Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Κατά τον Δείπνον

Aestatem et Ver, tu plasmasti. Σε σύγχυση έρχονται
πάλιν οι Ώρες. Και ενώ απέχει ακόμη τόσους μήνες
της φλογερής αμπέλου η συγκομιδή· ενώ το στάγμα
είναι μακριά, το ευώδες, του οίνου, σήμερα, πριν το γέρμα,
συναντούμε στο στρατί του Αμπελώνα εξαίφνης
το ερύθημα του ιματίου σου. Πώς, καθημαγμένος,
έρχεσαι, άνθρωπε, με βυσσινιές κηλίδες απʼ το Πατητήρι;
Πού βρήκε πάλιν τον καρπόν, αρχή του απρίλη,
και πάτησε ο μονογενής μου; Και όμως το χρώμα
πυρώνει του χιτώνα σου αιμάσσον· και όμως οι απόπνοιες,
στη διάβασή του που κυλούν, απόπνοιες Σταφυλής·
και ως έρχεται καταντικρύ του δύοντα ήλιου, με τα πορφυρά,
αλκή επιδείχνει εκεινού που αχνίζει ακόμη
από χυμούς Βοτρύων και που επιστρέφει
στο σπίτι, πρι διαβάσει, για κατάπαψή του.


Ομνύω, πως πληγές δεν είναι, ουδʼ αίμα σου, ό,τι σε βάφει.
Και μολονότι ορθώς ερρήθη, πως από πληγών σου
εμείς ιάθημεν, συνδυάζει εντούτοις η ευσταθής
πρόοδο σου και η δόξα της γραμμής του ήλιου, που ακολουθείς,
εικόνες που έπονται του Τρυγητού, Τρυγητού αφθόνου,
όταν το γέννημα πατιέται και ο χυμός του,
κάτι περσότερο παρά ευώδης, κυλά, ζωηρός
και κόκκινος, και μεταγγίζεται στις διψαλέες
από την κάψαν άγριου θέρους στέρνες,
να γίνει της τρυφής το δώρημα, το πλήρωμα του Ποτηρίου.
Και ας συγκεράννυνται, ιδέα του αίματος, κατά το ρήμα σου,
με ιδέα του οίνου· εμείς χρεωστούμε το θεσπέσιο γεγονός
σε εσπερινή συνάντησή σου, τότες που επίστρεφες από Αμπελώνα
παράκαιρα, ως εκ θαύματος, καρποφορήσαντα, παράκαιρα
συγκομισθέντα, παράκαιρα δουλεμένο.
Αλλʼ αν εσύ έχεις το κράτος και συμμιγνύει
τις Εποχές που μόνος σου όρισες, εμείς, ως χτίσματα,
και την παράκαιρη τούτη σύμμιξην, ομού με τʼ άλλα,
in coena domini, με την κατάνυξη που πρέπει, τελετουργούμε,
αλλά και πάλι, όταν οι Ώρες το καλαίνουνε
όταν με τον Κανόνα πια, και όξω του θαύματος,
καρπός Αμπέλου έρθει τη γης να επισκεφθεί,
θα σου μνησθούμε, μέσα στο καύμα, –θα σου στηθεί
διʼ ημών γιορτή μεγίστη, που τα ουράνια Γεννήματα,
Σίτος και Οίνος, θα δοξασθούν όξω του πάθους, όξω αιμάτων:
μέσα στο τρίξιμο του Τζίτζικα και στο άναμμα του Πεύκου,
πάλι θα ρεύσει ο Οίνος, που, τώρα, αόριστα
μάς στέλνεται η ανευωδιά του με τις Βιολέτες.


Όμως τι κάθουμαι και ανιστορώ, σε ώρα του πάθους,
αλλότρια λόγια. Ό,τι και αν λέγω, εικόνες,
αναμίξ, προφητείες με τʼ αναγνώσματα, κλαυθμηρισμοί,
δεν είναι αρμόδια. Δεν το βαστώ και θα το κράξω, όποιον χιτώνα,
όσο ποικίλο, και αν φορείς και ο Μέγας Ήλιος
όποια και αν αίγλη σού προσδίδει, σε όποια Κελλάρια
πάμπλουτα και αν έχεις βουτηχθεί, όμως αιμάσσεις.
Πολυκαλά την ξεύρω την κατάπαψη και το είδος της.
Τι σε περίμενε, σαν γύρισες από τον Τρύγο.
Έλα, στην ερημιά που σε συνάντησα· δώσε Κηλίδα
του ιματίου σου στα χείλη με περιπάθεια να την στραγγίξω.
Του πόνου δώσε κοινωνία στο διαβάτην, όχι της τρυφής.
Θρόμβους, που απλώσανε σε αυτό το ιμάτιο και το κηλιδώσαν,
δώσε τους και κατεύνασέ με· μη τους λυπάσαι.
Και μετασκεύασε, στου Αμπελώνα τα μονοπάτια
που σε συνάντησα, το κούφιο εκείνο, σε ρώση, και το άδειο,
που η στέρησή σου γεννούν εντός μου, της αρρωστίας.
Κηλίδα του χιτώνα σου άφες με να γευθώ,
κηλίδες άθλιες ιδικές μου να σβεσθούν.
Ου φίλημα σοι δώσω, καθάπερ Εκείνος.
Το μόνο που έμαθα, είναι των αρρήτων
καταδότης πλέον να μην είμαι· το δε μυστήριο,
που μου έφθασε ως τις ακοές, δεν διαλαλώ,
κρατώ του εαυτού μου· και την Κηλίδα, που ζητώ,
την θέλω του εαυτού μου. Να πιω και να βοήσω
που έπαθες, που κεντήθης, που λαβώθης,
που, κατάκριτος, έφθασες μέχρι τα κατώτατα της συντριβής,
εκεί αψηλά στημένος, Αμπέλι θεόρατο, περιπλεγμένο
με Κούτσουρο, στην πιο μεγάλη ανύψωση, τότες που ιερουργεί,
όχι Ιερέας, όχι Επίσκοπος, όχι ο της Ρώμης Πρώτος,
αλλά ο Γεχωβά, σφαγιαστής του σπλάχνου του υπέρ αναξίων.

Τάκης Παπατσώνης
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount