Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Φέτος, ποιος ξέρει

Φέτος, ποιος ξέρει, αν θα φοβόταν περισσότερο // αυτός, που φοβήθηκε τους ανθρώπους περισσότερο 'κείνη τη χρονιά  // το '83 // τότε που ίσως και να μην ήξεραν τον Αναγνωστάκη // ούτε σαν όνομα, ούτε σαν ποιητή // ίσως και πιο μετά να τον αγνοούσαν // με τους ποιητές γιατί ν' ασχοληθεί κανείς - κι αυτόν και άλλους- κέρδος δεν πρόκειται να έχει // ώσπου έγινε κι αυτός μια εύκολη κι ανέξοδη απαγγελία // σε επετείους και γιορτές // από τους Λαυρέντηδες // - γιατί οι Λαυρέντηδες κι οι Παντελήδες δεν έλειψαν ποτέ // ακάθεκτοι συνέχισαν πάντα να κοιτούν πίσω από μαύρα γυαλιά // καθισμένοι σε βαθιές πολυθρόνες αναπαυτικές // πάντα υπεροπτικά τους άλλους από κάτω // και τώρα όλο και πιο πολύ // που Σάββατο με Σάββατο // παρακολουθούν δημοσκοπήσεις ιδρωμένες // μέρα με τη μέρα // αλλάξαν τις εφημερίδες που αφήνουν πάνω στο γραφείο // πάντα διπλωμένες // πίνοντας καφέ συζητούν // πως πάλι με χρόνους και καιρούς πάλι δικά τους θα 'ναι // και ώρα την ώρα περνούν μπροστά σε καινούριες αστραφτερές συσκευές πλυντηρίων // βρίσκουν πως είναι έξυπνο να ζαλίζεται ο κόσμος // μπροστά στις χιλιάδες στροφές // τα δραστικά αφρίζοντα απορρυπαντικά // με συνθετικές αύρες θαλάσσης // ώσπου ξεχνά καμιά φορά και τι έχει βάλει μέσα // σημασία έχει να ' ναι καινούρια και γυαλιστερή η συσκευή // να είναι ενεργειακή και να δουλεύει αυτόματα // αυτές είναι απόψεις // οφείλουμε να τις σεβόμαστε // και να αγαπούμε τον κύκλο // πάνω από όλα τα σχήματα τα γεωμετρικά // και τα πολιτικά


έγινε ο φόβος συνήθεια πια // κι η ζωή μας δορυφόρος σε ομόκεντρους κύκλους //  και 'συ // ακόμα να βαδίσεις στον ίσιο δρόμο._



ο Αρχάγγελος της πύλης του Πολυτεχνείου

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Ενεστώτας

Μας κούρασαν οι μέλλοντες
ανέξοδοι είναι
-εύπλαστοι και φωτεινοί-
εξόδιοι του παρόντος.

Καιρός πια να μιλήσουμε
σε χρόνο ενεστώτα.






Fernand Léger, Grand parade with red background. 1958

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Είτε το γράφουν ορθά, είτε με γιώτα

Στο πρώτο μάθημα.
Να γνωριστούμε. Λέμε τα ονόματά μας. Από που είναι ο καθένας και η καθεμιά στη γλώσσα μας.

Ξεκινάμε να γράφουμε, με τα ίδια γράμματα, όταν υπάρχουν και στη δικιά τους γραφή.
Κι αν η γραφή είναι διαφορετική, ξεκινάμε πάλι μ’ εκείνα που ακούγονται το ίδιο.

Δύσκολα τα ελληνικά σα γλώσσα. Και να τη μάθεις και να τη διδάξεις.  Πιο δύσκολη είναι όμως η ζωή. Από τη δουλειά στο μάθημα, κλεφτές ώρες από την οικογένεια κι από την ξεκούραση. Χέρια σκαμμένα από τον ασβέστη, χέρια γδαρμένα από τις χλωρίνες, χέρια πλατιά από τις δουλειές, κρατούν το μολύβι πάνω σε πεντακάθαρα τετράδια. Μάτια κουρασμένα, μάτια καμιά φορά θολά. Μάτια που γυαλίζουν όμως κάθε φορά που τελειώνει το μάθημα.

Λίγο πριν το τέλος της χρονιάς∙ κάθε χρονιάς.
«Σήμερα θα γράψουμε ένα κείμενο».
Γράφω στον πίνακα τον τίτλο. 
«Η πρώτη μου μέρα στην Ελλάδα.»
Με κοιτάζουν άλλη φορά με περίσκεψη, άλλη με έκπληξη κι άλλοτε με απορία. Τα έχουμε συζητήσει αυτά, τα έχουν αφηγηθεί, μεταξύ μας πάντα, σε διάφορες ώρες και στιγμές. Δύσκολο όμως όλα αυτά να χωρέσουν στο χαρτί. Πάντα όμως, κάθε τέτοιο κείμενο και μια επώνυμη ιστορία, κάθε λέξη κι ένα από τα βήματα μιας δύσκολης διαδρομής.

Κάποτε σε ένα σεμινάριο, αφού ακούσαμε πολλά και διάφορα για τη διδασκαλία των ελληνικών ως δεύτερης γλώσσας σε ξένους, ήρθε η ώρα να ανταλλάξουμε εμπειρίες και να συζητήσουμε. Διαμαρτυρόταν μια δασκάλα για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στη διδασκαλία σύνθετων εννοιών. Ίσως ποτέ δεν της εξήγησε κανείς, πως η γλώσσα είναι μια, όπως ένα είναι το αίμα που κυλά σε όλους τους ανθρώπους κι όλοι οι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο το ίδιο καταλαβαίνουν το καλό και το κακό, το ίδιο αισθάνονται την αγάπη και την έχθρα, τη φιλία και το μίσος και ας τα ντύνουν με διαφορετικές λέξεις. Συνέχισε με τις δυσκολίες στη διδασκαλία των ρημάτων και πως δεν υπάρχει κάποια οδηγία, κι έφερε σαν παράδειγμα τη δυσκολία να μάθουν οι μαθητές της ποιες είναι οι εξαιρέσεις στα ρήματα που τελειώνουν σε -ίζω. 
Αρκετοί κουνούσαν το κεφάλι με συγκατάνευση. Μάλλον συμφωνούσαν. Μερικοί βρήκαν πολύ ενδιαφέρουσες τις ερωτήσεις της και άρχισαν μια περισπούδαστη συζήτηση. Σηκώθηκα εκνευρισμένος και βγήκα έξω.


Έχω σταματήσει από καιρό να διορθώνω τέτοια λάθη. Ίσως γιατί έμαθα πως όλοι οι άνθρωποι, όποια γλώσσα και να μιλάνε, απ’ όπου κι αν είναι, δακρύζουν για τα ίδια πράγματα, είτε το γράφουν ορθά, είτε με γιώτα.




η φωτογραφία είναι της μαθήτριας και φίλης μου Olga Gluschenko 



Το σημερινό κείμενο είναι συμμετοχή σε δι-ιστολογικό αφιέρωμα με θέμα «Σύνορα- πρόσφυγες – αλληλεγγύη», με την ευκαιρία του 4ου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ Χίου, το οποίο οργανώνεται από τη «Λάθρα;» – Επιτροπή Αλληλεγγύης στους Πρόσφυγες Χίου.




Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Από εδώ προσωρινώς έχουμε ησυχίαν.

Αγαπημένε μου Μιχαλάκη,
έλαβα το γράμμα σου πριν αρχίσει ο πόλεμος, αλλά τώρα δεν ηξεύρω που ευρίσκεσαι. Κατά πάσα πιθανότητα θα είσαι εντός του Αλβανικού εδάφους και θα πολεμάς τους Ιταλούς.
Ζηλεύω εσένα και όσους ευρίσκονται εκεί, θα επεθύμουν με όλην μου την καρδιά να ευρισκόμουν και εγώ εκεί μαζί σας στην πρώτη γραμμή, για να μάθουν οι μακαρονάδες ότι δεν ημπορεί να τα βάλει κανείς με τον ελληνικό στρατό, χωρίς να πάρει ένα καλό μάθημα.
προσωρινώς εξακολουθώ να ευρίσκομαι όπου ευρισκόμουν και μόνο από μακριά ακούω τις κανονιές και σκέφτομαι και πετά το μυαλό μου κοντά σας.
Φαντάζομαι  ότι αν γίνει τίποτε από εδώ να με φέρουν και εμένα προς τα μέρη αυτά για να μη μείνω νεαρός αξιωματικός εγώ, παραπονεμένος.
Από εδώ προσωρινώς έχουμε ησυχίαν.
Ελπίζω να μη μουτζουρώσεις το όνομα του συγχωρεμένου του πατέρα μας, αλλά να τηρήσεις τας συμβουλάς του με κάθε ακρίβειαν.
Το επόμενο γράμμα σου θέλω να μου το γράψεις από την πρωτεύουσα της Αλβανίας.
Δώσε χαιρετισμούς στα γνωστά παιδιά.


ο Θεός μαζί σας

σε φιλώ ο αδερφός σου

Πλατανάκια                                           Μαρούδης Χρήστος
6.11.1940                                               Υπολοχαγός



Ο Χρήστος έγραψε αυτό το γράμμα στον αδελφό του από τα Πλατανάκια Σιδηροκάστρου. Ήταν από το Άστρος Κυνουρίας.





Ποτέ δεν αντάμωσε τον αδελφό του.



Σκοτώθηκε σαν σήμερα το 1941....






[Πολλές φορές έχω πιάσει στα χέρια μου διάφορα τεκμήρια, άλλοτε αρχαία αντικείμενα, άλλοτε αρχειακό υλικό. Πάντα  το ίδιο συναίσθημα, που, όσο κι αν θες, δεν περιγράφεται , ειδικά όταν έχεις να κάνεις με όσα αφήσαν πίσω τους άνθρωποι ανώνυμοι, αλλά σαν άνθρωποι, όπως όλοι μοναδικοί. Σήμερα αυτό. Σημαδιακή μέρα σε μαύρη εποχή....]

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

koul

[στη Raissa  και στον Fatih]

Προσπαθεί να μάθει ελληνικά. Δύσκολη γλώσσα, το ξέρω , αλλά τα «πήρε» αμέσως όμως, και την αλφαβήτα και τον τονισμό. Τις προάλλες μου είπε πόσο χαρούμενη είναι που καταλαβαίνει πια αρκετά, που μπορεί να μιλήσει κι αυτή, κι ας μην συμπλήρωσε ακόμα χρόνο εδώ.
Μάθαμε πια τα ρήματα και της α΄ και της β΄ συζυγίας και στον ενεστώτα και τον αόριστο. Ένα διάλλειμα χρειαζόταν. Έξω η άνοιξη πετροβολούσε τα παράθυρα.

-Θα μου πεις ένα παραμύθι από την πατρίδα σου;
-Στα αγγλικά ή τα γαλλικά;
-Όχι. Στην πραγματική γλώσσα της πατρίδας σου, τα μπασσαά.

Ξεκίνησε να διηγείται.

Anguınguılayè - yessèh
Kel yara koul à bèe na ngon i djè soup i nouga, ndi  à bènà bè yom ı ha i soup yè qui a labèe bounga nouga, a bon hèe ı ndjel bınouga gwobissó bı tagbè.
Quı hiki nouga y bèe y tagbè ni yom, y bèe lama tsi nyè yom qui (mocabo, loba, tolè nouga) i nyoú soup yèe, koul à bone bo’o bıdjeck gwè. Na’ano qui à bi mal lamb, à djè bidjeck gwè gwobissóh ló lè mawanda mè ma hló.
I nguèn bà bar nyè bidjeck gwap, koul nyè bó lè, à bi bèm bóh à bi bèm bóh à wàa, djone à bi djè bıdjeck gwobıssó.
Ki’ ı ba bı ounoup, kolil à djop i kèrè carapace yèe.
[ou kèes ban mout y ntèl wèeh yi ou gwè bè nwiı]

....

-Θέλεις να μου τη γράψεις για να τη διαβάσουν κι άλλοι;  Θα κάνουμε ένα αφιέρωμα στο διαδίκτυο για τον ρατσισμό την Παρασκευή. Εκεί θα την δημοσιεύσω. 
-Ναι. Αλλά θα καταφέρω να τη μεταφράσω;
-Μαζί θα το κάνουμε....  


η φωτογραφία από εδώ


[Ιστορία – παραμύθι

Μια μέρα η χελώνα ήθελε να ετοιμάσει μια σούπα για να φάει, αλλά δεν είχε τίποτε από τα απαραίτητα για να μαγειρέψει. Στο δάσος δε μπορούσε να πάει να κυνηγήσει, ούτε και να να μαζέψει λαχανικά για την σούπα της. Στάθηκε στη μέση του δρόμου απ’ όπου περνούσαν όλα τα ζώα που επέστρεφαν από το δάσος στο σπίτι τους κρατώντας το καθένα τους κάτι στο στόμα (mocabo, loba, κρέας). Κανένα όμως δεν της έδινε σημασία. Η χελώνα άναψε μια πολύ μεγάλη φωτιά κι έβαλε επάνω την κατσαρόλα. Τώρα τα άλλα ζώα -που στην αρχή δεν της έδιναν σημασία- σταματούσαν και με απορία κι εκείνη τους έλεγε. «Ετοιμάζω μια καταπληκτική σούπα, αλλά το μόνο πράγμα που δεν έχω είναι αυτό ακριβώς που έχεις στο στόμα σου. Βλέπω όμως πως έρχεται από μακριά κι άλλο ζώο με το ίδιο ακριβώς στο στόμα του. Αν μου δώσεις όμως εσύ λίγο, θα έχεις το μερίδιο σου από αυτό το θαυμάσιο φαγητό.» Δίχως να ξέρουν πως στην κατσαρόλα είχε μόνο νερό, άφηνε το καθένα και από κάτι και μάζεψε όλα όσα της χρειαζόταν για να αρχίσει το μαγείρεμα. Όταν ήρθαν τα ζώα για να πάρουν το μερίδιό τους η χελώνα τους είπε πως κουρασμένη να τα περιμένει έφαγε όλο το φαγητό.  Νευριασμένα εκείνα ήθελαν να της κάνουν κακό κι εκείνη μαζεύτηκε στο καβούκι της, ασφαλής και χορτασμένη πια.]


[Επιμύθιο: Μην κρίνετε κάποιον από την φυσική του όψη, αλλά από την σοφία του]  






με την ανάρτηση αυτή οι Κυνοκέφαλοι συμμετέχουν μαζί με άλλα ιστολόγια στο διιστολογικό αφιέρωμα με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ποίησης και τη μέρα κατά του ρατσισμού.

Συμμετέχουν:

βιβλιοθηκάριος: Αυτός ο άνθρωπος μπροστά σας
το ιστολόγιο του Ερυθρού Καγκουρώ: Ο Τζουζέπε Ουνγκαρέτι νεοσύλλεκτος
ο ήχος του ανέμου:  Άνομο μυστικό
roubies and clouds: Η ποίηση να μας φυλάει
kospanti: Μπήκα στην ποίηση
ποδηλάτισσα: Η παρουσία
αναγεννημένη: Ποιητική ισημερία VI
το καραντί: 21η Μαρτίου
σημειωματάριο: για την ημέρα της ποίησης και κατά του ρατσισμού
τσαλαπετεινός: Μιλώ...

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

ΓΛΥΚΟ ΚΑΡΥΔΑΚΙ

Να ‘σαι καλά που ήρθες. Να σε κεράσω ένα γλυκό καρυδάκι; Χτες το ‘φτιαξα. Να, κάθησε. Τι κοιτάς; Τη φωτογραφία; Λεβέντης. Περπατούσε κι άνθιζαν οι δρόμοι κι οι αυλές. Σγουρά μαύρα μαλλιά και γαλάζια μάτια. Άμα στην εκκλησία στις γιορτές έμπαινε στην εκκλησία ή τυχαίναμε σε καμιά χαρά, μου κόβονταν τα γόνατα. Που να βρεθείς τότε; Άλλοι καιροί... Σε καμιά χαρά και στα πανηγύρια μόνο. Ήξερα πως με κοιτούσε. Η μάνα μου τα καταλάβαινε αυτά και με τραβούσε σιμά της. Άμα θέλει η ρημάδα η καρδιά, με τα μάτια τα λέει και τα κάνει όλα. 
Σαν πήγαινε για δουλειά και σαν γυρνούσε πάντα τραγουδούσε. Είχε ωραία φωνή... Όλοι  το ΄λέγαν και τον καλούσαν στις παρέες. Τον άκουσα μια φορά σαν περνούσε από τη γειτονιά μας. «Σε είδα να κλαδεύεις, μια τριανταφυλλιά...». Το ξέρεις; Και μετά σαν ήταν μέρα, ό,τι δουλειά κι αν έκανα τη σταματούσα. Μα ζύμωνα, μα ήμουνα στα ζώα, κοντοστεκόμουν κι άκουγα. Παραφύλαγα μόνο να μη με δει η μάνα μου. Αλίμονό μου αν καταλάβαινε τίποτε. Σαν ήταν  νύχτα κι ύπνο δεν είχα, άνοιγα το παράθυρο κι αν ήταν κανένα γλέντι ή χαρά στην πλατεία αποκοιμιόμουν να τον ακούω να τραγουδά κι από πίσω το βιολί.
Ήταν Μάης κι είχε έρθει το χαρτί να πάνε τα παιδιά φαντάροι, κι αυτός μαζί. Πάντα γλέντι στο χωριό, όταν ‘φεύγαν κι όταν γύριζαν από το στρατιωτικό. Με τη μάνα φτιάχναμε πίτες ολημερίς για το τραπέζι και φαγητά. Είχε έρθει και στον αδερφό μου το χαρτί. Έκλαιγε η μάνα για τον γιο, έκλαιγα κι εγώ για 'κείνον.  Όταν άρχισαν να έρχονται οι καλεσμένοι, εκεί το μυαλό μου εμένα, στο δικό του το σπίτι, στο δικό του γλέντι. Μοναχογιό δα τον είχε η μάνα του, αλίμονο. Ήταν κοντά κοντά μεσάνυχτα, πήγα τάχα να γεμίσω τις κανάτες κρασί. «...και πήδηξα απ’  το φράχτη,  αχ να πάρω δυο φιλιά...» ακουγόταν από την πέρα γειτονιά.
Μια μέρα έρχεται μια ξαδέρφη του, βαφτισιμιά του πατέρα μου.  Τάχα μου ήθελε ν’ αλλάξουμε σχέδια για το κέντημα. Μέσα στα κεντίδια, να, κρυμμένη μια φωτογραφία. «Λάβε κορμί χωρίς ψυχή και σώμα χωρίς αίμα,και τη φωτογραφία μου να με θυμάσαι εμένα» μου ‘γραφε. Δες τον. Παλικάρι...  Ήρθε μετά από καιρό με άδεια. Μου μήνυσε πως σαν απολυθεί θα ‘ρθει κι επίσημα να με ζητήσει.  Τι να στα λέω; Δεν προφταίνοταν. Ήταν δυο μήνες πριν απολυθεί. Πήγε και βρήκε τον πατέρα μου ένα απόγευμα. Αλλά κι εκείνος ο συχωρεμένος, είπαμε, αγύριστο κεφάλι. Στο σπίτι δεν είπε τίποτα μπροστά μου. Τα ‘λεγε  με τη μάνα μου πιο μετά. Εκείνη δεν τον ήθελε, ήταν φτωχός. Ο πατέρας πάλι;  Το σόι του ήτανε από τους «άλλους» κι εμείς είχαμε δήθεν ένα όνομα - ποιο όνομα θα μου πεις τώρα; όλοι μαζί πεινούσαμε στο χωριό, κι όλοι μαζί μοιράζαμε πάλι το ψωμί-. Αγύριστα κεφάλια. Εκείνο το βράδυ, πάλι δεν είχα ύπνο μέχρι που άκουσα «...και σου 'πιανα την σκάλα,  ν’  ανέβεις πιο ψηλά...». Περίμενα όμως.
Να τέτοια ώρα ήταν, σαν σήμερα. Περιμέναμε να χτυπήσει εσπερινός, αλλά... αχ, αυτή η καμπάνα...ακόμα μου τρυπάει τα αυτιά. Πάγωσε όλο το χωριό. Δεν ήταν για χαρά αυτή καμπάνα. Σε λίγο βουή μεγάλη από την πάνω γειτονιά. Από το σπίτι του Σωτήρη. Η μάνα χτυπιόταν κι ούρλιαζε. Είχε αναποδογυρίσει το αυτοκίνητο στην τελευταία στροφή πριν την ανηφόρα. Αχ, παιδάκι μου, άμα είναι γραμμένο....
Καλό το καρύδι το γλυκό; Χτες το έφτιαξα. Να σου βάλω ακόμα ένα να γλυκαθείς λιγάκι; Άστα, γιε μου. Άμα θέλει η καρδιά και δε θέλει η ρημάδα η τύχη....Να σαν το καρύδι είναι η αγάπη.  Γλυκιά η ψίχα, αλλά μαυρίζουν τα χέρια για να την γευτείς. Έτσι, είναι....

-Να ‘σαι καλά, Τριανταφυλλιά, είπα, ξανακοιτάζοντας την παλιά φωτογραφία.



                                                                                       η φωτογραφία από εδώ


Aυτή η ιστορία γράφηκε για το διιστολογικό αφιέρωμα Ερωτική Ιστορία, στο οποίο συμμετείχαν επίσης:
Adespotos Skylos, Anagennimeni, Kospanti, Llemonn, Nefosis, Oldboy, Roubinaki, Silentcrossing, ΒιβλιοθηκάριοςΕρυθρό Καγκουρώ, Μπανάνα, Μπουλακάκης, Ποδηλάτισσα, Το Βυτίο, Το καραντί, Τσαλαπετεινός, Χαμένο Επεισόδιο,

και φιλοξενήθηκαν από το enfo.gr


Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

ΑλαΛΙΣΤΑτα

Βρήκα μια μικρή εκκλησία όλο τρεχούμενα νερά και την κρέμασα
στον τοίχο. Τα μανουάλια της είναι πήλινα και μοιάζουν με τα δά-
χτυλά μου όταν γράφω. Από το πως αστράφτουν τα τζάμια καταλα-
βαίνω αν πέρασε άγγελος. Και συχνά κάθομαι τ' απογέματα έξω
στο πεζούλι και κρατιέμαι στις κακοκαιρίες όπως το γεράνι.[1]
***
Άγγελε, μόνο στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;
Στ’ όνομ’ Aυτού που σ’ τα ’πλασε, τ’ αγγειό τσ’ ερμιάς τα θέλει.
Iδού που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα,
χωρίς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Tα θέλω γω, να τα ’χω γω, να τα κρατώ κλεισμένα,
εδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες. [2]
***
Μ᾽ ήβραν οι φύλακες
που τριγυρνούν στην πολιτεία,
με χτύπησαν, με πλήγωσαν,
πήραν τη μαντίλα μου από πάνω μου
αυτοί που φυλάγουν τα τείχη.
Σας εξορκίζω, θυγατέρες της Ιερουσαλήμ,
στις δύναμες και στις ορμές του αγρού
α βρείτε τον αγαπημένο μου τι θα του πείτε;
Πως είμαι λαβωμένη της αγάπης.[3]
***
Ο άγνωστος άνεμος με χτυπάει/ Κουρνιάζω στη αγκαλιά σου/ Οι κρύοι ψίθυροι αυτής της πόλης/ Δεν αναγνωρίζουν τα βροχερά μάτια/ Αποκοιμιέμαι στην αποξενωμένη ομίχλη/ Ώσπου να ξημερώσει έχουμε πολύ δρόμο/ Αφήνοντας φωτογραφίες/ Αποτυπώματα στα ξένα καράβια/ Εμμηνορροώντας εγώ/ Εσύ έρωτας πραγματικός/ Οι εποχές του έρωτά σου/ Γέμισαν με ανέμους/ Θυμάσαι όταν ο στρόβιλος έκαψε/ Την ανοιξιάτικη ψυχή/ Τη μοίρασε στις άγνωστες γειτονιές/ Μπρος, πίσω/ Συνεχώς ο άνεμος με τραβάει/ Με χτυπάει η δίνη του ανέμου/ Στην αμαρτία αυτού του πάπυρου/ Κοιμήσου μόνη/ Αυτός είναι ο ατμός/ Της περιπλάνησης/ Παντοτινά κουβαλάει τον έρωτα[4]
***
Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει
Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις
Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει
Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου
Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια
Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη
Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα
Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις
Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου.
Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.[5]
*****
Θὰ μείνω πάντα ἰδανικὸς κι ἀνάξιος ἐραστὴς
τῶν μακρυσμένων ταξιδιῶν καὶ τῶν γαλάζιων πόντων,
καὶ θὰ πεθάνω μιά βραδιά, σὰν ὅλες τὶς βραδιές,
χωρὶς νὰ σχίσω τὴ θολὴ γραμμὴ τῶν ὁριζόντων.[6]
****
οι ρίζες δεν είναι για να γυρίζουμε πίσω
είναι για να βγάζουνε κλαριά
άμα δε βγάζουνε
είναι παλούκια καυσόξυλα
οδοφράγματα Μπροστά Μπροστά κι άλλο!
τόσο θέλει
απ’ την υποταγή στην εξέγερση
απ’ το όλοι η κανένας
απ’ το όλα η τίποτα [7]
****
Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα
σβήνει την προηγούμενη και πάει.
Άλλοτε σβήνει την επόμενη,
καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.

Βροχές θυμάμαι και πουλιά
και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,
τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,[8]

****
Θὰ περάσουν ἀποπάνω μας ὅλοι οἱ τροχοὶ
στὸ τέλος
τὰ ἴδια τὰ ὄνειρά μας θὰ μᾶς σώσουν[9]
***
Μένουν πολλά
για νέα ποιήματα
κι ας έχουν όλα ειπωθεί
από χιλιάδες ποιητές
εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Μένει η υπόλοιπη ζωή
για τον καθένα μας
απρόβλεπτη κι ανείπωτη.[10]
***
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους·
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.[11]
***
Στ᾿ ἀπόκρημνα τοῦ ἑβδομήντα, συνεχῶς φυσᾶ.
Ἀέρας γκρίζος ξερριζώνει τὴν ψυχή σου.
Γιὰ τὴ σχισμὴ τοῦ χρόνου μοῦ ἄφησες χρυσὰ
νομίσματα, ἁλάτι καὶ νερό· μὰ ἐδῶ, στοῦ δρόμου τὰ μισὰ
ἀρχὴ καὶ τέλος ἕνα μὲ τὸ κρύο της ἀβύσσου.[12]
***
Μόνος μονάζω
μόνος μὲ τὸν ἄνεμο
μόνο μ᾿ ἐμένα[13]
***
Στην αποβάθρα
Με περιμένει 
 Ένας σταυρός
Δεν είν' δικός μου
Δεν είν δικός σου
Μον' είν' του φίλου πούφυγε
Γιά τόν απάνω κόσμο
//
Φοβήθηκα τη μνήμη 
Και τήν σκότωσα 
Όμως εκείνη έζησε
 Τραυματισμένη 
Δύσμορφη
 Τυραννική 
Καί μου θυμίζει επίμονα
 Κάθε φορά πού γράφω 
Πώς ειμ' έγώ 
Κι όχι ένας άλλος[14] 
***
-Τα φτωχόπαιδα που έγιναν αφεντικά.
-Πλήθος περιφερόταν χρόνια μέσα στο σπίτι του αλλά κανείς ποτέ δεν μπήκε στο μικρό καμαράκι κάτω από τη σκάλα.
-Ερημιά γύρω σου σιγά σιγά
-Η διαδοχή των ημερών.
-Όλοι κομπλεξικοί με το ήθος.
-Πόσα άλλα κρυμμένα βαθιά…[15]
***
στρατηγέ
τι ζητούσες στη Λάρισα
συ
ένας
Υδραίος;[16] 
***
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική. [17]
***
Κανείς δεν σκέφτηκε την έπαρση
που κρύβει ένα μαρτύριο
και τι σκληρή απαιτεί
ταπείνωση κι αυτοθυσία
από αδύναμους ανθρώπους σαν κι εμάς.
Όλοι κατανοούμε βέβαια το άδικο
της χλεύης και του διασυρμού
της προδοσίας.
Όμως αντί για σταύρωση θεαματική
κι ιδίως αντί γι’ ανάσταση
εν αμφιβολία
γιατί να μη διαλέξεις ένα τέλος
όπως έζησες, μοναχικό
γενναίο κι ευσύνοπτο
και υψηλό και δωρικό
κι αδιαμφισβήτητο;
Μια τέτοια αυτόχειρ λύση
θα’ ταν για λίγους από μας μια προτροπή
κι ευεργεσία για τους υπολοίπους
καθώς θα τους στερούσε πάσα ελπίδα
μα και τον τρόμο κρίσης
για μια μέλλουσα ζωή.[18]
****
Kι όταν χαράξει πώς τάχα να πάμε αντίθετα
Θα γυρίζουμε με ρούχα παλιά στα νεόκτιστα
Μια άσπρη κορνίζα, βιβλία και θέμαση στις γωνιές

χρειάζομαι φως από πικρό αμμοχάλικα,
α, Πρίγκηπα κι είμαστε τόσο, μα τόσο φτωχοί [19]

****
Επιμύθιο Ι: Καλύτερα ν’ αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε.
Επιμύθιο ΙΙ:  Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες πού ονειρεύονται κήπους.[20]







[1] Οδυσσέας Ελύτης, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, Ύψιλον 1984
[2] Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι πολιορκημένοι, Ποιήματα και Πεζά, Στιγμή 1994
[3] Άσμα ασμάτων, Αθήνα (Μεταγραφή Γιώργος Σεφέρης 1965)  Ίκαρος 1991
[4] Χίβα Παναχί, Τα Μυστικά του Χιονιού,  Μαΐστρος 2008
[5] Ν. Γκάτσος, Αμοργός , Πατάκης, Αθήνα 2000 11.
[6] Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού (1933), Άγρα 1990
[7] Κ. Γώγου, Ιδιώνυμο, Καστανιώτης 1980
[8] Μιχάλης Γκανάς, Γυάλινα Γιάννενα, 1989
[9] Νίκος Καρούζος,  άπαντα τα έργα του
[10] Τίτος Πατρίκιος, Η ηδονή των παρατάσεων, Κέδρος 1998
[11] Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο καταστρώματος (Β΄ ιδιωτική έκδοση, Αλεξάνδρεια 1944 / Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄, Ίκαρος, Αθήνα 1945)
[12] Δημήτρης Κοσμόπουλος , Λατομεῖο, Κέδρος 20032
[13] Ἱερομόναχος Συμεών, Μὲ ἱμάτιον μέλαν (καθὼς ἄνεμος ἁπλῶς φυσᾶ), Άγρα 1999
[14] Μάνος Χατζηδάκις, Μυθολογία, Ίκαρος 19802
[15] Μανόλης Αναγνωστάκης, ΥΓ, Νεφέλη, 1992
[16] Ν. Εγγονόπουλος, Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα,  Ίκαρος 1978
[17] Καβάφης, σκέτος, ούτε κομμένος, ούτε κουτσουρελημένος.
[18] Γιάννης Βαρβέρης, «Ο άνθρωπος μόνος»,  Κέδρος 2009
[19] Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Ωδές στον Πρίγκηπα, Ύψιλον 1981
[20] Αργύρης Χιόνης, Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες,  Κίχλη, 2008





Το ποστ είναι η συμμετοχή των Κυνοκέφαλων στο δι-ιστολογικό αφιέρωμα με τίτλο “Η ανάγνωση δεν χωράει σε λίστες

Συμμετέχουν οι εκλεκτοί συνάδελφοι:

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount