Κάποτε, ψηλὰ πάνω ἀπὸ κάποιο λιβάδι ποὺ μιὰ προβατίνα κι ἕνα προβατάκι βοσκοῦσαν, ἕνας ἀετὸς κυκλόφερνε καὶ κοίταζε πεινασμένα κάτω τὸ προβατάκι. Κι ἐνῷ ἦταν ἕτοιμος νὰ κατέβει καὶ ν᾿ ἁρπάξει τὴ λεία του, κάποιος ἄλλος ἀετὸς φάνηκε καὶ γυρόφερνε πάνω ἀπ᾿ τὴν προβατίνα καὶ τὸ μικρό της, μὲ τὴν ἴδια πεινασμένη διάθεση. Τότε, οἱ δυὸ ἀνταγωνιστὲς ἄρχισαν νὰ παλεύουν, γεμίζοντας τὸν οὐρανὸ μὲ τὶς ἄγριες κραυγές τους.
Ἡ προβατίνα κοίταξε ψηλὰ κι ἔνιωσε μεγάλη κατάπληξη.
Γύρισε στὸ προβατάκι καὶ εἶπε:
«Παράξενο πρᾶγμα πού ῾ναι, παιδί μου, δυὸ ἀρχοντικὰ πουλιὰ νὰ πρέπει νὰ ρίχνονται τὸ ἕνα στ᾿ ἄλλο. Ὁλόκληρος οὐρανὸς καὶ δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος καὶ γιὰ τὰ δυό τους; Προσευχήσου, μικρό μου, προσευχήσου μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου νὰ δώσει ὁ Θεὸς εἰρήνη στὰ φτερωτὰ ἀδέρφια σου».
Καὶ τὸ προβατάκι προσευχήθηκε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του.
(Kahlil Gibran «Ὁ Πρόδρομος»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου