Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

"Γειά σου, ρε Βιετνάμ!"


Περπατά στους δρόμους της πόλης καθημερινά. Τα χέρια άλλοτε ακολουθούν το σώμα με ρυθμό κι άλλοτε όχι. Με ένα άσπρο καπέλο πάντα και μια μεγάλη άσπρη τσάντα.Ξανθιά μάλλον στα πολύ νιάτα της. Τώρα πάντα ντυμένη στα πορτοκαλί, χειμώνα καλοκαίρι.Προβάλλει κάθε πρωί, την ίδια σχεδόν ώρα από τον πίσω δρόμο, με ζέστη και με κρύο. Τη βλέπω πίνοντας τον πρωινό καφέ από το παράθυρο της κουζίνας. Πρέπει να μένει κάπου στη γειτονιά μας.
Ξέρω πως θα την συναντήσω μόλις κατέβω κάτω. Κι αν όχι στο δρόμο, έξω από τον φούρνο, το φαρμακείο, το μανάβικο ή να κάθεται στο καφενείο και να απολαμβάνει τον καφέ της μόνη καπνίζοντας. Πάντα ντυμένη στα πορτοκαλί και να γελάει. Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς αν θα την προσπεράσεις. Θα καλημερίσει, θα χαιρετήσει, θα σε φωνάξει από τον απέναντι δρόμο κουνώντας ρυθμικά τα χέρια. Μόνο μια φορά άμα της πεις καλημέρα, σκύβει ελαφρά κάνοντας υπόκλιση και συνεχίζει. Σίγουρα ξέρει τι σημαίνει για εκείνη η καλημέρα.
"Γειά σου, Βιετνάμ" μου 'πε μια μέρα. Από τότε έτσι με χαιρετά, όπου κι αν με βρει.  Κάπως πρέπει να τον λένε τον άλλον που του λες καλημέρα. Την ονόμασα κι εγώ Φρίντα, άγνωστο γιατί, κι ας μη τη φώναξα ποτέ έτσι. Ελάχιστη σημασία έχει πως τη λένε πραγματικά, ίσως ακόμη και αυτοί που την ξέρουν πιο καλά να μην τη φωνάζουν καν με το όνομά της πια. Είναι γνωστό πως με τέσσερα γράμματα επίθετο ξεμπερδεύεις με αυτήν μια και καλή. Κι ας μην τη λένε Φρίντα, μπορεί να τη λέγαν Μαρία, Ελπίδα, Ελένη ή όπως αλλιώς, όπως και μένα δε με λένε Βιετνάμ, αλλά αφού έτσι θέλει να με φωνάζει, ας το κάνει. Πάντα ο κόσμος του άλλου πρέπει να είναι σεβαστός. 
Την περασμένη Κυριακή ο ήλιος καυτός από το πρωί. Τη βρήκα να κάθεται σε ένα τραπεζάκι έξω από το μαγαζάκι που πουλά εφημερίδες και τσιγάρα. Έσβηνε τη δίψα της, ποιος ξέρει και τι άλλο, σε ένα μικρό μπουκάλι με νερό χαιρετώντας τον κόσμο που έμπαινε και έβγαινε. Σε όλους χαμογελαστή που με ειρωνεία, ή με ενόχληση την προσπερνούσαν. 
"Ό,τι πάρει ο κύριος, από μένα κερασμένα" είπε μόλις με είδε χαμογελαστή και χαιρετηθήκαμε. Άλλο περίμενα ν' ακούσω, αυτή είναι η αλήθεια. Αλλά τι πειράζει; Όταν βγήκα έξω με τις εφημερίδες στο χέρι, είχε ανάψει τσιγάρο. "Γειά σου, ρε Βιετνάμ!" μου είπε γελώντας και κουνώντας ρυθμικά το χέρι με το τσιγάρο να σιγοκαίει τα ακροδάχτυλα.
Κάποιος δίπλα κοίταζε με απέχθεια. 

   

  

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

γρηγόρης στ. είπε...

Τα προσωπικά κείμενα σύμφωνα με τους άγραπτους κανόνες της ιστολογικής ορθότητας οφείλουν να είναι διανθισμένα με πολυσύνθετους νεολογισμούς και θεματολογία που να εκφράζει αυτή την απαρέσκεια από την αέναη ομφαλοσκόπηση, την υπό αφύπνιση επαναστατικότητα της γειτόνισσας σε αντίθεση με την εν υπνώσει αδιαφορία του γείτονα, την έντονη καταδίκη της όποιας τετραμελούς οικογένειας που χαλά αυθύπαρκτα τη γραφικότητα στην μέχρι πέρυσι εναλλακτική ακρογυαλιά που οι μυημένοι απολαμβάνουν αραγμένοι πάνω σε κάποιο πληκτρολόγιο και τέλος τα πανηγύρια που όλα καλά και όμορφα, αλλά πόσο με χαλάει η πλαστική καρέκλα και τέλος πάντων κάτι από τους ενδιαφέροντες τοις πάσι θεματικούς κύκλους. Είθισται τα έγκριτα και δημοφιλή κείμενα[1] να συγκεντρώνουν πολλά σχόλια σε μακριά νήματα κάτι σαν τις ουρές των μεγάλων εξόδων στην Εθνική Οδό Π.Α.Θ.Ε. και ο κάθε ιστολόγος, αν θέλει να λογίζεται ως υπεύθυνος και σοβαρός, πρέπει ως τροχονόμος να ρυθμίζει την κυκλοφορία δίνοντας την απαραίτητη προτεραιότητα στους οδηγούς των μεγάλου κυβισμού ιστολογικών οχημάτων. Βέβαια, είναι αλήθεια πως στο κάθε ιστολόγιο τον τόνο δίνει ο οικοδεσπότης, αλλά και οι μουσαφιραίοι σχολιαστές αναγνώστες, μόνιμοι, πρόσκαιροι και τυχαίοι, «επώνυμοι» και λιγότερο γνωστοί.

Το 2010 ο Γιώργος * ανέβασε μια ανάρτηση, όταν η κοκόνα έσβηνε το πρώτο της κεράκι, -κι ενώ ο Γιάννης είχε σβήσει το δεύτερο δυο μήνες πριν -, αλλά αυτό δεν έχει σημασία για τους πολλούς, όπως και δεν είναι γνωστό. Βέβαια τα γενέθλια είναι ένα γεγονός, [επέτειος είναι, αλλά η επέτειος παραπέμπει αλλού, σε γάμους, επαναστάσεις κλπ], που αφορά στη συγκεκριμένη στιγμή μάλλον δυο πατεράδες, οι οποίοι δεν γνωρίζονται καν μεταξύ τους, και δυο οικογένειες με τους παππούδες και τις γιαγιάδες οι οποίες επίσης δεν γνωρίζονται καν μεταξύ τους. Μια τέτοια, λοιπόν, ανάρτηση και μάλιστα για γενέθλια, από πρώτης άποψης δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τίποτε περισσότερο από ένα γεγονός εντελώς προσωπικό, το οποίο κάποιοι πιθανόν θα το αντιμετώπιζαν  και αδιάφορα. Ίσως δε θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι περισσότερο από ένα προσωπικό κείμενο, και μάλλον ελαφρύ, ανάλαφρο όπως ευγενικά θα αποκαλούταν από τους επαΐοντες του καθωσπρεπικού ιστολογείν.
Η ανάρτηση αυτή από ιστορικής πλευράς μάλλον δεν προσφέρεται για αξιοποίηση [ή και μπορεί στο μέλλον, όλο και καινούρια ρεύματα εμφανίζονται], από λογοτεχνικής άποψης δεν χαρακτηρίζεται από τον απαιτούμενο -ισμό που πρέπει να διέπει τέτοια κείμενα, αλλά σε μια διακειμενική ανάγνωση σίγουρα οι επαναγνώσεις πολλά μπορεί να επισημάνουν]. Πιθανόν να ανίχνευεται  κάποιο rites des passage και η κατά φύλα διαμορφούμενη και εξελισσόμενη μεταμνημονιακή κοινωνική συγκρότηση. Αλλά θέλει τρεις και τέσσερις αναγνώσεις και παραπέρα αναλύσεις αυτό.
Ένα κείμενο για τα γενέθλια και πως γιορτάστηκαν σε κάποιο σπίτι, κάπου στην Αθήνα και γράφει γιαυτά ο ευτυχής πατέρας. Σίγουρα δεν αποτελεί με τη πρώτη βιαστική ανάγνωση, ίσως τη δεύτερη και την τρίτη που εμβαθύνεις, ένα πολιτικό κείμενο. [Βέβαια υπάρχει κι ένας σύνδεσμος κάπου εκεί μέσα στο κείμενο που οδηγεί σε έναν κόκκινο φάκελο και μια πικρή αλήθεια.]
Κάποιος ίσως  να εντόπιζε πως ο Γιώργος εκδήλωνε την ιδεολογική μεταστροφή  του με την αποδοχή της ροζ αυτοκρατορίας κι εύκολα να τον χαρακτήριζε συστημικό με αφορμή αυτό το κείμενο. Εξάλλου κι αυτή η ανάρτηση, όπως και σχεδόν όλα τα προσωπικά κείμενα, συχνά στην κατηγορία «επί προσωπικού» που μιλάνε για τη βιωμένη χαρά και την αισιόδοξη πλευρά της ζωής, για οικογενειακές συνάξεις, μόνο πολιτικά δεν χαρακτηρίζονται. Είπαμε όμως από ποιους... Ας τους προσπεράσουμε κι ας προχωρήσουμε μπροστά.[2]

Τα παιδικά καλοκαίρια, τα τραγούδια και οι χοροί που στήνονται στην κουζίνα του κατσαμακέικου με αφορμή χαρούμενα αλλά και λυπητερά γεγονότα, οι ερωταποκρίσεις πατέρα και γιου, οι τσαχπινιές της κόρης και όσα άλλα «παιγνίδια πάνω στην κουβέρτα» πιθανόν εντοπίζουν οι συστηματικοί αναγνώστες του, αποτελούν άραγε εκφράσεις κάθαρης πολιτικής σκέψης και στάσης;[3] «Κατάγομαι από τα παιδικά μου χρόνια» λέει ο Γ. Σαραντάρης κι αυτή είναι η πιο βαθιά και μεστή σε νόημα πολιτική δήλωση. Από ΄κει κατάγεται  κι ο Γιώργος, όποιος και όποια θέλει να καβαλήσει το μηχανάκι των εφηβικών χρόνων και να φύγει.

Και σ’ αυτό δε δέχομαι καμιά αντίρρηση.

*γνωστός και ως Βιβλιοθηκάριος ή Αφιερωματολόγος
[1] Τα νυν και αεί χριστουγεννιάτικα κειμενόδεντρα με πολλαπλές σειρές φωτάκια από like και share δύσκολα καθιερώνονται, εύκολα όμως αποκαθηλώνονται.
[2] Οι ευσχημόνως και ευδιακρίτως αντισυστημικοί και οι επί παντός επιστητού αδολεσχούντες ελεύθερα ας συνωστίζονται όπου θέλουν σε άλλους καφενέδες.
[3] Το ερώτημα όπως θα το έθετε η σχολή κριτικής ανάλυσης κειμένων και ο σ. Ασπρίκος, δρ. παπαδιαμαντολόγος.




με το κείμενο αυτό συμμετέχουμε στις εορταστικές εκδηλώσεις Κατσαμάκεια 2013 που διοργανώνονται με αφορμή τα γενέθλια του εκλεκτού μας φίλου.



στο αφιέρωμα συμμετέχουν:ερυθρό καγκουρώDeva Aleemaσελιτσάνοςkizil kumαναγεννημένηο και χρέη ταμία εκπληρών silentcrossing, το κόκκινο μπαλόνι, Εξεγερμένο το 2009το καγκουρώτο σημειωματάριοη Ντίνα Βιτζηλαίουη nefosis και το roubinakiMη Πολυάννα, τα κουπέπκια, το ψαροκόκκαλοο μούργος (που είπε πως δε με ξέρει ευκαιρία να γνωριστούμε), η Anna Siliaο ήχος του ανέμου / Εύη Βουλγαράκη, ο -αυτός που να ΄ξερες τι θα σου ετοιμάσουμε κάποια μέρα- Δύτης των Νιπτήρων και φυσικά ο Γραμματεύς Τσαλαπετεινός.


Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount