Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Επτά τελευταίοι λόγοι

περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων·
Ἠλὶ ἠλὶ, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ' ἔστι Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;
[Ματθαίος 27:46 ]

Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι.
[Λουκάς 23:34]

Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων ἐβλασφήμει αὐτὸν λέγων· Εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῷ λέγων· Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε. καὶ ἔλεγε τῷ Ἰησοῦ· Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·
Ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ.
[Λουκάς 23:39-43]

Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου·
[Λουκάς 23:46]

Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ·
Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου, εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου.
[Ιωάννης 19:26-27]

Διψῶ
[Ιωάννης 19:28]

Τετέλεσται
[Ιωάννης 19:30]


Καλή Ανάσταση σε όλους!

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Μια άλλη Άλωση ή κατανοώντας το επαναστατικό δίκαιο

Η Επανάσταση του 1821 προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις, και πολλοί το έχουν επιχειρήσει σε μια προσπάθεια "αναδόμησης", "αποδόμησης" από παλιά και στην εποχή της μεθ-ιστορίας. Κι από την άλλη "επανακτώντας" το εθνικό παρελθόν άλλη μια σειρά αναγνώσεων.

Το δημοτικό τραγούδι που ακολουθεί αναφέρεται σε ένα γεγονός το οποίο έπεται χρονολογικά της Επανάστασης του 1821 έχει σχέση με την Θεσσαλία και αναφέρεται στην Καστανιά, ένα από τα πολύ γνωστά Βλαχοχώρια των Τρικάλων. Είναι γνωστό ως η Άλωση της Καστανιάς, αλλά δεν ανήκει στα γνωστά θρηνητικά τραγούδια. Θα καταλάβετε γιατί.

Οι κλέφτες εσυνάχθηκαν μεσ' την Αγιά Τριάδα.
Ηταν τα δυο Τσαπόπουλα, οι πέντε Μπλαχαβαίοι,
ο Ζιάκας απ' το Γρεβενό, οι τρεις Κοντογιανναίοι,
Γιώργης απ' το Ξερόμερο κι ο γιος του Σκυλοδήμου,
ο Στράτης από τ' ΄Αγραφα, οι δυο Μπουκουβαλαίοι,
Κώστας Στουρνάρας, Κατσαρός κι ο Γιάννης Κουτελίδας
και Τόσκηδες και Λιάπηδες με τον Ταφίλη Μπούζη.
Συνάχτηκαν, κουβέντιασαν και κίνησαν να πάνε,
να χαρατσώσουν τα χωριά, να κάμουν και λεμούρα.
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή, στην Καστανιά τη στέλνουν.
« Σ' εσάς αρχόντοι Καστανιάς, σ' εσάς κοτζαμπασήδες,
να στείλετε την ξαγορά, να στείλτε το χαράτσι,
να στείλετ' εκατό πουγκιά, ψωμιά και κρασοράκια,
χίλια τσαρούχια αφόρετα και χίλιες φουστανέλλες,
να φαν’ τα παλικάρια μας, να πιουν και να φορέσουν ».
Οι προεστοί δεν τ' άκουσαν κι ετοίμαζαν ντουφέκια.
Σαν έκαμαν και κίνησαν, οι κλέφτες θυμωμένοι,
με τα σπαθιά ξεγύμνωτα, και μπήκαν μεσ' τη χώρα,
τα πρώτα σπίτια πιάσανε, τα κάμανε λεμούρα
και πήραν σκλάβους άρχοντες, κυρές κι αρχοντοπαίδια.
« Ανάθεμά σας προεστοί και Νάσιο Καστανιώτη,
με το κακό που κάματε, στη δόλια μας τη χώρα,
μας πήραν κλέφτες στα βουνά, μας κωλοσέρνουν σκλάβες
και μας γυρεύουν ξαγορά, τόσες χιλιάδες γρόσια ».





Τσαπόπουλα: Δημήτρης και Γιωργάκης, γιοί του Αποστόλη Δεληγάννη ή Τσάπου από το Μέτσοβο
Ζιάκας : αρματολός από τα Γρεβενά
Μπλαχαβαίοι: από την οικογένεια του κλέφτη καπετάν Παπα Θύμιου Βλαχάβα
Κοντογιανναίοι, Γιώργης Σκυλοδήμος, :Στερεολαδίτες οπλαρχηγοί
Μπουκουβαλαίοι: από την οικογένεια του Γερο-γιάννη Μπουκουβάλα.
Κώστας Στουρνάρας: ο νεώτερος γιός του καπετάν Νικολού Στουρνάρη ή Στουρνάρα
Γιάννης Κουτελίδας: Αρτινός καπετάνιος
Τόσκηδες,Λιάπηδες, Ταφίλ Μπούζι: Αλβανοί



Το γεγονός της Άλωσης της Καστανιάς, θα πρέπει να τοποθετηθεί μετά το Πάσχα του 1827, καθώς εμφανίζονται ως πρωταγωνιστές οι γιοι γνωστών καπεταναίων της περιοχής, όπως τα Τσαπόπουλα και ο Κώστας Στουρνάρας, που η τύχη των πατεράδων είναι γνωστή. Ο Νικολός Στουρνάρης, πατέρας του Κώστα, σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου το 1826. Ο πατέρας από τα Τσαπόπουλα, ο Αποστόλης Δεληγιάνης ή Τσάπος, δολοφονήθηκε στα Γιάννενα, από έναν Αλβανό προύχοντα, ο οποίος τον μισούσε για το θάνατο ενός ανεψιού του στο Μέτσοβο, όταν ο Δεληγιάννης απέκρουσε τον Μπράχο Νεπράβιστα που οδηγούσε Αλβανούς με σκοπό την κατάληψη και λεηλασία του Μετσόβου. (Ο άλλος αδελφός του, ο Γιάννης Δεληγιάννης, είχε καταγγείλει το 1808 στον Αλή Πασά, στην υπηρεσία του οποίου άνηκε, τον Παπα-Θύμιο Βλαχάβα και το κίνημά του).
Όσο για τους λόγους που έγινε η επιχείρηση, ποιοι συμμετείχαν και για το ρόλο των προεστών, τα πράγματα είναι προφανή.

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Άγιος Αλέξανδρος ο Δερβίσης

Οι δερβίσηδες αποτελούν αναμφίβολα ένα μεγάλο κεφάλαιο για την ιστορία του ισλαμικού κόσμου και του ισλαμικού μυστικισμού ειδικότερα με προεκτάσεις πέρα από τη θρησκεία, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και καλλιτεχνικές. Βέβαια, για όποιον ενδιαφέρεται για το θέμα αυτό, το πέλαγος της επιστημονικής βιβλιογραφίας βαθύ, μα όχι απροσπέλαστο.
Σήμερα είναι της μοδός ολίγον από Τζελαλαντίν Ρουμί και new age, και απανωτές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις (στην Πόλη, αλλά και εδώ, αν αναλογιστεί κανείς πόσες φορές μας επισκέφτηκαν -και θα μας ξαναεπισκεφτούν- οι "περιστρεφόμενοι δερβίσηδες" επιβεβαιώνοντας εν μέρει και τον τίτλο τους "πλάνητες δερβίσηδες";). θα ήταν κοινότοπο να ξαναειπωθεί, το ουδεμίαν σχέση με το πραγματικό;
Από την άλλη στα καθ' ημάς ο κυρ-Αλέξανδρος σκιαγραφεί τον "ξεπεσμένο δερβίση", ενώ οι δερβίσηδες εμφανίζονται και σε άλλες αφηγήσεις και λογοτεχνήματα.
Πέρα όμως από τη λογοτεχνία, είναι γνωστός ο Πέτρος από την Πελοπόννησο, ο γνωστός Λαμπαδάριος (1730-1778), που τον σέβονταν οι Δερβίσηδες της Πόλης σε τέτοιο σημείο, ώστε να ειπωθεί αρκετά μετά ότι ήταν και ο ίδιος δερβίσης.
Στα ίδια χρόνια περίπου έζησε και ο Αλέξανδρος από τη Θεσσαλονίκη, που έμεινε γνωστός ως ο άγιος Δερβίσης, αλλά αυτός δε γνώρισε τις τιμές του Πέτρου, καθώς προτίμησε να ακολουθήσει φανερά τους Δερβίσηδες, να ενδυθεί το δερβισικό σχήμα και στο τέλος να επιστρέψει στον χριστιανισμό με τίμημα το μαρτυρικό θάνατο.

Βίοι παράλληλοι; Ίσως ως το ταξίδι και των δυο σαν παιδιά στην Σμύρνη. Από κεί και πέρα όμως χωρίζουν οι δρόμοι...


Ας δούμε όμως τον βίο του Αλέξανδρου.


Έτος εν Μηνί Μαΐω, εικοστή έκτη.1794
ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Εν τη Σμήρνη αθλήσαντος

Ούτος ο αοίδιμος εκατάγετο από την μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην•τούτου οι γονείς εκατοίκουν εις το μοναστήριον της Λαοδηγίας, το κοινώς καλούμενον Λαγωδιανήν, εις το οποίον και την σήμερον η μήτηρ αυτού έτι ζώσα κατοικεί• επειδή δε νέος ων έλαχε να ήναι και ευείδης την όψιν, δεν ήτον τρόπος να μη πέσει εις πειρασμόν, κατά την τυραννικήν συνήθειαν, οπού εις εκείνην την πόλιν έχουν οι αγαρηνοί. Όθεν δια να τον γλυτώσουν οι γονείς του από την βίαν εκείνου οπού του επιβούλευε την σωφροσύνην, ηναγκάσθησαν, ως η μήτηρ αυτού μαρτυρεί, να τον φευγατίσουν μακράν, και τον έστειλαν εις την Σμύρνην, τάχα, ωσαν εις τόπον ασφαλέστερον˙αλλά τι να ειπή τινάς; Ήθελεν ειπή τινάς, πως έφυγεν όφιν, και έπεσεν εις δράκοντα˙ εγλύτωσεν από άρκτον, και συνάντησε λεόντα˙ έφυγε τον μικρόν κίνδυνον της σωφροσύνης, και εκεί έπεσεν εις τον τέλειον της απωλείας εγκερεμνόν, ότι δεν ηξεύρω, ή με βίαν, ή με απάτη εξώμοσε την πάτριον θρησκείαν, και ετούρκισε˙ λέγουσι τινές, ότι εις αγάν τούρκον εστοίχησε, και με δόλον επαγίδευσεν εκείνος την απλήν ψυχήν, φευ! εις την ασέβειαν˙ δεν απέρασε πολύς καιρός, και φεύγει από τον αγάν εκείνον, άνω κάτω πλανόμενος, εως όπου εκατάντησε να υπάγει και εις την Μέκαν αυτήν, εκεί όπου ευρίσκεται ο τάφος του Μωάμεθ, καθώς αυτός ο ίδιος ύστερον ενώπιον του κριτού τούτο αυτό έλεγε, καταφρονώντας και εμπαίζωντας τα αυτών θρησκεύματα˙ από τότε λοιπόν και εις το εξής περιήρχετο πόλεις και τόπους, και χώρας διαφόρους, μες το σχήμα των Δερβίσιδων, αλλά καθώς φαίνεται ο ευλογημένος, δεν καταπάτησε παντάπασιν την συνείδησιν˙ ουδέ εθόλωσε περισσότερο την ψυχήν με άλλας τινάς αισχροπραξίας, η οποίαι μάλιστα είναι κατασυνηθισμέναις εις το γένος των οθωμανών˙ φαίνεται πως ησθάνετο ζωντανόν τον έλεγχον της αγίας συνειδήσεως φαίνεται, πως η διάνοιά του εκ πολλών χρόνων, ή και εξ αρχής αυτού, άρχισε να κοιλοπονή το μαρτύριον, δια να εξαλείψη με το αίμα του την ανομίαν του˙ όθεν και με το ταπεινόταον εκείνο σχήμα επεριπάτει με πολλήν συστολήν, και σεμνότητα, και σχεδόν εγνωρίζετο, πως ήτον σύνους, και φροντιστικός˙ μάλιστα υπεκρίνετο, πως είναι σαλός, και τάχα ως τοιούτος ελάλει πολλά κατά των αγαρηνών, ελε΄γχωντάς τους πικρώς, δια τας πολλάς αδικίας, και παρανομίας, και πως κατατυραννούσι, και καταδυναστεύουσι τον πτωχόν ραγιάν, όπου ο Θεός τους τον έδωσε αμανέτι να τον κυβερνούν και όχι να τον κατατρώγουν, και δεν στοχάζονται, έλεγεν, πως όλοι οι άνθρωποι είναι πλάσματα ενός Θεού˙ καια υτά μεν συνηθίζουν να τα λέγουν και άλλοι δερβίσιδες, αλλ’ αυτός τους έλεγεν ακόμα περισσότερα, και με τόλμην παράδοξον, και ασυνήθιστον, ώστε όπου από την πολλήν δριμύτητα των ελέγχων, πολλάκις εκινούντο εις οργήν, και εις το ‘Ραχήτι της αιγύπτου τόσον εθύμωσαν κατ’ αυτού ώστε αποφάσισαν μερικοί τούρκοι κρητικοί να τον φονεύσουν, λέγοντες πως χωρίς άλλο, αυτός δεν είναι Τούρκος, αλλά Χριστιανός˙ το οποίον μαθών ανεχώρησεν εκείθεν, ότι ως φαίνεται ένας τοιούτος θάνατος, δεν ήτον φανερά και ομολογουμένως της Χριστιανικής ομολογίας πρόστιμον, καθώς ύστερον έγινεν˙ έλαβαν δε την υποψίαν εκείνοι, πως τάχα ήτον Χριστιανός, επειδή τον έβλεπαν οπού συχνά εσυναναστρέφετο με τους Χριστιανούς, και με πολλή ημερότητα, και γλυκήτητα εσυνωμίλει με αυτούς˙ όταν λοιπόν ετύχαινε με μοναχούς Χριστιανούς, συχνά εσυνήθιζε να λέγει αινιγματωδώς, ότι το ένα είναι τρία, και τα τρία είναι ένα, και όποιος δεν έχει τα τρία δεν έχει ούτε το ένα˙ μάλιστα ώντας ακόμα εις την Αίγυπτον, εις ένα κάποιον Παναγιώτην Ζαγοραίον, και άλλα κάποια μυστικώτερα εξεθάρρευσε να ειπή, από τα οποία εκείνος εγνώρισε και εβεβαιώθη, πως ήταν Χριστιανός˙ από την Αίγυπτον φεύγωντας ανέβη εις την πατρίδα του την Θεσσαλονίκην αγνώριστος, προτίτερα από δέκα έτη του μαρτυρίου του˙ εκείθεν πηγαίνωντας πάλιν εις άλλους και άλλους τόπους έφθασεν και εις την Χίον, τον χρόνον εκείνον εμαρτύρησε˙ την μεγάλην τεσσαρακοστήν, επήγεν εις μίαν Εκκλησίαν, και εστάθη εις την Ακολουθίαν προσευχόμενος, καθώς εμαρτύρησε της εκκλησίας εκείνης ο εφημέριος˙ μιαν ημέραν ευρισκόμενος εις κάποιον μέρος, άρχησε να κάμνη πικρόν έλεγχον των τούρκων˙ ένας Χριστιανός Χίος ευπατρίδης έλαχε να ήναι κοντά του, και παρευθύς έφυγε μακράν από τον φόβον του˙ φαίνεται λοιπόν, πως ο Μακάριος εκείνος με εκείνο το δερβίσικον σχήμα, εφεύρηκεν ένα επιτήδειον τρόπον να διδάσκη τους τούρκους, σωφροσύνην και δικαιοσύνην, και φιλανθρωπίαν και κάθε άλλην αρετήν, και αυτός ο ίδιος δείχνωντας τον εαυτόν του καλόν παράδειγμα εφιλοσόφει ταπείνωσιν, μετριότητα, ακτημοσύνην, και κάθε λογής άσκησιν˙ ούτε ήθελε να παραβαρύνη κανένα ζητώντας από τους μεγάλους και πλουσίους χρήματα, καθώς συνηθίζουν να κάνουν οι άλλοι δερβίσιδες, αλλά εμεταχειρίζετο κάποιους τρόπους και κάποιας εργασίας, με τας οποίας εύγανε τον επιούσιον άρτον˙ εστάθη λοιπόν εις το σχήμα εκείνο χρόνους δεκαοκτώ˙ ότι καθώς φαίνεται, το πυρ εκείνο όπου ο Χριστός ήλθε να βάλει εις την γην, εις άλλους εξάπτει την φλόγα του ογλήγορα και εις άλλους αργότερα, βέβαια καθώς ο ψυχοσώστης Κύριος άνωθεν κρίνει το συμφερώτερον˙ λοιπόν περνώντας από την Χίον εις την Σμύρνην ο εν τω Δερβίση ούτως Αλέξανδρος, ήκουσεν εσωθέν του, την χάριν του Θεού, όπου ελάλει μυστικά εις την αγαθήν του καρδίαν, πως ήδη έφθασεν η ώρα να παρρησιασθή και να τελειώση το προ πολλών σκοπούμενον˙ βέβαια πρέπει να είχε και κανένα πνευματικόν πατέρα, με του οποίου την γνώμην ήλθεν εις τούτο το μέγα στάδιον, όμως, όσον δια την ώραν, άδηλος μένει εις ημάς, και με όλον οπού πολλοί ερεύνησαν πολλά, αλλά δεν έμαθον˙ λοιπόν ημέρα τρίτη της εβδομάδος, δηλαδή τη προ της Αγίας Πεντηκοστής, καθοπλισάμενος καλώς με την δύναμιν του τιμίου σταυρού, δια του οποίου έγινεν η σωτήριος νίκη εις τον κόσμον, επήγεν εις τον κριτήν, ήτοι τον Μουλάν της πόλεως, και με όλην την ευτολμίαν παρρησιασθείς, ενώπιόν του εφανέρωσεν τον εαυτόν του, τις ήτον πρώτα, τι έγινεν ύστερον, και ότι μεταμεληθείς επενέρχεται εις την πρώτην του κατάστασιν˙ήγουν είπε με φωνήν μεγάλην και λαμπράν, ότι ω δικαστά, εγώ ήμουν Χριστιανός, και από αφροσύνην μου αρνήθηκα την πίστιν μου, και έγινα Τούρκος˙ύστερον εκατάλαβα, πως η πρώτη μου πίστις ήτον φως, και το έχασα, η εδικήσας είναι σκότος, καθώς την εγνώρισα˙όθεν ήλθον σήμερον έμπροσθέν σας να ομολογήσω, πως έσφαλα, οπού αρνήθηκατο φώς και εδέχθηκα ο σκότος˙Χριστιανός εγεννήθηκα, Χριστιανός θέλω να αποθάνω˙ιδού ήκουσες την απόφασίν μου, ω δικαστά, κάμε συ τώρα εις εμέ, ό,τι θέλεις, ότι έτοιμος είμαι να πάθω κάθε βάσανον, και να χύσω και το αίμα μου, δια την αγάπην του Ιησού Χριστού μου, τον οποίον κακώς αρνήθηκα˙και ταύτα λέγωντας, επέταξεν έμπροσθεν εις τον Μουλάν το δρβισάδικον της κεφαλής σκε΄πασμα, και να, λέγει, και το σημάδι της θρησκείας σας, και αντ’ εκείνου έβαλεν ένα Χριστιανικόν σκέπασμα εις την κεφαλήν του, το οποίον είχε προητοιμασμένον˙καθ’ ένας τώρα και από λόγου του καταλαμβάνει, ωσάν τι λογής διάθεσιν έλαβεν η διάνοια και η καρδία η αλαζωνική, και υπερήφανος εκείνου του δυνάστου˙κατά αλήθειαν και εκείνος, και όσοι άλλοι κατά τύχη ευρέθησαν εκεί, έμειναν χάσκοντες ως εκστατικοί, βλέποντες ένα Δερδίσην έτζη έξαφνα, από το ένα μέρος, αν κηρύττη τον εαυτόν του δια Χριστιανόν, και από το άλλο να ατιμάζη έτζη ανηποστόλως τον μωαμεθανισμόν, να ελέγχη την ματαιότητά τους, και να μυκτηρίζει την ανόσιον θρησκείαν τους˙τόσον πολλά τους ελύπησε, και τους ετάραξε το απροσδόκητον της παρρησίας του ανδρός ˙ όμως επειδή ήταν χρεία να τον αποκριθούν, πρώτος ο κριτής, και μετ’ αυτού ύστερον όλοι οι άλλοι, τι είναι τούτα τα ανέλπιστα πράγματα τον είπαν; Ευγήκες από τα φρένας σου, δεν έρχεσαι εις τον εαυτόν σου; Εσύ δερβίσης άνθρωπος, και να λέγης τοιαύτα λόγια και να καταισχύνης την πίστιν σου και την υπόληψίν σου; εις τα οποία ο Μάρτυς απεκρίθη σοφώτατα˙ότι αληθινά, έξω ήμουν από τας φρένας μου, και τώρα ήλθα εις τον εαυτόν μου, ομολογώντας παρρησία την ανομίαν μου˙επειδή δε και λέγετε, πως είμαι δερβίσης, και λέγω τέτοια λόγια, βέβαια λέγω την αλήθειαν, ότι εγώ και εις τον Κιαμπένσας επήγα, και όλην σας τη θρησκείαν εξέτασα, και εκατάλαβα, πως όλα σας είναι ψεύματα, και μυσαρά, και άλλα παρόμοια, και σύμφωνα με αυτά ελάλλησε προς αυτούς με πολλήν ελευθεροστομίαν˙ εκείνοι δε ταύτα ακούσαντες τον απεκρίθησαν μετά θυμού, και οργής, πως ως μεθυσμένος λαλεί˙όθεν και ο Κριτής μετρώντας τον ως μεθυσμένον, επρόσταξε να τον βάλουν εις την φυλακήν, εώς να του περάση ο σκοτασμός της μέθης, και αν έλθη εις τας φρένας του. Τη επαύριον ήγουν τη τετράδι, όπου και άλλοι συνήχθησαν περισσότεροι εις τον Μουλάν, επρόσταξεν ο Κριτής να τον παραστήσουν εις δευτέραν εξέτασιν˙ο δε μάρτυς στομωθείς τρόπον τινάπερισσότερον από την προτέραν δυλακήν, ωμολόγησεν ενώπιον πάντων τον Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθινόν, και με περισσότέραν ευτολμίαν εμυκτήρισε, και εκαταφρόνησε την εδικήν των θρησκνίαν, ώστε οπού εξέπληξεν άπαντας.
Εκείνοι δε, και με όλον οπού οι τοιούτοι λόγοι του Μάρτυρος τους ηρέθιζαν εις οργήν, όμως ελπίζοντες μήπως του μεταβάλουν την γνώμην, όχι τόσον δια να κερδήσωσιν,ναλλά δια να μη καταισχυνθώσι μέχρι τέλους, άρχισαν να τον μεταχειρίζωνται, με κολακείαις˙ και δε λυπήσαι άνθρωπε την ζωήν σου τον έλεγαν; λυπήσου την νεότητά σου˙ζήτησαι ότι θέλεις να σου δώσωμεν, και άσπρα και ρούχα, και είτι άλλο αγαπάς και ορέγεσαι˙αλλ’ εκείνος ο μακάριος ανένδοτος εστάθη από μιας εις όλα, και ούτε τας απειλάς του θανάτου εφοβήθη, ούτε προς τας κολακείας των εχαυνώθη, αλλά μάλιστα και τους απεκρίθη με έναν θαυμαστόν και ακατάπληκτον φρόνημα, λέγωντας, τι ω ανόητοι, μου προβάλλετε θάνατον; εγώ δια τούτο μάλιστα ήλθα, δια να αποθάνω δια την αγάπην του γλυκυτάτου μου Ιησού Χριστού ˙τι ω μάταιοι σπουδάζετε να μεταβάλλετε την στερεάν μου απόφασιν, με τας απατηλάς, και ουτιδανάς υποσχέσεις; Μιαν αληθινήν ευδαιμονίαν, εγώ στοχάζομαι δια λόγου μου, το να ποθάνω δια την Αγίαν μου πίστιν, την οποίαν κακώς ηρνήθηκα˙να αποθάνω τούτην την ψεύτικην ζωήν, δια να κερδήσω την άλλην, την αληθινήν, την αιώνιον. Χριστιανός εγεννήθηκα, Χριστιανός θέλω να αποθάνω˙τούτο ποθώ˙τούτο διψώ, δια τούτο ήλθα˙λοιπόν εσείς κάμετε εις εμέ είτι θέλετε, έτοιμος είμαι να πάθω τα πάντα δια τον δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν˙λοιποόν κλείσαντες αυτόν πάλιν εις την φυλακήν, εκεί τον άφησαν άχρι της παρασκευής˙ την ημέραν ταύτην της παρασκευής τιμώσι μεγάλως, ωσάν μίαν σεβασμίαν ημέραν, οι Οθωμανοί˙όθεν και συνηθίζουσιν εκείνην την ημέραν να συναθροίζωνται εις τον Κριτήν κάθε πόλεως, οι Αγάδες, και οι μεγαλωσάνοι του τόπου, και ομού όλοι εκείθεν υπάγουν και εις το τζαμί˙είτε λοιπόν δια την συνήθειαν αυτήν, είτε δια την διαδοθείσαν φήμην, πως ένα ς Δερβίσης επαρρησιάσθη εις τον Μουλάν δια Χριστιανός, και μεγάλον όνειδος και καταισχύνην κάνει εις το μετ μωαμέτ, είτε και δια τα δύω αίτια, τη ερχομένη Παρασκευή, όλοι οι Αγιάννιδες και οι εγκριτώτεροι της Σμύρνης, συνήχθησαν ομοθυμαδόν εις τον Μουλάν˙πλην και λαός όχι ολίγος ταύτα μαθόντες εκείσε συνέδραμον˙και λοιπόν εξάγουσι τον Μάρτυρα εκ της φυλακής, και παρίσταται εκ τρίτου εις το κριτήριον, δια να ομολογήση και εκ τρίτου την πίστιν της Αγίας Τριάδος, ο πρότερον αφρενώς αρνησάμενος την Αγίαν Τριάδα˙το οποίον και εγένετο εντελέστατα, και θεοφιλέστα˙ερωτησάντων γαρ αυτών του τε μουλάδηλαδή και των λοιπών, αν ήλθεν εις τας φρε΄νας του, απεκρίθη ο γενναίος του Χριστού αθλητής, ότι και ήμουν, και είμαι με την χάριν του Χριστού μου εις τας φρένας μου˙και είπα και λέγω πολλάκις, ότι Χριστιανός εγεννήθηκα, Χριστιανός θέλω να αποθάνω˙δεν αλλάζω το φως με το σκότος˙και προσκυνώ Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον, και αχώριστον˙και άμα λέγωντας εσχημάτιζε εις τον εαυτόν του και το σημείον του τιμίου Σταυρού˙λοιπόν ταύτα ακούσαντες οι Αγαρηνοί, και ιδόντες το αμετάθετον από ιας της Αγίας του χυχής, απελπισθέντες ολοτελώς από κάθε άλλην πείραν, και μεταχείρησιν, κοινή γνώμη όλοι τους απεφάσισαν, ότι να αποθάνη ο υβριστής του μωαμετισμού, χωρίς αναβολήν καιρού, και ούτως ο κριτής έδωκεν εγγράφως κατ’ αυτού την δια ξίφους απόφασιν˙άγεται λοιπόν από τους υπηρέτας του εξουσιαστού ο γενναίος του Χριστού αθλητής εις τον τόπον της καταδίκης, δεδεμένος τας χείρας, κατά το σύνηθες των καταδίκων, και εις όλον τον δρόμον, οι ιμάμιδες, και οι χοτζάδες, δεν έπαυσαν από το να τον συμβουλεύουν, και να πάσχουν με κάθε τρόπον να τον διαστρέψουν, και να τον ελκύσωσιν εις την γνώμην τους, αλλ’ εκείνος ο μακάριος δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις τα ψυχόλεθρα αυτών λόγια, αλλ’ είχεν όλως δι’ όλου τον νουν του προσηλωμένον εις τον Χριστόν, και εις το υπέρ εκείνου μακάριον τέλος, ένα και μόνον λόγον συχνά αποκρινόμενος, Χριστιανός είμαι, και Χριστιανός να αποθάνω˙ ω μακαρίας φωνής! ω γενναίας ενστάσεως! ω ψυχής καιομένης υπό του θείου έρωτος! Εις την παράδοξον ταύτην θεωρίαν συνέδραμον αναρίθμητα πλήθη ανθρώπων, από όλα τα γένη και τας φυλάς οπού κατοικούν εις εκείνην την πόλιν, δηλαδή και τούρκοι, και ρωμαίοι, και φράγγοι και αρμένιοι˙εις το μέσον λοιπόν εκείνου του πολυπληθούς θεάτρου στήσας ο δήμιος τον Μάρτυρα, τραβά έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του το σπαθί, και του το δείχνει γυμνόν και εξαστράπτον, τάχα δια να τον φοβίση, αλλ’ ο Μάρτυς τόσον εφαίνετο ακατάπληκτος, και τόσην έδειχνε αφοβίαν εις το πρόσωπον, ώστε βλέπωντας τον έννας από τους φράγγους, ώμοσεν ότι ακόμα δεν είδεν εις άνθρωπον τόσην σταθερότητα˙ μετά τούτο επρόσταξε να γονατίση και εγονάτισεν ο Μάρτυς, και ευθύς φθάνει προσταγή από τον Μουλάν, να λάβη υπομονήν ο δήμιος, δια τι έχει να ελθη εις την θεωρίαν ταύτην, και ο υιός του Μουλά˙ και αναβάλη την αποτομήν ο δήμιος μιαν ώραν και επέκεινα, και εις όλον εκείνο το διάστημα της ώρας ο Μάρτυς έμεινεν εκεί γονατιστός, μόνον εμπροσθέν του βλέπωντας με σκυμμένην την κεφαλήν, και ασχόλαστα προσευχόμενος, και με τον νουν του, και με τα χείλη του˙εδώ δεν αμφιβάλλω, πως μέσα εις εκείνην την αγίαν διάνοιαν εγίνετο όλον ένα κρίσις, και κατάκρισις του Κόσμου, και του κοσμοκράτορος, και πως άνωθεν ο αγωνοθέτης Χριστός ενίσχυε με την παντοδύναμον χάριν του, τον εδικόν του αθλητήν˙και ήτον δε όχι ολίγη και η αγωνία των ορθοδόξων και ομογενών του Χριστιανών, όσον έβλεπον την ώραν παρερχόμενην, συλλογιζόμενοι το ασθενές της ανθρωπίνης φύσεως˙αλλά τέλος πάντων ενίκησεν ο Χριστός, ύψωσε την αγίαν του πίστιν, με το λαμπρόν του Αλεξάνδρου Μαρτύριον, και οι ευσεβείς ευφράνθησαν και οι Άγγελοι εχάρησαν, οι δε δαίμονες εθρήνησαν, και οι της πλάνης θεραπευταί έμειναν κατησχυμένοι, με τον υπέρ Χριστού θάνατον του γενναίου, και θαυμασίου τούτου αθλητού, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί, και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.


(Νέον μαρτυρολόγιον : ήτοι μαρτύρια των νεοφανών μαρτύρων των μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς, και τόπους μαρτυρησάντων. / Συναχθέντα εκ διαφόρων συγγραφέων, και μετ' επιμελείας ότι πλείστης διορθωθέντα και συν θεώ το μεν πρώτον εκδοθέντα, δια συνδρομής φιλοχρίστων, και φιλομαρτύρων Χριστιανών, των εν τη Ευρώπη πραγματευομένων. Νυν δε το δεύτερον εκδίδονται δαπάνη Στεφάνου Κωνσταντίνου Σκαθάρου του εξ Αθηνών εις κοινήν των Ορθοδόξων Χριστιανών ωφέλειαν: 1856)

και μια ακόμη αναφορά

"Ούτος πορευθείς εις Σμύρνην, ηπατήθη και εγένετο τούρκος, μεταβαίνων ουν από πόλεως εις πόλιν ως Δερβίσης, έφθασε και έως την Μέκκαν, την καθέδραν του Σατανά. Μετά δε ταύτα ελθών εις θεογνωσίαν, και ελέγχων τους τούρκους κατ’ ολίγον ολίγον, εκήρυξεν εαυτόν Χριστιανόν. Όθεν φέρεται εις Σμύρνην, και κρινόμενος επί πολλάς ημέρας, αποκεφαλίζεται, τω 1794 Μαΐου 26."

(Ακολουθία ασματική μετά εγκωμίου παντών των νεοφανών μαρτύρων των μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως μαρτυρησάντων εξ ων οι ονομαστότεροι βιογραφικώς σημειούνται ή Νέον Μαρτυρολόγιον, βιβλίον ψυχωφελέστατον υπό Κωνστ. Χ. Δουκάκη 1897)

(σημ: Η ενασχόληση με τους δερβίσηδες είναι κρατά από μια κοινή εργασία που κάναμε με τον Δύτη στα χρόνια της Θεσσαλονίκης (κι αυτή με τη σειρά της γέννησε και γεννά άρθρα και έρευνες). Την ανάρτηση αυτή την ανεβάζω με την ευκαιρία της επαναδημοσίευσης του δεύτερου τεύχους των Κυνοκέφαλων. Επίσης, να ευχηθώ στον Δύτη "Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ (Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει). Ασκ ολσούν τσιβιρινέκ. (Χαρά σ’ εκείνον που ξέρει να τον γυρίζει, τον κόσμον αυτό) από τον παπαδιαμαντικό δερβίση για τα πρώτα γενέθλια του ιστολογίου του.)

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Συγγνώμη, Ιστορία....

Πολλοί σήμερα ίσως δεν γνωρίζουν τον Μανόλη Γλέζο, αλλά πιθανόν και να τον έμαθαν από το περιστατικό του ψεκασμού του με δακρυγόνα, θέμα γνωστό και πολλαπλώς σχολιασμένο, που έστρεψε για λίγο το ενδιαφέρον μας αλλού από τα άλλα θέματα της επικαιρότητας, τα πιο "σημαντικά".

Άλλαξαν τα ήθη, ήρθε και ο καιρός της συγγνώμης, αλλά χωρίς δημοσιογράφους και κάμερες γιατί ο νεαρός αστυνομικός φοβάται τη δημοσιότητα και ο Μ. Γλέζος δε θέλει να γίνει σήριαλ η περιπέτειά του. [Αυτό ας το νοιώσει και ας το κατανοήσει, όπως θέλει ο καθένας, παρ΄όλα αυτά έγινε γνωστή και η συνάντηση και το φίλεμα].

Σε κάποιο σημείο της συνάντησης φαίνεται να δηλώνει ο Δημήτρης ότι στη σχολή, που διάλεξε και σπούδασε, δεν διδάσκονται μαθήματα ιστορίας κι ο Γλέζος σχολίασε "Ζητάμε από τους μετανάστες να ξέρουν ιστορία, ενώ δεν τη διδάσκονται οι αστυνομικοί".

Κι αφού άλλαξαν τα ήθη, αλλάζουν πλέον και οι δομές των σπουδών, ώστε μετά από συμφωνία με τον υφυπουργό Προστασίας του Πολίτη που διαπίστωσε το έλλειμα των ιστορικών μαθημάτων, ο Μ. Γλέζος θα μιλήσει σε δύο διαλέξεις στην Αμυγδαλέζα στους άνδρες που υπηρετούν ως δόκιμοι στις 24 Μαρτίου. (Προφανείς οι λόγοι, παραμονή της 25ης....)

Καλό είναι να εμπλουτίσουν τις σπουδές και με γνώσεις για την ελληνική λογοτεχνία. Μιας και μαθαίνουν τους Μανόληδες, υπήρχε κι ένας άλλος Μανόλης, ο Αναγνωστάκης. Επειδή λίγο δύσκολο να τον καλέσουν κι αυτόν για απαγγελία, πιθανόν να αναρτήσουν κάτι από τα παρακάτω:

Το παρελθόν μιας αυταπάτης.
*
Και ήξερες πως όλα αυτά αργά ή γρήγορα θα τελειώσουν.
*
Να βλέπεις τα ίδια πράγματα να γίνονται και να ξαναγίνονται.
*
Δεν έφταιγεν ο ίδιος. Τόσος ήτανε.


(όπως έγραφε ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο "ΥΓ".)

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

Η (οικονομική) προσφορά στην πατρίδα

Απόσπασμα από το θεατρικό έργο: Ο ντροβάς με τον παρά κρεμιόταν στα χατίλια*


-Έλλην Κυβερνήτης :“Κάθε μέρα συναντάω στον δρόμο ανθρώπους του ενός μισθού που είναι διατεθειμένοι να τον προσφέρουν για την πατρίδα”


-Στρατηγός Μακρυγιάννης : "Αν µας έλεγε κανένας αυτείνη την λευτεριά οπού θα γευόµαστε, θα περικαλούσαµε τον Θεόν να µας αφήση εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο-να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπή πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, τι θα ειπή φιλοτιµία, αρετή και τιµιότη. Αυτά λείπουν απ' όλους εµάς, στρατιωτικούς και πολιτικούς. Τις πρόσοδες της πατρίδας τις κλέβοµεν, από υποστατικά δεν της αφήσαµεν τίποτας, σε 'πηρεσίαν να µπούµεν, ένα βάνοµεν εις το ταµείον, δέκα κλέβοµεν. Αγοράζοµεν πρόσοδες, τις τρώµεν όλες. Χρωστούν εις το Ταµείον δεκοχτώ-'κατοµµύρια ο ένας κι' ο άλλος• ο Μιχαλάκης Γιατρός πεντακόσες-χιλιάδες, ο Τζούχλος τρακόσες, ο Γιωργάκης Νοταράς τρακόσες-πενήντα -όλο τέτοιγοι χρωστούνε αυτά. Ο κεντρικός ταµίας ο Φίτζιος -τρακόσες-πενήντα του λείπουν από το ταµείον• κι' ακόµα δεν κυτάχτηκαν πόσα θα λείψουν ακόµα. Το-ίδιο ντογάνες κι' άλλα. Τέτοιοι µπαίνουν εις τα πράµατα και τέτοιους συντρόφους βάνουν. ∆ύσκολο είναι ο τίµιος άνθρωπος να κάνη τα χρέη του πατριωτικώς. Οι αγωνισταί οι περισσότεροι και οι χήρες κι' αρφανά δυστυχούν. Πολυτέλεια και φαντασία- γεµίσαµεν πλήθος πιανοφόρτια και κιθάρες. Οι δανεισταί µας ζητούν τα χρήµατά τους, λεπτό δεν τους δίνοµεν από αυτά -κάνουν επέβασιν εις τα πράµατά µας. Και ποτές δεν βρίσκοµεν ίσιον δρόµον. Πως θα σωθούµεν "εµείς µ' αυτά και να σκηµατιστούµεν εις την κοινωνίαν του κόσµου ως άνθρωποι;" Ο Θεός ας κάµη το έλεός του να µας γλυτώση από τον µεγάλον γκρεµνόν οπού τρέχοµεν να τζακιστούµεν."


-Χορός: "Ποιος ήταν που κρέμασε ( και πότε;) πάνω ακριβώς απ’ το τραπέζι
καταμεσίς στο ταβάνι, αυτή τη μαύρη καμπάνα; - πριν μήνες; πριν χρόνια;
Σκυμμένοι στο πιάτο μας, δεν την είχαμε δει. Ποτέ δε σηκώσαμε
λίγο πιο πάνω το κεφάλι, - ποιος ο λόγος άλλωστε; Μα, τώρα,
το ξέρουμε – είναι εκεί, αμετάθετη. Ποιος τάχα την πρωτό ‘δε; ποιος μας
το ‘πε
αφού κανείς μας δε μιλάει; Ίσως, μια νύχτα, ακολουθώντας το ποτήρι,
στραγγίζοντας την τελευταία σταγόνα του κρασιού, μέσ’ απ’ το άδειο
θαμπωμένο ποτήρι, να την πήρε το μάτι μας. Σκύψαμε αμέσως
ακόμη πιο πολύ. Πεινάμε, δεν πεινάμε, τρώμε· περιμένοντας πάντα,
από στιγμή σε στιγμή, ένα μεγάλο αόρατο χέρι να χτυπήσει την καμπάνα
εννέα ή δώδεκα φορές ή μία και μόνη,
απέραντα μόνη, απειθάρχητα μόνη, ενώ, από μέσα μας, μετράμε κιόλας, μήπως συμπέσουμε τουλάχιστον στους
χτύπους. (Γ. Ρίτσος)


*Χατίλια: Οι ξυλόδεσμοι που ζώνουν το πετρόκτιστο κτίριο, δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο στις γωνίες, αλλά εδράζεται ο ένας στον άλλο κι αφήνουν τις άκρες των ξύλων τους ορατές.

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Η πεντακέφαλος πολιτική παρέα και τα μέτρα λιτότητας

Σαν σήμερα

"Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθω, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη "ἡ Μετανάστις" ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν "Σωτήρα". Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη "Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν" εἰς τὸ "Μὴ χάνεσαι". Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας."

έγραφε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σε ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα που έγραψε μετά από παράκληση του Γιάννη Βλαχογιάννη.
Πέρα όμως από το γεγονός ότι σαν σήμερα γεννήθηκε ο Παπαδιαμάντης είναι που:

"Οπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη",

όπως έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης στο "Αξιον Εστί". Ακολουθώντας την προτροπή του ας ξαναδιαβάσουμε στους "Θαλασσοχώρηδες"

"Μικρόν μετά την μεσημβρίαν έφθασε μέγα πήλινο γκιουβέτσι με χασάπικους μεζέδες, σπληνάντερο και κοιλίτσες και καρδιές, μετά παχείας βορβορόχρου σάλτσας. [...]
Η πεντακέφαλος εύθυμος παρέα επείθετο να ψηφοφορήση «μονοκούκι» υπέρ του ενός κόμματος ή υπέρ του άλλου, αντί προκαταβολής 210 δραχμών είς μετρητά, ενός γκιουβετσίου, δύο γαλονιών οίνου κ' ενός παγουρίου ρακής, ως και ζεύγους τσαρουχιών περιπλέον δια τον Κώσταν τον Άγγουρον"

για να μην ξεχνάμε και τη σύγχρονη πεντακέφαλη πολιτική παρέα και τα μέτρα λιτότητας.


Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount