Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Τα κόκαλα έμειναν ασκέπαστα


+ 13-13-42


Φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα ΄ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως. Κι άλλες φορές έτυχε βέβαια να επισκεφθώ τόπους μαρτυρίου ή ομαδικής ταφής, η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκαλα παλικαριών μα ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά. Αυτό ασφαλώς έγινε, γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν από είκοσι χρόνια. Πλησίασα, κι όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, σιγοκάθισα πάνω στα πόδια μου σε μιαν άκρη. Και τώρα, που η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο. Και μακάρι να γινόταν έτσι.

Τότε που πρωτοζύγωσα, το σκάψιμο με την αξίνα είχε προχωρήσει. Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του. Σε λίγο, ένα ένα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα κόκαλα. Ηταν κατακίτρινα, με λίγο καστανό χώμα κολλημένο πάνω τους. Η γυναίκα, μ΄ ένα τσεμπέρι στο κεφάλι, σχεδόν γονατιστή, αφού το ξέπλενε λίγο με κόκκινο κρασί, τ΄ αράδιαζε ευλαβικά μέσα σε μια κάσα χαρτονένια, απ΄ αυτές της αμερικάνικης βοήθειας. Σε όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα το αηδιαστικό ή το τρομαχτικό. Αλλωστε το παιδάκι ήταν δεκάξι χρόνων όταν μαρτύρησε. Και πιστεύω, χωρίς αμφιβολία, πως θα έχει αγιάσει. Στο χώμα δίπλα ήταν μπηγμένο ένα κερί και στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμίαμα. Ευωδίαζε όλος ο τόπος. Λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα. Καταλάβαινα όμως πως τα μάτια τους τρέχαν, γι΄ αυτό έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω. Πολύ ήταν και που με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα.

Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ηταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ΄ το μέτωπο. Είχα γίνει πια ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι πως έπρεπε να προσκυνήσω, αν και είμαι τόσο ανάξιος. Κοίταζα συνεχώς ένα βραχάκι κοντά μου και τις λειχήνες του. Αυτό σίγουρα θα ήταν και τότε εδώ, και το παιδί θα το είδε, ίσως και να το ζήλεψε. Μπορεί να ήταν και κείνο το αρκετά μεγάλο δέντρο, αν και δεν αποκλείεται να έχει μεγαλώσει πιο γρήγορα, εφόσον βρήκε άφθονο λίπασμα από τόσο αίμα και τόσες εκατοντάδες κορμιά. Καλά θα ήταν να μπορούσε να μεταμορφώνεται ο άνθρωπος όταν πέφτει σε μεγάλο κίνδυνο, ή ν΄ ανοίγει η γη και να τον κρύβει. Εγώ τουλάχιστο έτσι παρακαλούσα, όταν βρέθηκε σε κάτι τιποτένιους κινδύνους, που είναι ντροπή και να τους σκέφτομαι ακόμα. Πάντως, θυμούμαι πως εκείνες τις στιγμές λάτρευα και πρόσεχα, όσο ποτέ, τα άψυχα, αλλά και τα έντομα και τα φυτά και τα πουλιά. Σ΄ αυτό ακριβώς στηρίζομαι και πιστεύω πως έτσι θα ΄νιωσε κι αυτός εκείνη την ώρα. Εξάλλου ήταν της ηλικίας μου. Δεν είναι δυνατό να διαφέρω και τόσο πολύ απ΄ τους άλλους. Ανθρωπος είμαι και εγώ. Κι όμως η κάποια διαφορά είναι που με καίει.

Πάνω στην κορφή του λόφου έχουν στήσει ένα τεράστιο κάτασπρο σταυρό και παρακάτω, στην πλαγιά, είναι σχηματισμένη, με άσπρες πάλι πέτρες, η ημερομηνία : 13-12-43. Λογάριαζα, όταν γυρίσω σπίτι, να ψάξω για κείνο το ημερολόγιό μου, που μπόρεσα να κρατήσω, μέρα με τη μέρα, τότε. Τι να ΄γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;

Κι έτσι, καθώς είχα απομονωθεί κοιτάζοντας το ρηχό μνήμα του χωριατόπουλου, άρχισα να ψιθυρίζω ανεπαίσθητα το αντρίκιο εκείνο μοιρολόγι, που μόνο τα λόγια του ξέρω και όχι το σκοπό:

Μαστόροι Καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες,

που πελεκάτε μάρμαρα και φτιάχνετε κιβούρια,

φτιάχτε και μένα ΄να καλό, καλύτερο από τ΄άλλα...

Ομως ένα μπουλούκι εντόπιοι τουρίστες φάνηκε να μπαίνει μέσα στον ιερό περίβολο. Στάθηκαν γύρω απ΄ το ελεεινό για μια τέτοια θυσία κενοτάφιο. Φαίνονταν απ΄ τους μορφωμένους και δεν μπορώ να πω πως η στάση τους δεν ήταν σεμνή. Κατέθεσαν μάλιστα ένα καλοκαμωμένο διάφανο στεφάνι και κατόπι κράτησαν ένα λεπτό σιγή. Κάποιος τους άρχισε να διαβάζει από ένα χαρτί το ιστορικό της εκτελέσεως των 1200 ανθρώπων. Ηταν τόσο ψυχρή η περιγραφή ώστε αμέσως υπέθεσα πως σίγουρα θα τα είχε ξεσηκώσει απ΄ την τελευταία εγκυκλοπαίδεια. Υστερα σκόρπισαν μιλώντας δυνατά ή χαχανίζοντας. Πολλοί ήρθαν τριγύρω μας. Και φυσικά αμέσως άρχισαν τις ερωτήσεις, ιδίως οι γυναίκες. Το παλικάρι με την αξίνα απαντούσε, πιέζοντας ολοφάνερα τον εαυτό του. Φαινόταν καθαρά πως θεωρούσαν σχεδόν ευτυχία τους και σπουδαίο συμπλήρωμα στις συγκινήσεις της εκδρομής την ανακομιδή, που πέτυχαν πάνω στην ώρα. Ο αδελφός μάλιστα ζαλίστηκε τόσο για μια στιγμή, ώστε έκανε το λάθος να τους δείξει ακόμα και το κρανίο με τη χαριστική βολή. Αυτό όμως θα ήταν πέρα απ΄ τα όρια της αντοχής τους, γιατί αμέσως πρόσεξα μια κίνηση για απομάκρυνση. Κάποιος τους θύμισε πως η ώρα περνάει. Εκείνη τη στιγμή η σκυμμένη γυναίκα τους γύρεψε, αν έχουν, καμιά εφημερίδα για να σκεπάσει τα κόκαλα. Πολλοί προθυμοποιήθηκαν, από εφημερίδες άλλο τίποτα και τι εφημερίδες...

Πήραν να κατηφορίζουν. Μετά από λίγα βήματα άναψε ζωηρή συζήτηση ανάμεσά τους σα να μην ήμασταν κι εμείς λίγο πιο πάνω. Ενας ακούστηκε να φωνάζει με θυμό: Καλά τους έκαναν, αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή.

Κανένας δεν αντιμίλησε. Ηταν και κάποιος με στολή μαζί τους.

Μου ΄ρθε να πέσω απάνω σε κείνη την άτιμη φωνή και να τη στραγγαλίσω άγρια, προτού προφτάσει να προχωρήσει. Αλλά την άκουσαν βέβαια συγχρόνως και τα δύο αδέλφια κι έσκυψαν πιο πολύ κατά το χώμα, σα να ΄φαγαν καμτσικιά, αλλά και σα μαθημένοι από κάτι τέτοια.

Κατόπι ο άντρας άφησε την αξίνα, δεν υπήρχαν άλλωστε άλλα κόκαλα. Η αδελφή του έσβησε το κερί και πήρε το θυμιατό. Τα κόκαλα έμειναν ασκέπαστα. Η βρωμερή εφημερίδα κυλιόταν πάνω στα χόρτα.

Εμεινα ξοπίσω και με πήρε το παράπονο. Δεν ήμουν γνωστός τους ή συγγενής τους για να με πάρουν μαζί τους, όπως θα ήθελα. Εγώ τα ΄χω καταφέρει να χωρώ και να ταιριάζω μονάχα με κάτι τέτοιους σαν αυτούς του πούλμαν. Γι΄ αυτό ξεκίνησα για το πιο λαϊκό καφενείο και στο δρόμο συνέχεια έλεγα: Θεέ μου, μη μ΄ αφήνεις ούτε καλημέρα να ΄χω πια με τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα, υποκείμενα.

Γιώργος Ιωάννου,
από τη συλλογή Για ένα φιλότιμο (1964)

η εικόνα είναι του Γ. Βελησσαρίδη, «Καλάβρυτα, θρήνος για τη σφαγή»

«Ήταν τόσο έντονη η ζωή μας, που έκανε για χρόνια ολόκληρα», Έλλη Παππά


"Εκεί, σ' αυτή τη φυλακή, έπεσε η αυλαία της ματωμένης Κυριακής. Με κρατήσανε στο ίδιο κελί από όπου αποχαιρέτησα τόν Νίκο από την Κυριακή ώς τήν Τετάρτη. Απόγευμα έγινε η μεταγωγή μου στη μόνιμη πια κατοικία μου, τις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ. Εκεί βρήκα το γιό μου, πού ήταν επτά μηνών. Αυτά τα γενέθλια ήταν και τα μόνα που προλάβαμε να "γιορτάσουμε" με τον Νίκο. Τώρα κρατούσα στα χέρια μου τόν μικρούλη Νίκο, κι έπρεπε να βρω τον τρόπο να γνωρίσει,μεγαλώνοντας τον πατέρα του...."

Έλλη Παππά
Γράμματα στο γιο μου
εκδόσεις Άγρα 2007

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

ΨΥΧΗ ΒΑΘΕΙΑ



Μπαίνοντας εκείνο το βράδυ στο δικηγορικό γραφείο του φίλου μου, με χτύπησε μια πολύ βαριά βρώμα. Μέσα, ένας γεροδεμένος μα μεγαλούτσικος στα χρόνια χωρικός κουβέντιαζε ζωηρά μαζί του για κάποια μάλλον κτηματική υπόθεση. Έμοιαζε παλιός πελάτης. Κάθισα στον προθάλαμο κι άνοιξα την εφημερίδα. Όμως η ανεξήγητη βρώμα ήταν ανυπόφορη. Κοίταξα το ταβάνι, τους τοίχους, μήπως είχε σπάσει καμιά σωλήνα απ’ αυτές που κατεβάζουν τις βρωμιές, μα δε φαινόταν τίποτε. Όλα λευκά και πεντακάθαρα. Έφτασα στο σημείο να φέρω στη μύτη μου ακόμα και την εφημερίδα, που ήταν ν’ ανοίγει η καρδιά σου, σωστός μπαχτσές: μάχες, τουφεκισμοί, συλλήψεις, προδοσίες, αποκηρύξεις και φυσικά μπόλικες δηλώσεις πολιτικών αρχηγών. Ένα νέο, πάντως μας αφορούσε ιδιαίτερα: μες στη βδομάδα θα περνούσαν απ’ τους κεντρικούς δρόμους μας τους αιχμάλωτους αντάρτες, που λίγες μέρες πριν είχαν βομβαρδίσει την πόλη μας με κανόνι. Προαναγγέλλονταν άγρια αποδοκιμασία. Καθώς διάβαζα αυτά, τέλειωσε μέσα η ακρόαση κι ο χωρικός βγαίνοντας σήκωσε απ’ τη μισοσκότεινη γωνιά ένα μικρό σακί που είχε εκεί αφημένο. Βρωμοκόπησε ο τόπος. Εδώ λοιπόν ήταν η πηγή της βρωμιάς.


Ο φίλος δε βαστάχτηκε, τον ρώτησε για το περιεχόμενο. Κι αυτός με το φυσικότερο ύφος μας είπε: «είναι τα κεφάλια δυο συγχωριανών μου. Τα πηγαίνω στο χωριό να τα στήσουμε στην πλατεία. Θα περάσει όλο το χωριό να τα δει και να τα φτύσει. Θα σας τα έδειχνα, μα είναι τυλιγμένα σε εφημερίδες».


Μόλις γκρεμοτσακίστηκε, ανοίξαμε τα παράθυρα και πήραμε δρόμο. Γυρίζαμε στην παραλία πάνω κάτω σαν τρελοί. Δε μιλάγαμε καθόλου, ούτε καν κοιταζόμασταν. Ύστερα μπήκαμε σε μια ταβέρνα και γίναμε στουπί στο μεθύσι. Κερνούσε ο φίλος απ’ τα λεφτά που είχε εισπράξει προηγουμένως. Εγώ δεν έβγαζα ακόμα χρήματα, κόντευα όμως. Ήμουν φοιτητής, άνθρωπος του Μέλλοντος, όπως μας ξεγελούσαν διάφοροι σιχαμεροί και τότε.




Γιώργος Ιωάννου, Τα κεφάλια
Από τη συλλογή Η σαρκοφάγος (1971)


Ἐλεγεῖο πάνω στὸν τάφο ἑνὸς μικροῦ ἀγωνιστῆ

Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου λέμε τ᾿ ὄνομά μας.
Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου σχεδιάζουμε τοὺς κήπους
καὶ τὶς πολιτεῖς μας
Πάνω στὸ χῶμα σου εἴμαστε. Ἔχουμε πατρίδα.
Ἔχω κρατήσει μέσα μου τὴ ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ὁ φαρμακερὸς ἦχος τοῦ πολυβόλου.
Θυμᾶμαι τὴν καρδιά σου ποὺ ἄνοιξε,
κ᾿ ἔρχονται στὸ μυαλό μου
κάτι ἑκατόφυλλα τριαντάφυλλα
ποὺ μοιάζουνε
σὰν ὁμιλία τοῦ ἀπείρου πρὸς τὸν ἄνθρωπο
-ἔτσι μας μίλησε ἡ καρδιά σου.
Κ᾿ εἴδαμε πὼς ὁ κόσμος εἶναι μεγαλύτερος,
κ᾿ ἔγινε μεγαλύτερος γιὰ νὰ χωρᾷ ἡ ἀγάπη.
Τὸ πρῶτο σου παιγνίδι: Ἐσύ.
Τὸ πρῶτο σου ἀλογάκι: Ἐσύ.
Ἔπαιξες τὴ φωτιά. Ἔπαιξες τὸ Χριστό.
Ἔπαιξες τὸν Ἀη-Γιώργη καὶ τὸ Διγενῆ.
Ἔπαιξες τοὺς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ ποὺ κατεβαίνουνε
ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα.
Ἔπαιξες τὴ φωνὴ τῆς ἐλπίδας, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπῆρχε φωνή.
Ἡ πλατεῖα ἦταν ἔρημη. Ἡ πατρίδα εἶχε φύγει.
Ἦταν καιρός! Δὲ βάσταξε ἡ καρδιά σου περισσότερο
ν᾿ ἀκοῦς κάτω ἀπ᾿ τὴ στέγη σου τ᾿ ἀνθρώπινα μπουμπουνιτὰ τῆς Εὐρώπης!
Ἄναψες κάτω ἀπ᾿ τὸ σακκάκι σου τὸ πρῶτο κλεφτοφάναρο...
Καρδιὰ τῶν καρδιῶν! Σκέφτηκες τὸν ἥλιο, καὶ προχώρησες...
Ἀνέβηκες στὸ πεζοδρόμιο κ᾿ ἔπαιξες τὸν ἄνθρωπο!


Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

Εναλλακτικό κυνήγι.

εντελώς συμπτωματικά


Ερασιτέχνες αλιείς χθες νωρίς το πρωί αλίευσαν στην περιοχή Τσιγκέλι Αλμυρού ένα αγριογούρουνο περίπου 50 με 60 κιλά. Το κυνήγι που είχαν εξαπολύσει μερικά σκυλιά σε ένα αγριογούρουνο οδήγησαν το άτυχο ζώο στη θάλασσα. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει έπεσε στη θάλασσα. Δεν τα κατάφερε όμως να ξεφύγει αυτή τη φορά από το αγκίστρι ενός ψαρά που το έπιασε στο Τσιγκέλι Αλμυρού.



Ο Μανώλης Κατσαούνης είναι ψαράς και είναι ένας από τους ανθρώπους που πήραν μέρος στην επιχείρηση ανέλκυσης του αγριογούρουνου στη βάρκα. Όπως περιγράφει χθες νωρίς το πρωί ο ίδιος με έναν φίλο του έριξαν παραγάδια και μετά από μιάμιση ώρα ξεκίνησαν να τα σηκώνουν. Την ώρα που ήταν απορροφημένοι στο μάζεμα του παραγαδιού, βλέπουν λίγο πιο πέρα ξαφνικά τη βάρκα ενός συναδέλφου να γυρνάει επί τόπου. «Μαζεύαμε τα παραγάδια και είδαμε το συνάδελφο να γυρνάει με την βάρκα επί τόπου», αναφέρει ο κ. Κατσαούνης. Ο ίδιος προσθέτει πως κοιτώντας τον διαπίστωσαν με το φίλο τους πως ο συνάδελφος ψαράς κρατούσε το γάντζο του και προσπαθούσε να βγάλει έξω ένα μεγάλο μαύρο πράγμα, που φαινόταν από μακριά για μεγάλο ψάρι. Οι δύο ψαράδες έβλεπαν τον τρίτο ψαρά να αγωνίζεται για πολλή ώρα χωρίς αποτέλεσμα να ανεβάσει αυτό που είχε αλιεύσει και έτσι πήγαν κοντά του να τον βοηθήσουν. «Πλησιάζοντας είδαμε ότι με το γάντζο είχε καρφωμένο στο λαιμό ένα αγριογούρουνο κι αυτό προσπαθούσε να ξεφύγει κι εκείνος με ένα σφυρί το χτυπούσε στο κεφάλι και ήταν μισοπεθαμένο. Φτιάξαμε μια θηλιά με σκοινί και ήλθε κι ένας άλλος ψαράς με το καΐκι του και το τράβηξε έξω», λέει ο κ. Κατσαούνης. Οι ψαράδες ρώτησαν στην περιοχή πώς το άτυχο αγριογούρουνο κατέληξε να βρεθεί στην θάλασσα και όπως τους είπαν τα σκυλιά που φύλαγαν το σπίτι ενός κατοίκου στην παραλία του Αλμυρού μυρίστηκαν το αγριογούρουνο, το οποίο και τρομαγμένο έπεσε στο νερό, χάνοντας τον προσανατολισμό του και κολύμπησε σχεδόν 700 μέτρα από την ακτή. Όπως τονίζει ο κ. Κατσαούνης, το περιστατικό αντιλήφθηκε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ο οποίος και ειδοποίησε τον ψαρά που το έπιασε με το γάντζο, ενώ έσπευσε και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού με το καΐκι του για να βοηθήσει να το βγάλουν στην ακτή.


Το άτυχο ζώο έγινε ένας πρώτης τάξης μεζές για τους αλιευτές του. (Επιμέλεια: Αλίκη Φωτιάδου, Προέλευση: http://www.taxydromos.gr/ArticleDetail.aspx?nodeSerial=001001006&nodeId=51&articleId=18690# )





αλλά και παλιότερα (13 Ιανουαρίου 2006)



Μια ομάδα από δέκα κυνηγούς αγριογούρουνων, στην ευρύτερη περιοχή Νεοχωρίου- Μηλέων, εντόπισαν ένα αγριογούρουνο σε δασική έκταση. Εκεί, προσπάθησαν να εγκλωβίσουν το άγριο ζώο, αλλά αυτό τους ξέφυγε και άρχισε να τρέχει με κατεύθυνση προς την παραλία.
Το θήραμα, καθώς το κατεδίωκαν οι κυνηγοί και τα σκυλιά που τους συντρόφευαν στο έργο τους, έφτασε στον κεντρικό δρόμο και από εκεί μέχρι την παραλία των Καλών Νερών, όπουέπεσε στη θάλασσα. Μάλιστα, σύμφωνα με τους κυνηγούς, το αγριογούρουνο κολύμπησε περίπου ένα μίλι από την ακτή. Η παρέα των κυνηγών, τελικά, με τη βοήθεια ενός ψαρά, κατάφεραν να βγάλουν από την θάλασσα το «άτακτο» αγριογούρουνο, το οποίο και κατέληξε στο… τραπέζι τους. ( προέλευση :http://anagi.ana-mpa.gr/articleview1.php?id=1287 )

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

CREDO





CREDO (ως είθισται να λέμε λατινιστί)

Α
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν εκτός ουρανού / φυγάς θεόθεν και αλήτης, Εμπεδοκλής / και επί της γης / εξόριστος πάνω στη γη κ.λ.π. του Βωδελαίρου/.

Β
Πιστεύω εις ένα Υπολογιστήν εντός κεραυνού και δια της ύλης.

Γ
Υποφέροντας άχραντα /ουσιαστικόν / ο Ποιητής ανατείνεται βραδυφλεγής αυτόχειρας εξυπακούοντας πολύωρους ύπνους.

Δ
Τα υποψήφια λάθη λιγοστεύοντας.

Ε
Ορατών τε πάντων και αοράτων ιερουργώντας την αποκρομμύωση.

Ζ
Ο Ποιητής έχει τίποτα / βλέπε τους αναχωρήσαντες /.

Η
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: η τρέλα μ' αρέσει∙ γελοιοποιεί την ύπαρξη∙ ας ανάψω απ' τη μάνα μου.

Θ
Συνταχτικό δεν το γνοιάζεται στην προσταγή της μουσικότητας. Μαζί και μ' άλλες ακόμη λευτεριές, και τα νυ παίζονται κατά την έννοια ήχος οπουδήποτε. Π.χ. τον χειμώνα εδώ, το χειμώνα εκεί∙ δε θά 'ρθει – δεν θα καταλαγιάσουμε, κ.λ.π. κ.λ.π.

Ι
Ο Ποιητής γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση.

Κ
Κι αν είναι έλληνας οφείλει να σπουδάζει πάντοτε της Αττικής τη λεπτότητα, σε φως, βουνά, χωράφια και θάλασσα.Διδάσκει γλώσσα η λεπτότητα τούτη.

Λ
Κι αν είναι βαθιά πεπρωμένος ο Ποιητής εκφράζει το ανεξήγητο του εξηγητού∙ τυγχάνει νόμιμος διάδοχος του επιστήμονα και προκάτοχός του.

Μ
Στον αφρό δεν έχει διάρκεια∙ στο πατοκάζανο μαίνεται ο Ποιητής.

Ν
Φλογοδίαιτος και ποτέ ξελυτρωμένος.

Ξ
Ο Ποιητής κάποτε πρέπει να λέει: μεγάλη κατανάλωση παρουσίας – γενείτε και λίγο μοναξιάρηδες!

Ο
Ο Ποιητής είναι αμφίφλοξ.

Π
Επιδέχεται θανάτους και αναστάσεις.

Ρ
Ακροθωρίζει και υπάρχει σε ξαφνοκοίταγμα.

Σ
Είναι ουραγός της μητέρας.

Τ
Ανέσπερος από ηλικία.

Υ
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: να συμπέσουν οι αγνότητες. Μέχρι την Κόρινθο του Σύμπαντος ή μακρύτερα.

Φ
Σε ανώτερη απελπισία.

Χ
Σε φαεινότερη πεμπτουσία.

Ψ
Σε μιαν αίσθηση που πτηνούται.

Ω
Συγχωρώντας τους πάντες.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ




Από τη συλλογή Λογική Μεγάλου Σχήματος, ΕΡΑΤΩ, 1989

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Τὸ μέλλον μας θὰ ἔχει πολὺ ξηρασία.



Θὰ σᾶς περιμένω μέχρι τὰ φοβερὰ μεσάνυχτα ἀδιάφορος-
Δὲν ἔχω πιὰ τί ἄλλο νὰ πιστοποιήσω.
Οἱ φύλακες κακεντρεχεῖς παραμονεύουν τὸ τέλος μου
ἀνάμεσα σὲ θρυμματισμένα πουκάμισα καὶ λεγεῶνες.
Θὰ περιμένω τὴ νύχτα σας ἀδιάφορος
χαμογελώντας μὲ ψυχρότητα γιὰ τὶς ἔνδοξες μέρες.

Πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο κῆπο σας
πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο πρόσωπό σας
ἐγὼ θὰ ξαφνιάζω τὰ πλήθη
ὁ ἄνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι καὶ τυμπανοκρουσίες ἐπίσημες
μάταιοι λόγοι.

Μὴν ἀμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Τὸ μέλλον μας θὰ ἔχει πολὺ ξηρασία.


Μιχάλης Κατσαρός, Θὰ σᾶς περιμένω





γιαυτό....






Ἀντισταθεῖτε


σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτίζει ἕνα μικρὸ σπιτάκι


καὶ λέει: καλὰ εἶμαι ἐδῶ.


Ἀντισταθεῖτε


σ᾿ αὐτὸν ποὺ γύρισε πάλι στὸ σπίτι


καὶ λέει: Δόξα σοι ὁ Θεός.


Ἀντισταθεῖτε


στὸν περσικὸ τάπητα τῶν πoλυκατοικιῶν


στὸν κοντὸ ἄνθρωπο τοῦ γραφείου


στὴν ἑταιρεία εἰσαγωγαὶ- ἐξαγωγαί


στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση


στὸ φόρο


σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.


Ἀντισταθεῖτε


σ᾿ αὐτὸν ποὺ χαιρετάει ἀπ᾿ τὴν ἐξέδρα ὦρες


ἀτέλειωτες τὶς παρελάσεις


σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγονη κυρία


ποὺ μοιράζει ἔντυπα ἁγίων λίβανον καὶ σμύρναν


σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.


Ἀντισταθεῖτε


πάλι σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέγονται


μεγάλοι


στὸν πρόεδρο τοῦ Ἐφετείου ἀντισταθεῖτε


στὶς μουσικὲς τὰ τούμπανα καὶ τὶς παράτες


σ᾿ ὅλα τ᾿ ἀνώτερα συνέδρια ποὺ φλυαροῦνε


πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι


σ᾿ ὅλους ποὺ γράφουν λόγους γιὰ τὴν ἐποχὴ


δίπλα στὴ χειμωνιάτικη θερμάστρα


στὶς κολακεῖες τὶς εὐχὲς τὶς τόσες ὑποκλίσεις


ἀπὸ γραφιάδες καὶ δειλοὺς


γιὰ τὸ σοφὸ ἀρχηγό τους.


Ἀντισταθεῖτε στὶς ὑπηρεσίες τῶν ἀλλοδαπῶν


καὶ διαβατηρίων στὶς φοβερὲς σημαῖες τῶν κρατῶν καὶ τὴ


διπλωματία


στὰ ἐργοστάσια πολεμικῶν ὑλῶν


σ᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε λυρισμὸ τὰ ὡραῖα λόγια


στὰ θούρια


στὰ γλυκερὰ τραγούδια μὲ τοὺς θρήνους


στοὺς θεατὲς


στὸν ἄνεμο




σ᾿ ὅλους τους ἀδιάφορους καὶ τοὺς σοφοὺς


στοὺς ἄλλους ποὺ κάνουνε τὸ φίλο σας



ὡς καὶ σὲ μένα, σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ


ἀντισταθεῖτε.


Τότε μπορεῖ βέβαιοι νὰ περάσουμε πρὸς τὴν


Ἐλευθερία.




Μιχάλης Κατσαρός, Ἡ διαθήκη μου




Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

Η πορεία προς τις 4 του Οκτώβρη και μετά ......



Πορεία

Τότε ήρθε στη συνεδρίαση ο Χαρίλαος,
πραγματικό του όνομα Γεράσιμος,
και είπε:
"Συναγωνιστές θα νικήσουμε".
Τον σκότωσαν έπειτα από δυο μέρες.
Και ήρθε στη θέση του ο Αλέξης,
όνομα πραγματικό του Νίκος,
και είπε:
"Συναγωνιστές θα νικήσουμε".
Στο τρίτο κύμα της τρομοκρατίας
έπιασε θέση λογιστή.
Τότε ήρθε στη θέση του ο Γρηγόρης,
επιλεγόμενος Αρμένης, πραγματικό του όνομα άγνωστο
κ' είπε:
"Αδέρφια, θα περάσουμε πολλές δοκιμασίες
μα θα νικήσουμε".
Αργότερα ανέλαβε πιο υπεύθυνη δουλειά.
Κ' ήρθε στη θέση του η Ρόζα,
πραγματικό της όνομα Φανή,
κ' είπε:
"Θα πρέπει τώρα να προσαρμοστούμε
στις νέες συνθήκες".
'Οταν την πιάσαν ήρθε στη θέση της ο Πέτρος,
πραγματικό του όνομα Θανάσης
κ' είπε:
"Ο δείχτης των απεργιών ανέβηκε".
Πέθανε αργότερα στο σανατόριο.
Κ' ήρθαμε με τη σειρά μου εγώ κι ο Πελοπίδας κι ο Στρατής
ήρθαν παιδιά καινούργια, οι καταδίκες ηγετών
ήρθανε τα πεντάχρονα, τα εφτάχρονα, οι αλλεπάλληλες επαναστάσεις
ήρθανε τα συνέδρια, η αποκατάσταση νεκρών ηρώων
ο θάνατος από τα γερατειά
σκοτείνιασε η σειρά των ονομάτων, μπερδεύτηκε η συνέχεια...
Και είπε ο νέος εργάτης στη νέα συνεδρίαση:
"Σύντροφοι θα νικήσουμε".






Μπαλλάντα ενός μικρού γραφειοκράτη

'Ανθρωπος καθώς λεν πολύ συνειδητός.
'Αλλοτες έλεγε τ' όνομα του Στάλιν
δυο-τρεις φορές την ώρα.
Τώρα θυμάται λίγο ξεχασμένο Μαρξ και Λένιν
μα πιο πολύ κουβέντες
συγχρόνων ηγετών της μόδας.

'Ανθρωπος καθώς λεν πολύ συνειδητός.
'Αλλοτε τολμηρός πολύ
να κριτικάρει τους πιο κάτω.
Τώρα μιλάει πού και πού
για κριτική και προς τα πάνω
και ξεσκονίζει λίγο πιο διακριτικά.

'Ανθρωπος καθώς λεν πολύ συνειδητός.
'Αλλοτες έτοιμος να καταγγείλει όποιον διαφωνούσε
χαφιέ, τσιράκι της Ασφάλειας, όργανο της Ιντέλλιτζενς.
Τώρα, αληθινά αλλαγμένος,
τον βγάζει μόνο ρεβιζιονιστή, οππορτουνιστή,
κ' επιεικώς, χαλαρό ηθικά.

'Ανθρωπος πραγματικά συνειδητός
που τώρα όπως και πριν
στο κίνημα αφιερώνει
τη ζωή του ολόκληρη
έχοντας τη ματιά του προσηλωμένη
στις πρώτες θέσεις στις εξέδρες.



Τίτος Πατρίκιος




(από τη συλλογή "Μαθητεία 1952-1962", Πρίσμα, 1978)





ΛΟΥΦΕΣ ΚΑΙ ΓΛΕΝΤΙ

Σε μούλκι ματοπότιστο και κοκαλοσπαρμένο .
αφεντικό με βάλανε μ’ ένα λουφέ μεγάλο,
ξένος για τούτο ήμουνα κι αυτό για μένα ξένο,
μα ρίζες πρόφθασα πολλές στο χώμα του να βάλω…
Οι ρίζες βγάλανε κλωνιά και τα κλωνιά μπουμπούκια
και τά μπουμπούκια τον καρπό θα δέσουνε μια μέρα.
Ως τώρα πήδησα πολλά μέσα σ’ αυτό παλούκια,
μα σ’ όλους τους κολλήγους μου επήρα τον αγέρα.
Λουφές και γλέντι! Τι ζωή! Κουκούτσι δε με μέλλει,
πώς πάνε τα ζωντόβουλα που μ’ έχουνε γι’ αφέντη!
Οργώνουν άλλοι, μα εγώ, εγώ τρυγώ τ’ αμπέλι,
το ξεζουμιάζω και τραβώ. . . Τραβώ μεγάλο γλέντι.
Λογαριασμό δεν μου ζητούν, λογαριασμό δεν δόνω,
κι αν μέσα στο μεθύσι μου ή κανενού κεφάλι,
ή πιάτα, τζάμια σπάσουνε, το κέφι μου δε χάνω. . .
Υγεία να ’χω μοναχά και τα πλερώνουν άλλοι.
Μέσα στο κτήμα μου πολλοί δουλεύουνε κολλήγοι
τους στίβω σε χρονιάτικο μεγάλο γηομοίρι,
δόξες, ταξίδια και λουτρά, ραχάτι και κυνήγι
τα βγαίνω απ’ τον ίδρω τους —ψυχή μου πανηγύρι!
Εδώ και κει καμιά φορά μαλώνουν μεταξύ τους
βριζοκοπούνται, κλέβονται, κλοτσιώνται, κουτουλιώνται,
λυούνε τις μύτες, γδέρνονται. . . είναι δουλειά δική τους
σώνει μονάχα του λουφέ λεφτά να μη χαλιώνται. ..
Από ψηλά, πολύ ψηλά τους βλέπω σα μυρμήγκια,
πού σέρνουνε κουκί - κουκί στην τρύπα τους το στάρι,
για να το φάνε μονομιάς αχόρταγα ποντίκια
και πάλι βγαίνουν παγανιά για πόντικα θρεφτάρι. ..
Αν αγριεύουν στα κρυφά και το μουστάκι στρίβουν
αν μουρμουρίζουνε πολλοί για την αναμελιά μου
Ε! τι με μέλλει! . . . Μέσα τους βεζούβιο κι αν κρύβουν. ..
Λουφές και γλέντι δυνατό! Αυτή ’ναι η δουλειά μου.

Κλεάνθης Τριαντάφυλλος (Ραμπαγάς) , 1881


Προέλευση:

α. Πορεία, Μπαλλάντα ενός μικρού γραφειοκράτη : http://www.sarantakos.com/kibwtos/patrikios16.htm#poreia


β. ΛΟΥΦΕΣ ΚΑΙ ΓΛΕΝΤΙ







Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount