Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Ταρζάν κι η αβωνιάρα

Μονάκριβο τον είχαν. Και δε του χάλαγαν χατίρια. Ό,τι ήθελε ο μοναχογιός.
Στο σχολείο τον έστελναν, αλλά εκείνου το μυαλό του βρισκόταν πάντα κάπου αλλού. Δεν είχε όρεξη για γράμματα, αλλά κι αυτό δεν ήταν κάτι το κακό. Τα πρόβατα, οι ελιές και τα καπνά ήθελαν χέρια. Κι αυτά δεν περίσσευαν τότε. Από μικρός είχε μια καραμπίνα και το δικό του λαγόσκυλο, τη Λίζα, κι ακολουθούσε τις παρέες των μεγάλων που πήγαιναν για κυνήγι. Τον έπαιρναν όμως μαζί τους γιατί είχε υπομονή στο καρτέρι, είχε καλή σκύλα και ήταν πρώτος στο σημάδι. "Με το παιδί θα πας για κυνήγι;" ρώτησε την πρώτη φορά η μάνα μου τον πατέρα κι έμεινε πήρε απάντηση όταν γύρισαν πίσω με δυο λαγούς.
Εκείνα τα χρόνια μεγάλωνα μόνος κι εγώ, ο χαϊδεμένος των συνάδελφων στο Σταθμό που μέναμε. Συχνά πηγαίναμε σε σπίτια φίλων σε κάποιο από τα κοντινά χωριά. Δε με πείραζε αν ήταν μεγάλοι, δεν γκρίνιαζα αν δεν είχαν όλοι στα σπίτια τους συνομήλικα παιδιά για να παίξουμε. Μου άρεσε να τους ακούω να μιλάνε στο τραπέζι, όταν δεν τριγυρνούσα στα κοτέτσια και τα μαντριά, τις αποθήκες με την κάδη, τα κρασοβάρελα και τα πασταλιασμένα καπνά, η μυρωδιά από το τσίπουρο, το κρασί και τον καπνό σε κάτι τσιγάρα που έφτιαχναν με ροζ χαρτάκια. Εξάλλου, ήξερα πως στο σπίτι με περίμενε πάντα η δική μου παρέα. Περνούσαμε ώρες μαζί. Πρωί πρωί θα πήγαινα να δω πως κοιμήθηκε και να πω καλημέρα. Από κοντά έσερνα αυτοκινητάκια δεμένα με ένα σπάγκο και τα έβαζα δίπλα-δίπλα. Καθόμασταν δίπλα δίπλα και μετρούσαμε τα αυτοκίνητα και τις νταλίκες που περνούσαν στην εθνική, μερικές από δαύτες που μας ήξεραν οι οδηγοί, μας χαιρετούσαν πατώντας συνθηματικά την κόρνα κι εμείς χοροπηδούσαμε. Μερικές φορές έλειπε. Μαζί με τον πατέρα πάντα έλειπαν και οι δυο. Προσπάθησα πολλές φορές να είμαι ξύπνιος όταν έφευγαν, μήπως και πήγαινα κι εγώ μαζί τους, αλλά ποτέ δεν τα κατάφερα. Απόμενε να περιμένω μέχρι να γυρίσουν. Ήξερα πως μόλις θα με έβλεπε από μακρυά θα άρχισε να χοροπηδά και να με χαιρετά. Πάντα έτσι έκανε κουνώντας την ουρά του, ο Ταρζάν.
Ένα απόγευμα, ήταν Σεπτέμβρης ακόμη, θα πηγαίναμε για να περάσουμε τη βραδιά μας στο σπίτι του μικρού κυνηγού. Τα σταφύλια είχαν τρυγηθεί κι ο μούστος είχε αρχίσει να βράζει στα βαρέλια, τα καπνά είχαν πάει πολύ καλά εκείνη τη χρονιά και ήταν καιρός να ξεκουραστούν λίγο πριν ξαναπάνε στις ελιές. Η μάνα είχε ετοιμάσει μια πίτα και την κουβαλούσαμε μαζί μας. Καθώς πλησιάζαμε από μακριά ακούγαμε φωνές. Σαν μάλωνε με την μάνα του. 
"Ποιος ξέρει τι να θέλει πάλι ο Χρηστάκης" είπε ο μπαμπάς. Όταν φτάσαμε τον βρήκαμε σκαρφαλωμένο πάνω στη σκεπή με την καραμπίνα. 
"Εγώ θα την πάρω, κι αν δεν την πάρω θα την κλέψω". 
"Βρε, παιδάκι μ', κατέβα κάτω". 
"Όχι. Αν δεν πάμε να την ζητήσουμε, εγώ δεν κατεβαίνω". 
"Βρε, τι να σε κάνω; Ακόμα δεν πήγες φαντάρος; Παντρειές θες από τώρα, από τα δεκαπέντε;
"Όχι. Ή θα τη ζητήσουμε, ή θα την κλέψω". 
"Κατέβα κάτω. Μας έκανες ρεζίλι σε όλο το χωριό". 
Αυτό που φοβόταν η μάνα του βέβαια δεν θα γινόταν ποτέ. Σε 'κείνο το χωριό ήταν συνήθειο να μικροπαντρεύονται από έρωτα και συχνά να κλέβονται δίχως την θέληση των γονιών, που κι εκείνοι βέβαια τα ίδια είχαν κάνει.
Ο μπαμπάς όμως τα ήξερε όλα. Του τα 'χε πει σε ένα κυνήγι. Η κοπελίτσα έμενε στο παραδιπλανό σπίτι και τα είχαν φτιάξει πριν λίγο καιρό, καθώς παστάλιαζαν τα καπνά. 
"Ευτυχώς που δεν τρυπήσατε τα δάχτυλα με τις βελόνες". 
"Αμ, το καταλαβαίνεις, όταν αγαπάς" είχε τελειώσει τότε εκείνη η κουβέντα, που το μάθαμε εκείνη τη βραδιά. Ο Χρήστος κατέβηκε από την σκεπή, καθίσαν οι μεγάλοι στο τραπέζι και η απόφαση βγήκε.  Εγώ έπαιζα με ένα μικρό λαγόσκυλο, τους άκουγα να μιλάν. Σε λίγο ήρθε κι ένας θείος από το παρακάτω σπίτι και συνέχισαν να μιλάνε. Σε λίγο είδα να βγαίνουν τσίπουρα και μεζέδες, κάτι έλεγαν "να μας ζήσουν" κι άκουσα και κάτι άλλο που δεν το πολυκαταλάβαινα, κάτι σαν "αβώνες". Το άλλο Σάββατο με 'ντύσαν με τα καλά μου και πήγαμε στους αβώνες. Κόσμος πολύς, μεγάλοι, μεγαλύτεροι, νέοι και μικροί.  Εμείς, μπροστά να βλέπουμε. Τον Χρήστο τον ήξερα, εκείνο το βράδυ γνώρισα και τη Λίτσα. Κάποιος κάτι έκανε και είδα να τους περνά κάτι στο δάχτυλο, σαν το δαχτυλίδι του μπαμπά και της μαμάς. Από κείνη τη βραδιά και μετά κάθε φορά που πηγαίναμε στους φίλους μας, μαζί μας ήταν και η Λίτσα, η αβωνιάρα.
Σε λίγες μέρες θα γιορτάζαμε τα γενέθλιά μου. Η μάνα είχε ετοιμάσει μια μεγάλη τούρτα, πίτες και μεζέδες. Ο πατέρας είχε φέρει δυο νταμιτζάνες κρασί κι ένα μεγάλο κουτί τυλιγμένο. Το κρασί ήταν για τους καλεσμένους και το κουτί για μένα. Αλλά όλα θα άνοιγαν το Σάββατο το βράδυ.
Σάββατο μεσημέρι μπήκε το αρνί στη σούβλα κι εγώ στριφογύριζα μέχρι να έρθει το απόγευμα κι οι καλεμένοι. Πριν νυχτώσει πήγα στον Ταρζάν το κέρασμά του και του είπα συνθηματικά
"Εσύ με τη Λίζα του Χρήστου, κι εγώ θα μάθεις αύριο."
Οι καλεμένοι είχαν αρχίσει να έρχονται σιγά σιγά στον Σταθμό. Χρόνια πολλά, και κάθε παρέα από ένα πεσκέσι για την παρέα κι από 'να δωράκι για μένα. Όμως εγώ περίμενα μ' ανησυχία. "Τι να έχει το παιδί; Γιατί γυρνάει γύρω γύρω;" άκουσα τους δικούς μου. "Ο Κωστάκης με τη Βούλα δεν θα έρθουν;" ρώτησα."Έρχονται, έρχονται κι αυτοί. Ο Κωστάκης είχε μια δουλειά κι άργησαν λίγο". Μέχρι να έρθουν δεν είχα σταματήσει σε μια γωνιά. Με τη Βούλα, εκτός από τα παιχνίδια που κάναμε, είχαμε κι άλλα πολλά κοινά, όπως και οι γονείς μας. Το βασικό όμως ήταν ένα, η αναφαγιά. Κανένα μας δεν έτρωγε και οι μανάδες μας μας κυνηγούσαν από άκρη σε άκρη για να μας ταΐσουν, κακό του κεφαλιού τους βέβαια, γιατί εγώ είχα τον Ταρζάν και η Βούλα τις γάτες και τα κουνέλια της. Καμιά φορά μας μοίραζαν και από ένα κουταλάκι σιρόπι, ορεκτικό το έλεγαν, αλλά είχαμε τον δικό μας τρόπο να το φτύνουμε χωρίς να μας καταλαβαίνουν. Όταν είδα τη Βούλα έλαμψαν τα πάντα.
Κάποια στιγμή ήρθε και η τούρτα με τα πέντε κεράκια. Όλοι κάνανε ένα γύρο και με βάλανε στη μέση για να σβήσω τα κεράκια. Ένας, δε θυμάμαι ποιος, είχε φέρει μαζί του και μια φωτογραφική μηχανή και στήθηκαν για τη φωτογραφία. Το τραπέζι όμως ψηλό κι εγώ μια σταλιά. Αμέσως έφεραν μια καρέκλα για να ανέβω απάνω και να φαίνομαι. Όταν την είδα αρνιόμουνα να ανέβω. Είχαν αρχίσει όλοι να με παρακαλάνε, αλλά εγώ συνέχισα να αρνιέμαι. 
"Όχι. Εγώ θέλω δυο καρέκλες." 
"Δυο; Ε, να του βάλουμε δυο, να δούμε τι θέλει να κάνει". Μόλις ήρθε κι η δεύτερη καρέκλα στηθήκαν πάλι όλοι λίγο παραξενεμένοι για τη φωτογραφία. Άρχισαν λοιπόν να λένε το τραγουδάκι και μόλις φτάσανε στο "...να ένας σοφός" η απόλυτη σιωπή. Ο φωτογράφος περίμενε να βγάλει τη φωτογραφία. "Έλα, Βούλα στην καρέκλα. Είσαι η αβωνιάρα μου". 
Το γλέντι που ακολούθησε ήταν διπλό, όπως και διπλός και δίπλα δίπλα με τη Βούλα σβήσαμε τα κεράκια. Την επόμενη πήγα στον Ταρζάν και του τα είπα όλα. Όπως είχα εγώ αβωνιάρα κι ήταν καιρός να κάνει αβωνιάρα του τη Λίζα.      
Ο χειμώνας πέρασε με την αβωνιάρα να σχεδιάζουμε το δικό μας σπιτικό δίπλα στα κουνέλια και στο σπιτάκι του Ταρζάν. Είχαμε αποφασίσει να μέναμε στην αποθήκη δίπλα στα βαρέλια με το λάδι.

Μια μέρα ένας κύριος ήρθε στον μπαμπά και σοβαρός σοβαρός κάτι του είπε. Σε λίγο ήρθε και μας είπε λίγο χαρούμενος, λίγο λυπημένος πως πήρε "αγωγή" και θα φεύγαμε για μια μεγάλη πόλη. 
"Κι η αβωνιάρα; Θα μείνει μόνη της. Θέλω και την αβωνιάρα και τον Ταρζάν μαζί μας εκεί που θα πάμε" κι έφυγα κλαίγοντας.


Ο Ταρζάν πήγε στο χωριό κι η αβωνιάρα έμεινε πίσω. Τον Ταρζάν τον έβλεπα στις διακοπές, όταν ανεβαίναμε στο χωριό και πάντα τον παρηγορούσα που έχασε τη Λίζα. Με την αβωνιάρα συναντιόμασταν όταν πηγαίναμε εμείς στο χωριό της κι όταν έρχονταν με τους γονείς της στην πόλη. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε κι έκανε ο καθένας την οικογένειά του. Ακόμα και τώρα όμως όταν συναντιόμαστε θα χαιρετηθούμε "Γειά σου, ρε αβωνιάρα..." "έλα, αβωνιάρη μ'".
Μόνο που όταν κάποιο καλοκαίρι στο χωριό βρήκα το σπιτάκι του Ταρζάν αδειανό και την αλυσίδα του στο πάτωμα, αποφάσισα πως αυτό το όνομα ήταν αποκλειστικά δικό του.      


Οι "Κυνοκέφαλοι" συμμετέχουν στο αφιέρωμα "Η πρώτη Αγάπη"
μαζί με τα παρακάτω ιστολόγια:

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount