Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Ύμνος

Ο ύπνος είναι μικρός θάνατος
Όμως ο θάνατος, γλυκός ύπνος

Κοιμάται ο σπόρος, ήσυχα, στο χώμα.
Μέχρι την Άνοιξη

«μην τα κοιτάς τα μαύρα δέντρα.
Στο χώμα κοίτα, τα πράσινα βλαστάρια».

Είπε η χαροκαημένη.

Μυρίζει ξοδεμένο παρελθόν και σάπια φύλλα.
Μυρίζει Ανάσταση.

Δημήτρης Κοσμόπουλος




ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
&
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
σε όλες και όλους!

Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Ο λόγος του ασώτου

Έφυγα κουβαλώντας τη μέλλουσα επιστροφή μου.
Τον κύκλο επιχείρησα με τον πόθο ευθείας εξόδου,
επανάσταση αδιέξοδο πολεμώντας.

Εικόνα της νεανικής αγαθότητος ο πατέρας μέσα μου,
πάντα με προσκαλεί να ξαναρθώ στην αρχή
που γνωρίζει το τέλος της μόνης εφαρμογής.

Ποια δώρα προσφέρω στον εαυτό μου επανερχόμενος;
Εικόνες της φρίκης τού εαυτού μου αδιάσπαστες
με την ανάγκη της ειρηνικής ζωής.

Μαθητεία της ύπαρξης. Δίκαια η χαρά των αγγέλων
κι η ανάπαυση στους σταθερούς κόλπους
της αιώνιας ζωής, όπου θα διαλυθώ εν ειρήνη.

 Ζωή Καρέλλη


Ο λόγος του ασώτου III
Συλλογή: Πορεία (1940)



Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Μη με διαβάζετε

Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε

παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.
Όταν δεν έχετε
μαντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.
Όταν δεν αμολήσατε αητό την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγγο.
Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
ο Νοστράδαμος.
Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
στην Αποκαθήλωση.
Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.
Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.
Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.
Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.
Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.
Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.
Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα
είναι μάλλον η εποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ.
Μη με διαβάζετε
όταν έχετε δίκιο.
Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα.
Ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος.

Ρομαντικός επίλογος
Νίκος Καρούζος

Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Κατά τον Δείπνον

Aestatem et Ver, tu plasmasti. Σε σύγχυση έρχονται
πάλιν οι Ώρες. Και ενώ απέχει ακόμη τόσους μήνες
της φλογερής αμπέλου η συγκομιδή· ενώ το στάγμα
είναι μακριά, το ευώδες, του οίνου, σήμερα, πριν το γέρμα,
συναντούμε στο στρατί του Αμπελώνα εξαίφνης
το ερύθημα του ιματίου σου. Πώς, καθημαγμένος,
έρχεσαι, άνθρωπε, με βυσσινιές κηλίδες απʼ το Πατητήρι;
Πού βρήκε πάλιν τον καρπόν, αρχή του απρίλη,
και πάτησε ο μονογενής μου; Και όμως το χρώμα
πυρώνει του χιτώνα σου αιμάσσον· και όμως οι απόπνοιες,
στη διάβασή του που κυλούν, απόπνοιες Σταφυλής·
και ως έρχεται καταντικρύ του δύοντα ήλιου, με τα πορφυρά,
αλκή επιδείχνει εκεινού που αχνίζει ακόμη
από χυμούς Βοτρύων και που επιστρέφει
στο σπίτι, πρι διαβάσει, για κατάπαψή του.


Ομνύω, πως πληγές δεν είναι, ουδʼ αίμα σου, ό,τι σε βάφει.
Και μολονότι ορθώς ερρήθη, πως από πληγών σου
εμείς ιάθημεν, συνδυάζει εντούτοις η ευσταθής
πρόοδο σου και η δόξα της γραμμής του ήλιου, που ακολουθείς,
εικόνες που έπονται του Τρυγητού, Τρυγητού αφθόνου,
όταν το γέννημα πατιέται και ο χυμός του,
κάτι περσότερο παρά ευώδης, κυλά, ζωηρός
και κόκκινος, και μεταγγίζεται στις διψαλέες
από την κάψαν άγριου θέρους στέρνες,
να γίνει της τρυφής το δώρημα, το πλήρωμα του Ποτηρίου.
Και ας συγκεράννυνται, ιδέα του αίματος, κατά το ρήμα σου,
με ιδέα του οίνου· εμείς χρεωστούμε το θεσπέσιο γεγονός
σε εσπερινή συνάντησή σου, τότες που επίστρεφες από Αμπελώνα
παράκαιρα, ως εκ θαύματος, καρποφορήσαντα, παράκαιρα
συγκομισθέντα, παράκαιρα δουλεμένο.
Αλλʼ αν εσύ έχεις το κράτος και συμμιγνύει
τις Εποχές που μόνος σου όρισες, εμείς, ως χτίσματα,
και την παράκαιρη τούτη σύμμιξην, ομού με τʼ άλλα,
in coena domini, με την κατάνυξη που πρέπει, τελετουργούμε,
αλλά και πάλι, όταν οι Ώρες το καλαίνουνε
όταν με τον Κανόνα πια, και όξω του θαύματος,
καρπός Αμπέλου έρθει τη γης να επισκεφθεί,
θα σου μνησθούμε, μέσα στο καύμα, –θα σου στηθεί
διʼ ημών γιορτή μεγίστη, που τα ουράνια Γεννήματα,
Σίτος και Οίνος, θα δοξασθούν όξω του πάθους, όξω αιμάτων:
μέσα στο τρίξιμο του Τζίτζικα και στο άναμμα του Πεύκου,
πάλι θα ρεύσει ο Οίνος, που, τώρα, αόριστα
μάς στέλνεται η ανευωδιά του με τις Βιολέτες.


Όμως τι κάθουμαι και ανιστορώ, σε ώρα του πάθους,
αλλότρια λόγια. Ό,τι και αν λέγω, εικόνες,
αναμίξ, προφητείες με τʼ αναγνώσματα, κλαυθμηρισμοί,
δεν είναι αρμόδια. Δεν το βαστώ και θα το κράξω, όποιον χιτώνα,
όσο ποικίλο, και αν φορείς και ο Μέγας Ήλιος
όποια και αν αίγλη σού προσδίδει, σε όποια Κελλάρια
πάμπλουτα και αν έχεις βουτηχθεί, όμως αιμάσσεις.
Πολυκαλά την ξεύρω την κατάπαψη και το είδος της.
Τι σε περίμενε, σαν γύρισες από τον Τρύγο.
Έλα, στην ερημιά που σε συνάντησα· δώσε Κηλίδα
του ιματίου σου στα χείλη με περιπάθεια να την στραγγίξω.
Του πόνου δώσε κοινωνία στο διαβάτην, όχι της τρυφής.
Θρόμβους, που απλώσανε σε αυτό το ιμάτιο και το κηλιδώσαν,
δώσε τους και κατεύνασέ με· μη τους λυπάσαι.
Και μετασκεύασε, στου Αμπελώνα τα μονοπάτια
που σε συνάντησα, το κούφιο εκείνο, σε ρώση, και το άδειο,
που η στέρησή σου γεννούν εντός μου, της αρρωστίας.
Κηλίδα του χιτώνα σου άφες με να γευθώ,
κηλίδες άθλιες ιδικές μου να σβεσθούν.
Ου φίλημα σοι δώσω, καθάπερ Εκείνος.
Το μόνο που έμαθα, είναι των αρρήτων
καταδότης πλέον να μην είμαι· το δε μυστήριο,
που μου έφθασε ως τις ακοές, δεν διαλαλώ,
κρατώ του εαυτού μου· και την Κηλίδα, που ζητώ,
την θέλω του εαυτού μου. Να πιω και να βοήσω
που έπαθες, που κεντήθης, που λαβώθης,
που, κατάκριτος, έφθασες μέχρι τα κατώτατα της συντριβής,
εκεί αψηλά στημένος, Αμπέλι θεόρατο, περιπλεγμένο
με Κούτσουρο, στην πιο μεγάλη ανύψωση, τότες που ιερουργεί,
όχι Ιερέας, όχι Επίσκοπος, όχι ο της Ρώμης Πρώτος,
αλλά ο Γεχωβά, σφαγιαστής του σπλάχνου του υπέρ αναξίων.

Τάκης Παπατσώνης
 

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Νοννά με σαράντα βαπτιστικούς

Ἡ τελευταία βαπτιστική

Ἂν ἄλλη τις χρηστὴ γυνὴ εἶδε ποτὲ καλὰ νοικοκυριὰ εἰς τὰς ἡμέρας της, ἀναντιρρήτως εἶδε τοιαῦτα καὶ ἡ Θεία-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία οἰκοδέσποινα ἑβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου κώμης εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου.

Τὴν ἐκάλουν κοινῶς Σαραντανοῦ, καὶ πολλοὶ ὑπέθετον ὅτι τὸ ἐπίθετον τοῦτο τῇ ἀπεδόθη, διότι δῆθεν εἶχεν ἴσον μὲ σαράντα γυναικῶν νοῦν, ὅπερ δὲν ἐνομίζετο ὑπερβολή. Ἄλλοι ὅμως ἔλεγον ὅτι ἡ λέξις ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ Σαραντανοννοῦ ἤτοι νοννὰ μὲ σαράντα βαπτιστικούς.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι, ἂν δὲν εἶχε φθάσει εἰς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον, δυὸ ἢ τρεῖς μονάδες τῆς ἔλειπον καὶ ἤλπιζε προσεχῶς νὰ συμπληρώση τὴν τεσσαρακοντάδα. Ὁμολογητέον δέ, ὅτι αὐτὴ κατ᾿ ἀρχὰς εἶχε βαπτίσει οἰκειοθελῶς πέντε ἢ ἓξ νήπια τῶν γειτόνων της, ὅσα καὶ πᾶσα ἄλλη καλὴ οἰκοκυρὰ βαπτίζει. Ἀλλ᾿ ὅταν ἅπαξ ἐγνώσθη καὶ ἀπεδείχθη ὅτι εἶχε καλὸ χέρι, τότε ὅλαι αἱ γειτόνισσαι, συγγενεῖς, παρασυγγενεῖς, κολλήγισσαι, ἤρχισαν νὰ τὴν πολιορκοῦν.
Εἶχε πάρει καλὸ ὄνομα ὅτι τῆς ἐζοῦσαν τὰ παιδιά, ὅσα ἀνεδέχετο ἐκ τῆς κολυμβήθρας. Εἶνε δὲ τόσον σπουδαῖον νὰ εὑρεθῆ νοννὰ «νὰ τῆς ζοῦν τὰ παιδιά», ὅσον καὶ ἱερεὺς «νὰ πιάνη τὸ διάβασμά του».
Ἡ Θεία-Σοφούλα ὅμως ὑπέφερε μετὰ χάριτος τὴν αγγαρείαν ταύτην. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι τὰ φωτίκια εἰς τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, χιτὼν καὶ κουκούλιον μετὰ σταυροῦ, καθὼς καὶ τὰ μαρτυριάτικα, ἐαρινὴ βροχὴ λεπτῶν καὶ διλέπτων διὰ τοὺς ἀγυιόπαιδας, ἐκόστιζον ἐν ὅλῳ δέκα γρόσια.
Ἡ Θεία-Σοφούλα ὠμοίαζε μὲ τὴν ἐπιμελῆ ἀνθοκόμον, ἥτις δὲν ἀρκεῖται νὰ φυτεύη μόνον τὰ ἄνθη της, ἀλλὰ τὰ περιθάλπει καὶ τὰ καταρδεύει. Ἠγάπα τὰ πνευματικά της τέκνα ὡς τέκνα τῆς ἐγκαρδιακά, τὰ ἐθώπευε, τὰ ἐφίλευε καὶ τὰ ἐπαιδαγώγει.
Ὁ μπάρμπα-Κωνσταντής, ὁ πρῶτος γρινιάρης του χωρίου, δὲν συνεμερίζετο τὴν ἀδυναμίαν ταύτην τῆς συζύγου του.
-Ἄ, μπράβο! φίλευέ τα τ᾿ ἀναδεξίμια σου, μουρή!... ἐγόγγυζεν ἑκάστοτε, ὁσάκις τὴν ἔβλεπε μεριμνώσαν περὶ τῶν ἀναδεκτῶν της· -ηὖρες κι ἁλωνίζεις, μουρή! Ἡ Θεία-Σοφούλα ὀλίγον ἀνησύχει περὶ τῆς ἰδιοτροπίας ταύτης τοῦ συζύγου της, ὅστις ἦτο ἀγαθὸς ἄνθρωπος εἰς τὰς καλάς του ὥρας.
Ἔπειτα ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὴς σπανίως ἐφαίνετο ἐν τῇ πολίχνῃ. Ἀφ᾿ ὅτου ἔπαυσε τὰ θαλάσσια ταξείδια ἠσχολεῖτο ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν κτημάτων του. Κατὰ πᾶσαν πρωίαν ἴππευεν ἐπὶ τοῦ εὐρώστου ἡμιόνου του, ἐτρέπετο εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ ἐπανήρχετο μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου.

Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, περὶ τὰ 184..., ἡ Θεία-Σοφούλα εἶχε φθάσει εἰς τὸ τριακοστὸν ἔνατον βαπτιστικόν. Ἓν μόνον τῆς ἔλειπε διὰ νὰ τὰ κάμη σαράντα πρὸς ἀνάπαυσιν τῆς συνειδήσεώς της.
Ἐβάπτιζεν ἀδιακρίτως ἄρρενα καὶ θήλεα, ἀλλ᾿ ἐφρόντιζε νὰ δίδη ἀκριβεῖς σημειώσεις εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ πνευματικούς, διὰ νὰ μὴ τυχὸν γίνη κανὲν συνοικέσιον εἰς τὸ μέλλον μεταξὺ ἑτερόφυλων ἀναδεκτῶν καὶ κολασθῆ ἡ ψυχή της.
Κατ᾿ ἔτος, τὴν Μεγάλην Πέμπτην, μεγίστη κίνησις ἐγίνετο ἐν τῇ εὐρυχώρῳ αὐλὴ τῆς οἰκίας. Ἡ Θεία-Σοφούλα ἀνεσφουγγώνετο μέχρις ἀγκώνων καὶ ἐζύμωνε μόνη τῆς τὰς τριάκοντα ἐννέα αὐγοκουλούρας διὰ τοὺς τοσούτους βαπτιστικούς της... Ἀλλὰ πλὴν τῶν βαπτιστικῶν ὑπῆρχον καὶ τὰ ἐγγόνια καὶ τὰ δισέγγονα καὶ ταῦτα δὲν ἦσαν ὀλιγάριθμα.
Ἐν συνόλῳ ἐχρειάζετο ἑβδομήκοντα καὶ πλέον κοκκώναις, δηλ. παιδικὰς κουλούρας διὰ τοὺς βαπτιστικούς, διὰ τοὺς ἐγγονοὺς καὶ τὰ δισέγγονα. Εἰς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον δὲν συμπεριλαμβάνονται αἱ μεγαλείτεραι κουλοῦραι, τὰς ὁποίας παρεσκεύαζε διὰ τὰς συντεκνίσσας, διὰ τὰς ἀνεψιὰς καὶ δισεξαδέλφας της.
Μέγας δὲ ἐβόμβει ὁ ἑσμὸς τῶν ἀναδεκτῶν καὶ δισεγγόνων περὶ τοὺς ἀνθώνας τῆς αὐλῆς κατ᾿ ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Ἀπὸ τῆς τρίτης ὥρας τοῦ δειλινοῦ, καθ᾿ ἣν ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὴς ἐξηγείρετο τοῦ μεσημβρινοῦ ὕπνου, μὲ δριμείαν ἐπικαθημένην τῆς ρινὸς τὴν χολήν, καὶ ἐφόρει τὸ τσόχινον βρακίον, ἐπύργωνεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μεγαλοπρεπὲς τὸ τυνησιακὸν φέσι του, ἐλάμβανεν ὡς σκῆπτρον τὴν μεγάλην ἠλεκτρόστομον τσιμπούκαν του, ἀνήρτα ἀπὸ τῆς ὀσφύος βαθύκολπον τὴν μεταξωτὴν καπνοσακκούλαν καὶ κατήρχετο εἰς τὸ καφενεῖον νὰ εἰσπνεύση τὴν θαλασσίαν αὔραν, ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης ἡ εὐρεία καὶ τετράγωνος αὐλὴ παρεδίδετο ἐξ ἑφόδου εἰς τὴν λεηλασίαν τῶν βαπτιστικῶν καὶ τῶν δισέγγονων.
Μεγίστην εὐτυχίαν καὶ ἀνήκουστον ἡδονὴν ἐνόμιζον τότε τὰ παιδία τῆς γειτονιᾶς, ἂν κατώρθωνον νὰ παρεισδύσωσιν εἰς τὸ προαύλιον τῆς Θεία-Σοφούλας, ὅπερ ἐθεωρεῖτο ὡς μυθῶδές τι. Πολλὰ αὐτῶν προέτεινον τὰς κεφαλὰς διὰ τῶν σχισμῶν τῆς κλειστῆς αὐλείου θύρας, ἥτις ἐμοχλεύετο ἔσωθεν ὑπὸ τῶν ζηλοτύπων βαπτιστικῶν διὰ τοὺς μὴ ἔχοντας ἔνδυμα γάμου. Ἄλλα παιδία τολμηρότερα ἀνεῖρπον εἰς τὸν θριγκὸν τοῦ τοίχου τῆς αὐλῆς καὶ εὕρισκον τρόπον νὰ εἰσπηδήσωσιν ἐκεῖθεν εἰς τὰ ἔνδον. Ἀλλ᾿ ἀλλοίμονον ἂν παρετηροῦντο ὑπὸ τῶν ἀγρύπτων εὐνοουμένων. Ἀπεδιώκοντο μὲ τσιμπήματα καὶ μὲ δοντιαίς, ὡς ὁ κηφὴν ὑπὸ τῶν μελισσών.

Τὴν Μεγάλην Πέμπτην του ἔτους 185... ὅλοι οἱ ἀναδεκτοὶ ἦσαν συνηγμένοι ἐν τῇ αὐλῇ τῆς γραίας Σοφούλας. Ὁ πρεσβύτερος αὐτῶν ἦτο ἤδη νεανίας εἰκοσαετής, τὸ δὲ νεώτερον ἦτο κοράσιον διετές, εἰς ὃ ἡ νοννὰ εἶχε δώσει τὸ ὄνομά της. Τὸ βρέφος τοῦτο ἦτο τὸ τεσσαρακοστὸν πνευματικὸν γέννημα τῆς θεία-Σοφούλας. Εἶχε γεννηθῆ τέλος τὸ ἀπὸ πολλοῦ προσδοκώμενον τοῦτο συμπλήρωμα τοῦ προωρισμένου ἀριθμοῦ καὶ ἦτο τὸ χαδευμένον τῆς θεία-Σοφούλας. Ἡ νοννὰ ἔτρεφε φιλοδόξους σκοποὺς ὡς πρὸς τὸ μέλλον τοῦ θυγατρίου τούτου. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὴς ἐξ ὅλων τῶν ἀναδεκτῶν μόνον τὸ μικρὸν τοῦτο ἠνείχετο.
Ἡ στοργὴ ὅμως τῆς θεία-Σοφούλας πρὸς αὐτὸ ἔφθανε μέχρι παραφροσύνης.
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡ θεία-Σοφούλα ἦτο κλειστῆ εἰς τὸ ἰσόγειον καὶ ἐζύμωνεν. Ἐκ τῶν παιδιῶν τινὰ τὴν ἐπολιόρκουν ἔξωθεν τῆς θύρας παραμονεύοντα. Τὰ πλεῖστα ὅμως ἔπαιζον ταραχωδῶς περὶ τὸν ὑπερμεγέθη ληνόν, πλησίον τοῦ ἐλαιοτριβείου, τὸ κρυφτάκι, καὶ ἄλλα ἐθορύβουν περὶ τὰς κιγκλίδας τοῦ κήπου καὶ πλησίον τοῦ φρέατος.
Ἡ μικρὰ Σοφούλα, ἥτις ἦτο μόλις διετής, ὡς εἴπομεν, ἐξέπεμπε χαρμόσυνους κραυγάς, ἐψέλλιζεν ὡς νεοσσὸς χελιδόνος καὶ ἔτρεχε καὶ αὐτὴ κατόπιν τῶν ἄλλων παιδίων. Ἡ νοννὰ τῆς ἐζήτησε κατ᾿ ἀρχὰς νὰ τὴν κρατήση πλησίον της, ἀλλ᾿ ἡ μικρὰ ἐστενοχωρήθη καὶ ἀπήτησε νὰ ἐξέλθη.
-Νὰ πάω κι ἐγὼ νὰ παίξω, νοννά μου;
-Τί νὰ παίξης ἐσύ;
-Τὸ κλυφτάκι, νοννά μου! ἐτραύλισεν ἡ μικρά.
- Δὲν παίζουν τὰ κορίτσια τὸ κρυφτάκι, εἶπεν αὐστηρῶς ἡ νοννά.

Ἡ μικρὰ δὲν ἐμεμψιμοίρησε μέν, ἀλλ᾿ ἐσκυθρώπασεν. Ἰδοῦσα τοῦτο ἡ νοννά, ἔκραξε τὴν Ἀθηνιῶ, εἰκοσαετὴ τὴν ἡλικίαν, δουλεύτραν της, ἥτις ἦτο καὶ αὐτὴ μία τῶν βαπτιστικῶν της καὶ τὴ ἐνεπιστεύθη τὴν μικρᾶν, συστήσασα αὐτὴ αὐστηρὰν ἐπαγρύπνησιν.
Ἀλλ᾿ ἡ Ἀθηνιὼ ἐλησμόνησεν ἅμα ἀκούσασα τὴν σύστασιν τῆς κυρίας της, καὶ ἐπειδὴ εἰς τὰς πεζούλας ἐκάθηντο τέσσαρες ἢ πέντε γειτόνισσαι, καὶ γνωρίζομεν πόσον περισπούδαστος εἶναι ἡ συνδιάλεξις τῶν ἀέργων γυναικῶν, ἐκάθησε πλησίον αὐτῶν καὶ ἄφησε τὴν μικρὰν Σοφούλαν νὰ τρέχη.
Δὲν ἤρκεσε τοῦτο, ἀλλὰ παραγγελθεῖσα ὑπὸ τῆς κυρίας της νὰ ἀντλήση ὕδωρ ἐκ τοῦ φρέατος, ἐγέμισε μὲ τὴν στάμνον, ἀλλὰ δὲν ἐφρόντισε νὰ κλείση τὸ στόμιον τοῦ φρέατος, ὅπως τὸ εὗρε κεκλεισμένον, τὸ ἄφησε δὲ ἀνοικτόν. Ἀπροσεξία, εἰς ἣν οὐδέποτε θὰ ὑπέπιπτεν ἡ γραῖα Σοφούλα ἢ ἄλλη φρόνιμος γυνή. Μή τις δὲ ἀμφιβάλῃ ὅτι τὴν σύστασιν ταύτην ἡ γραῖα ἔκαμε χιλιάκις εἰς τὴν δουλεύτραν της, ἀλλ᾿ ἡ Ἀθηνιὼ δὲν ἦτο ἐξ ἐκείνων τῶν γυναικῶν, οἵτινες καθίστανται προσεκτικαί.
Εἰς τὴν ἀκμὴν λοιπὸν τῆς πλήρους ἐνδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ἤκουσαν αἴφνης αἱ εἰς τὴν πεζούλαν καθήμεναι γυναῖκες κρότον τινά, ὡς πλατάγησιν σώματος πίπτοντος εἰς τὸ ὕδωρ καὶ συγχρόνως πεπνιγμένην κραυγὴν καὶ μετ᾿ αὐτὴν δευτέραν κραυγὴν δυνατωτέραν.

Αἱ γυναῖκες ἀνωρθώθησαν αὐτομάτως.

 Ἀλλὰ πρὶν αὐταὶ κινηθῶσιν, ἡ θύρα τοῦ ἰσογείου ἠνοίχθη μετὰ κρότου, καὶ ἡ θεία-Σοφούλα ἔντρομος, ἀνυπόδητος, μὲ ταῖς κάλτσαις μόνον, γυμνώλενος, μὲ τὰς χεῖρας ζυμαρωμένας, ἔτρεξε πρὸς τὸ φρέαρ κράζουσα:
- Τὸ κορίτσι! Τὸ κορίτσι!
Διὰ τῆς εἰς τὴν στοργὴν ἰδιαζούσης μαντείας, ἡ θεία-Σοφούλα ἐνόησεν ἀμέσως ὅτι ἡ μικρά της βαπτιστικῆ εἶχε πέσει ἐντὸς τοῦ φρέατος. Καὶ τῷ ὄντι δὲν ἠπατᾶτο. Ενώ ἔτρεχεν ἡ Σοφούλα, ἰδοῦσα τὸ στόμιον τοῦ φρέατος ἀνοικτόν, ἐπλησίασε, προσεκολλήθη ἐπὶ τοῦ χθαμαλοῦ ξυλίνου φραγμοῦ, εἶδεν ἐπὶ τοῦ ὕδατος εἰκονιζομένην τὴν ἀγγελικὴν ξανθὴν μορφήν της, ἤρχισε νὰ τὴ προσμειδιά, ἔκυψεν ὑπερμέτρως, ὠλίσθησεν ἐπὶ τῆς στιλπνῆς ὡς ἐκ τῆς συχνῆς προστριβῆς τοῦ σχοινιοῦ σανίδος, καὶ ἔπεσε κατακέφαλα ἐντὸς τοῦ φρέατος.
Αἱ ἄλλαι γυναῖκες καὶ ἡ Ἀθηνιῶ μετ᾿ αὐτῶν, καθ᾿ ὑπερβολὴν διαστέλλουσαι τοὺς βραχίονας, ἔτρεξαν κατόπιν τῆς θεία-Σοφούλας.
-Ἕναν κουβά! ἕνα γιουρδέλι! ἐκραύγαζεν ἔκφρων ἡ γραῖα Σοφούλα.
-Ἕνα τσιγγέλι! ἔκραξε καὶ ἡ Ἀθηνιῶ σκοτισμένη· (ὡς νὰ εἶχε πέσει δηλ. εἰς τὸ φρέαρ τὸ ἰβάνιον, δι᾿ οὗ ἀντλοῦσιν ὕδωρ).
- Τὰ τσιγγέλια νὰ σὲ τραβοῦν, σκύλα! τὴ ἔκραξε μὲ κεραυνοβόλον βλέμμα ἡ Θεία-Σοφούλα. Μοῦ ἔπνιξες τὸ παιδί.
Ἡ γραῖα τῷ ὄντι δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐννοήση ὅτι τὸ δυστύχημα ὠφείλετο εἰς τὴν ἀπροσεξίαν τῆς δουλεύτρας της.
- Νὰ καταβῶ ἐγὼ στὸ πηγάδι, νοννά, τῇ εἶπεν ἡ Ἀθηνιῶ.
Ἐπειδὴ ἐβράδυνε νὰ φανῆ πουθενὰ κουβάς, διότι εἶναι γνωστὸν πόσον οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς δεινὰς περιπτώσεις, καὶ ἐνῷ μία τῶν γυναικῶν ἔτρεχεν ἀπ᾿ ἐκεῖ, ἄλλη ἀπ᾿ ἐδῶ, καὶ ἡ μικρὰ ἐν τῷ μεταξὺ ἐπνίγετο, ἡ Θεία-Σοφούλα ἐπέτρεψεν εἰς τὴν Ἀθηνιῶ τὴν χάριν ταύτην. Εἴξευρε δὲ ἄλλως ὅτι εἰς τοῦτο, καθὼς καὶ εἰς πᾶσαν ἄλλην ἐργασίαν εἰς τοὺς ἄνδρας μᾶλλον ἁρμόζουσαν, ἦτο ἐπιτηδεία.
Ἡ Ἀθηνιῶ λοιπὸν ἐσήκωσε τὰ φουστάνια της ὑπεράνω τοῦ γόνατος, καὶ πατοῦσα εἰς τὰς γνωστὰς αὐτῇ ἐσοχᾶς τοῦ ἐσωτερικοῦ λιθοκτίστου τοῦ φρέατος, τὰς ἐπίτηδες κατασκευαζομένας εἰς πᾶσαν ὀρυχὴν φρέατος, κατῆλθε μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὕδατος.

Οὐδαμοῦ ἐφαίνετο ἡ μικρά.
Τὸ βάθος τοῦ ὕδατος ἦτο τρὶς ἴσον μὲ ἀνάστημα ἀνδρὸς καὶ ἡ Ἀθηνιῶ δὲν ἠδύνατο νὰ προχώρηση κατωτέρω.

Ἐν τῷ μεταξὺ εὑρέθη καὶ ὁ κουβᾶς, καὶ κατεβιβάσθη μέχρι τῶν χειρῶν τῆς Ἀθηνιῶς. Αὕτη ἔλαβε τὸ σχοινίον καὶ ἤρχισε νὰ περιστρέφη τὸ ἰβάνιον ἐντὸς τοῦ ὕδατος.
Ἡ θεία-Σοφούλα ὠλόλυζε καὶ ἔσχιζε τὰς παρειάς της. Ἡ καρδία της δὲν ἠσθάνετο πλέον τῆς ἐλπίδος τὴν θαλπωρήν...
Τέλος τὸ ἰβάνιον προσέκοψεν εἰς σῶμά τι ἀνερχόμενον. Ἡ μικρὰ ἀνέβη εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ἀλλ᾿ ἦτο ἤδη πτῶμα...

Ἡ κεφαλή της δεινῶς μεμωλωπισμένη. Κατενεχθεῖσα σφοδρῶς εἰς τὸ ὕδωρ εἶχε κτυπήσει ἐπὶ τοῦ λίθου, ἐζαλίσθη, κατέπιε πολὺ νερὸν καὶ δὲν ἀνῆλθε ταχέως εἰς τὴν ἐπιφάνειαν...

Ἐπὶ τῆς ζωῆς της ἐπαρηγορήθη ἡ θεία-Σοφούλα διὰ τὸ οἰκτρὸν τοῦτο ἀτύχημα. Ἴσα-ἴσα ἡ τελευταία βαπτιστική της!...
Διετήρησε δὲ τὴν πρὸς τὴν ἀθῴαν νεκρὰν στοργὴν τῆς μέχρι εὐσεβοῦς προλήψεως. Ζήσασα ἐπὶ ἱκανὰ ἔτη ἀκόμη, κατεσκεύαζεν ἀνελλιπῶς κατ᾿ ἔτος τὴ Μ. Πέμπτη τὴν κοκκώνα τῆς ἀτυχοῦς μικρᾶς, καὶ τὴν Κυριακὴν τοῦ Πάσχα, ἅμα ἐπέστρεφε τὸ πρωὶ ἀπὸ τῆς λειτουργίας τῆς Ἀναστάσεως, ἤνοιγε τότε μόνον τὸ ἄχρηστον μείναν φρέαρ καὶ ἔρριπτεν εἰς τὸ ὕδωρ τὴν κοκκώνα καὶ τὰ κόκκινα αὐγὰ τῆς μικρᾶς Σοφούλας της.
Ἐβεβαίου δὲ ἡ ἀγαθὴ γυνὴ ὅτι ἀνεξήγητος εὐωδία ἀνήρχετο τότε ἀπὸ τοῦ ὕδατος, ὡς θυμίαμα ἀθῴας ψυχῆς ἀναβαῖνον πρὸς τὸν θεάνθρωπον Πλάστην.

(1888)


Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Η Κασσιανή

Κύριε, ἡ γυναῖκα ποὺ ἔπεσε σὲ πολλὲς ἁμαρτίες,
σὰν ἔνοιωσε τὴ θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
καὶ σὲ ἄλειψε μὲ μυρουδικὰ πρὶν ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό σου
κι ἔλεγε ὀδυρόμενη: Ἀλλοίμονο σὲ μένα, γιατί μέσα μου νύχτα θολὴ
καὶ δίχως φεγγάρι, ἡ μανία τῆς ἀσωτείας κι ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας.
Δέξου ἀπὸ μένα τὶς πηγὲς τῶν δακρύων,
ἐσὺ ποὺ μεταλλάζεις μὲ τὰ σύννεφα τὸ νερὸ τῆς θάλασσας.
Λύγισε στ᾿ ἀναστενάγματα τῆς καρδιᾶς μου,
ἐσὺ ποὺ ἔγειρες τὸν οὐρανὸ καὶ κατέβηκες στὴ γῆς.
θὰ καταφιλήσω τὰ ἄχραντα ποδάρια σου,
καὶ θὰ τὰ σφουγγίσω πάλι μὲ τὰ πλοκάμια τῆς κεφαλῆς μου·
αὐτὰ τὰ ποδάρια, ποὺ σὰν ἡ Εὔα κατὰ τὸ δειλινό,
τ᾿ ἄκουσε νὰ περπατοῦνε, ἀπὸ τὸ φόβο της κρύφτηκε.
Τῶν ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ τῶν κριμάτων σου τὴν ἄβυσσο,
ποιὸς μπορεῖ νὰ τὰ ἐξιχνιάσῃ, ψυχοσώστη Σωτῆρα μου;
Μὴν καταφρονέσῃς τὴ δούλη σου, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τ᾿ ἀμέτρητο ἔλεος.

 
 
Ποίημα Κασσιανῆς Μοναχῆς.
Δοξαστικὸν τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγ. Τετάρτης
Ἦχος πλ. δ´.

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Αν δεν μου 'δινες την ποίηση, Κύριε


Αν δεν μου 'δινες την ποίηση, Κύριε,
δεν θα 'χα τίποτα για να ζήσω.
Αυτά τα χωράφια δεν θα 'ταν δικά μου.
Ενώ τώρα ευτύχησα να 'χω μηλιές,
να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,
να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,
η έρημός μου λαό,
τα περιβόλια μου αηδόνια.

Λοιπόν, πώς σου φαίνονται; Είδες
τα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ' αμπέλια μου;
Είδες τι όμορφα που πέφτει το φως
στις γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι έχω ακόμη καιρό!
Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.
Μ' ανασκάφτει ο πόνος μου κι ο κλήρος μου μεγαλώνει.
Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται.

Ωστόσο,
δεν ξοδεύω τον ήλιο σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ' ό,τι μου δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.
Γιατί θα 'ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να 'ναι
το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει
να 'χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
για τους τσοπάνηδες της αγάπης.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Ο χρόνος και το ποτάμι (1957)
Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991 (εκδ. Ποταμός, 2008)

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Ύμνος ΛΓ´

β.
Ἰδοὺ τοῦ πνεύματος ὁ ἡγεμόνας ὁ ἡσύχιος καὶ πράος,

καβάλα σ᾿ ἕνα γαϊδαράκο φτάνει ὁλοπρόθυμα

νὰ πάθει καὶ τὰ πάθη νὰ νεκρώσει.

Ὁ Λόγος ὁ προαιώνιος ποὺ φτάνει μὲ τὴν Ἄνοιξη

καβάλα σ᾿ ἕνα ἄλογο πλάσμα λαχταρώντας

τῶν λογικῶν πλασμάτων τὴν ἀπολύτρωση·

παράξενο ποὺ ἤτανε νὰ βλέπεις

ἀπάνω στοῦ φτωχούλη γαϊδαράκου τὴν ἀθώα ράχη

ἐκεῖνον ποὺ φέρεται στοὺς χρυσίζοντες

ὤμους τῶν αἰθέριων Χερουβίμ,

ἐκεῖνον ὅπου ὕψωσε κάποτε

στὸν οὐρανὸ ὡς ἡνίοχο θαύματος

τὸν Ἠλία σ᾿ ἕνα περίλαμπρον ἅρμα ἀπὸ φωτιά·

μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο φτώχεψε τὴ θεϊκιά του δύναμη

καὶ τιποτένιος φανερώθηκε ὁλότελα ὁ Κύριος τῶν Ὄντων

ἐνθαρρύνοντας ὅλους τοὺς ἄμοιρους ὁποὺ φωνάζαν:

Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι

στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.

γ.


Συθέμελα σείστηκε ἡ πόλη Ἱερουσαλὴμ ὅπως κάποτε

σεισμὸς μεγάλος ταρακούνησε τὴν Αἴγυπτο·

καὶ ἐκεῖ σειστῆκαν τ᾿ ἄψυχα, μὰ ἐδῶ σειστῆκαν οἱ ἀνθρῶποι

μὲ τὸ δικό σου φτάσιμο·

ὄχι βέβαια γιατί προκάλεσες ὡς ταραξίας τὴν ἔξαψη,

ἐσὺ φυτεύεις πάντα τὴν εἰρήνη,

ἀλλὰ γιατὶ τὶς ἄτιμες τῶν υἱῶν τοῦ σκότους μηχανὲς

ξέρεις ἐσὺ ὁ Θαλερὸς τοῦ Σύμπαντος νὰ ἐξουδετερώνεις,

διώχνοντας ὅλους τοὺς κακοὺς ἀπ᾿ ὅπου κι ἂν τοὺς ἀπαντήσεις,

καθὼς εἶσαι ὁ ὑπέρτατος Κύριος

τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου·

εἶναι πεσμένα ἀπὸ παλιὰ στὴν ἄκαρπη σιγὴ τὰ εἴδωλα τοῦ σκότους,

τὴν ὥρα τούτη ὅσοι τὰ λατρεύουν κλυδωνίζονται,

ὅπως ἀκοῦνε τῶν θεάρεστων νηπίων τὶς ἑόρτιες φωνές:

Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι

στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.

δ.

«Ποιὸς εἶν᾿ ἐτοῦτος;» ἔλεγαν ἐκεῖνοι

ποὺ παρασταῖναν ἀφειδώλευτα πὼς δὲ σὲ ξέρουν·

λὲς καὶ δὲν εἶχαν γνώση οἱ μισόθεοι

ποιὸς ἤτανε τοῦ ἀστραπόλαλου προπάτορα Δαυὶδ

ὁ ἄχραντος υἱός, ὁ πράος κατιόντας,

ὁποὺ συλλήβδην ἀπ᾿ τοῦ μαύρου χάροντα

τοὺς ἔσωσε τ᾿ ἁρπάγια.

Εἶναι νωπὸς ἀκόμη βγαίνοντας ὁ Λάζαρος ἀπ᾿ τ᾿ ἄσπρα σάβανά του κι ὅμως

ποτὲ δὲν τόμαθαν αὐτοί, δὲν ξέρουν ποιὸς τὸν ἔχει ἐγείρει·

ὁ πόνος δὲν τοὺς ἔπαψε στοὺς ὤμους τους ἐκείνων

ὁποὺ βαστῆξαν ἀσηκώνοντας τὸ γυιὸ τῆς χήρας κι ὅμως

δὲν εἶδαν τάχα ποιὸς τὸν ἅρπαξε ἀπ᾿ τῆς θανῆς τὴ μέγγενη·

τὸ δράμα τοῦ Ἰάειρου πατέρα, τὴν αὐλή,

δὲν ἄφησαν ὀπίσω τους ἀκόμη τοῦτοι κι ὅμως

τὴν πεθαμένη νιά, τὴν κόρη, ποιὸς τὴ γιόμισε

ζωὴ καὶ πάλι δὲν τὸ βλέπουν·

ὡστόσο τοῦτα τἄζησαν αὐτόπτες πλὴν τοὺς λείπει

ἡ ξαστεριὰ τῆς ἄκακης καρδιᾶς γιὰ νὰ φωνάξουν:

Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι

στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.

 
 
Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός
 




Κυριακή 10 Απριλίου 2011

αυτό είναι μια λέξη, δεν είναι πράξη

επειδή δεν είχαμε νέα
και ειδήσεις
αυτές τις μέρες,
ούτε βαθυστόχαστες αναλύσεις
καθισμένες σε αναπαυτικές πολυθρόνες
περιστρεφόμενες
κι αυτές




Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

για πέντε ώρες στην Αθήνα

... βρέθηκα το Σάββατο, που πέρασε. Στο κέντρο.


Βέβαια και ίσως κάποιος που ζει στην Αθήνα, μάλλον αλλιώς θα εννοεί το κέντρο, από όλους εμάς, της επαρχίας τους κατοίκους. Ο καθένας ορίζει αλλιώς τον τόπο που ζει, το χώρο του και το χωροχρόνο του.

Αυτό το νοιώθεις αρκετές φορές, ίσως και με υπερβολή, ότι κουβαλάς το καλάθι με τις ντόπιες κότες από το χωριό πεσκέσι για φίλους και συγγενείς, αλλά ξεχάστηκες κάπου στην πλατεία Συντάγματος. Οι άλλοι τρέχουν κι εσύ πας αργά. Και χαζεύεις. Και κάποιοι σε χαζεύουν επίσης.

Φυσικά δε ζητάς να συναντήσεις γνώριμα πρόσωπα, όπως εκεί που ζεις και λίγο πολύ, όλοι ή οι περισσότεροι είναι γνωστοί. Αλλά νοιώθεις ότι είναι αφύσικο, να σπρώχνονται, να σε σπρώχνουν, όπως κατεβαίνεις στο μετρό οι βιαστικοί ακροβάτες των κυλιόμενων, δίχως μια κουβέντα ή έστω ένα μορφασμό.

Κι αυτή τη φορά αναρωτήθηκα, αν στην Αθήνα έφτασε ποτέ η άνοιξη ή αν φτάνει ποτέ....

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount