β.
Ἰδοὺ τοῦ πνεύματος ὁ ἡγεμόνας ὁ ἡσύχιος καὶ πράος,
καβάλα σ᾿ ἕνα γαϊδαράκο φτάνει ὁλοπρόθυμα
νὰ πάθει καὶ τὰ πάθη νὰ νεκρώσει.
Ὁ Λόγος ὁ προαιώνιος ποὺ φτάνει μὲ τὴν Ἄνοιξη
καβάλα σ᾿ ἕνα ἄλογο πλάσμα λαχταρώντας
τῶν λογικῶν πλασμάτων τὴν ἀπολύτρωση·
παράξενο ποὺ ἤτανε νὰ βλέπεις
ἀπάνω στοῦ φτωχούλη γαϊδαράκου τὴν ἀθώα ράχη
ἐκεῖνον ποὺ φέρεται στοὺς χρυσίζοντες
ὤμους τῶν αἰθέριων Χερουβίμ,
ἐκεῖνον ὅπου ὕψωσε κάποτε
στὸν οὐρανὸ ὡς ἡνίοχο θαύματος
τὸν Ἠλία σ᾿ ἕνα περίλαμπρον ἅρμα ἀπὸ φωτιά·
μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο φτώχεψε τὴ θεϊκιά του δύναμη
καὶ τιποτένιος φανερώθηκε ὁλότελα ὁ Κύριος τῶν Ὄντων
ἐνθαρρύνοντας ὅλους τοὺς ἄμοιρους ὁποὺ φωνάζαν:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
γ.
Συθέμελα σείστηκε ἡ πόλη Ἱερουσαλὴμ ὅπως κάποτε
σεισμὸς μεγάλος ταρακούνησε τὴν Αἴγυπτο·
καὶ ἐκεῖ σειστῆκαν τ᾿ ἄψυχα, μὰ ἐδῶ σειστῆκαν οἱ ἀνθρῶποι
μὲ τὸ δικό σου φτάσιμο·
ὄχι βέβαια γιατί προκάλεσες ὡς ταραξίας τὴν ἔξαψη,
ἐσὺ φυτεύεις πάντα τὴν εἰρήνη,
ἀλλὰ γιατὶ τὶς ἄτιμες τῶν υἱῶν τοῦ σκότους μηχανὲς
ξέρεις ἐσὺ ὁ Θαλερὸς τοῦ Σύμπαντος νὰ ἐξουδετερώνεις,
διώχνοντας ὅλους τοὺς κακοὺς ἀπ᾿ ὅπου κι ἂν τοὺς ἀπαντήσεις,
καθὼς εἶσαι ὁ ὑπέρτατος Κύριος
τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου·
εἶναι πεσμένα ἀπὸ παλιὰ στὴν ἄκαρπη σιγὴ τὰ εἴδωλα τοῦ σκότους,
τὴν ὥρα τούτη ὅσοι τὰ λατρεύουν κλυδωνίζονται,
ὅπως ἀκοῦνε τῶν θεάρεστων νηπίων τὶς ἑόρτιες φωνές:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
δ.
«Ποιὸς εἶν᾿ ἐτοῦτος;» ἔλεγαν ἐκεῖνοι
ποὺ παρασταῖναν ἀφειδώλευτα πὼς δὲ σὲ ξέρουν·
λὲς καὶ δὲν εἶχαν γνώση οἱ μισόθεοι
ποιὸς ἤτανε τοῦ ἀστραπόλαλου προπάτορα Δαυὶδ
ὁ ἄχραντος υἱός, ὁ πράος κατιόντας,
ὁποὺ συλλήβδην ἀπ᾿ τοῦ μαύρου χάροντα
τοὺς ἔσωσε τ᾿ ἁρπάγια.
Εἶναι νωπὸς ἀκόμη βγαίνοντας ὁ Λάζαρος ἀπ᾿ τ᾿ ἄσπρα σάβανά του κι ὅμως
ποτὲ δὲν τόμαθαν αὐτοί, δὲν ξέρουν ποιὸς τὸν ἔχει ἐγείρει·
ὁ πόνος δὲν τοὺς ἔπαψε στοὺς ὤμους τους ἐκείνων
ὁποὺ βαστῆξαν ἀσηκώνοντας τὸ γυιὸ τῆς χήρας κι ὅμως
δὲν εἶδαν τάχα ποιὸς τὸν ἅρπαξε ἀπ᾿ τῆς θανῆς τὴ μέγγενη·
τὸ δράμα τοῦ Ἰάειρου πατέρα, τὴν αὐλή,
δὲν ἄφησαν ὀπίσω τους ἀκόμη τοῦτοι κι ὅμως
τὴν πεθαμένη νιά, τὴν κόρη, ποιὸς τὴ γιόμισε
ζωὴ καὶ πάλι δὲν τὸ βλέπουν·
ὡστόσο τοῦτα τἄζησαν αὐτόπτες πλὴν τοὺς λείπει
ἡ ξαστεριὰ τῆς ἄκακης καρδιᾶς γιὰ νὰ φωνάξουν:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
Ἰδοὺ τοῦ πνεύματος ὁ ἡγεμόνας ὁ ἡσύχιος καὶ πράος,
καβάλα σ᾿ ἕνα γαϊδαράκο φτάνει ὁλοπρόθυμα
νὰ πάθει καὶ τὰ πάθη νὰ νεκρώσει.
Ὁ Λόγος ὁ προαιώνιος ποὺ φτάνει μὲ τὴν Ἄνοιξη
καβάλα σ᾿ ἕνα ἄλογο πλάσμα λαχταρώντας
τῶν λογικῶν πλασμάτων τὴν ἀπολύτρωση·
παράξενο ποὺ ἤτανε νὰ βλέπεις
ἀπάνω στοῦ φτωχούλη γαϊδαράκου τὴν ἀθώα ράχη
ἐκεῖνον ποὺ φέρεται στοὺς χρυσίζοντες
ὤμους τῶν αἰθέριων Χερουβίμ,
ἐκεῖνον ὅπου ὕψωσε κάποτε
στὸν οὐρανὸ ὡς ἡνίοχο θαύματος
τὸν Ἠλία σ᾿ ἕνα περίλαμπρον ἅρμα ἀπὸ φωτιά·
μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο φτώχεψε τὴ θεϊκιά του δύναμη
καὶ τιποτένιος φανερώθηκε ὁλότελα ὁ Κύριος τῶν Ὄντων
ἐνθαρρύνοντας ὅλους τοὺς ἄμοιρους ὁποὺ φωνάζαν:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
γ.
Συθέμελα σείστηκε ἡ πόλη Ἱερουσαλὴμ ὅπως κάποτε
σεισμὸς μεγάλος ταρακούνησε τὴν Αἴγυπτο·
καὶ ἐκεῖ σειστῆκαν τ᾿ ἄψυχα, μὰ ἐδῶ σειστῆκαν οἱ ἀνθρῶποι
μὲ τὸ δικό σου φτάσιμο·
ὄχι βέβαια γιατί προκάλεσες ὡς ταραξίας τὴν ἔξαψη,
ἐσὺ φυτεύεις πάντα τὴν εἰρήνη,
ἀλλὰ γιατὶ τὶς ἄτιμες τῶν υἱῶν τοῦ σκότους μηχανὲς
ξέρεις ἐσὺ ὁ Θαλερὸς τοῦ Σύμπαντος νὰ ἐξουδετερώνεις,
διώχνοντας ὅλους τοὺς κακοὺς ἀπ᾿ ὅπου κι ἂν τοὺς ἀπαντήσεις,
καθὼς εἶσαι ὁ ὑπέρτατος Κύριος
τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου·
εἶναι πεσμένα ἀπὸ παλιὰ στὴν ἄκαρπη σιγὴ τὰ εἴδωλα τοῦ σκότους,
τὴν ὥρα τούτη ὅσοι τὰ λατρεύουν κλυδωνίζονται,
ὅπως ἀκοῦνε τῶν θεάρεστων νηπίων τὶς ἑόρτιες φωνές:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
δ.
«Ποιὸς εἶν᾿ ἐτοῦτος;» ἔλεγαν ἐκεῖνοι
ποὺ παρασταῖναν ἀφειδώλευτα πὼς δὲ σὲ ξέρουν·
λὲς καὶ δὲν εἶχαν γνώση οἱ μισόθεοι
ποιὸς ἤτανε τοῦ ἀστραπόλαλου προπάτορα Δαυὶδ
ὁ ἄχραντος υἱός, ὁ πράος κατιόντας,
ὁποὺ συλλήβδην ἀπ᾿ τοῦ μαύρου χάροντα
τοὺς ἔσωσε τ᾿ ἁρπάγια.
Εἶναι νωπὸς ἀκόμη βγαίνοντας ὁ Λάζαρος ἀπ᾿ τ᾿ ἄσπρα σάβανά του κι ὅμως
ποτὲ δὲν τόμαθαν αὐτοί, δὲν ξέρουν ποιὸς τὸν ἔχει ἐγείρει·
ὁ πόνος δὲν τοὺς ἔπαψε στοὺς ὤμους τους ἐκείνων
ὁποὺ βαστῆξαν ἀσηκώνοντας τὸ γυιὸ τῆς χήρας κι ὅμως
δὲν εἶδαν τάχα ποιὸς τὸν ἅρπαξε ἀπ᾿ τῆς θανῆς τὴ μέγγενη·
τὸ δράμα τοῦ Ἰάειρου πατέρα, τὴν αὐλή,
δὲν ἄφησαν ὀπίσω τους ἀκόμη τοῦτοι κι ὅμως
τὴν πεθαμένη νιά, τὴν κόρη, ποιὸς τὴ γιόμισε
ζωὴ καὶ πάλι δὲν τὸ βλέπουν·
ὡστόσο τοῦτα τἄζησαν αὐτόπτες πλὴν τοὺς λείπει
ἡ ξαστεριὰ τῆς ἄκακης καρδιᾶς γιὰ νὰ φωνάξουν:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου