Τρίτη 22 Απριλίου 2008

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

ΧΩΡΙΣ ΣΤΕΦΑΝΙ.

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1896)

Τάχα δέν ήτον οικοκυρά κι αυτή στό σπίτι της καί στήν αυλήν της; Τάχα δέν ήτο κι αυτή, έναν καιρόν, νέα μέ ανατροφή; Είχε μάθει γράμματα εις τά σχολεία. Είχε πάρει τό δίπλωμά της από τό Αρσάκειον.Κ' ετήρει όλα τά χρέη της τά κοινωνικά, καί μετήρχετο τά οικιακά έργα της, καλύτερ' από καθεμίαν...Καί όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τ' ασπρίσματα καί τά πλυσίματα, τόσον οπού έκαμνε τό πάτωμα ν' αστράφτη καί τόν τοίχον νά ζηλεύη τό πάτωμα.Ήρχετο η Μεγάλη Πέμπτη καί αυτή άναφτε τήν φωτιάν της, έστηνε τήν χύτραν της, κ' έβαπτε κατακόκκινα τά πασχαλινά αυγά. Ύστερον ητοίμαζε τήν λεκάνην της, εγονάτιζεν, εσταύρωνε τρείς φορές τ' αλεύρι, κ' εζύμωνε καθαρά καί τεχνικά τίς κουλούρες, κ' ενέπηγε σταυροειδώς επάνω τά κόκκινα αυγά.Καί τό βράδυ, όταν ενύχτωνε, δέν ετόλμα νά πάγη ν' ανακατατωθή μέ τάς άλλας γυναίκας διά ν' ακούση τά Δώδεκα Ευαγγέλια. Ήθελε νά ήταν τρόπος νά κρυβή οπίσω από τά νώτα καμμιάς υψηλής καί χονδρής, ή εις τήν άκραν ουράν όλου τού στίφους τών γυναικών, κολλητά μέ τόν τοίχον, αλλ' εφοβείτο μήπως γυρίσουν καί τήν κοιτάξουν.Τήν Μεγάλην Παρασκευήν όλην τήν ημέρα ερρέμβαζε κ' έκλαιε μέσα της, κ' εμοιρολογούσε τά νιάτα της, καί τά φίλτατά της όσα είχε χάσει, καί ωνειρεύετο ξυπνητή, κ' εμελετούσε νά πάγη κι αυτή τό βράδυ πρίν αρχίση η Ακολουθία ν' ασπασθή κλεφτά-κλεφτά τόν Επιτάφιον, καί νά φύγη καθώς η αιμόρρους εκείνη, η κλέψασα τήν ίασίν της από τόν Χριστόν. Αλλά τήν τελευταίαν στιγμήν, όταν ήρχιζε νά σκοτεινιάζη, τής έλειπε τό θάρρος, καί δέν απεφάσιζε νά υπάγη. Τής ήρχετο παλμός.Αργά τήν νύκτα, όταν η ιερά πομπή μετά σταυρών καί λαβάρων καί κηρίων εξήρχετο τού ναού, εν μέσω ψαλμών καί μολπών καί φθόγγων εναλλάξ τής μουσικής τών ορφανών Χατζηκώστα, καί θόρυβος καί πλήθος καί κόσμος εις τό σκιόφως πολύς, τότε ο Γιαμπής ο Επίτροπος προέτρεχε νά φάση εις τήν οικίαν του, διά νά φορέση τόν μεταξωτόν κεντητόν του σκούφον, καί κρατών τό ηλέκτρινον κομβολόγιόν του, νά εξέλθη εις τόν εξώστη, μέ τήν ματαιουμένην από έτους εις έτος ελπίδα ότι οι ιερείς θ' απεφάσιζον νά κάμουν στάσιν καί ν' αναπέμψουν δέησιν υπό τόν εξώστην του τότε καί η πτωχή αυτή η Χριστίνα η Δασκάλα (όπως τήν έλεγαν έναν καιρόν εις τήν γειτονιάν) εις τό μικρόν παράθυρον τής οικίας της, μισοκρυμμένη όπισθεν τού παραθυροφύλλου εκράτει τήν λαμπαδίτσαν της, με τό φώς ίσα μέ τήν παλάμην της, κ' έρριπτεν άφθονον μοσχολίβανον εις τό πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν τό μύρον εις Εκείνον, όστις εδέχθη ποτέ τά αρώματα καί τά δάκρυα τής αμαρτωλού, καί μή τολμώσα εγγύτερον νά προσέλθη καί ασπασθή τούς αχράντους καί ηλοτρήτους καί αιμοσταγείς πόδας Του.Καί τήν Κυριακήν τό πρωί, βαθιά μετά τά μεσάνυκτα, ίστατο πάλιν μισοκρυμμένη εις τό παράθυρον, κρατούσα τήν αωφελή καί αλειτούργητην λαμπάδα της, καί ήκουε τάς φωνάς τής χαράς καί τούς κρότους, κ' έβλεπε κ' εζήλευε μακρόθεν εκείνας, οπού επέστρεφαν τρέχουσαι φρού-φρού από τήν εκκλησίαν, φέρουσαι τάς λαμπάδας των λειτουργημένας, αναμμένας έως τό σπίτι, ευτυχείς καί μέλλουσαι νά διατηρήσωσι δι' όλον τόν χρόνον τό άγιον φώς τής Αναστάσεως. Καί αυτή έκλαιε κ' εμοιρολογούσε τήν φθαρείσαν νεότητά της.Μόνον τό απόγευμα τής Λαμπρής, όταν εσήμαινον οι κώδωνες τών ναών διά τήν Αγάπην, τήν Δευτέραν Ανάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ετόλμα νά εξέλθη από τήν οικίαν, αθορύβως καί ελαφρά πατούσα, τρέχουσα τόν τοίχον-τοίχον, κολλώσα από τοίχον εις τοίχον, μέ σχήμα καί μέ τρόπον τοιούτον ως νά έμελλε νά εισέλθη διά τι θέλημα εις τήν αυλήν καμμιάς γειτονίσσης. Καί από τοίχον εις τοίχον έφθανεν εις τήν βόρειον πλευράν τού ναού, καί διά τής μικράς πλαγινής θύρας, κρυφά καί κλεφτά έμβαινε μέσα.Εις τάς Αθήνας, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάστασις είναι γιά τίς κυράδες, η δευτέρα γιά τίς δούλες. Η Χριστίνα η Δασκάλα εφοβείτο τάς νύκτας νά υπάγη εις τήν Εκκλησίαν, μήπως τήν κοιτάξουν, καί δέν εφοβείτο τήν ημέραν, νά μήν τήν ιδούν. Διότι οι κυράδες τήν εκοίταζαν, οι δούλες τήν έβλεπαν απλώς. Εις τούτο δέ ανεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δέν ήθελεν ή δέν ημπορούσε νά έρχεται εις επαφήν μέ τάς κυρίας, καί υπεβιβάζετο εις τήν τάξιν τών υπηρετριών. Αυτή ήτο η τύχη της.Ωραίον καί πολύ ζωντανόν, καί γραφικόν καί παρδαλόν, ήτο τό θέαμα. Οι πολυέλεοι ολόφωτοι αναμμένοι, αι άγιαι εικόνες στίλβουσαι, οι ψάλται αναμέλποντες τά Πασχάλια, οι παπάδες ιστάμενοι μέ τό Ευαγγέλιον καί τήν Ανάστασιν επί τών στέρνων, τελούντες τόν Ασπασμόν.Οι δούλες μέ τάς κορδέλας των καί μέ τάς λευκάς ποδιάς των, εμοίραζαν βλέμματα δεξιά καί αριστερά, κ' εφλυάρουν πρός αλλήλας, χωρίς νά προσέχουν εις τήν ιεράν ακολουθίαν. Οι παραμάνες ωδήγουν από τήν χείρα τριετή καί πενταετή παιδία καί κοράσια, τά οποία εκράτουν τάς χρωματιστάς λαμπάδας των, κ' έκαιον τά χρυσόχαρτα μέ τά οποία ήσαν στολισμέναι, κ' έπαιζαν κ' εμάλωναν μεταξύ των, κ' εζητούσαν νά καύσουν όπισθεν τά μαλλιά τού πρό αυτών ισταμένου παιδίου. Οι λούστροι έρριπτον πυροκρόταλα εις πολλά άγνωστα μέρη εντός τού ναού, καί κατετρόμαζαν τές δούλες. Ο μοναδικός αστυφύλαξ τούς εκυνηγούσε, αλλ' αυτοί έφευγαν από τήν μίαν πλαγινήν θύραν, κ' ευθύς επανήρχοντο διά τής άλλης. Οι επίτροποι εγύριζον τούς δίσκους κ' έρραινον μέ ανθόνερο τές παραμάννες.Δύο ή τρείς νεαραί μητέρες τής κατωτέρας τάξεως τού λαού, επτά ή οκτώ παραμμάνες, εκρατούσαν πεντάμηνα καί επτάμηνα βρέφη εις τάς αγκάλας. Τά μικρά ήνοιγον τεθηπότα τούς γλυκείς οφθαλμούς των, βλέποντα απλήστως τό φώς τών λαμπάδων, τών πολυελέων καί μανουαλίων, τούς κύκλους καί τά νέφη τού ανερχομένου καπνού τού θυμιάματος καί τό κόκκινον καί πράσινον φώς τό διά τών υάλων τού ναού εισερχόμενον, τό ανεμίζον ράσον τού εκκλησιάρχου καλογήρου, τρέχοντος μέσα-έξω εις διάφορα θελήματα, τά γένεια τών παπάδων σειόμενα εις πάσαν κλίσιν τής κεφαλής, εις πάσαν κίνησιν τών χειλέων, διά νά επαναλάβουν εις όλους τό Χριστός ανέστη βλέποντα καί θαυμάζοντα όλα όσα έβλεπον, τά στίλβοντα κομβία καί τά στριμμένα μουστάκια τού αστυφύλακος, τούς λευκούς κεφαλοδέσμους τών γυναικών, καί τούς στοίχους τών άλλων παιδίων, όσα ήσαν αραδιασμένα εγγύς καί πόρω παίζοντα μέ τούς βοστρύχους τής κόμης τών βασταζουσών, καί ψελλίζοντα ανάρθρους αγγελικούς φθόγγους. Η Χριστίνα εσυλογίζετο κ' έπλαινε κ' εσυγύριζεν όλον τόν χρόνον. Τήν Μεγάλην Πέμπτην έβαπτε τ' αυγά τά κόκκινα. Καί τάς καλάς ημέρας δέν είχε τόλμης πρόσωπον νά υπάγη κι αυτή εις τήν εκκλησίαν. Μόνον τό απόγευμα τού Πάσχα, εις τήν ακολουθίαν τής Αγάπης, κρυφά καί δειλά εισείρπεν εις τόν ναόν, διά ν' ακούση τό "Αναστάσεως ημέρα" μαζί μέ τίς δούλες καί τίς παραμάννες. Αλλ' Εκείνος, όστις ανέστη "ένεκα τής ταλαιπωρίας τών πτωχών καί τού στεναγμού τών πενήτων", όστις εδέχθη τής αμαρτωλής τά μύρα καί τά δάκρυα καί τού ληστού τό Μνήσθητί μου, θά δεχθή καί αυτής τής πτωχής τήν μετάνοιαν, καί θά τής δώση χώρον καί τόπον χλοερόν, καί άνεσιν καί αναψυχήν εις τήν βασιλείαν Του τήν αιωνίαν.


(επειδή πολύς λόγος έγινε και γίνεται για το "σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης"....)

Eίναι η στάση Παράδεισος.

Mια φορά, την παραμονή της Παναγίας, από το πρωί μέχρι το βράδυ που σκοτείνιασε εζητάγαμε με τον πατέρα σε όλο το Xαλάντρι. Όταν πια βράδιασε καλά καλά, πέσαμε να κοιμηθούμε κάτω από κάτι κυπαρίσσια. O πατέρας μου μού ζήτησε μια πέτρα, να τη βάλει προσκεφάλι. Eγώ, με μισόκλειστα τα μάτια από τη νύστα και την κούραση, παίρνω ένα άσπρο πράμα που φαινότανε σαν πέτρα και το βάζω από κάτω από το πανί που είχε για μαξιλάρι. Όταν ξυπνήσαμε το πρωί, κι εγώ πήγα πιο πέρα προς νερού μου, ακούω τον πατέρα μου να βλαστημάει και να με φωνάζει. Tου λέω: «Tι έχεις πατέρα που φωνάζεις;» και μου λέει θυμωμένα ενώ κρατούσε στα χέρια του μια νεκροκεφαλή: «Bρε παλιάνθρωπε, εγώ σου είπα να μου βάλεις μια πέτρα για μαξιλάρι και συ μου ’βαλες το κεφάλι του πεθαμένου;» Eγώ, ενώ έκλαιγα από την τρομάρα μου, σαν είδα τη νεκροκεφαλή, με πήρανε τα γέλια. O πατέρας μου μ’ έπιασε γερά στα χέρια του κι αρχίνησε να με χτυπάει. Mου ’λεγε: «Nά για να μάθεις να με φέρνεις να κοιμάμαι μέσα στα νεκροταφεία». Ένας Mαρουσιώτης, που πέρναγε από κει του λέει: «Στάσου, ρε μπάρμπα, μην το χτυπάς το παιδί. Eδώ που είναι τα κυπαρίσσια είναι και εκκλησιά. Eκεί κάτω είναι δυο τάφοι μαρμάρινοι όπου το χωριό θάβει τους παπάδες του. Eχτές πλύνανε τα κόκαλα και ποιος ξέρει πώς βρέθηκε εδώ το κεφάλι. Tο βρήκε το παιδί και σ’ το ’βαλε για μαξιλάρι. Γέρο, μη δέρνεις το παιδί χρονιάρα μέρα. Παραπάνω είναι το Mαρούσι. Eκεί σήμερα και αύριο γίνεται πανηγύρι και πήγαινε με το παιδί να πάρεις καμιά πεντάρα». Aυτό το μέρος που κοιμηθήκαμε, ο πατέρας το ’βλεπε στον ύπνο του πολλά χρόνια, γιατί φοβότανε πολύ τα νεκροταφεία. Eγώ κάθομαι τριάντα χρόνια τώρα στην Kηφισιά και το μέρος αυτό το βλέπω το λιγότερο τρεις φορές τη βδομάδα όταν ανεβοκατεβαίνω στην Aθήνα. Eίναι η στάση Παράδεισος.

(από το βιβλίο: Σωτήρης Σπαθάρης, Aπομνημονεύματα και η τέχνη του Kαραγκιόζη, Eκδόσεις Άγρα, Aθήνα 1992)

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount