Σάββατο 5 Απριλίου 2008

Eίναι η στάση Παράδεισος.

Mια φορά, την παραμονή της Παναγίας, από το πρωί μέχρι το βράδυ που σκοτείνιασε εζητάγαμε με τον πατέρα σε όλο το Xαλάντρι. Όταν πια βράδιασε καλά καλά, πέσαμε να κοιμηθούμε κάτω από κάτι κυπαρίσσια. O πατέρας μου μού ζήτησε μια πέτρα, να τη βάλει προσκεφάλι. Eγώ, με μισόκλειστα τα μάτια από τη νύστα και την κούραση, παίρνω ένα άσπρο πράμα που φαινότανε σαν πέτρα και το βάζω από κάτω από το πανί που είχε για μαξιλάρι. Όταν ξυπνήσαμε το πρωί, κι εγώ πήγα πιο πέρα προς νερού μου, ακούω τον πατέρα μου να βλαστημάει και να με φωνάζει. Tου λέω: «Tι έχεις πατέρα που φωνάζεις;» και μου λέει θυμωμένα ενώ κρατούσε στα χέρια του μια νεκροκεφαλή: «Bρε παλιάνθρωπε, εγώ σου είπα να μου βάλεις μια πέτρα για μαξιλάρι και συ μου ’βαλες το κεφάλι του πεθαμένου;» Eγώ, ενώ έκλαιγα από την τρομάρα μου, σαν είδα τη νεκροκεφαλή, με πήρανε τα γέλια. O πατέρας μου μ’ έπιασε γερά στα χέρια του κι αρχίνησε να με χτυπάει. Mου ’λεγε: «Nά για να μάθεις να με φέρνεις να κοιμάμαι μέσα στα νεκροταφεία». Ένας Mαρουσιώτης, που πέρναγε από κει του λέει: «Στάσου, ρε μπάρμπα, μην το χτυπάς το παιδί. Eδώ που είναι τα κυπαρίσσια είναι και εκκλησιά. Eκεί κάτω είναι δυο τάφοι μαρμάρινοι όπου το χωριό θάβει τους παπάδες του. Eχτές πλύνανε τα κόκαλα και ποιος ξέρει πώς βρέθηκε εδώ το κεφάλι. Tο βρήκε το παιδί και σ’ το ’βαλε για μαξιλάρι. Γέρο, μη δέρνεις το παιδί χρονιάρα μέρα. Παραπάνω είναι το Mαρούσι. Eκεί σήμερα και αύριο γίνεται πανηγύρι και πήγαινε με το παιδί να πάρεις καμιά πεντάρα». Aυτό το μέρος που κοιμηθήκαμε, ο πατέρας το ’βλεπε στον ύπνο του πολλά χρόνια, γιατί φοβότανε πολύ τα νεκροταφεία. Eγώ κάθομαι τριάντα χρόνια τώρα στην Kηφισιά και το μέρος αυτό το βλέπω το λιγότερο τρεις φορές τη βδομάδα όταν ανεβοκατεβαίνω στην Aθήνα. Eίναι η στάση Παράδεισος.

(από το βιβλίο: Σωτήρης Σπαθάρης, Aπομνημονεύματα και η τέχνη του Kαραγκιόζη, Eκδόσεις Άγρα, Aθήνα 1992)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount