Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Tο πρόσωπο του τέρατος


Οποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει οτι του μοιάζει. Καί ή πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει ή ομορφιά.

Ό Φρανκεστάϊν έγινε πόστερ καί στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. Το αγόρι Ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλλα, κι όλομόναχο χορεύει με πάθος ένα ταγκό ελλειπτικό. Δεν υπάρχει Μουσική, ούτε τραγουδιστής από κοντά. Μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος καί αριθμοί. Χίλιοι, πεντακόσιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες, αριθμοί όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των έξαφανισθέντων, βασανισθέντων καί νεκρών. Καί το ταγκό να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στίς φάσεις του, να κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί της Γης. Εκατομμύρια περισσότεροι άπ’ όσους εννοούνε ν’ άντιδράσουνε στο τέρας, καί εξαφανίζονται μες σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στίς αγροτικές ερημιές.
Από την ώρα πού ό Φρανκεστάϊν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, 0 κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι πού σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, άπ’ το μυαλό της κότας. Άπ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ’ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τί να τους πω καί πώς να τους το πω; Καί μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τίς σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές καί ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, πού όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει καί να μας καθοδηγεί;
Ή υποταγή ή ό εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε καί να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να τό ανεχόμαστε. Καί ή ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί καί τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, πού προΐσταται, ελέγχει καί μας κυβερνά.
Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι άπ’ τους εχθρούς. Κι ό εχθρός γεννιέται, δεν γίνεται. Μας παρακολουθεί άπ’ το σχολείο, σαν ήμασταν παιδιά, κι επιζητεί τον εξαφανισμό μας.
θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στη τάξη του σχολείου. Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ’ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη καί ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα. Ήταν ή πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.
- Πως λέγεσαι, ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυύ άλλοι, δικοί του φίλοι.- Βασίλης, του απαντώ.- Καί που μένεις, εκείνος εξακολουθεί.- Πάνω στύλόφο, του λέω καί τόν κοιτώ στα μάτια. Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φάνουν τα χαλασμένα δύντια του. Μου λέει:
- Εγώ μένω στην απέναντι όχθη. Είσαι λοιπόν εχθρός. Καί μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, πού με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ. Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω. Μα συγκρατιέμαι. Αυτός σκάει στα γέλια καί χάνεται. Προς το παρόν. Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο καί τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.
Ή μορφή του τέρατος είναι πολύχρωμη. Χιλιάδες φωτεινές επιγραφές με αθλια ονόματα καλλιτεχνών, συλλόγων καί εταιριών αυτοκινήτων, στοιβάζονται στην οπτική περιοχή των περαστικών, πού επιζητούν να σπάσουν τα πολύχρωμα λαμπιόνια για νά μπουν μέσα να προφυλλαχτούν από τίς πόρνες, τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα καί τίς για πάντα ασύλληπτες υπερηχητικές μοτοσυκλέτες. Προχτές, έτσι για κέφι, αναποδογύρισα μια λεωφόρο ασφαλτοστρωμένη, καί την είδα πάνω μου, να ξετυλίγεται επικίνδυνα προς την απόλυτη ερημιά της θάλασσας. Ζήτησα να επανέλθω στη όρθία μου στάση, επί της λεωφόρου, αλλά είχε ξημερώσει στύ μεταξύ καί ή εφαρμογή του οδικού μας Κώδικα δεν μου επέτρεπε την επαναφορά της λεωφόρου στην αρχική της θέση. Έτσι, ή μεν λεωφόρος παρέμεινε μετέωρος, κι εγώ, επέστρεψα στο σπίτι μου πεζός.
Το τέρας είχε αρχίσει να κυκλοφορεί. Οί οδοκαθαριστές άρχιζαν την παράσταση τους με Σαίξπηρ, Σίλλερ καί Αισχύλο, μια καί ανήκουν δικαιωματικά στύ υπουργείο Πολιτισμού. Χορός άπο τραβεστί, ψάλλει τα χορικά του Θεοδωράκη καί αποσύρεται εις τάς μικράς οδούς, χορεύοντας συρτάκι. Τουρίστες Γάλλοι, Αγγλοι κι Ελβετοί παρακολουθούν κι ανατριχιάζουν μπρος σ’ αυτό το παραδοσιακό μας μεγαλείο. Καί τρέχουνε στίς Τράπεζες ν’ αλλάξουνε συνάλλαγμα. Το τέρας γίνεται γελοίο καί κυκλοφορεί ανενόχλητο από Ωδείο σε Ωδείο. Ή κλασική μας Μουσική γίνεται Μαγειρείο. Κι όλος ό κόσμος απαιτεί επιδόματα ειδικά από το Δημόσιο Ταμείο. Το ερώτημα περνάει άπ’ τίς ηλεκτρικές εφημερίδες της κεντρικής πλατείας. Πώς θ’ αντιδράσουμε καί πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;
Θυμάστε τί έγινε στην «Έρωφίλη», από την προηγούμενη φορά. Ό κόσμος της είχε για βασικές αξίες, το ήθος, την αλήθεια καί την ομορφιά. Κι έτσι, όταν παρουσιαζότανε ή μορφή ένός τέρατος, αναστάτωνε το κοινό αίσθημα, εκ βαθέων, καί προκαλούσε απρόσμενη, άμεση καί καθοριστική αντίδραση. Μόλις ό Βασιλιάς έβγαλε τον μανδύα του μεγαλείου του καί το προσωπείο του άγαθού αρχηγού πατέρα, κι έφάνη στο πρόσωπο του ή μορφή του τέρατος, με τον διαμελισμό του Πανάρετου, ό Χορός, από γυναίκες, ορμά πάνω του, τον ποδοπατά, τον θανατώνει καί τον εξαφανίζει.
Αυτό σημαίνει πώς ό χορός των γυναικών αυτών, καί δεν φοβήθηκε, αλλά καί πώς δεν θα μπορούσε ποτέ να μοιάσει με το πρόσωπο του τέρατος.

(Κυριακή, 30 Ιουλίου 1978)

ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ
Μάνος Χατζιδάκις
Εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

2 Πολιτικολογίες αναζητώντας το "πολιτικό επίδικο"

ΠΟΛΙΤΙΚΟΛΟΓΙΑ 1.

Κύρ' Αλέκο απ' το Βοτανικό
βάστα δυό κουβέντες να σου πώ
κύρ' Αλέκο κύρ' Αλέκο
με το πράσινο γελέκο
κύρ' Αλέκο κύρ' Αλέκο
με το πράσινο γελέκο

Μια γυναίκα αγαπώ κι εγώ
πού 'ναι μέσα στο Βοτανικό
κάθεται στη γειτονιά σου
πέντε πόρτες δεξιά σου
κύρ' Αλέκο κύρ' Αλέκο
με το πράσινο γελέκο

Κύρ' Αλέκο τώρα να χαρείς
έλα βοήθησε με όσο μπορείς
βοήθησε με να την πάρω
να σε κάνω και κουμπάρο
κύρ' Αλέκο κύρ' Αλέκο
με το πράσινο γελέκο




Συνθέτης: Γιώργος Ζαμπέτας
Στιχουργός: Χαρ. Βασιλειάδης



ΠΟΛΙΤΙΚΟΛΟΓΙΑ 2.

Ο Αλέξης

Στα μαθητικά σου τα βιβλία
πίσω από τις λέξεις, έρχεται ο Αλέξης
και σε πιάνει μια μελαγχολία
κλείσε κοριτσάκι τα βιβλία

Κάθισε στο πιάνο σου λιγάκι
μα για ποιόν να παίξεις, έφυγε ο Αλέξης
κι όπως το ξανθό καλοκαιράκι
κλείσε και το πιάνο κοριτσάκι

Αύριο γιορτή σου ξημερώνει
μα ότι κι αν διαλέξεις, λείπει ο Αλέξης
κι ήρθε στην καρδούλα σου το χιόνι
κλείσε κοριτσάκι το μπαλκόνι

Μουσική:Βαγγέλης Πιτσιλαδής
Στίχοι:Λευτέρης Παπαδόπουλος
(Δίσκος 45' στροφών 1968)


ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΕΠΙΔΙΚΟ....
Άλλα θέλω κι άλλα κάνω
πώς να σου το πω
έλεγα περνούν τα χρόνια
θα συμμορφωθώ.
Μα είναι δώρο άδωρο
ν’ αλλάξεις χαρακτήρα
τζάμπα κρατάς λογαριασμό
τζάμπα σωστός με το στανιό.
Έξω φυσάει αέρας
κι όμως μέσα μου
μέσα σ’ αυτό το σπίτι
πριγκιπέσα μου,
το φως σου και το φως
χορεύουν γύρω μας
απίστευτος ο κόσμος
κι ο χαρακτήρας μας.
Άλλα θέλω κι άλλα κάνω
κι έφτασα ως εδώ
λάθη στραβά και πάθη
μ’ έβγαλαν σωστό.
Ξημερώματα στο δρόμο
ρίχνω πετονιά
πιάνω τον εαυτό μου
και χάνω το μυαλό μου.
Στίχοι, Μουσική : Σωκράτης Μάλαμας

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

Mανουήλ, Σαβέλ, και Iσμαήλ

Tω αυτώ μηνί IΖ΄, μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Mανουήλ, Σαβέλ, και Iσμαήλ.

Σαβέλ, Mανουήλ, Iσμαήλ, Πέρσαι γένος, Tο δ’ αξίωμα Mάρτυρες διά ξίφους. Εβδομάτη δεκάτη κασιγνήτους τρεις τάμε χαλκός.

+ Oύτοι οι Άγιοι Mάρτυρες, εκατάγοντο μεν από την Περσίαν, ήτον δε αυτάδελφοι, έζων δε κατά τους χρόνους του παραβάτου Iουλιανού εν έτει τξγ΄ [363]. Aποσταλέντες δε από τον βασιλέα των Περσών Bαλάνον ονομαζόμενον, διά να κάμουν πρεσβείαν και μεσιτείαν περί ειρήνης, μεταξύ αυτού και του Iουλιανού, και βλέποντες τον παραβάτην, πως εθυσίαζεν εις τα είδωλα πέραν εις την Xαλκηδόνα, και πως πολλοί υποτάσσοντο εις την πλάνην του, εθρήνουν και έκλαιον διά την εκείνων απώλειαν, επειδή αυτοί ήτον ευσεβείς, και ελάτρευον τω Xριστώ. Όθεν παρεκάλουν τον Kύριον να διαφυλαχθούν εις την αυτού πίστιν, και να μη συγκοινωνήσουν με την πλάνην των. Φανερωθέντες δε ότι είναι Xριστιανοί, εφέρθησαν εις τον Iουλιανόν. Όθεν ομολογήσαντες τον Xριστόν, εδάρθησαν. Έπειτα επέρασαν περόνας εις τους αστραγάλους των, και εκατάκαυσαν τας μασχάλας των με αναμμένας λαμπάδας. Kαι ταύτας μεν τας τιμωρίας, έκαμαν και εις τους τρεις κοινώς. Ξεχωριστά δε εις τον Άγιον Mανουήλ, έδωκε συμβουλάς και υποσχέσεις πολλών αγαθών ο μιαρός Iουλιανός, εάν αρνηθή τον Xριστόν. Eπειδή όμως ο Άγιος δεν επείσθη εις αυτάς, ούτε ηθέλησε να προσφέρη θυσίαν εις τα είδωλα, διά τούτο εκάρφωσαν την κεφαλήν του και την ράχιν του με καρφία. Ύστερον ετείλιξαν αυτόν με καλάμια, και με αυτά τον έσφιγξαν. Έπειτα με άλλα οξέα καλάμια τον εκέντησαν. Mετά ταύτα δε εστάλθη ο Άγιος μαζί με τους δύω αδελφούς του τον Σαβέλ και Iσμαήλ, εις το τείχος το ευρισκόμενον προς το μέρος της Θράκης το λεγόμενον Kωνσταντίνου, εις τόπον κρημνώδη, και εκεί απεκεφαλίσθησαν και οι τρεις, και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους της αθλήσεως. Eπειδή δε ο παραβάτης επρόσταξε να καύσουν τα σώματα των Aγίων, διά τούτο ευθύς εσχίσθη η γη και εδέχθη αυτά. Πολλοί δε Έλληνες βλέποντες το τοιούτον θαύμα, επίστευσαν εις τον Xριστόν. Mετά ταύτα πολλοί ευλαβείς Xριστιανοί απεκαλύφθησαν εκ Θεού, πού ευρίσκονται τα σώματα των Aγίων, όθεν ενταφίασαν αυτά με μύρα και θυμιάματα. O δε παράνομος Iουλιανός απελθών εις τον κατά Περσών πόλεμον, και γυρίζωντας από αυτόν, εκτυπήθη με πληγήν θεϊκήν και ουράνιον, και παρεπέμφθη εις το αιώνιον πυρ. Tελείται δε η Σύναξις και εορτή των τριών τούτων Mαρτύρων, εις τον αγιώτατον αυτών Nαόν, ο οποίος είναι κοντά εις τον Προφήτην Ηλίαν[1].

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. O κατά πλάτος ελληνικός Bίος τούτων σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Oι μεν άλλοι διώκται και τύραννοι».


(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

Τα παράνομα ταξίδια είναι η μόνη πατρίδα των προσφύγων


Όταν γίνεται πόλεμος σε μια χώρα, ή όταν η φτώχεια
γίνεται ανυπόφορη, ή όταν για διαφόρους λογούς κινδυ-
νεύει η ζωή, η ελευθερία και η αξιοπρέπεια των ανθρώ-
πων στη χωρά καταγωγή τους, τότε αναγκαστικά γίνονται
πρόσφυγες. Τότε είναι η στιγμή που παίρνουν την πιο δύ-
σκολη απόφαση της ζωής τους, διότι πρέπει να αφήσουν
τα πάντα πίσω τους και να φύγουν. Να φύγουν για κάπου
που υπάρχει ασφάλεια και μπορούν να ζήσουν με δι-
καιώματα σαν άνθρωποι, κάπου που η διαφορετικότητά
τους και η ελευθερία τους γίνεται σεβαστή. Αυτή είναι η
μονή επιλογή τους και, από την άλλη, η μονή ελπίδα που
έχουν οι πρόσφυγες, χωρίς όμως να ξέρουν τα προβλή-
ματα και τον κίνδυνο που θα συναντήσουν στη διάρκεια
το ταξιδιού. Φεύγοντας και αναζητώντας μια καλύτερη
και ασφαλή ζωή αρκετοί πεθαίνουν στο δρόμο. Πολλοί
φτάνουν κάπου. Μερικοί ευχαριστημένοι από την από-
φαση που πήραν. Πολλοί όχι.
Τα τελευταία χρονιά η Ευρώπη είναι ο φανταστικός
παράδεισος των προσφυγών. Οι πρόσφυγες, κάθε ηλι-
κίας παιδιά, γυναίκες και άνδρες από διαφορετικές χώ-
ρες, προσπαθούν με κάθε δυνατό τρόπο και αντιμετωπί-
ζουν κάθε κίνδυνο για να φτάσουν στην Ευρώπη. Στην
Ευρώπη, όμως, θεωρούνται ως οι νέοι εχθροί για την
ασφάλεια, οικονομία και κοινωνία της Ευρώπης. Από τη
στιγμή που περνάνε οι πρόσφυγες από τα σύνορα της
Ευρώπης και μπαίνουν σε μια από της Ευρωπαϊκές χώ-
ρες, το πρώτο πράγμα που τους περιμένει είναι τα κρα-
τητήρια και οι φυλακές. Κρατούνται σε αυτούς τους χώ-
ρους κράτησης κάτω από τις πιο άθλιες συνθήκες για
τρεις μήνες. Κάποιοι από αυτούς χωρίς να τους δοθεί η
δυνατότητα να υποβάλλουν αίτηση πολιτικού ασύλου
απελαύνονται πίσω στην Τουρκία, κάποιοι άλλοι για να
μπορέσουν να κάνουν την αίτηση ασύλου πρέπει να
έχουν τεράστια υπομονή, περιμένοντας χρόνια για να
τους απαντήσουν αν τους αναγνωρίζουν ως πρόσφυγες.
Σύμφωνα με τους Ευρωπαϊκούς νόμους όταν ένας πρό-
σφυγας μπαίνει για πρώτη φορά σε μια ευρωπαϊκή χώ-
ρα, η χώρα αυτή έχει την ευθύνη για την ασφάλεια και
την προστασία του και την υποχρέωση να του δώσει τη
δυνατότητα να κάνει αίτηση ασύλου. Αλλά η εφαρμογή
των νόμων σε διαφορετικές Ευρωπαϊκές χώρες, όχι μόνο
δεν εξασφαλίζει τη ζωή και το δικαίωμα στην ελευθερία
των προσφύγων, όχι μόνο δεν έχουν τη δυνατότητα να
κάνουν αίτηση ασύλου και να αναγνωριστούν ως πρό-
σφυγες, αλλά και τους αναγκάζουν να ταξιδεύουν συνε-
χώς από τη μια χώρα στην άλλη. Οι φυλακές στην Γερμά-
νια και στην Ιρλανδία, τα κέντρα προσωρινής παραμονής
και βοηθείας στην Ιταλία, οι ζώνες αναμονής στην Γαλλία,
τα κλειστά κέντρα για αιτούντες στο Βέλγιο, οι φυλακές
και τα κρατητήρια στην Ελλάδα και πολλοί άλλοι τέτοιοι
χώροι σε όλη την Ευρώπη και σε κάθε μια από της ευρω-
παϊκές χώρες, χρησιμοποιούνται για την κράτηση των
προσφυγών και επιβεβαιώνουν την απάνθρωπη μεταχεί-
ριση των προσφύγων στην Ευρώπη.
Εμείς όλοι οι πρόσφυγες που ζούμε στην Ελλάδα, μα-
ζί με τους άλλους πρόσφυγες σε όλο τον κόσμο, φωνά-
ζουμε και διεκδικούμε τα δικαιώματά μας, και ακόμη μια
φορά εναντιωνόμαστε με την κατάσταση που αντιμετωπίζουμε.
Για εμάς τους πρόσφυγες
μια νόμιμη και ασφαλής ζωή δεν
είναι όνειρο, είναι ανάγκη. Θέ-
λουμε προστασία και υποστήριξη
στην κοινωνική, οικονομική και
πολιτική μας ζωή, και όχι φυλα-
κές, κρατητήρια και ξυλοδαρ-
μούς. Το άσυλο για κάθε πρό-
σφυγα είναι δικαίωμα όχι παρα-
χώρηση. Να σταματήσουν οι απε-
λάσεις και να κλείσουν τα κρατη-
τήρια για τους πρόσφυγες.
Νασίμ Μοχαμμάντι -
Αφγανός πρόσφυγας
προέλευση: Περιοδικό Διαβατήριο, τ. 5, Μάιος - Ιούνιος 2008

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2009

Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, τίποτε ἄλλο. Οὔτε ἀριστερὸς οὔτε δεξιός.

Ὅταν μπῆκε στὸ καφενεῖο, κεῖνο τὸ ἀπόγεμα, ἤτανε νωρὶς ἀκόμα. Κάθισε σ᾿ ἕνα τραπέζι, πίσω ἀπὸ τὸ μεγάλο τζάμι ποὺ ἔβλεπε στὴ λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ. Σὲ ἄλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιὰ ἢ συζητούσανε. Ἦρθε ὁ καφές. Ἄναψε τσιγάρο, ἤπιε δυὸ γουλιές, κι ἄνοιξε τὴν ἀπογευματινὴ ἐφημερίδα. Καινούριες μάχες εἶχαν ἀρχίσει στὴν Ἰνδοκίνα. «Αἱ ἀπώλειαι ἑκατέρωθεν ὑπῆρξαν βαρύταται», ἔλεγε τὸ τηλεγράφημα. Ἕνα ἀκόμα ἰαπωνικὸ ἁλιευτικὸ ποὺ γύρισε μὲ ραδιενέργεια. «Ἡ σκιὰ τοῦ νέου παγκοσμίου πολέμου ἁπλοῦται εἰς τὸν κόσμον μας», ἦταν ὁ τίτλος μιᾶς ἄλλης εἴδησης. Ὕστερα διάβασε ἄλλα πράγματα: τὸ ἔλλειμμα τοῦ προϋπολογισμοῦ, προαγωγὲς ἐκπαιδευτικῶν, μιὰ ἀπαγωγή, ἕνα βιασμό, τρεῖς αὐτοκτονίες. Οἱ δυό, γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους. Δυὸ νέοι, 30 καὶ 32 χρονῶ. Ὁ πρῶτος ἄνοιξε τὸ γκάζι, ὁ δεύτερος χτυπήθηκε μὲ πιστόλι. Ἀλλοῦ εἶδε κριτικὴ γιὰ ἕνα ρεσιτὰλ πιάνου, ἔπειτα κάτι γιὰ τὴ μόδα, τέλος τὴν «Κοσμικὴ Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθὲς παρὰ τῷ κυρίῳ καὶ τῇ κυρίᾳ Μ. Τ. Χάρμα εὐμορφίας καὶ κομψότητος ἡ κυρία Β. Χ. μὲ φόρεμα κομψότατο ἐμπριμὲ καὶ τὸκ πολὺ σίκ. Ἐλεγκάντικη ἐμφάνισις ἡ δεσποινὶς Ο. Ν.» Ἄναψε κι ἄλλο τσιγάρο. Ἔριξε μιὰ ματιὰ στὶς «Μικρὲς Ἀγγελίες»: ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευὴ ἀρίστη, ἐκ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτροῦ πλήρους, W.C. ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εἰς σοβαρὸν κύριον δωμάτιον εἰς β´ ὄροφον, εὐάερον, εὐήλιον... ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο πρὸς ἀγοράν... Σκέψεις γυρίζανε στὸ νοῦ του. Ἀπὸ τότε ποὺ τέλειωσε δ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ἡ σκιὰ τοῦ τρίτου δὲν εἶχε πάψει νὰ βαραίνει πάνω στὸν κόσμο μας. Καὶ στὸ μεταξύ, τὸ αἷμα χυνότανε, στὴν Κορέα χτές, στὴν Ἰνδοκίνα σήμερα, αὔριο... Πέρασε τὸ χέρι του στὰ μαλλιά του. Σκούπισε τὸν ἱδρώτα στὸ μέτωπό του· εἶχε ἱδρώσει, κι ὅμως δὲν ἔκανε ζέστη. Ὁ πόλεμος, ἡ βόμβα ὑδρογόνου, οἱ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»... Τὸ πανόραμα τῆς ζωῆς! Δὲν εἶχε ἀλλάξει διόλου πρὸς τὸ καλύτερο ἡ ζωή μας ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο. Ὅλα εἶναι, τὰ ἴδια σὰν καὶ πρίν. Κι ὅμως εἶχε ἐλπίσει κι αὐτός, ὅπως εἶχαν ἐλπίσει ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, πῶς ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσο αἷμα ποὺ χύθηκε, κάτι θ᾿ ἄλλαζε. Πὼς θἀρχόταν ἡ εἰρήνη, πὼς ὁ ἐφιάλτης τοῦ πολέμου δὲ θὰ ἴσκιωνε πιὰ τὴ γῆ μας, πὼς δὲ θὰ γίνονταν τώρα αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, πὼς... Σουρούπωνε. Μερικὰ φῶτα εἶχαν ἀνάψει κιόλας στὰ μαγαζιὰ ἀντίκρυ. Στὸ καφενεῖο δὲν εἴχανε ἀνάψει ἀκόμα τὰ φῶτα. Τοῦ ἄρεσε ἔτσι τὸ ἡμίφως. Σκέφτηκε τὴ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στὸν τομέα τῶν ἰδεῶν, σύγχυση στὸν κοινωνικὸ τομέα, σύγχυση... Δὲν ἔφταιγε ἡ ἐφημερίδα ποὺ ἔκανε τώρα αὐτὲς τὶς σκέψεις. Τὰ σκεφτότανε ὅλα αὐτὰ τὸν τελευταῖο καιρό, πότε μὲ λιγότερη, πότε μὲ περισσότερη ἔνταση. Σκεφτότανε τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο τῆς ζωῆς. Τὴν εἰρήνη, τὴ βαθιὰ τούτη λαχτάρα, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μιὰ κλωστή. Σκεφτότανε τὴ φτώχεια, τὴν ἀθλιότητα. Σκεφτότανε τὸ φόβο ποὺ ἔχει μπεῖ στὶς καρδιές. Στὸν καθρέφτη, δίπλα του, εἶδε τὸ πρόσωπό του. Ἕνα πολὺ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δὲ μαρτυροῦσε τὴν ταραχὴ ποὺ εἶχε μέσα του. Εἶχε πολεμήσει κι αὐτὸς στὸν τελευταῖο πόλεμο. Καὶ εἶχε ἐλπίσει. Μὰ τώρα ἤτανε πιὰ χωρὶς ἐλπίδα. Ναί, δὲ φοβότανε νὰ τὸ ὁμολογήσει στὸν ἑαυτό του πῶς ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα. Μιὰ σειρὰ ἀπὸ διαψεύσεις ἐλπίδων ἦταν ἡ ζωή του. Εἶχε ἐλπίσει τότε,... Εἶχε ἐλπίσει ὕστερα... Κάποτε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, εἶχε ἐλπίσει στὸν κομμουνισμό. Μὰ εἶχε διαψευσθεῖ κι ἐκεῖ. Τώρα δὲν εἶχε ἐλπίδα σὲ καμιὰ ἰδεολογία! Ζήτησε ἕνα ποτήρι νερὸ ἀκόμα. Αὐτὴ ἡ διάψευση ἀπὸ τὶς λογῆς-λογῆς ἰδεολογίες ἤτανε βέβαια γενικὸ φαινόμενο. Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ διάψευση, ἡ κούραση, ἡ ἀδιαφορία, ποὺ οἱ πιὸ πολλοί, ἡ μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστὰ στὶς διάφορες ἰδεολογίες. Κοίταζε τὰ τρόλλεϋ ποὺ περνάγανε ὁλοένα στὴ λεωφόρο, τὸ πλῆθος... Μπροστά του, ἡ ἐφημερίδα ἀνοιχτή. Ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχε δεῖ καὶ πρωτύτερα: ἡ σκιὰ τοῦ καινούριου πολέμου, ἡ Ἰνδοκίνα, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»... Τσιγάρα! ἕνας πλανόδιος μπῆκε. Πῆρε ἕνα πακέτο. Στὶς ἕξι σελίδες τῆς ἐφημερίδας: ἡ ζωή. Κι αὐτός, ἤτανε τώρα ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἐλπίδα. Θυμήθηκε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἤτανε παιδὶ ἀκόμα, εἶχε ἀρρωστήσει βαριὰ μιὰ θεία του, ξαδέρφη τῆς μητέρας του. Τὴν εἴχανε σπίτι τους. Ἦρθε ὁ γιατρὸς· βγαίνοντας ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς ἄρρωστης, εἶπε μὲ ἐπίσημο ὕφος: Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς! Ἔτσι κι αὐτός, τώρα, εἶχε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ λέει: - Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς! Τοῦ φάνηκε φοβερὸ ποὺ ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα. Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς οἱ ἄλλοι στὸ καφενεῖο τὸν κοιτάζανε κι ἄλλοι ἀπὸ τὸ δρόμο σκέφτονταν καὶ ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αὐτὸς ἐκεῖ δὲν ἔχει ἐλπίδα!» Σὰ νὰ ἦταν ἔγκλημα αὐτό. Σὰ νὰ εἶχε ἕνα σημάδι πάνω του ποὺ τὸ μαρτυροῦσε. Σὰ νὰ ἤτανε γυμνὸς ἀνάμεσα σὲ ντυμένους. Σκέφτηκε τὰ διηγήματα ποὺ εἶχε γράψει, δίνοντας ἔτσι μιὰ διέξοδο στὴν ἀγωνία του. Ἄγγιζε θέματα τοῦ καιροῦ μας: τὸν πόλεμο, τὴν κοινωνικὴ δυστυχία... Ὡστόσο, δὲν τὸ ἀποφάσιζε νὰ τὰ ἐκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε τὴν ἐτικέτα ποὺ θὰ τοῦ δίνανε σίγουρα οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Ὄχι, ἔπρεπε νὰ τὰ βγάλει. Στὸ διάολο ἡ ἐτικέτα! Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, τίποτε ἄλλο. Οὔτε ἀριστερὸς οὔτε δεξιός. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἐλπίσει ἄλλοτε, καὶ τώρα δὲν ἔχει ἐλπίδα, καὶ ποὺ νιώθει χρέος του νὰ τὸ πεῖ αὐτό. Βέβαια, ἄλλοι θἄχουν ἐλπίδα, σκέφτηκε. Δὲν μπορεῖ παρὰ νἄάχουν. Ξανάριξε μιὰ ματιὰ στὴν ἐφημερίδα: ἡ Ἰνδοκίνα, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις», τὸ ρεσιτὰλ πιάνου, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, οἱ «Μικρὲς Ἀγγελίες»...

ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζὶπ ἐν καλῇ καταστάσει...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικὸς...

Ἔβγαλε τὴν ἀτζέντα του, ἔκοψε ἕνα φύλλο κι ἔγραψε μὲ τὸ μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ἐλπίς Ὕστερα πρόσθεσε τὸ ὄνομά του καὶ τὴ διεύθυνσή του. Φώναξε τὸ γκαρσόνι. Ἤθελε νὰ πληρώσει, νὰ πάει κατευθείαν στὴν ἐφημερίδα, νὰ δώσει τὴν ἀγγελία του, νὰ παρακαλέσει, νὰ ἐπιμείνει νὰ μπεῖ ὁπωσδήποτε στὸ αὐριανὸ φύλλο.

Ἀντώνης Σαμαράκης - Ζητεῖται Ἐλπίς

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

Κυριακή 7 Ιουνίου 2009

Ευρωεκλογές 2009, ΕXIT POLL & ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ

ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ

Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,
μές σε καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,
(ἀπάνω στρίγγλιζε ἡ λατέρνα)
ὂλ’ ἡ παρέα πίναμ’ ἐψές•
ἐψές, σὰν ὅλα τα βραδάκια,
νὰ πᾶνε κάτω τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ἕνας πλάι στὸν ἄλλο
καὶ κάπου ἐφτοῦσε καταγῆς.
Ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο
τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!
Ὅσο κι ὁ νοῦς νὰ τυραννιέται,
ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται.

Ἥλιε καὶ θάλασα γαλάζα
καὶ βάθος τ’ ἄσωτ’ οὐρανοῦ!
Ὤ! τῆς ἀβγῆς κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα τοῦ δειλινοῦ,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!



-Φταίει τὸ ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!
-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!
-Φταίει πρώτ’ ἂπ’ ὅλα το κρασί!
Ποιὸς φταίει; ποιὸς φταίει; Κανένα στόμα
δὲν τὸ βρὲ καὶ δὲν τὸ πὲ ἀκόμα.

Ἔτσι στὴ σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
Σὰν τὰ σκουλίκια, κάθε φτέρνα,
ὅπου μας ἔβρει, μᾶς πατεῖ.
Δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα,
Προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!

Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

Ευρωεκλογές 2009

ΑΓΓΕΛΙΕΣ

Διατίθεται ἀπόγνωσις
εἰς ἀρίστην κατάστασιν,
καὶ εὐρύχωρον ἀδιέξοδον.
Σὲ τιμὲς εὐκαιρίας.

Ἀνεκμετάλλευτον καὶ εὔκαρπον
ἔδαφος πωλεῖται
ἐλλείψει τύχης καὶ διαθέσεως.
Καὶ χρόνος
ἀμεταχείριστος ἐντελῶς.
Πληροφορίαι: Ἀδιέξοδον
Ὥρα: Πᾶσα.
Κική Δημουλά

Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, τίποτε ἄλλο. Οὔτε ἀριστερὸς οὔτε δεξιός.

Ὅταν μπῆκε στὸ καφενεῖο, κεῖνο τὸ ἀπόγεμα, ἤτανε νωρὶς ἀκόμα. Κάθισε σ᾿ ἕνα τραπέζι, πίσω ἀπὸ τὸ μεγάλο τζάμι ποὺ ἔβλεπε στὴ λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.
Σὲ ἄλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιὰ ἢ συζητούσανε.
Ἦρθε ὁ καφές. Ἄναψε τσιγάρο, ἤπιε δυὸ γουλιές, κι ἄνοιξε τὴν ἀπογευματινὴ ἐφημερίδα.
Καινούριες μάχες εἶχαν ἀρχίσει στὴν Ἰνδοκίνα. «Αἱ ἀπώλειαι ἑκατέρωθεν ὑπῆρξαν βαρύταται», ἔλεγε τὸ τηλεγράφημα.
Ἕνα ἀκόμα ἰαπωνικὸ ἁλιευτικὸ ποὺ γύρισε μὲ ραδιενέργεια.
«Ἡ σκιὰ τοῦ νέου παγκοσμίου πολέμου ἁπλοῦται εἰς τὸν κόσμον μας», ἦταν ὁ τίτλος μιᾶς ἄλλης εἴδησης.
Ὕστερα διάβασε ἄλλα πράγματα: τὸ ἔλλειμμα τοῦ προϋπολογισμοῦ, προαγωγὲς ἐκπαιδευτικῶν, μιὰ ἀπαγωγή, ἕνα βιασμό, τρεῖς αὐτοκτονίες. Οἱ δυό, γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους. Δυὸ νέοι, 30 καὶ 32 χρονῶ. Ὁ πρῶτος ἄνοιξε τὸ γκάζι, ὁ δεύτερος χτυπήθηκε μὲ πιστόλι.
Ἀλλοῦ εἶδε κριτικὴ γιὰ ἕνα ρεσιτὰλ πιάνου, ἔπειτα κάτι γιὰ τὴ μόδα, τέλος τὴν «Κοσμικὴ Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθὲς παρὰ τῷ κυρίῳ καὶ τῇ κυρίᾳ Μ. Τ. Χάρμα εὐμορφίας καὶ κομψότητος ἡ κυρία Β. Χ. μὲ φόρεμα κομψότατο ἐμπριμὲ καὶ τὸκ πολὺ σίκ. Ἐλεγκάντικη ἐμφάνισις ἡ δεσποινὶς Ο. Ν.»
Ἄναψε κι ἄλλο τσιγάρο. Ἔριξε μιὰ ματιὰ στὶς «Μικρὲς Ἀγγελίες»:
ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευὴ ἀρίστη, ἐκ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτροῦ πλήρους, W.C.
ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εἰς σοβαρὸν κύριον δωμάτιον εἰς β´ ὄροφον, εὐάερον, εὐήλιον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο πρὸς ἀγοράν...
Σκέψεις γυρίζανε στὸ νοῦ του.
Ἀπὸ τότε ποὺ τέλειωσε δ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ἡ σκιὰ τοῦ τρίτου δὲν εἶχε πάψει νὰ βαραίνει πάνω στὸν κόσμο μας. Καὶ στὸ μεταξύ, τὸ αἷμα χυνότανε, στὴν Κορέα χτές, στὴν Ἰνδοκίνα σήμερα, αὔριο...
Πέρασε τὸ χέρι του στὰ μαλλιά του. Σκούπισε τὸν ἱδρώτα στὸ μέτωπό του· εἶχε ἱδρώσει, κι ὅμως δὲν ἔκανε ζέστη.
Ὁ πόλεμος, ἡ βόμβα ὑδρογόνου, οἱ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»... Τὸ πανόραμα τῆς ζωῆς!
Δὲν εἶχε ἀλλάξει διόλου πρὸς τὸ καλύτερο ἡ ζωή μας ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο. Ὅλα εἶναι, τὰ ἴδια σὰν καὶ πρίν. Κι ὅμως εἶχε ἐλπίσει κι αὐτός, ὅπως εἶχαν ἐλπίσει ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, πῶς ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσο αἷμα ποὺ χύθηκε, κάτι θ᾿ ἄλλαζε. Πὼς θἀρχόταν ἡ εἰρήνη, πὼς ὁ ἐφιάλτης τοῦ πολέμου δὲ θὰ ἴσκιωνε πιὰ τὴ γῆ μας, πὼς δὲ θὰ γίνονταν τώρα αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, πὼς...
Σουρούπωνε. Μερικὰ φῶτα εἶχαν ἀνάψει κιόλας στὰ μαγαζιὰ ἀντίκρυ. Στὸ καφενεῖο δὲν εἴχανε ἀνάψει ἀκόμα τὰ φῶτα. Τοῦ ἄρεσε ἔτσι τὸ ἡμίφως.
Σκέφτηκε τὴ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στὸν τομέα τῶν ἰδεῶν, σύγχυση στὸν κοινωνικὸ τομέα, σύγχυση...
Δὲν ἔφταιγε ἡ ἐφημερίδα ποὺ ἔκανε τώρα αὐτὲς τὶς σκέψεις. Τὰ σκεφτότανε ὅλα αὐτὰ τὸν τελευταῖο καιρό, πότε μὲ λιγότερη, πότε μὲ περισσότερη ἔνταση. Σκεφτότανε τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο τῆς ζωῆς. Τὴν εἰρήνη, τὴ βαθιὰ τούτη λαχτάρα, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μιὰ κλωστή. Σκεφτότανε τὴ φτώχεια, τὴν ἀθλιότητα. Σκεφτότανε τὸ φόβο ποὺ ἔχει μπεῖ στὶς καρδιές.
Στὸν καθρέφτη, δίπλα του, εἶδε τὸ πρόσωπό του. Ἕνα πολὺ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δὲ μαρτυροῦσε τὴν ταραχὴ ποὺ εἶχε μέσα του.
Εἶχε πολεμήσει κι αὐτὸς στὸν τελευταῖο πόλεμο. Καὶ εἶχε ἐλπίσει. Μὰ τώρα ἤτανε πιὰ χωρὶς ἐλπίδα. Ναί, δὲ φοβότανε νὰ τὸ ὁμολογήσει στὸν ἑαυτό του πῶς ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα.
Μιὰ σειρὰ ἀπὸ διαψεύσεις ἐλπίδων ἦταν ἡ ζωή του. Εἶχε ἐλπίσει τότε,...
Εἶχε ἐλπίσει ὕστερα...
Κάποτε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, εἶχε ἐλπίσει στὸν κομμουνισμό. Μὰ εἶχε διαψευσθεῖ κι ἐκεῖ. Τώρα δὲν εἶχε ἐλπίδα σὲ καμιὰ ἰδεολογία!
Ζήτησε ἕνα ποτήρι νερὸ ἀκόμα. Αὐτὴ ἡ διάψευση ἀπὸ τὶς λογῆς-λογῆς ἰδεολογίες ἤτανε βέβαια γενικὸ φαινόμενο. Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ διάψευση, ἡ κούραση, ἡ ἀδιαφορία, ποὺ οἱ πιὸ πολλοί, ἡ μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστὰ στὶς διάφορες ἰδεολογίες.
Κοίταζε τὰ τρόλλεϋ ποὺ περνάγανε ὁλοένα στὴ λεωφόρο, τὸ πλῆθος... Μπροστά του, ἡ ἐφημερίδα ἀνοιχτή. Ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχε δεῖ καὶ πρωτύτερα: ἡ σκιὰ τοῦ καινούριου πολέμου, ἡ Ἰνδοκίνα, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»...
Τσιγάρα! ἕνας πλανόδιος μπῆκε.
Πῆρε ἕνα πακέτο.
Στὶς ἕξι σελίδες τῆς ἐφημερίδας: ἡ ζωή. Κι αὐτός, ἤτανε τώρα ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἐλπίδα.
Θυμήθηκε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἤτανε παιδὶ ἀκόμα, εἶχε ἀρρωστήσει βαριὰ μιὰ θεία του, ξαδέρφη τῆς μητέρας του. Τὴν εἴχανε σπίτι τους. Ἦρθε ὁ γιατρὸς· βγαίνοντας ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς ἄρρωστης, εἶπε μὲ ἐπίσημο ὕφος:
Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!
Ἔτσι κι αὐτός, τώρα, εἶχε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ λέει:
- Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!
Τοῦ φάνηκε φοβερὸ ποὺ ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα. Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς οἱ ἄλλοι στὸ καφενεῖο τὸν κοιτάζανε κι ἄλλοι ἀπὸ τὸ δρόμο σκέφτονταν καὶ ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αὐτὸς ἐκεῖ δὲν ἔχει ἐλπίδα!» Σὰ νὰ ἦταν ἔγκλημα αὐτό. Σὰ νὰ εἶχε ἕνα σημάδι πάνω του ποὺ τὸ μαρτυροῦσε. Σὰ νὰ ἤτανε γυμνὸς ἀνάμεσα σὲ ντυμένους.
Σκέφτηκε τὰ διηγήματα ποὺ εἶχε γράψει, δίνοντας ἔτσι μιὰ διέξοδο στὴν ἀγωνία του. Ἄγγιζε θέματα τοῦ καιροῦ μας: τὸν πόλεμο, τὴν κοινωνικὴ δυστυχία... Ὡστόσο, δὲν τὸ ἀποφάσιζε νὰ τὰ ἐκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε τὴν ἐτικέτα ποὺ θὰ τοῦ δίνανε σίγουρα οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Ὄχι, ἔπρεπε νὰ τὰ βγάλει. Στὸ διάολο ἡ ἐτικέτα! Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, τίποτε ἄλλο. Οὔτε ἀριστερὸς οὔτε δεξιός. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἐλπίσει ἄλλοτε, καὶ τώρα δὲν ἔχει ἐλπίδα, καὶ ποὺ νιώθει χρέος του νὰ τὸ πεῖ αὐτό. Βέβαια, ἄλλοι θἄχουν ἐλπίδα, σκέφτηκε. Δὲν μπορεῖ παρὰ νἄάχουν.
Ξανάριξε μιὰ ματιὰ στὴν ἐφημερίδα: ἡ Ἰνδοκίνα, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις», τὸ ρεσιτὰλ πιάνου, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, οἱ «Μικρὲς Ἀγγελίες»...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζὶπ ἐν καλῇ καταστάσει...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικὸς...
Ἔβγαλε τὴν ἀτζέντα του, ἔκοψε ἕνα φύλλο κι ἔγραψε μὲ τὸ μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ἐλπίς
Ὕστερα πρόσθεσε τὸ ὄνομά του καὶ τὴ διεύθυνσή του. Φώναξε τὸ γκαρσόνι. Ἤθελε νὰ πληρώσει, νὰ πάει κατευθείαν στὴν ἐφημερίδα, νὰ δώσει τὴν ἀγγελία του, νὰ παρακαλέσει, νὰ ἐπιμείνει νὰ μπεῖ ὁπωσδήποτε στὸ αὐριανὸ φύλλο.






Ἀντώνης Σαμαράκης - Ζητεῖται Ἐλπίς

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount