Δύσκολοι, πολύ δύσκολοι καιροί. Έπρεπε να το φτιάξουμε, επιτέλους, το Ρωμέικο και μάλιστα με τα ίδια τα χεράκια μας κι αφού δε χωράγαμε όλοι στο «λουφέ», έπρεπε οι μισοί να βγούνε «μπιελάρ» για να ζήσουν σαν άνθρωποι οι άλλοι μισοί. Τι μου λες τώρα για Δαλαμάγκες και για Μήτσους; Αυτοί δεν ήταν με κανέναν κι ήτανε μ’ όλους κι αυτό απαγορεύονταν αυστηρώς και δια ροπάλου, διότι «ο μη μεθ΄ ημών καθ’ ημών» και πάει-σκόλασε· τον έφαγε η μαρμάγκα και τον κατάπιε το μαύρο σκότος. Άσε που μοιράσανε και τις καινούργιες πιπίλες στον κοσμάκη, να τις γλύφει και να ξεγελάει την πείνα του κορμιού και της ψυχούλας του, περί δήθεν μιας καλύτερης αύριον ή περί περασμένων μεγαλείων που διηγώντας τα να κλαις.
Και πρώτα πρώτα έπρεπε ν’ αναστήσουμε την εθνική οικονομία μας· άλλοι χαντακώσανε το βιος του κοσμάκη κι οι ίδιοι, οι φουκαράδες, οι ξετιναγμένοι, έπρεπε να πληρώσουνε το μάρμαρο. Και τότε, ω του θαύματος! Νάσου τοι οι δωσίλογοι της κατοχής, που μεταβαφτιστήκανε σε «σωτήρες του έθνους», σάματις ο ντελβές να γίνεται ποτέ καϊμάκι και οι κατεδαφιστές, πρωτομάστοροι. Μα, ως πρωτομάστοροι έπρεπε να την τηλώσουνε πρώτα οι ίδιοι τους και να σταθούνε στα ποδάρια τους. Κι έτσι, γεμίσαν τ’ αντερίτσι τους χάφτοντας με τα χρυσά κουτάλια τα «σχέδια Μάρσαλ» και τα λοιπά αποτρόπαια που συμβαίνανε σ’ αυτό τον έρμο τόπο, αυτόν που τον κατάντησαν αυτοί οι κακούργοι, οι ανά τους αιώνες ξετσίπωτοι σπεκουλαδόροι σε σωστό κωλοχανείο. Αυτοί, λοιπόν, οι μπάσταρδοι, οι κατοχικοί λεχρίτες και οι προπολεμικές οι μαστοράντζες, αυτές οι γενεές γενεών βδέλλες, που καταπίνανε το αίμα του κοσμάκη, βρήκανε, επιτέλους, πώς θα στομώσουνε το ταμάχι τους και πετάγανε ένα κόκαλο στο δύσμοιρο, ας πούμε, πρόσφυγα και του τρώγανε λάχανο το οικοπεδάκι του της «πρόνοιας». Και μόλις σήκωναν ταμπέλα «πωλούνται διαμερίσματα», βάζανε τους άστεγους, τους φουκαράδες στην αράδα και «ένας ένας, μη σκουντιέστε», τους πούλαγαν τα μελλοντικά μεγαλουργήματά τους· κάτι σκατοδιαμερίσματα, που να ’ρθει η ώρα σου να πεθάνεις εκεί μέσα κι άλλο να μη σκέφτεσαι, εξόν απ’ τη βλασφήμια και το βρισίδι, που θα σου ρίξουν τα κοράκια, μιας κι έπρεπε να σε βγάλουν στα όρθια μες στην κάσα σου, αφού πού να χωρέσεις να περάσεις ξαπλωτός από ’κείνους τους, μισό, κι ούτε μέτρο, διαδρόμους;
Έτσι γινήκανε οι πλούσιοι σ’ αυτόν τον τόπο και το παίζουν αριστοκρατία και σκάρωσαν και τις δυναστείες τους, στρατιές ολόκληρες από κακομαθημένους γιους κι εγγόνους –ηλίθια κωλόπαιδα –που τα βλέπεις ν’ αγωνίζονται απεγνωσμένα, να χτυπάνε τον κώλο τους από καταγής, να κάνουν γιάγμα τον προγονικό τους μπεζαχτά κι αυτός εκεί, να μη λέει να στερέψει με καμιά κυβέρνηση.
Και πρώτα πρώτα έπρεπε ν’ αναστήσουμε την εθνική οικονομία μας· άλλοι χαντακώσανε το βιος του κοσμάκη κι οι ίδιοι, οι φουκαράδες, οι ξετιναγμένοι, έπρεπε να πληρώσουνε το μάρμαρο. Και τότε, ω του θαύματος! Νάσου τοι οι δωσίλογοι της κατοχής, που μεταβαφτιστήκανε σε «σωτήρες του έθνους», σάματις ο ντελβές να γίνεται ποτέ καϊμάκι και οι κατεδαφιστές, πρωτομάστοροι. Μα, ως πρωτομάστοροι έπρεπε να την τηλώσουνε πρώτα οι ίδιοι τους και να σταθούνε στα ποδάρια τους. Κι έτσι, γεμίσαν τ’ αντερίτσι τους χάφτοντας με τα χρυσά κουτάλια τα «σχέδια Μάρσαλ» και τα λοιπά αποτρόπαια που συμβαίνανε σ’ αυτό τον έρμο τόπο, αυτόν που τον κατάντησαν αυτοί οι κακούργοι, οι ανά τους αιώνες ξετσίπωτοι σπεκουλαδόροι σε σωστό κωλοχανείο. Αυτοί, λοιπόν, οι μπάσταρδοι, οι κατοχικοί λεχρίτες και οι προπολεμικές οι μαστοράντζες, αυτές οι γενεές γενεών βδέλλες, που καταπίνανε το αίμα του κοσμάκη, βρήκανε, επιτέλους, πώς θα στομώσουνε το ταμάχι τους και πετάγανε ένα κόκαλο στο δύσμοιρο, ας πούμε, πρόσφυγα και του τρώγανε λάχανο το οικοπεδάκι του της «πρόνοιας». Και μόλις σήκωναν ταμπέλα «πωλούνται διαμερίσματα», βάζανε τους άστεγους, τους φουκαράδες στην αράδα και «ένας ένας, μη σκουντιέστε», τους πούλαγαν τα μελλοντικά μεγαλουργήματά τους· κάτι σκατοδιαμερίσματα, που να ’ρθει η ώρα σου να πεθάνεις εκεί μέσα κι άλλο να μη σκέφτεσαι, εξόν απ’ τη βλασφήμια και το βρισίδι, που θα σου ρίξουν τα κοράκια, μιας κι έπρεπε να σε βγάλουν στα όρθια μες στην κάσα σου, αφού πού να χωρέσεις να περάσεις ξαπλωτός από ’κείνους τους, μισό, κι ούτε μέτρο, διαδρόμους;
Έτσι γινήκανε οι πλούσιοι σ’ αυτόν τον τόπο και το παίζουν αριστοκρατία και σκάρωσαν και τις δυναστείες τους, στρατιές ολόκληρες από κακομαθημένους γιους κι εγγόνους –ηλίθια κωλόπαιδα –που τα βλέπεις ν’ αγωνίζονται απεγνωσμένα, να χτυπάνε τον κώλο τους από καταγής, να κάνουν γιάγμα τον προγονικό τους μπεζαχτά κι αυτός εκεί, να μη λέει να στερέψει με καμιά κυβέρνηση.
Τόλης Καζαντζής,
Η δροσούλα [απόσπασμα], Το τελευταίο καταφύγιο και άλλα διηγήματα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1989, 40-42
και εδώ