι σκατοδιαμερίσματα, που να ’ρθει η ώρα σου να πεθάνεις εκεί μέσα κι άλλο να μη σκέφτεσαι, εξόν απ’ τη βλασφήμια και το βρισίδι, που θα σου ρίξουν τα κοράκια, μιας κι έπρεπε να σε βγάλουν στα όρθια μες στην κάσα σου, αφού πού να χωρέσεις να περάσεις ξαπλωτός από ’κείνους τους, μισό, κι ούτε μέτρο, διαδρόμους;
Έτσι γινήκανε οι πλούσιοι σ’ αυτόν τον τόπο και το παίζουν αριστοκρατία και σκάρωσαν και τις δυναστείες τους, στρατιές ολόκληρες από κακομαθημένους γιους κι εγγόνους –ηλίθια κωλόπαιδα –που τα βλέπεις ν’ αγωνίζονται απεγνωσμένα, να χτυπάνε τον κώλο τους από καταγής, να κάνουν γιάγμα τον προγονικό τους μπεζαχτά κι αυτός εκεί, να μη λέει να στερέψει με καμιά κυβέρνηση.


Τόλης Καζαντζής,
Η δροσούλα [απόσπασμα], Το τελευταίο καταφύγιο και άλλα διηγήματα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1989, 40-42

και εδώ






Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Και λοιπόν;

Συχνά πυκνά ακούγαμε μάλλον το
΄
"όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει" [1]
γραμμένο εκεί κάπου στο '40.

Μάλλον θα μπερδεύονταν τα πράγματα περισσότερο, αν το ίδιο συχνά λεγόταν κι εκείνο το

"Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας" [2],

αλλά ευτυχώς, θα έλεγε κανείς, που δεν τον πολυδιαβάζουν και πιθανότερο και να μην ξέρουν ποιος το έγραψε ή ότι έγραψε και ποιήματα. Το '43 τώρα ποιος ξέρει τι και ποιον να 'χε κατά νου, τι να βίωνε.
Κι εκεί στο '58 με '59 να ακούστηκε πως

"Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου..."[3]

Μάλλον όμως τον είχε προλάβει κι αυτόν και τους άλλους εκείνος ο γνωστός γεροπαράξενος το 1907, προσπαθώντας να γράψει κάτι σαρακοστιανό, για τη γλώσσα και την κοινωνία  

"έν ζωντανόν σώμα δεν δύναται να ζήση δι’ ενέσεων, τρόπον τινά, από κόνιν αρχαίων σκελετών και μνημείων, άλλο τόσον δεν δύναται να ζήση, ειμή μόνον κακήν και νοσηράν ζωήν, τρεφόμενον με τουρσιά και με κονσέρβας ευρωπαϊκάς" [4]

Στον πρώτο συμπλήρωσε κάποιος το '69

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,
τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων [5]

αλλά μάλλον περισσότερο ήθελε να μιλήσει για τον απλό θεατή και τον ασήμαντο ανθρωπάκο.

Μετά ήρθαν και μίλησαν άλλοι με πιο επίσημο λόγο, πιο επίσημη γλώσσα στο Αρθρο 120- παράγραφοι 2,3 και 4.

Και λοιπόν; Σε τι μας χρειάζονται τα ποιήματα; Κι ο επίσημος λόγος, παλιοκαιρισμένος που μοιάζει, μάλλον πρέπει να καταργηθεί.Έτσι, λένε κάποιοι....





[1]Γ. Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων, Με τον τρόπο του Γ.Σ.,
[2] Ν. Εγγονόπουλος, Μπολιβάρ
[3] Οδ. Ελύτης, Άξιον Εστί
[4] Αλ. Παπαδιαμάντης, Γλώσσα και κοινωνία, εφ. Αλήθεια, 1907 / Βαλέτας Ε', σ. 237.
[5]Μ. Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. /Δεκαοχτώ Κείμενα 1970 

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Τι άλλα νέα από το χωριό;

Χιόνι πολύ αυτές τις μέρες.
Τέτοια χιόνια τα θυμούνται μόνο οι παλιοί και μας το 'λεγαν πάντα. "Έριξε, έριξε...αλλά παλιά μας παράχωνε....".

Κι όταν ρίχνει τόσο χιόνι στο χωριό κανένας δε χαίρεται. Κόβεται το ρεύμα κι όταν έρχεται, πέφτει η τάση. Κλείνουν οι δρόμοι κι όλοι, άνθρωποι και ζωντανά, περιμένουν το Μηχάνημα.

Όταν ανοίξει ο δρόμος θα έρθουν τα φάρμακα με το ταξί και μ' αυτούς που κατεβαίνουν "κάτω". Θα έρθουν οι συντάξεις του ΟΓΑ, τα "πολύτεκνα" και τα "ανάπηρα". Θ' ανέβουν κι οι δάσκαλοι. Είναι σχεδόν ένας μήνας κοντά που το σχολείο είναι κλειστό.

Ας μένουμε μακρυά, εμείς "της πόλης" κι οι άλλοι, "οι Αθηναίοι". Είναι σαν να 'μαστε εκεί. Το μυαλό, αυτό σε πάει κι εδώ κι εκεί και όπου θέλει.

.............
-Τι άλλα νέα από το χωριό;
-Τίποτα. Χιόνι πολύ. Φέτος μας τάραξε, δεν ξανάδα ποτέ τέτοιο χιόνι.Σταμάτησε το μεσημέρι. Άιντε, μας έχασε ο Θεός.....


΄
........
Το βράδυ στην τηλεόραση η Αθήνα καιγόταν. Από το μπαλκόνι ο Βόλος να καπνίζει.

Στο χωριό σταμάτησε να χιονίζει από το μεσημέρι. Αλλά αυτοί είναι μαθημένοι από τα χιόνια.
Άρχισε να "χιονίζει" εδώ από το βράδυ. Αλλά εμείς είμαστε άμαθοι από τα χιόνια.

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Δωρεάν




Ζούμε δωρεάν∙

τ’ οξυγόνο είναι δωρεάν∙ τα σύννεφα, επίσης.

Λόφοι, κοιλάδες: δωρεάν∙

βροχή και λάσπη: δωρεάν.

Το αμάξωμα του αυτοκινήτου,

η είσοδος στον κινηματογράφο,

οι βιτρίνες, όλα είναι δωρεάν∙

δυστυχώς, δεν ισχύει το ίδιο για το ψωμί και το τυρί.

Όμως, το θαλασσινό νερό είναι δωρεάν∙

η ελευθερία κοστίζει τη ζωή σου,

μα η σκλαβιά είναι δωρεάν∙

ζούμε δωρεάν,

δ ω ρ ε ά ν.
 
 
 


Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΤΕΙΑ
Μετάφραση–Επίμετρο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος


Βακχικόν, Ποίηση - 6, 2011

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Οι τρικυκλάδες

Ακούγαμε ο Βαρδάρης, το Βαρδάρι. Επισήμως πλατεία Μεταξά. Το βαφτίσανε έτσι προς τιμήν του δικτάτορα. Ο κόσμος δεν θυμάμαι να το έλεγε έτσι ποτέ. Ποτέ. Μόνο οι εισπρακτοραίοι. Γιατί αυτή ήταν η εντολή απ' το σταθμαρχείο. "Τέρμα" φώναζαν, "πλατεία Μεταξά". Και τους στραβοκοίταζαν μερικοί. Ο κόσμος, όταν τον έχουνε κάτω απ' την εξουσία τους, μπορεί να μη μιλάει, γιατί τους φοβάται, αλλά μόλις φύγουνε από τη μέση, τους ξεχνάει, τους σβήνει. τους διαγράφει, δε θέλει ν' ακούει γιαυτούς. Ούτε πλατεία Μεταξά λένε την πλατεία του Βαρδάρη -όλοι πάμε στον Βαρδάρη λένε- ούτε εκείνα τα αποβράσματα που καθαρίσανε τον Λαμπράκη τα έδωσε κανένας αξία και υπόληψη. Ο Κοτζαμάνης, λένε, ο τρικυκλάς, ψόφησε ολομόναχος, κανείς δεν του 'δωσε ένα ποτήρι νερό απ' τη γειτονιά του, τα ίδια και ο Φον Γιοσμάς, ο γερμανοτσολιάς, τα ίδια και ο Εμμανουηλίδης. Τον Τίγρη, που ήτανε παλικάρι και σάλταρε πάνω στο τρίκυκλο κι έγινε η αιτία να τους ζαμακώσουνε τους φονιάδες, εκείνον όλη η Θεσσαλονίκη τον αγαπούσε και τον σεβόταν.

Θωμάς Κοροβίνης, Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, Άγρα 2011 

Θα 'θελα πολύ να ήταν απλά ένα απόσπασμα, μαστορεμένο,καλοστημένο, μια παρέκβαση, μια σύνδεση με τα προηγούμενα και μια διάβαση για τα επόμενα. Όλα τα υπόλοιπα να τα άφηνα στη θεωρία της λογοτεχνίας και τις άλλες θεωρίες να τα δουλέψουν, να το αξιολογήσουν. Γράφουμε όμως με όσα έχουμε ζήσει, ό,τι κι αν είναι αυτό που γράφουμε. Διαβάζουμε, όμως, με ακριβώς αυτό που ζούμε τώρα.

Θα 'θελα πολύ περισσότερο να μη βρω κάποια ομοιότητα με τα σημερινά.
Θα 'θελα να 'ταν λίγοι οι "εισπρακτοραίοι" ή και να μην υπήρχαν. Αλλά, αφού υπάρχουν, να βρούμε μόνοι μας ονομασίες για τα πράγματα, τις πλατείες, τους δρόμους, ξανά από την αρχή, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό. Αλλιώς να κατεβούμε από τα λεωφορεία και να πάμε με τα πόδια.
Αξία και υπόληψη; Σχετική λένε η ηθική, απόλυτη η οικονομία.
Έτσι, όμως λένε πάντα οι τρικυκλάδες.

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

μια κατεδάφιση

Σήμερα γκρέμισαν στην απέναντι πλευρά του δρόμου μας ένα σπίτι. Ένα μικρό σπίτι με αυλή, από αυτά που χτίστηκαν στην πόλη μας μετά τους σεισμούς του '50. Ήταν από τα λίγα που είχαν μείνει ανάμεσα σε πολυκατοικίες και τριώροφα. 

Χτες είχαν βάλει την κόκκινη ταινία μπροστά του και την προειδοποίηση: "ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ 19-1-2012".
Πολλές φορές άφηνα το αυτοκίνητο μπροστά στην είσοδό του. Καιρό τώρα δεν κατοικούταν και είχε ένα κόκκινο "ΠΩΛΕΙΤΑΙ" πάνω από την είσοδο. Το σπίτι κλειστό τη μέρα και σκοτεινό τα βράδυα. Συχνά αναρωτιώμουν ποιοι να έμεναν εκεί, κοντά μισό αιώνα τώρα.
Περισσότερες φορές όμως που περνούσα από μπροστά του περπατώντας, το περιεργαζόμουν με την ησυχία μου, γιατί παρά την ερημιά του, ήταν περιποιημένο. Ίσως κάποιοι να νόμιζαν πως μπορεί να ήμουν και υποψήφιος αγοραστής. Εκείνο όμως που παρατηρούσα ήταν το γιασεμί στην αυλή που επέμενε να σκαρφαλώνει τη σιδερένια σκάλα της κουζίνας και να καβαλάει τον μαντρότοιχο από τον ακάλυπτο της διπλανής οικοδομής. Άλλες φορές προσπαθούσα να φανταστώ πως θα ήταν με ανοιχτά παραθυρόφυλλα. Αν και όλα αυτά τα σπίτια χτίστηκαν με το ίδιο σχέδιο, ένας διάδρομος και δυο δωμάτια, πολύ θα ήθελα να μπω και κάποια μέρα μέσα.

Στις εφτά το πρωί ακούστηκαν οι πρώτοι θόρυβοι. Ήρθε το μηχάνημα και άρχισε η κατεδάφιση.
Στην αρχή τα κεραμίδια. Μια σκόνη από βαθύ κόκκινο ψημένο χώμα. Ανατριχιαστικός ο θόρυβος,όπως οι τοίχοι αντιστέκονταν. Σε λίγο η μικρή αυλή δεν υπήρχε πια. Ούτε και το σπιτάκι, ούτε και οι πρώτοι του ιδιοκτήτες. Ένας σωρός από χαλάσματα. Δυο φορτηγά σε δέκα δρομολόγια, αγκομαχώντας μετέφεραν τα μπάζα. Ανάμεσα στα μπάζα οι χαρές, ελπίδες, αγωνίες, λύπες που χρωμάτισαν τους τοίχους του, οι μικρές ιστορίες που φώτισαν τα παράθυρά του και άνθισαν στην αυλή του.

Οι μικρές ανώνυμες ιστορίες ίσα που γέμισαν μερικές καρότσες. 


Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount