Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Η παγάνα

Ο λύκος ρήμαζε τα κοπάδια.  Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των τσομπαναραίων. Καμιά φορά κατέβαινε ίσαμε την άκρη στο χωριό. Δε φοβότανε τα σκυλιά που αλυχτούσαν. Φοβόνταν κι αυτοί που δούλευαν στο δάσος. Τα βράδια στα καφενεία οι χωριανοί συζητούσαν μόνο για τον λύκο. Είχαν αρχίσει να ξεχνάν τις μικροδιαφορές. Εξάλλου, τι είχαν να μοιράσουν; Με τον έξω κόσμο σχεδόν τίποτα. Ένα τηλέφωνο υπήρχε στο χωριό, σε ένα μαγαζί, με μετρητή για τους χωριανούς, και βύσματα για την κοινότητα, το σχολείο και το ιατρείο, που τις πιο πολλές φορές άκουγες και τ' άλλα χωριά από πίσω.  Στα μεγάλα χιόνια είχαν να παλέψουν με τον ουρανό και με τα ζωντανά που βέλαζαν πεινασμένα. Ο χωματόδρομος κόβονταν κάθε άνοιξη μόλις τα χιόνια έλυωναν κι άρχιζαν να φουσκώνουν τα ποτάμια. Τα αυτοκίνητα δυσκολεύονταν να περάσουν και το λεωφορείο που κατέβαζε κι ανέβαζε κόσμο και τα παιδιά για το Γυμνάσιο αγκομαχούσε. Ο δρόμος έπρεπε να ξαναπατηθεί πριν ξεκινήσουν να περνάν τα ξεχειμαδιά, οι παραγγελίες με το τριφύλλι και τ΄άχυρο. Θα άρχιζαν δουλειά και οι δασικοί συνεταιρισμοί κι έπρεπε να περάσουν τα ελάτια, οι καστανιές και οι οξυές για κάτω. Μόνοι τους άνοιξαν θεμέλια για την εκκλησία και το σχολείο, μόνοι τους κουβαλούσαν πέτρες για τα καλντερίμια και πάλι μόνοι άνοιγαν δρόμους. Έτσι, ήταν για τα χωριά επάνω. Κανείς από τους "μεγάλους" δεν νοιάζονταν. Μόνο στις εκλογές ξεκάμπαγαν, πήγαιναν στα καφενεία και αφού έπιναν τα κερασμένα τσίπρα, άρχιζαν να υπόσχονται. Θα έφτιαχναν και δρόμους, θα έδιναν και ρεύμα στους συνοικισμούς, θα έδιναν και δάνεια για σπίτια, και δουλειές. Αλλά με το λύκο κανείς τους δεν ασχολιόταν. Ούτε και με τους χωριανούς. Μόνο μ' αυτούς που τους είχαν πάντα γραμμένους και μετρημένους. Ο λύκος όμως δεν γνώριζε ποιοι ήταν γραμμένοι και μετρημένοι. Όλους τους είχε ίδιους.

Άλλοι λέγανε πως ήταν πολλοί οι λύκοι, αλλά οι τσομπαναραίοι επέμεναν πως το ζλάπ' ήταν ένα και μεγάλο, που μάλλον ξεκόπηκε στα ψηλά.
"Κι ένας και πολλοί. Να κάνουμε παγάνα" το 'φερε η κουβέντα ένα βράδυ. "Να μαζευτούμε όλοι μαζί και να κάνουμε παγάνα. Ταχιά μέρα πρωίτσα πρωίτσα κινάμε." Δεν είχε κανένας να φέρει αντίρρηση. Ήξεραν πως μοναχοί τους θα κατάφερναν τον λύκο και δεν είχαν τίποτε να περιμένουν.
Στο χωριό εκείνη τη μέρα όλοι ήξεραν πως οι άντρες είχαν πάει στην παγάνα. Οι γυναίκες έκαναν τον σταυρό τους για να μη πάθουν κανένα κακό. Θεριό ήταν αυτό κι άμα αγρίευε; Τα παιδιά είχαν πιάσει τα καραούλια και κοιτούσαν προς τις κορφές.
Η ώρα περνούσε. Ο ήλιος είχε σηκωθεί ψηλά. Τίποτα ακόμα.
Πριν το μεσημέρι, ακούστηκαν ντουφεκιές να σχίζουν τα ρουμάνια. Μετά από λίγο σφυρίγματα από την παγάνα.

Οι άντρες γύρισαν πίσω κουβαλώντας το θεριό. Δεν είπαν τίποτα για το κυνήγι. Ήταν δύσκολο, δεν ήταν, σε ποιο καρτέρι τον έστησαν. Μόνο  σταθήκαν στην πλατεία με τον λύκο για να βγούνε μια φωτογραφία.



Οι γυναίκες καμάρωναν για τους άντρες τους, τα παιδιά για τους πατεράδες τους κι ήξεραν όλοι πως δε θα φοβόταν τώρα πια να πηγαίνουν στα μαντριά και στο βιός τους.

Δε μάθαμε ποτέ ποιος σκότωσε τον λύκο. 
"Όλοι μαζί", έλεγαν πάντα.






Καλό βόλι, αδέρφια!


Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount