Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

ένας ένας, μη σκουντιέστε...

Δύσκολοι, πολύ δύσκολοι καιροί. Έπρεπε να το φτιάξουμε, επιτέλους, το Ρωμέικο και μάλιστα με τα ίδια τα χεράκια μας κι αφού δε χωράγαμε όλοι στο «λουφέ», έπρεπε οι μισοί να βγούνε «μπιελάρ» για να ζήσουν σαν άνθρωποι οι άλλοι μισοί. Τι μου λες τώρα για Δαλαμάγκες και για Μήτσους; Αυτοί δεν ήταν με κανέναν κι ήτανε μ’ όλους κι αυτό απαγορεύονταν αυστηρώς και δια ροπάλου, διότι «ο μη μεθ΄ ημών καθ’ ημών» και πάει-σκόλασε· τον έφαγε η μαρμάγκα και τον κατάπιε το μαύρο σκότος. Άσε που μοιράσανε και τις καινούργιες πιπίλες στον κοσμάκη, να τις γλύφει και να ξεγελάει την πείνα του κορμιού και της ψυχούλας του, περί δήθεν μιας καλύτερης αύριον ή περί περασμένων μεγαλείων που διηγώντας τα να κλαις.



Και πρώτα πρώτα έπρεπε ν’ αναστήσουμε την εθνική οικονομία μας· άλλοι χαντακώσανε το βιος του κοσμάκη κι οι ίδιοι, οι φουκαράδες, οι ξετιναγμένοι, έπρεπε να πληρώσουνε το μάρμαρο. Και τότε, ω του θαύματος! Νάσου τοι οι δωσίλογοι της κατοχής, που μεταβαφτιστήκανε σε «σωτήρες του έθνους», σάματις ο ντελβές να γίνεται ποτέ καϊμάκι και οι κατεδαφιστές, πρωτομάστοροι. Μα, ως πρωτομάστοροι έπρεπε να την τηλώσουνε πρώτα οι ίδιοι τους και να σταθούνε στα ποδάρια τους. Κι έτσι, γεμίσαν τ’ αντερίτσι τους χάφτοντας με τα χρυσά κουτάλια τα «σχέδια Μάρσαλ» και τα λοιπά αποτρόπαια που συμβαίνανε σ’ αυτό τον έρμο τόπο, αυτόν που τον κατάντησαν αυτοί οι κακούργοι, οι ανά τους αιώνες ξετσίπωτοι σπεκουλαδόροι σε σωστό κωλοχανείο. Αυτοί, λοιπόν, οι μπάσταρδοι, οι κατοχικοί λεχρίτες και οι προπολεμικές οι μαστοράντζες, αυτές οι γενεές γενεών βδέλλες, που καταπίνανε το αίμα του κοσμάκη, βρήκανε, επιτέλους, πώς θα στομώσουνε το ταμάχι τους και πετάγανε ένα κόκαλο στο δύσμοιρο, ας πούμε, πρόσφυγα και του τρώγανε λάχανο το οικοπεδάκι του της «πρόνοιας». Και μόλις σήκωναν ταμπέλα «πωλούνται διαμερίσματα», βάζανε τους άστεγους, τους φουκαράδες στην αράδα και «ένας ένας, μη σκουντιέστε», τους πούλαγαν τα μελλοντικά μεγαλουργήματά τους· κάτι σκατοδιαμερίσματα, που να ’ρθει η ώρα σου να πεθάνεις εκεί μέσα κι άλλο να μη σκέφτεσαι, εξόν απ’ τη βλασφήμια και το βρισίδι, που θα σου ρίξουν τα κοράκια, μιας κι έπρεπε να σε βγάλουν στα όρθια μες στην κάσα σου, αφού πού να χωρέσεις να περάσεις ξαπλωτός από ’κείνους τους, μισό, κι ούτε μέτρο, διαδρόμους;
Έτσι γινήκανε οι πλούσιοι σ’ αυτόν τον τόπο και το παίζουν αριστοκρατία και σκάρωσαν και τις δυναστείες τους, στρατιές ολόκληρες από κακομαθημένους γιους κι εγγόνους –ηλίθια κωλόπαιδα –που τα βλέπεις ν’ αγωνίζονται απεγνωσμένα, να χτυπάνε τον κώλο τους από καταγής, να κάνουν γιάγμα τον προγονικό τους μπεζαχτά κι αυτός εκεί, να μη λέει να στερέψει με καμιά κυβέρνηση.


Τόλης Καζαντζής,
Η δροσούλα [απόσπασμα], Το τελευταίο καταφύγιο και άλλα διηγήματα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1989, 40-42

και εδώ






Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Και λοιπόν;

Συχνά πυκνά ακούγαμε μάλλον το
΄
"όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει" [1]
γραμμένο εκεί κάπου στο '40.

Μάλλον θα μπερδεύονταν τα πράγματα περισσότερο, αν το ίδιο συχνά λεγόταν κι εκείνο το

"Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας" [2],

αλλά ευτυχώς, θα έλεγε κανείς, που δεν τον πολυδιαβάζουν και πιθανότερο και να μην ξέρουν ποιος το έγραψε ή ότι έγραψε και ποιήματα. Το '43 τώρα ποιος ξέρει τι και ποιον να 'χε κατά νου, τι να βίωνε.
Κι εκεί στο '58 με '59 να ακούστηκε πως

"Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου..."[3]

Μάλλον όμως τον είχε προλάβει κι αυτόν και τους άλλους εκείνος ο γνωστός γεροπαράξενος το 1907, προσπαθώντας να γράψει κάτι σαρακοστιανό, για τη γλώσσα και την κοινωνία  

"έν ζωντανόν σώμα δεν δύναται να ζήση δι’ ενέσεων, τρόπον τινά, από κόνιν αρχαίων σκελετών και μνημείων, άλλο τόσον δεν δύναται να ζήση, ειμή μόνον κακήν και νοσηράν ζωήν, τρεφόμενον με τουρσιά και με κονσέρβας ευρωπαϊκάς" [4]

Στον πρώτο συμπλήρωσε κάποιος το '69

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,
τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων [5]

αλλά μάλλον περισσότερο ήθελε να μιλήσει για τον απλό θεατή και τον ασήμαντο ανθρωπάκο.

Μετά ήρθαν και μίλησαν άλλοι με πιο επίσημο λόγο, πιο επίσημη γλώσσα στο Αρθρο 120- παράγραφοι 2,3 και 4.

Και λοιπόν; Σε τι μας χρειάζονται τα ποιήματα; Κι ο επίσημος λόγος, παλιοκαιρισμένος που μοιάζει, μάλλον πρέπει να καταργηθεί.Έτσι, λένε κάποιοι....





[1]Γ. Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων, Με τον τρόπο του Γ.Σ.,
[2] Ν. Εγγονόπουλος, Μπολιβάρ
[3] Οδ. Ελύτης, Άξιον Εστί
[4] Αλ. Παπαδιαμάντης, Γλώσσα και κοινωνία, εφ. Αλήθεια, 1907 / Βαλέτας Ε', σ. 237.
[5]Μ. Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. /Δεκαοχτώ Κείμενα 1970 

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Τι άλλα νέα από το χωριό;

Χιόνι πολύ αυτές τις μέρες.
Τέτοια χιόνια τα θυμούνται μόνο οι παλιοί και μας το 'λεγαν πάντα. "Έριξε, έριξε...αλλά παλιά μας παράχωνε....".

Κι όταν ρίχνει τόσο χιόνι στο χωριό κανένας δε χαίρεται. Κόβεται το ρεύμα κι όταν έρχεται, πέφτει η τάση. Κλείνουν οι δρόμοι κι όλοι, άνθρωποι και ζωντανά, περιμένουν το Μηχάνημα.

Όταν ανοίξει ο δρόμος θα έρθουν τα φάρμακα με το ταξί και μ' αυτούς που κατεβαίνουν "κάτω". Θα έρθουν οι συντάξεις του ΟΓΑ, τα "πολύτεκνα" και τα "ανάπηρα". Θ' ανέβουν κι οι δάσκαλοι. Είναι σχεδόν ένας μήνας κοντά που το σχολείο είναι κλειστό.

Ας μένουμε μακρυά, εμείς "της πόλης" κι οι άλλοι, "οι Αθηναίοι". Είναι σαν να 'μαστε εκεί. Το μυαλό, αυτό σε πάει κι εδώ κι εκεί και όπου θέλει.

.............
-Τι άλλα νέα από το χωριό;
-Τίποτα. Χιόνι πολύ. Φέτος μας τάραξε, δεν ξανάδα ποτέ τέτοιο χιόνι.Σταμάτησε το μεσημέρι. Άιντε, μας έχασε ο Θεός.....


΄
........
Το βράδυ στην τηλεόραση η Αθήνα καιγόταν. Από το μπαλκόνι ο Βόλος να καπνίζει.

Στο χωριό σταμάτησε να χιονίζει από το μεσημέρι. Αλλά αυτοί είναι μαθημένοι από τα χιόνια.
Άρχισε να "χιονίζει" εδώ από το βράδυ. Αλλά εμείς είμαστε άμαθοι από τα χιόνια.

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Δωρεάν




Ζούμε δωρεάν∙

τ’ οξυγόνο είναι δωρεάν∙ τα σύννεφα, επίσης.

Λόφοι, κοιλάδες: δωρεάν∙

βροχή και λάσπη: δωρεάν.

Το αμάξωμα του αυτοκινήτου,

η είσοδος στον κινηματογράφο,

οι βιτρίνες, όλα είναι δωρεάν∙

δυστυχώς, δεν ισχύει το ίδιο για το ψωμί και το τυρί.

Όμως, το θαλασσινό νερό είναι δωρεάν∙

η ελευθερία κοστίζει τη ζωή σου,

μα η σκλαβιά είναι δωρεάν∙

ζούμε δωρεάν,

δ ω ρ ε ά ν.
 
 
 


Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΤΕΙΑ
Μετάφραση–Επίμετρο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος


Βακχικόν, Ποίηση - 6, 2011

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Οι τρικυκλάδες

Ακούγαμε ο Βαρδάρης, το Βαρδάρι. Επισήμως πλατεία Μεταξά. Το βαφτίσανε έτσι προς τιμήν του δικτάτορα. Ο κόσμος δεν θυμάμαι να το έλεγε έτσι ποτέ. Ποτέ. Μόνο οι εισπρακτοραίοι. Γιατί αυτή ήταν η εντολή απ' το σταθμαρχείο. "Τέρμα" φώναζαν, "πλατεία Μεταξά". Και τους στραβοκοίταζαν μερικοί. Ο κόσμος, όταν τον έχουνε κάτω απ' την εξουσία τους, μπορεί να μη μιλάει, γιατί τους φοβάται, αλλά μόλις φύγουνε από τη μέση, τους ξεχνάει, τους σβήνει. τους διαγράφει, δε θέλει ν' ακούει γιαυτούς. Ούτε πλατεία Μεταξά λένε την πλατεία του Βαρδάρη -όλοι πάμε στον Βαρδάρη λένε- ούτε εκείνα τα αποβράσματα που καθαρίσανε τον Λαμπράκη τα έδωσε κανένας αξία και υπόληψη. Ο Κοτζαμάνης, λένε, ο τρικυκλάς, ψόφησε ολομόναχος, κανείς δεν του 'δωσε ένα ποτήρι νερό απ' τη γειτονιά του, τα ίδια και ο Φον Γιοσμάς, ο γερμανοτσολιάς, τα ίδια και ο Εμμανουηλίδης. Τον Τίγρη, που ήτανε παλικάρι και σάλταρε πάνω στο τρίκυκλο κι έγινε η αιτία να τους ζαμακώσουνε τους φονιάδες, εκείνον όλη η Θεσσαλονίκη τον αγαπούσε και τον σεβόταν.

Θωμάς Κοροβίνης, Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, Άγρα 2011 

Θα 'θελα πολύ να ήταν απλά ένα απόσπασμα, μαστορεμένο,καλοστημένο, μια παρέκβαση, μια σύνδεση με τα προηγούμενα και μια διάβαση για τα επόμενα. Όλα τα υπόλοιπα να τα άφηνα στη θεωρία της λογοτεχνίας και τις άλλες θεωρίες να τα δουλέψουν, να το αξιολογήσουν. Γράφουμε όμως με όσα έχουμε ζήσει, ό,τι κι αν είναι αυτό που γράφουμε. Διαβάζουμε, όμως, με ακριβώς αυτό που ζούμε τώρα.

Θα 'θελα πολύ περισσότερο να μη βρω κάποια ομοιότητα με τα σημερινά.
Θα 'θελα να 'ταν λίγοι οι "εισπρακτοραίοι" ή και να μην υπήρχαν. Αλλά, αφού υπάρχουν, να βρούμε μόνοι μας ονομασίες για τα πράγματα, τις πλατείες, τους δρόμους, ξανά από την αρχή, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό. Αλλιώς να κατεβούμε από τα λεωφορεία και να πάμε με τα πόδια.
Αξία και υπόληψη; Σχετική λένε η ηθική, απόλυτη η οικονομία.
Έτσι, όμως λένε πάντα οι τρικυκλάδες.

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount