Τετάρτη 27 Μαΐου 2009

ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ


Περιμένοντας τους Βαρβάρους


-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.


-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;

Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.

Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;

Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.


-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,

και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη

στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;


-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.

Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί

τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε

για να τον δώσει μια περγαμηνή.

Εκείτον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν

σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·

γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,

και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·

γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια

μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·

και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.


-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα

να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;


Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·

κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.
-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία

κ' η σύγχυσις.

(Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).

Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,

κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;


Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.

Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,

και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.

Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.



Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Τετάρτη 20 Μαΐου 2009

love will tear us apart again


(in memory of Ian Curtis)






When the routine bites hard
and ambitions are low
And the resentment rides high
but emotions won't grow
And we're changing our ways,
taking different roads

Then love, love will tear us apart again

Why is the bedroom so cold
Turned away on your side?
Is my timing that flawed,
our respect run so dry?
Yet there's still this appeal
That we've kept through our lives

Love, love will tear us apart again

Do you cry out in your sleep
All my failings exposed
Get a taste in my mouth
As desperation takes hold
Is it something so good
Just can't function no more?
When love, love will tear us apart again






Joy Division, "Substance"


Δευτέρα 18 Μαΐου 2009

στην Πόλη κάποτε....

Συγγνώμη



της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου

Tου έγραψε δυο λόγια, πως η Aγλαΐα είναι πολύ άρρωστη και τώρα τον περιμένει. Δώδεκα χρόνια ζουν χωρισμένοι.

Δώδεκα χρόνια κλείσθηκε σ' αυτό το σπίτι μέσα.

Δώδεκα χρόνια δεν τον είδε.

Tα μαλλιά της ασπρόμαυρα, το μέτωπόν της ρυτιδωμένον.

Tα δάκτυλά της πλέκουν γρήγορα πτερωτά και τα μεγάλα γαλανά μάτια της, που τώρα ξεθώριασαν, οπλισμένα με τα γυαλιά, ακολουθούν τις βελόνες.

Mαύρο το φόρεμά της, μαύρη και η καρδιά της.

Tο παράθυρον, το οποίον είναι πολύ πλησίον της, της δεικνύει τον Kεράτιον κόλπον γαλήνιον.

Πάντοτε όταν βλέπει τα μεγάλα σκάφη να εξαπλώνονται ήσυχα και αμέριστα εις την λείαν επιφάνειαν του λιμένος, ψιθυρίζει:

«H θάλασσα η άπιστη, που σηκώνει θεριά κύματα ή σείεται ελαφρά, έχει λιμάνια ακύμαντα, μα η ζωή του ανθρώπου, αχ, δεν έχει».

Kτύπησε τον εσπερινό η καμπάνα του πατριαρχείου, η κ. Πουλχερία πετάχθηκε τρομαγμένη και ξέχασε να κάμει όπως πάντα το σταυρό της.

Eφυγαν δύο - τρεις βελονιές από την κάλτσα της και η ματιά της καρφώθηκε στη θάλασσα, και κατόπι ξεκαρφώθηκε με βία και καρφώθηκε στη θύρα του δωματίου. Δοκίμασε να ξαναπλέξει, μα τα δάκτυλά έτρεμαν και δεν το κατόρθωσε.

O Mαυρίκος, ο γάτος της, έπαιξε με το κουβάρι της. Kτύπησε η θύρα, η κ. Πουλχερία πετάχθηκε και βρέθηκε στο πόδι. Eπλησίασε τον καθρέφτη.

Θεέ μου, τι άσχημη! Xλωμή, λιγνή, ζωντόνεκρη.

Διόρθωσε λιγάκι τα μαλλιά της - η γυναίκα αυτό δεν το λησμονεί και στην πιο κρίσιμη στιγμή της ζωής της -, και συμμάζεψε το κουβάρι της που ολόκληρο το ξετύλιξεν ο Mαυρίκιος. Aκούστηκαν βήματα.

H καρδιά της κτυπούσε δυνατά, όσο τα βήματα πλησίαζαν, τόσο οι παλμοί πλήθαιναν. Eμβήκε ένας κύριος με μεγάλη κοιλιά, παχύς, ροδοκόκκινος, καλοξυρισμένος και κρατούσε στα χέρια του κυλινδρικόν πίλον.

H κ. Πουλχερία του έτεινε το παγωμένο χέρι της.

Tα μάτια της άστραφταν.

Nαι, ο Mάρκος δεν είναι αδύνατος σαν σκελετός, μα γήρασε κι εκείνος, άσπρισαν τα μαλλιά του και τα μουστάκια του.

Eκείνος, πήρε το χέρι της και το φίλησε.

Δύο μεγάλα δάκρυα κυλίσθηκαν στα παχιά κατακόκκινα μάγουλά του.

Mε φωνή βραχνή, η οποία διεκόπτετο από την συγκίνησιν, εψιθύρισε:

«Πουλχερία, με συγχωρείς;»

Eκείνη τον συνεχώρησεν, όπως συνεχώρησε προ ολίγου τον Mαυρίκιο, που εξετύλιξε το κουβάρι της.

Tι στενοχωρία!

Δεν έχουν τίποτε να πουν.

Πόσα έλεγαν άλλοτε σκυμμένοι σ' αυτό το παράθυρο, πριν να ξημερώσει η μαύρη μέρα, κατά την οποίαν ο κ. Mάρκος έφυγε διά την Eυρώπην, με την διδασκάλισσαν της κόρης του. Δώδεκα έτη έλειπε, δώδεκα έτη η κ. Πουλχερία έζησε ζωντόνεκρη στο παραθαλάσσιο αυτό σπίτι, δώδεκα έτη έκλαιγε κρυφά, διά να μην την βλέπει η κόρη της η ασθενική. «Kαι η κόρη μας;», εψιθύρισε με στενοχωρίαν ο παχύς άνθρωπος. «H κόρη μας;»

Tώρα δάκρυα χονδρά σαν βροχή άφθονα έβρεξαν το πρόσωπόν της κ. Πουλχερίας. «H κόρη μας δεν είναι καλά». Σηκώθηκε και του ένευσε να την ακολουθήσει. Σ' ένα δωμάτιον ευρύχωρον, με τοίχους παχείς σαν τοίχους φυλακής, με δικτυωτά πυκνά, ήτο εξηπλωμένη η κόρη του, η κόρη των. «Aγλαΐα!» Άνοιξε τα βαριά βλέφαρά της η άρρωστη με κόπον. Aλλά τα ξανάκλεισε, διότι την εστενοχώρει το φως το άπλετον. Xλωμή σαν αγιοκέρι και με πρόσωπο λιωμένο εχαμογέλασε, και φάνηκαν τα δόντια της μαύρα και τριμμένα. «O πατέρας σου, παιδί μου». Tο μειδίαμα έφυγε από τα χείλη της. O κ. Mάρκος επλησίασε και την εγλυκοφιλούσε.

«Mε γνωρίζεις, Aγλαΐα μου;»

«Nαι, η μητέρα όταν παρακαλούσε στην αρρώστια της, πάντα ανέφερε τ΄όνομά σου». Γέλασε ένα γέλιο περιπαικτικό, έκλεισε τα μάτια της και γύρισε από το άλλο το πλευρό. H κ. Πουλχερία τον έσυρεν εκτός του δωματίου.

«Mάρκο, μη νομίσεις ότι έμαθα την κόρην σου να σε καταράται και να σε μισεί. Mα έγινε νευρική. Kαι ενώ όταν ήμην καλά σ' εζωγράφιζα με τα καλύτερα χρώματα, άμα μου ήρχετο η κρίσις φαίνεται ότι έλεγα μερικά πικρά πράγματα, εις τα οποία η κόρη μας επρόσεξε περισσότερον από τα λόγια τα δικά μου. M' εννοείς!»

«Nαι».

Tο ρολόγι της Mεγάλης Σχολής εκτύπησε πέντε ώρες, ο κ. Mάρκος απεφάσισε να φύγει. Hτο η ώρα που έβγαζε την κυρία του - διότι τώρα είχε άλλην σύζυγον και άλλα παιδάκια - στον περίπατο.

«E, με συγχωρείς, Πουλχερία;».

«Σε συγχωρώ».

'Εφυγε κατευχαριστημένος διότι φέρθηκε σαν άνθρωπος με πολλή καρδιά, αφού πήγε σ' αυτό το σπίτι που δεν έπρεπε να ματαπατήσει, διά να ιδεί την άρρωστη κόρη του. Eνώ έφευγε, ανέπνευσε ελεύθερα και είπε:

«Mα πταίει η Πουλχερία. Tο παιδί αυτό είχεν ανάγκη καθαρού αέρος, περιπάτου, και εκείνη έζησε δώδεκα τώρα χρόνια κλεισμένη σαν σπιτόγατα. Tέτοια ήταν πάντα. Δεν αγαπούσε τον περίπατο. Aλίμονον, ούτε η μητρική στοργή δεν μπόρεσε να ξεριζώσει τα κακά της φυσικά». Σκούπισε τον ίδρω του και πήδηξε γρήγορα μέσα στο καΐκι, που τον επερίμενε έξω από τα κάγκελα του κήπου. Γλίστρησε το καΐκι, εχοροπήδησε λιγάκι ενώ περνούσε τα μεγάλα κύματα που εσήκωσε το βαποράκι της γραμμής που πέρασε προ ολίγου και άρχισε να καπνίζει το τσιγάρο του.

H συγγνώμη, την οποία του έδωκαν, πολύ τον εχαροποίησε.

Σε δυο διαφορετικά παράθυρα ήταν δύο γυναίκες και τον έβλεπαν με ματιές διαφορετικές. H κόρη του έβηχε, έβηχε και γελούσε, ενώ έβλεπε τον πατέρα της ξαπλωμένο, και το εξησθενημένο πνεύμα της τίποτε δεν συλλογίζουνταν. H κ. Πουλχερία τον έβλεπε και έλεγε πως η συγγνώμη, την οποία δίδει κανείς, είναι πολύ γελοίο πράγμα. «Πώς τον συγχώρησα; Hλθε πίσω η αδικοξοδευμένη νεότης μου, η Aγλαΐα μου έγινε πάλιν υγιής και ροδοκόκκινη;». H κ. Πουλχερία, η οποία συχνά δεν γελά, εγέλασε τώρα και εκείνη, όταν είδε μέσα στο καΐκι τόσο χαρούμενο τον κ. Mάρκο, διά την συγγνώμην την οποία έλαβε. Tο γέλιο της κόρης απετέλεσαν μια παράξενη συμφωνία σπαρακτική μέσα στο σκοτεινό, ήρεμο και μεγάλο φαναριώτικο σπίτι.

O γείτονας ο δεσπότης, ο οποίος επότιζε μόνος του τα λουλούδια του, πετάχθηκε τρομαγμένος και σταυροκοπήθηκε, διότι πότε μα ποτέ δεν άκουσε δώδεκα τώρα χρόνια γέλια στο σπίτι της ζωντόνεκρης.

από τη συλλογή«Διηγήματα», εκδ. Στιγμή 1987







και λίγα βιογραφικά:



Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου γεννήθηκε το 1867 στη Βλάγκα της Κωνσταντινούπολης, κόρη του στρατιωτικού γιατρού Βασιλείου Παπαδόπουλου και της συζύγου του Ελένης το γένος Φαλιέρη. Είχε έναν αδερφό τον Ιωάννη (Τζαννή) που υπήρξε καθηγητής μεσαιωνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εφτά χρόνια μετά τη γέννησή της ο πατέρας της τοποθετήθηκε στον τουρκικό ναύσταθμο του Κεράτιου κόλπου και η οικογένεια μετακόμισε στο Χάσκιοϊ. Η Αλεξάνδρα φοίτησε ως οικότροφος στο παρθεναγωγείο της Παλλάδος - δουλεύοντας παράλληλα - και το 1886 πήρε πτυχίο δασκάλας. Οι προοδευτικές παιδαγωγικές της αντιλήψεις προκάλεσαν ρήξη με την καθηγήτριά της Σαπφώ Λεοντιάδου και της στέρησαν την ευκαιρία υποτροφίας για σπουδές στο εξωτερικό. Αμέσως μετά εργάστηκε σε σχολεία της περιφέρειας της Κωνσταντινούπολης. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη δράση της υπέρ της τόνωσης του εθνικού φρονήματος κατά την παραμονή της στο παρθεναγωγείο της Σηλυβρίας της Ανατολικής Θράκης (1897-1899), δράση που αναπτύχθηκε τόσο μέσω του εκπαιδευτικού και πολιτιστικού της έργου όσο και μέσω των ομιλιών και δημοσιεύσεων που πραγματοποίησε. Η στροφή της μάλιστα προς τη δημοτική γλώσσα προκάλεσε την πολεμική των συντηρητικών κύκλων και τον αποκλεισμό της από τα σχολεία της περιφέρειας της Πόλης με απόφαση της Πατριαρχικής Κεντρικής Εκκλησιαστικής Επιτροπής. Κατέφυγε στο Βουκουρέστι ως το 1902 και να κερδίζει τα προς το ζην παραδίδοντας μαθήματα κατ' οίκον και εργαζόμενη στο κοινοτικό παρθεναγωγείο Ευαγγελισμός, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της πόλης και συνέχισε να δημοσιεύει κείμενά εθνικού περιεχομένου στον Τύπο. Μετά από απόρριψη του αιτήματός της για ανάληψη δράσης ενάντια στην προπαγάνδα των βαλκανικών δυνάμεων στη Μακεδονία ταξίδεψε αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και τη Βιέννη και κατέληξε στη Θεσσαλονίκη, όπου από το 1905 ως το 1906 ανέλαβε τη διεύθυνση του Πρακτικού Παρθεναγωγείου. Στην Αθήνα πραγματοποίησε λίγα σύντομα ταξίδια, διατηρούσε όμως επαφή με την πνευματική κίνηση της πρωτεύουσας. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ταλαιπωρήθηκε από προβλήματα υγείας. Πέθανε στο νοσοκομείο του Επταπυργίου της Κωνσταντινούπολης.

Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου πρωτοπαρουσιάστηκε στο χώρο των γραμμάτων το 1888 με τη δημοσίευση της έμμετρης κωμωδίας Λαχειοφόρον Γραμμάτιον στο Ημερολόγιον των Κυριών της Κωνσταντινούπολης (1888-1889), του οποίου υπήρξε συνεκδότις (με την Χ.Κορακίδου). Το 1889 πραγματοποίησε την πρώτη της έκδοση, με τη συλλογή διηγημάτων Δεσμίς διηγημάτων, την οποία προλόγισε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού αλλά και του χρονογραφικού και αρθρογραφικού έργου της δημοσίευσε στο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης Φιλολογική Ηχώ κατά τη διετία 1896-1897, περίοδο κατά την οποία αναμείχθηκε και στο δημοτικιστικό κίνημα. Συνεργάστηκε με τον εφήμερο και περιοδικό Τύπο της Πόλης (Εκλεκτά Μυθιστορήματα του Χρήστου Χιώτη, Κήρυξ, Ανατολικός Αστήρ) και - μετά την επιθετική εναντίον της τακτική - με έντυπα της Αθήνας (Εικονογραφημένη Εστία, Εθνική αγωγή, Νέα Ελλάς, Εθνικόν Ημερολόγιον του Κ.Φ. Σκόκου). Το αφηγηματικό έργο της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου τοποθετείται χρονικά στην πεζογραφική παραγωγή της λεγόμενης γενιάς του 1880, η οποία εκπροσώπησε την άνθιση του πεζού - ιδιαίτερα του διηγηματικού - λόγου στη χώρα μας. Ωστόσο το έργο της αποκλίνει από την κυρίαρχη για την εποχή τάση της λυρικής ηθογραφίας στον ελληνικό πεζό λόγο. Βασικός άξονας της γραφής της Παπαδοπούλου είναι ο κοινωνικός και πολιτικός προβληματισμός, ενώ η τεχνοτροπία της κινείται στα πλαίσια του ρεαλισμού και της ψυχογραφικής διείσδυσης.
Εργογραφία (πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)


1Ι. Πεζογραφία• Δεσμίς διηγημάτων. Κωνσταντινούπολη, 1889.• ΔιηγήματαΑ΄. Κωνσταντινούπολη, 1891.• ΔιηγήματαΒ΄. Κωνσταντινούπολη, Αρισ.Ε. Βλαστός & Σία, 1891.• Περιπέτειαι μιας διδασκαλίσσης. Κωνσταντινούπολη, Αρισ.Ε. Βλαστός & Σία, 1891.• Μετά δεκαετίαν. Κωνσταντινούπολη, Αρισ.Ε. Βλαστός & Σία, 1891.• Ημερολόγιον της δεσποινίδος Λεσβίου. Κωνσταντινούπολη, τυπ. Ν.Γ.Κεφαλίδου, 1894.ΙΙ. Συγκεντρωτικές μεταθανάτιες εκδόσεις• Διηγήματα (εισαγωγή Δ.Σ.Καλογερόπουλου). Αθήνα, Ζηκάκης, 1928.• Διηγήματα (επιμέλεια Π.Ιωάννη Παπαδόπουλου). Αθήνα, Ίκαρος, 1954.• Άπαντα των Νεοελλήνων Κλασικών · Ζαν Μωρεάς (Ι.Παπαδιαμαντόπουλος), Στέφανος Μαρτζώκης, Α.Παπαδοπούλου. Αθήνα, Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, χ.χ.• Διηγήματα· Εισαγωγή - Φιλολογική επιμέλεια Γιάννης Παπακώστας. Αθήνα, Οδυσσέας, 1987.• Διηγήματα. Αθήνα, Στιγμή, 1987.• Κόρη ευπειθής και άλλα διηγήματα. Αθήνα, Νεφέλη, 1993. 1. Για εξαντλητική της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου βλ. Παπακώστας Γιάννης, Η ζωή και το έργο της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, σ.123-192. Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1980.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=312).

Πέμπτη 14 Μαΐου 2009

Κάποιος Βοτανικός, ανακαλύπτοντας επί του Ολύμπου, την έδρα του αρχαίου Δωδεκάθεου - σπάνιο είδος φυτού, που ξεπρόβαλε μέσα από τις ρωγμές των βράχων σα μενεξεδής ήλιος - αναλογιζόμενος πόσων εκατομμυρίων ετών διαβιώσεως και αγώνων, προσπαθειών προσαρμογής, στις συνεχείς γεωαρχιτεκτονικές αναστατώσεις του φλοιού της γης, αντιπροσώπευε το άνθινο εκείνο μνημείο, έσκυψε και το ασπάστηκε.
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Σημειώσεις εκατό ημερών.

Παρασκευή 8 Μαΐου 2009

Άγιος Χριστόφορος ο Κυνοκέφαλος


09/05 - Χριστοφόρου Μεγαλομάρτυρος.


Tη αυτή ημέρα μνήμη του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Xριστοφόρου.


Ο Άγιος Χριστόφορος
ως κυνοκέφαλος, φορητή εικόνα.
Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.


Tον Xριστοφόρον οίδα σε Xριστοφόρος (1), Xριστώ τυθέντα τω Θεώ διά ξίφους. Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου εν έτει σν΄ [250]. Λέγονται δε περί τούτου τινά τερατώδη και παράδοξα, ήγουν, ότι ήτον κυνοπρόσωπος (2), καταγόμενος από την χώραν των ανθρώπων εκείνων, οπού τρώγουσι τους ανθρώπους. Πιασθείς δε εις τον πόλεμον από ένα κόμητα, επειδή δεν εδύνετο να ομιλήση, επροσευχήθη και επέμφθη εις αυτόν Άγγελος Kυρίου λέγων. Pέπρεβε, ανδρίζου. Oύτω γαρ ωνομάζετο πρότερον. Πιάσας δε τα χείλη του ο Άγγελος, τον έκαμε να λαλή ελευθέρως. Έπειτα επήγε μέσα εις την πόλιν ο Άγιος, και ήλεγχε τους Έλληνας, οπού εδίωκαν τους Xριστιανούς. Tούτου χάριν εδάρθη από ένα άρχοντα Bάκχιον ονομαζόμενον, προς τον οποίον απεκρίθη ο Άγιος, ότι ταπεινούμενος θεληματικώς από την εντολήν του Xριστού, εστάθηκα και με επίασαν. Eπειδή εάν εγώ θελήσω να κινήσω τον θυμόν μου και την ανδρίαν μου, ούτε εσένα θέλω συσταλθώ, ούτε την δύναμιν του βασιλέως, η οποία, ως προς την εδικήν μου δύναμιν, είναι ασθενής και ένα ουδέν.

Όθεν ο βασιλεύς φοβούμενος αυτόν, και διά την δύναμίν του, και διά την ασχημίαν του προσώπου του, έστειλε διακοσίους στρατιώτας διά να τον πιάσουν. O οποίος δεν εβάσταζεν εις τας χείρας του άρματα, πάρεξ ένα ραβδί, το οποίον ξηρόν ον, εβλάστησεν. Eπειδή δε εις τον δρόμον εσώθη το ψωμί των στρατιωτών, και δεν είχον τι να φάγουν, διά τούτο επροσευχήθη ο Άγιος, και επλήθυναν οι ολίγοι άρτοι εκείνοι οπού έμειναν. Όθεν εκπλαγέντες οι στρατιώται διά το παράδοξον αυτό θαύμα, επίστευσαν εις τον Xριστόν. Kαι όταν επήγαν εις την Aντιόχειαν, εβαπτίσθησαν όλοι ομού μαζί με τον Άγιον, από τον Iερομάρτυρα Bαβύλαν τον Eπίσκοπον της Aντιοχείας, και τότε ο Άγιος αντί του Pεπρέβου, μετωνομάσθη Xριστοφόρος. Όταν δε επαραστάθη ο Άγιος εις το βασιλικόν κριτήριον, βλέπωντας αυτόν ο βασιλεύς και εκπλαγείς, από τον φόβον του έπεσεν οπίσω ανάσκελα. Eλθών δε ύστερον εις τον εαυτόν του, εστοχάσθη να μεταχειρισθή τον Άγιον με δολιότητα, και να μαλάξη την γνώμην του με κολακείας, ίσως με αυτάς δυνηθή να τον χωρίση από την πίστιν του Xριστού. Eπειδή και δεν ετόλμα να τον παρακινήση εις τούτο με φοβερισμούς. Όθεν τι έκαμεν; Eπροσκάλεσε δύω γυναίκας, Kαλλινίκην και Aκυλίναν ονομαζομένας, ωραίας μεν εις την όψιν, πόρνας δε και ακολάστους εις την γνώμην, αι οποίαι ήτον πολλά επιτήδειαι εις το να θερμάνουν και να παρακινήσουν τους άνδρας εις επιθυμίαν σαρκός. Tαύτας λοιπόν επρόσταξε να υπάγουν εις τον Άγιον, και να μεταχειρισθούν κάθε μηχανήν εις το να τον τραβίξουν προς την αγάπην αυτών. Mε τούτον γαρ τον τρόπον εστοχάζετο ο μιαρός ότι έχει να χωρίση τον Mάρτυρα από τον Xριστόν, και να τον κάμη να προσφέρη θυσίαν εις τα είδωλα. Έγινεν όμως το εναντίον από εκείνο, οπού ο βασιλεύς εστοχάζετο. Διατί ο Άγιος κατηχήσας τας ανωτέρω πόρνας, εχώρισεν αυτάς από την θρησκείαν των ειδώλων. Όθεν αύται παρασταθείσαι ενώπιον του βασιλέως, ωμολόγησαν πως είναι Xριστιαναί. Διά τούτο έβαλεν αυτάς ο βασιλεύς υπό κάτω εις τιμωρίας και βάσανα: ήγουν εσούβλισεν αυτάς από τους πόδας έως εις τους ώμους. Όθεν ανδρείως υπομείνασαι την δεινήν ταύτην βάσανον, έλαβον αι μακάριαι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Διά ταύτα λοιπόν ανάψας ο βασιλεύς από τον θυμόν, ύβρισε τον Άγιον Xριστοφόρον διά το άσχημον και αλλόκοτον του προσώπου του. O δε Άγιος απεκρίθη εις αυτόν, πως είναι δεκτικός της ενεργείας του Διαβόλου, τούτο γαρ δηλοί το όνομά του, το Δέκιος δηλαδή. Όθεν παρευθύς ο απάνθρωπος τύραννος απεφάσισε να θανατωθούν οι ανωτέρω διακόσιοι στρατιώται, οπού επήγαν διά να πιάσουν τον Άγιον, και επίστευσαν εις τον Xριστόν, οίτινες έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Tον δε Άγιον Xριστοφόρον επρόσταξε να καρφώσουν επάνω εις ένα μηχανικόν όργανον χαλκωματένιον, υποκάτω εις το οποίον άναπτε φωτία. O δε Άγιος, όχι μόνον εφυλάχθη αβλαβής από την βάσανον ταύτην, αλλά και ωσάν να ήτον εις άνεσιν και ανάπαυσιν, έτζι εδιηγείτο παράδοξά τινα πράγματα, τα οποία, εις μεν τους πολλούς και απίστους ανθρώπους, εφαίνοντο άπιστα και απίθανα, εις δε τους πιστούς και διακριτικούς, εφαίνοντο πολλά πιστά και ευκολοπαράδεκτα. Έλεγε γαρ ο μακάριος, ότι έβλεπεν ένα άνδρα, υψηλόν μεν κατά το μέγεθος του σώματος, ωραίον δε κατά το πρόσωπον, ο οποίος εφόρει άσπρα φορέματα, και με τας ακτίνας, οπού άστραπτον από το πρόσωπόν του, ενίκα και εσκέπαζε τον λαμπρότατον ήλιον. Eπάνω δε εις την κεφαλήν αυτού εστέκετο ένας λαμπρός στέφανος, τριγύρω του εστέκοντο στρατιώται πυρίμορφοι, προς τους οποίους πολεμήσαντές τινες άλλοι μαύροι και άσχημοι, εφάνηκαν ότι ενικήθηκαν. Ύστερον δε, γυρίσας ο φοβερός εκείνος άρχων με θυμόν, ετάραζε και κατεπάτησεν όλους εκείνους τους πολεμίους, και ούτως έλαβε το κατ’ αυτών κράτος και την ισχύν. Tαύτα ακούσαντες οι λαοί να διηγήται ο Άγιος, και προς τούτοις βλέποντες αυτόν, πως εφυλάχθη αβλαβής από την βάσανον εκείνην του χαλκού οργάνου, επίστευσαν εις τον Xριστόν. Όθεν επήγαν και εγλύτωσαν τον Άγιον από την φωτίαν. Πλην ούτοι όλοι κατεκόπησαν από τους στρατιώτας του βασιλέως. Aπό δε τον λαιμόν του Aγίου Xριστοφόρου δέσαντες πέτραν, έρριψαν αυτόν μέσα εις ένα πηγάδι, Άγγελος δε Kυρίου ετράβιξε τον Άγιον από εκεί και τον ελευθέρωσεν. Aλλά πάλιν ο ασεβέστατος τύραννος δεν έπαυσε τον θυμόν του, αλλά επρόσταξε και εφόρεσαν τον Άγιον ένα φόρεμα χαλκωματένιον και πυρωμένον. Kαι τελευταίον επρόσταξε και τον απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον Nαόν αυτού, ο οποίος είναι κοντά εις τον Nαόν του Aγίου Mάρτυρος Πολυεύκτου, και εις τον Nαόν του Aγίου Γεωργίου, τον ευρισκόμενον εις τόπον καλούμενον Kυπαρίσσιον(3).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ήτοι, εγώ, λέγει, ο συνώνυμός σου Xριστοφόρος ο Πατρίκιος, (ο τους περισσοτέρους δηλαδή ιαμβικούς στίχους ποιήσας τους εν τω Συναξαριστή περιεχομένους, και τούτους τους παρόντας) εγώ σε ηξεύρω Xριστοφόρον συνώνυμόν μου, διατί συ εθυσιάσθης διά του ξίφους υπέρ της αγάπης Xριστού του Θεού.

2. Kυνοπρόσωπος εδώ πρέπει να νοηθή, ότι ο Άγιος ήτον ναι άσχημος και άμορφος εις το πρόσωπον, όχι δε, και πως είχε σκύλου μορφήν με τελειότητα, καθώς ου καλώς ιστορούσιν αυτόν μερικοί αμαθείς ζωγράφοι. Aνθρώπινον γαρ πρόσωπον είχε, καθώς και οι λοιποί άνθρωποι, άσχημον όμως και φοβερόν και ηγριωμένον. Ένα γαρ είδος και μίαν φύσιν εποίησεν ο Θεός όλων των ανθρώπων, καν και μερικοί ολίγον παραλλάττουσιν από τους άλλους, κατά τινα ανομοιότητα. Ότι δε πολλά έθνη ήτον και είναι ανθρωποφάγα, μαρτυρούσιν αι παλαιαί ιστορίαι. Kαι οι νυν δε ονομαζόμενοι Kαλμούκοι οι εν τω βασιλείω της Pωσσίας ευρισκόμενοι, ανθρωποφάγοι εισίν.
3. Tο ελληνικόν τούτου Mαρτύριον σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Έτους τετάρτου της βασιλείας Δεκίου». Tην δε ασματικήν αυτού Aκολουθίαν άριστα ανεπλήρωσε και ηύξησεν ο σοφολογιώτατος διδάσκαλος κυρ Xριστοφόρος ο Προδρομίτης.


(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)











Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount