Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

παράλληλες, αποκλίνουσες, διασταυρούμενες διαδρομές

Σύμφωνα με κάποιες θεωρίες για τον αστικό ιστό, κάθε στοιχείο σε ένα αστικό τοπίο αποκτά νόημα εφόσον σχετίζεται με μια ανθρώπινη δραστηριότητα και μια περίπλοκη διαδικασία οργάνωσης συνδέει τους διάφορους κόμβους του αστικού ιστού. [Jan Gehl (1987), Life Between Buildings, New York: Van Nostrand Reinhold.]. Η μνήμη δίνει άλλη διάσταση στο αστικό τοπίο, ειδικά η υποκειμενική και επιλεκτική μνήμη -η οποία και το ανανοηματοδοτεί-, ίσως αποτελώντας το καλύτερο και ισχυρότερο αντίπαλο δέος στην επιβαλλόμενη ως αντικειμενική συλλογική μνήμη.

Αυτά λοιπόν καταγράφει ο φίλος Δύτης στη "Φοιτητική αυτοβιογραφία" του:

Ένα βιντεάκι (via Sraosha) με έκανε να θυμηθώ μετά από πολύ καιρό τη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών μου χρόνων. Ξεκινώντας από το διαμέρισμα στη Φιλικής Εταιρείας, κοντά στο Ιπποδρόμιο, δειλό ξεμύτισμα στον κόσμο· το πρώτο, νομίζω και το δεύτερο εξάμηνο πήγαινα σε όλα τα μαθήματα, μετά έκοψα το σπορ. Θυμάμαι ότι συχνά τότε ξενυχτούσα στο σπίτι μου, ακούγοντας Νικ Κέιβ και άπειρες κασέτες από τους παράνομους κασετάδες της Φιλοσοφικής, με έναν από τους οποίους μιλούσαμε για μουσική και ήξερε πάντα τι έψαχνα, ξανθός με μουστάκι που μου θύμιζε Πολωνό. Το ξημέρωμα συχνά ξεπόρτιζα και ανηφόριζα προς την Άνω Πόλη, βρίσκοντας διάφορους θησαυρούς και καταλήγοντας συνήθως στο Γεντί Κουλέ το οποίο πάντα μου έκανε τρομερή εντύπωση, καθώς σκεφτόμουν πολύ έντονα όσους είχαν περάσει χρόνια και χρόνια μέσα στο κάστρο που είχε αρχίσει ήδη να γίνεται ρημαδιό.

Οι πρώτες γνωριμίες φυσικά γίνονταν στη γραμματεία, στις ουρές για το πάσο ή για το πρόγραμμα. Θυμάμαι πολύ καλά όλες εκείνες τις πρώτες φορές, το πρώτο τσάι στη Ζώγια, την πρώτη φορά που χτύπησε το κουδούνι μου, την πρώτη μπύρα στη Βαβέλ (εκείνη στο Μπερλίν δεν τη θυμάμαι, και γενικά στο Μπερλίν πέρασα τόσες πολλές ώρες που στο τέλος το σιχάθηκα), την πρώτη σοκολάτα στη Ρεζέρβα, το πρώτο βράδυ στο Άσυλο, το πρώτο τάβλι στη Μελενίκου -ψέματα, αυτό το τελευταίο δεν το θυμάμαι, θυμάμαι όμως ποιος και πώς μου έμαθε το μπουρλότ που ύστερα παίζαμε με μανία σε σπίτια, σε συνοικιακά καφενεία με πράσινη τσόχα, και βέβαια στο παλιό Ματζέστικ, απ’ όπου μπορούσες να κάτσεις όλο το απόγευμα πίνοντας ούζα και χαζεύοντας τη θάλασσα μέσα από τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν την παραλιακή.
Κάπου εκεί πρώτον, απέκτησα συγκάτοικο, δεύτερον άρχισα να πηγαίνω στις λεγόμενες μαζώξεις του σχήματος και να ασχολούμαι με ό,τι ψευδώς ονομάζουμε φοιτητικό συνδικαλισμό. Ωραίες αναμνήσεις: στα διάφορα σπίτια, φτιάχνοντας καφέδες εκ περιτροπής, αναλαμβάνοντας να γράψεις την επόμενη προκήρυξη, καταλήγοντας σε κάποιον Τζώτζο ή Μακεδονικό όπου τραγουδούσαμε Χειμερινούς και Σαββόπουλο (όταν πατούσα πόδι). Τότε είχα σταματήσει να πατάω στα μαθήματα (εκτός από ένα), και κατά τις έντεκα στηνόμουν στο τραπεζάκι που είχαμε στην είσοδο και περίμενα να εμφανιστεί κόσμος, να τα πούμε και να καταλήξουμε σε κάποιο καφέ. Διάβαζα όμως πάρα πολύ, θυμάμαι τώρα με ευχαρίστηση κάτι ομαδικές εξορμήσεις σε βιβλιοπωλεία: η μανία μου τότε ήταν οι σουρεαλιστές, ο Μπόρχες, ο Μπάροουζ, πολύ αργότερα πήρα τους Υπνοβάτες. Τέσσερις-πέντε φορές το χρόνο ανεβοκατέβαινα Αθήνα, πάντα φυσικά με τραίνο, και έβλεπα τους παλιούς μου φίλους, ακόμα πιο ωραία όμως ήταν όταν έρχονταν εκείνοι να με δούνε, παρόλο που έχω την αίσθηση ότι ποτέ δεν κατάφερα να ενώσω τις παρέες μου της Αθήνας με εκείνες της Θεσσαλονίκης· φυσικό ήτανε.

Να μην ξεχάσω τις φοιτητικές συζητήσεις, είτε σε καφενεία είτε ολονυχτίς σε κάποιο σπίτι: στην ηλικία που γενικά λέγεσαι εικοσάχρονος τείνεις να φιλοσοφείς ατέλειωτα για τις ανθρώπινες σχέσεις, τη ζωή, τον έρωτα ή την τέχνη, τόσο πολύ ίσως που μετά σου κόβεται πια η όρεξη. Τα τελευταία χρόνια πριν φύγω έμπλεξα με μια παρέα πρωτοετών ή δευτεροετών και αναγνώρισα τις ίδιες κουβέντες με ένα είδος καλόβολης πλήξης. Ωραία ήταν.
Μετά με τον συγκάτοικό μου βρήκαμε ένα σπιτάκι στην Ευαγγελίστρια, το πιο ωραίο από όλα τα σπίτια μου, διόροφο (αλλά ο όροφος ήταν αχρησιμοποίητος, μόνο που κάπου-κάπου ανεβαίναμε στο μπαλκόνι), με μια μικροσκοπική αυλίτσα που εφαπτόταν με τον βράχο του δάσους του Σέιχ Σου. Θυμάμαι: απογεύματα στο κεφαλόσκαλο στην οδό Κύπρου, ο ήλιος έπεφτε και σε μια πορτοκαλί απόχρωση έβλεπες τους γείτονες να πηγαινοέρχονται και κάτι ενοχλητικά (γιατί τους είχα δώσει πολύ θάρρος) παιδάκια παρακαλούσαν να μπουν στο σπίτι, δεν θυμάμαι πια τι έκαναν μέσα, θυμάμαι μόνο το όνομα του ενός (Μάρκος). Το δωμάτιό μου έβλεπε στην αυλίτσα από ένα παλαιικό παράθυρο, το μισό του οποίου κρυβόταν από τη σκάλα που ανέβαινε πάνω· είχα μια φλοκάτη και ήταν χειμώνας, ακόμα θυμάμαι το χιόνι. Σ’ αυτό το σπίτι άρχισα να διαβάζω οθωμανικά, αν σας ενδιαφέρει.
Γύρω στο ’95 πρέπει να μετακόμισα στη Μουσών στην Άνω Πόλη, εκεί είχα δυο δωμάτια που έβλεπαν σε μια τσιμεντένια αυλή. Δίπλα έμενε η σπιτονοικοκυρά, η κυρά-Φρόσω, που τις μέρες της εξεταστικής έφερνε φαγητό αλλά μετά από ένα χρόνο η πίεση των κυράδων της γειτονιάς αποδείχθηκε πια ανυπόφορη καθώς τσέκαραν ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Αν ανέβαινες στην ταράτσα, μπορούσες να δεις τα τείχη στα αριστερά και την πόλη με τη θάλασσα ευθεία μπροστά: θυμάμαι κάτι πυροτεχνήματα, μάλλον στην έναρξη της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Ήταν η εποχή που ανακατευόμουν πολύ με άλλες παρέες, της αρχιτεκτονικής, πήγαινα σε κάτι θεατρικές τους πρόβες και επαναλάμβανα τα καμώματα του πρώτου έτους. Σε ένα τέτοιο σπίτι φιλοξενήθηκα φεύγοντας από κει, μια παλαιική πολυκατοικία κοντά στην Καρόλου Ντηλ με μαντεμένιο ασανσέρ και πλακάκια αρ νουβώ: κυρίως θυμάμαι τη μυρωδιά από το τσάι που πίναμε ακατάπαυστα και κάτι αρωματικά κεράκια, και ένα επικώς αποτυχημένο μπορς που είχαμε φτιάξει ένα βράδυ ακολουθώντας τις οδηγίες ενός βιβλίου με νηστήσιμες συνταγές.
Το τελευταίο μου σπίτι ήταν στη Δεσπεραί, κάτι σαν επιστροφή στο κέντρο μετά από μια δίχρονη περιπλάνηση στα πέριξ. Εκεί πια ήμουν πτυχιούχος, και είχα στραφεί σε ένα πιο μοναχικό τρόπο ζωής. Μετά από ένα ροκ διάλειμμα δυο ή τριών χρόνων είχα ξαναστραφεί στον Χατζιδάκι, και θυμάμαι ότι είχα τότε και τη μανία με τους συνθέτες του 20ού αιώνα, τους δωδεκάφθογγους επιγόνους του Μάλερ (put the blame on Cortazar). Τον πρώτο χρόνο σ’ αυτό το σπίτι είχα και τηλεόραση, και έβλεπα κάθε Παρασκευή τις ταινίες που πρόβαλλε η ΕΤ1 χάρη στα γενέθλια του κινηματογράφου. Με την ευκαιρία θυμήθηκα τώρα και τα σινεμά, πολύ σινεμά, ιδίως τα πρώτα χρόνια που μια κινηματογραφική λέσχη, η Παράλλαξη τότε, έκανε εβδομαδιαία αφιερώματα σε όλους τους μεγάλους παλαιούς και διπλές μεταμεσονύχτιες κάθε Παρασκευή, ή ίσως Σάββατο, από τις οποίες η πρώτη ήταν λίγες βδομάδες ή και μέρες από τότε που είχα πρωτοφτάσει στην πόλη: μπήκα σχεδόν τελευταίος, και είδα δυο ταινίες του Τζάρμους από την πρώτη πρώτη σειρά, με το κεφάλι στραμμένο προς τα πάνω και τις μορφές στην οθόνη επιμήκεις σαν φιγούρες του Γκρέκο. Εκείνη την εποχή όμως πια, έβγαινα σταθερά μεν αλλά χωρίς ποικιλία στο Γκροτέσκ, το λεγόμενο καινούριο στη Διαγώνιο (το παλιό ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω): ραντεβού πάντα στα Ηλύσια, πρώην σινεμά και μετέπειτα παιχνιδάδικο, και σκοπός το γνωστό μπιστρό (το πραγματικό μπιστρό βέβαια είχε προηγηθεί κατά δύο χρόνια, το περίφημο -για μας- καφέ Πιερό στο Διοικητήριο. Του επιλεγόμενου πατριάρχη, όποιος τον ξέρει).
Για να δούμε τι άλλο ξέχασα: η τελευταία μου εξεταστική -στην Άνω Πόλη τότε- συνέπεσε με μια φοβερή ζέστη. Διάβαζα όλη μέρα με τα παντζούρια κλειστά βυζαντινή αρχιτεκτονική, έχοντας δανειστεί το βιβλίο του Μπούρα από τις φίλες μου τις αρχιτεκτόνισσες, και το βραδάκι που έπεφτε ο ήλιος κατηφόριζα στο Ναυαρίνο, έπαιρνα μια μπύρα και την έπινα σιγά-σιγά σταυροπόδι στο πεζούλι μέχρι να περάσει κάποιος γνωστός. Όλο και κάποιος θα πέρναγε, τόσο που όταν ήρθα μετά στην Αθήνα και άνοιγε μια πόρτα στο μπαρ ή στο καφενείο κοίταζα να δω ποιος μπήκε.
Με ευχαρίστηση θυμάμαι μία πετυχημένη κατάληψη της σχολής (το γράφω για να είμαι και λίγο στην επικαιρότητα) όπου είχαμε οργανώσει διπλή προβολή ταινίας, τις “Φράουλες και αίμα” και το “Αν”. Όταν ο κόσμος είχε πια φύγει, μείναμε δυο ή τρεις και είδαμε μέχρι να ξημερώσει το “Κουρδιστό πορτοκάλι” και, τελευταίο, το “Σατυρικόν” του Φελίνι. Διάφορα πράγματα γίνονταν τότε, και έχω την εντύπωση ότι πάντα κρατούσα μια έκκεντρη στάση. Μ’ άρεσαν τα περιοδικά που βγάζαμε, τρία τον αριθμό: ένα ήταν το “Κιβώτιο”, του σχήματος ας πούμε, ένα ήταν ο “Τυμβωρύχος”, πιο αρχαιολογικού χαρακτήρα αλλά με πολιτική οπτική (χειρόγραφο;), και βέβαια δεν ξεχνώ τους Κυνοκέφαλους.
Και φυσικά αυτό δεν είναι αυτοβιογραφία, δε νομίζω να μάθατε τίποτε σπουδαίο για μένα (το κόλπο το έμαθα από τον Κίπλινγκ, αν θυμάστε). Θέλησα μόνο να βάλω κάποιες αναμνήσεις μου σε μια τάξη, τις έβαλα, ελπίζω να μη βαρεθήκατε.
Μαύρε καβαλάρη, αν ξαναπεράσεις στο αφιερώνω. Να θυμηθείς πώς ποτέ δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε κάτι τρώγοντας συκώτι στη Δόξα της Αποστόλου Παύλου.



Τελικά, φίλε μου, τα συνδετικά μονοπάτια είναι πολύπλευρα και ακανόνιστα.

4 σχόλια:

Unknown είπε...

ΝΗΣΙΔΕΣ

Θυμήθηκε χρόνια φοιτητικά στη Σαλονίκη.
Τώρα που ένας κύκλος κλείνει, σημεία προσδιορίζουν τους καιρούς που έρχονται.

Ηράκλειο
241297

γρηγόρης στ. είπε...

Νομίζω, πως ναι....

γρηγόρης στ. είπε...

και ας συμπληρώσω:

Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.
Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.
Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.
Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.

Κ. Καρυωτάκης

δύτης των νιπτήρων είπε...

Και μελοποιημένο από τη Λένα Πλάτωνος (ευχαριστώ, και από δω)

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount