Σειρῆνες, Σκύλλα και Χάρυβδη
Καὶ μίλησέ μου ἡ σεβαστὴ θεά, κι αὐτὰ μοῦ κρένει·
"Αὐτὰ ὅπως τά 'πες ἔγιναν·
τώρα κι ἐσὺ ν' ἀκούσης ὅσα σοῦ πῶ·
ἀγκαλὰ ὁ θεὸς θὰ σ' τὰ θυμίση ὁ ἴδιος.
Καὶ πρῶτα ταξιδεύοντας θὰ φτάσης στὶς Σειρῆνες, 40
ποὺ ὅλους μαγεύουν τοὺς θνητοὺς ποὺ λάχουνε κοντά τους·
ὅποιος σιμώση ἀπ' ἀγνωσιὰ κι ἀκούση τὴ φωνή τους,
ἀπὸ γυναίκα καὶ παιδιὰ χαρὰ νὰ μὴν προσμένη
μήτε πατρίδα πὼς θὰ δῆ, τὶ μὲ γλυκὰ τραγούδια
αὐτὲς τόνε μαγεύουνε μὲς ἀπ' τὴ λιβαδιά τους. 45
Σωρὸς ἐκεῖ τ' ἀνθρωπινὰ τὰ κόκκαλα σαπίζουν
γυμνὰ, ποὺ εἶναι τὸ δέρμα τους χυμένο ὁλοτριγύρω.
Προσπέρνα τις, καὶ στούπωνε καλὰ τ' αὐτιὰ τῶν ἄλλων
μὲ μελοζύμωτο κερὶ νὰ μὴν μποροῦν ν' ἀκούσουν.
Κι ἂν ποθυμήσης ἴδιος σου ν' ἀκούσης, ἂς σὲ δέσουν 50
ὁλόρθο χεροπόδαρα στοῦ καταρτιοῦ τὴ ρίζα,
κι ἂς καλοσφίξουν τῶ σκοινιῶν τὶς ἄκρες στὸ κατάρτι,
καὶ τότες χαίροντας θ' ἀκοῦς μακρόθε τὶς Σειρῆνες.
Μὰ ἀνίσως καὶ παρακαλῆς τοὺς ἄλλους νὰ σὲ λύσουν,
ἐκεῖνοι ἀκόμα πιὸ σφιχτὰ νὰ δένουν τὰ σκοινιά σου. 55
Καὶ τὸ καράβι σου ἀπ' ἐκεῖ σὰ σώση νὰ περάση,
δὲ σοῦ ὁρμηνεύω πιὰ ἀπὸ ποῦ τὸ δρόμο σου νὰ πάρης
ἀτὸς σου κρῖνε· ἐγὼ τοὺς δυὸ θὰ σοῦ ἐξηγήσω δρόμους.
Ἀπὸ τὴ μιὰ εἶναι κρεμαστὲς οἱ πέτρες ποὺ ὁλοένα
μὲ κύματα ἡ γλαυκόματη τὶς δέρνει ἡ Ἀμφιτρίτη· 60
αὐτὲς Πλανούμενες τὶς λὲν οἱ θεοἱ οἱ μακαρισμένοι.
Κι οὐδὲ πουλὶ τὶς προσπερνάει, καὶ μήτε οἱ περιστέρες
τὴν ἀμβροσία ποὺ φέρνουνε στὸ Δία τὸν πατέρα,
μόνε κι αὐτὲς κάθε φορὰ τὶς παίρνει ἡ γλιστροπέτρα·
μὰ στέλνει κι ἄλλην ὁ θεός, λειψές νὰ μὴν τὶς ἔχη. 65
Θνητοῦ καράβι ἐκείθενε δὲν ἔφυγε, κι ἂν ἦρθε,
μόνε καραβοσάνιδα καὶ ἀνθρώπινά κουφάρια
κυλιοῦνται ἀπὸ τὰ κύματα κι ἀπ' τῆς φωτιᾶς τὴ λύσσα.
Ἕνα μονάχο διάβηκε τῆς θάλασσας καράβι,
ἡ κοσμολάλητη ἡ Ἀργώ, γυρνώντας ἀπ' τοῦ Αἰήτη- 70
κι αὐτὴ σὲ βράχους θά 'σπανε τρανούς, χωρὶς τὸ χέρι
τῆς Ἥρας, ποὺ λυπήθηκε τὸν Ἰάσονα ἀπ' ἀγάπη.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ βράχοι οἱ δυὸ, ποὺ ὁ ἕνας ἀνεβαίνει
στοὺς οὐρανοὺς, κι ἡ σουβλερὴ κορφή του τοὺς ἀγγίζει
μαύρη τὸν ζώνει συννεφιά, ποὺ πάντα 'ναι ἁπλωμένη, 75
μηδὲ λαμπρύνει ἡ ξαστεριὰ ποτὲς τὸ μέτωπό του,
μὰ ἂς εἶναι θερισμοῦ καιρός, ἂς εἶναι χινοπώρι.
Ν' ἀνέβη ἐκεῖ ἢ νὰ κατεβῆ θνητὸς δὲ θὰ μποροῦσε
ποτὲς κανένας, κι εἴκοσι χέρια καὶ πόδια ἂν εἶχε·
γιατ' εἶναι ὁ βράχος γλιστερός, σὰν πέτρα λιστρωμένη 80
Καὶ σπήλιο ἀνοίγει σκοτεινὸ μὲς στὴν καρδιὰ τοῦ βράχου,
στὴ Δύση, καὶ πρὸς στὸ Ἔρεβος· καὶ κατακεῖ τὴν πλώρη
τοῦ καραβιοῦ θὰ στρέψετε, περίλαμπρε Ὀδυσσέα,
Μηδὲ πιδέξιος τοξευτὴς μέσ' ἀπὸ τὸ καράβι
ρίχνοντας τὴ σαγίτα του δὲ θά 'φτανε στὸ σπήλιο. 85
Κεῖ μέσα ἡ Σκύλλα κατοικεῖ καὶ φοβερὰ γαυγίζει·
ἔχει φωνούλα σκυλακιοῦ νιογέννητου, κι ὡς τόσο
εἶναι κακότροπο θεριό, κι οὔτε θνητὸς κανένας,
κι οὔτε θεὸς θὰ χαίρονταν θωρώντας το ἀντικρύ του.
Ἔχει καὶ πόδια δώδεκα, ποὺ ξέκρεμα εἶναι ὅλα, 90
κι ἕξι θεόμακρους λαιμούς, καὶ στὸν καθένα ἀπάνω
κεφάλι στέκει τρομερὸ μὲ τρεῖς ἀράδες δόντια,
πυκνὰ καὶ σφιχτοκάρφωτα καὶ θάνατο γεμάτα.
Μὲς στὸ βαθὺ τὸ σπήλιο της ὡς τὰ μισὰ χωμένη,
ἀπὸ τὸ μαῦρο βάραθρο τ' ἄγρια κεφάλια βγάζει, 95
κι ἐκεῖ ψαρεύει, ψάχνοντας ὁλόγυρα στὸ βράχο,
δελφίνια καὶ σκυλόψαρα κι ἄλλα θαλασσαγρίμια,
ποὺ μύρια ἡ κυματόβροντη τὰ βόσκει ἡ Ἀμφιτρίτη.
Ναύτης δὲν τὸ παινέθηκε πὼς ξέφυγε μὲ πλοῖο
ἀπὸ κεῖ πέρα ἀπείραγος· μὲ κάθε της κεφάλι 100
ἁρπάει ἀπ' τὸ μαυρόπλωρο καράβι κι ἕναν ἄντρα.
Τὸν ἄλλο χαμηλότερο, Ὀδυσσέα, θὰ δῆς τὸ βράχο·
κοντά 'ναι οἱ δυό τους, θά 'φτανε ἡ σαγίτα σου νὰ ρίξης.
Μεγάλος εἶναι ὀρνιὸς ἐκεῖ, μυριόφυλλος, καὶ κάτου
ἡ θεία ἡ Χάρυβδη ρουφάει τὸ μελανὸ τὸ κῦμα. 105
Τὴ μέρα τρεῖς φορὲς ξερνάει, καὶ τρεῖς φορὲς ρουφάει·
νὰ μὴ σοῦ τύχη καὶ βρεθῆς τὴν ὥρα ποὺ ρουφήξη,
τὶ δὲ θὰ σὲ ξεγλύτωνε μηδὲ τοῦ κόσμου ὁ σείστης.
Μόν' ζύγωνε τὸ πλοῖο εὐτὺς πρὸς τὴ Σπηλιὰ τῆς Σκύλλας,
καὶ πέρναε, τὶ καλύτερο νὰ κλαῖς ἕξι συντρόφους 110
τοῦ καραβιοῦ παρὰ ὅλοι τους μαζὶ ν' ἀφανιστοῦνε.”
Εἶπε, κι ἐγὼ ἀποκρίθηκα· “Πές μου, ὦ θεά, ἐσὺ τώρα,
τὴ φοβερὴ τὴ Χάρυβδη σὰν πῶς νὰ τήν ξεφύγω,
μὰ καὶ τῆς Σκύλλας τῆς φριχτῆς ν' ἀντισταθῶ, ἂν χουμίξη;”
Εἶπα, κι ἡ σεβαστὴ θεὰ μοῦ ἀπολογιέται ἀμέσως· 115
“Πάλε, καημένε, βάσανα γυρεύεις καὶ πολέμους·
μὰ μήτε τοὺς ἀθάνατους θεοὺς πιὰ δὲ φοβᾶσαι ;
Αὐτή 'ναι ἀθάνατο κακό, θνητὴ δὲν εἶναι ἡ Σκύλλα·
ἄγρια, φριχτὴ κι ἀμάχητη, Διαφέντεψη δὲν ἔχει
αὐτὴ καμιά, καὶ κάλλιο ἐσὺ νὰ φεύγης ἀπ' ὀμπρός της. 120
Τὶ ἀνίσως γιὰ ν' ἀρματωθῆς κοντοσταθῆς στὰ βράχια,
φοβοῦμαι μὴν προφτάξη αὐτή, καὶ μ' ἕνα χούμισμά της
ὅσα εἶναι τὰ κεφάλια της, τόσους σοῦ ἁρπάξη ἀνθρώπους.
Μόνε γοργὰ νὰ λάμνετε, καὶ τὴν Κραταιὴ φωνάξτε
τὴ μάνα ποὺ τὴ γέννησε γιὰ τὸ κακὸ τοῦ κόσμου, 125
καὶ θὰ τὴν ἐμποδίση αὐτὴ νὰ μὴν ξαναχουμίξη.
Κατόπι στὸ καλὸ νησὶ τῆς Θρινακίας θὰ φτάσης.
Βόδια ἐκεῖ βόσκουνε πολλὰ κι ἀρνιὰ παχιὰ τοῦ Ἥλιου,
ἑφτὰ κοπὲς βοδιῶν, ἑφτὰ καλῶν ἀρνιῶν κοπάδια,
πενήντα καθεμιὰ κοπή, κι αὐτὰ μήτε γεννοῦνε, 130
καὶ μήτε λιγοστεύουνε· καὶ θεὲς τὰ κυβερνᾶνε,
δυὸ νύφες ὡριοπλέξουδες, Φαέθουσα, Λαμπετία,
τοῦ Ἥλιου τοῦ Ὑπερίονα καὶ τῆς Νεαίρας κόρες.
Ἡ μάνα ποὺ τὶς γέννησε καὶ γλυκοανάθρεψέ τις,
πὰς στὸ νησὶ τὶς ἔβαλε τῆς Θρινακίας νὰ ζοῦνε, 135
τὰ γονικά τους πρόβατα καὶ βόδια νὰ φυλάγουν.
[ Αὐτὰ ἂν τ' ἀφήσης ἄβλαβα, καὶ θὲς τὸ γυρισμό σου,
ὅσο πολλὰ κι ἂν πάθετε, πάλε στὸ Θιάκι πᾶτε·
μὰ ἂν τὰ πειράξης, πρόσμενε ξολοθρεμὸ στὸ πλοῖο
καὶ στοὺς συντρόφους· ἴδιος σου μπορεῖς νὰ ξεγλυτώσης, 140
μὰ ἀργὰ θὰ φτάσης κι ἄσκημα, κι ἀπὸ συντρόφους ἔρμος ].”
Ὁμήρου Ὀδύσσεια, Ραψωδία μ 36-141.
Μετάφραση Ἀργύρη Ἐφταλιώτη
Μετάφραση Ἀργύρη Ἐφταλιώτη
προέλευση: http://www.mikrosapoplous.gr/homer/odm12.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου