Να ‘σαι καλά που ήρθες. Να σε κεράσω ένα γλυκό καρυδάκι; Χτες το ‘φτιαξα. Να,
κάθησε. Τι κοιτάς; Τη φωτογραφία; Λεβέντης. Περπατούσε κι άνθιζαν οι δρόμοι κι
οι αυλές. Σγουρά μαύρα μαλλιά και γαλάζια μάτια. Άμα στην εκκλησία στις γιορτές
έμπαινε στην εκκλησία ή τυχαίναμε σε καμιά χαρά, μου κόβονταν τα γόνατα. Που να
βρεθείς τότε; Άλλοι καιροί... Σε καμιά χαρά και στα πανηγύρια μόνο. Ήξερα πως
με κοιτούσε. Η μάνα μου τα καταλάβαινε αυτά και με τραβούσε σιμά της. Άμα θέλει
η ρημάδα η καρδιά, με τα μάτια τα λέει και τα κάνει όλα.
Σαν πήγαινε για δουλειά και σαν γυρνούσε πάντα τραγουδούσε. Είχε ωραία
φωνή... Όλοι το ΄λέγαν και τον καλούσαν στις
παρέες. Τον άκουσα μια φορά σαν περνούσε από τη γειτονιά μας. «Σε είδα να κλαδεύεις, μια τριανταφυλλιά...». Το ξέρεις; Και μετά σαν ήταν μέρα, ό,τι δουλειά κι αν έκανα τη σταματούσα. Μα ζύμωνα, μα ήμουνα
στα ζώα, κοντοστεκόμουν κι άκουγα. Παραφύλαγα μόνο να μη με δει η μάνα μου.
Αλίμονό μου αν καταλάβαινε τίποτε. Σαν ήταν νύχτα κι ύπνο δεν είχα, άνοιγα το παράθυρο κι αν ήταν κανένα γλέντι ή χαρά
στην πλατεία αποκοιμιόμουν να τον ακούω να τραγουδά κι από πίσω το βιολί.
Ήταν Μάης κι είχε έρθει το χαρτί να πάνε τα παιδιά φαντάροι, κι αυτός μαζί.
Πάντα γλέντι στο χωριό, όταν ‘φεύγαν κι όταν γύριζαν από το στρατιωτικό. Με τη
μάνα φτιάχναμε πίτες ολημερίς για το τραπέζι και φαγητά. Είχε έρθει και στον
αδερφό μου το χαρτί. Έκλαιγε η μάνα για τον γιο, έκλαιγα κι εγώ για 'κείνον. Όταν άρχισαν να έρχονται οι καλεσμένοι, εκεί το μυαλό μου εμένα, στο
δικό του το σπίτι, στο δικό του γλέντι. Μοναχογιό δα τον είχε η μάνα του,
αλίμονο. Ήταν κοντά κοντά μεσάνυχτα, πήγα τάχα να γεμίσω τις κανάτες κρασί.
«...και πήδηξα απ’ το φράχτη, αχ να πάρω δυο φιλιά...» ακουγόταν από την πέρα γειτονιά.
Μια μέρα έρχεται μια ξαδέρφη του, βαφτισιμιά του πατέρα μου. Τάχα μου ήθελε ν’ αλλάξουμε σχέδια για το κέντημα. Μέσα στα κεντίδια,
να, κρυμμένη μια φωτογραφία. «Λάβε κορμί χωρίς ψυχή και σώμα χωρίς αίμα,και τη
φωτογραφία μου να με θυμάσαι εμένα» μου ‘γραφε. Δες τον. Παλικάρι... Ήρθε μετά από καιρό με άδεια. Μου μήνυσε πως σαν απολυθεί θα ‘ρθει κι
επίσημα να με ζητήσει. Τι να στα λέω; Δεν προφταίνοταν.
Ήταν δυο μήνες πριν απολυθεί. Πήγε και βρήκε τον πατέρα μου ένα απόγευμα. Αλλά
κι εκείνος ο συχωρεμένος, είπαμε, αγύριστο κεφάλι. Στο σπίτι δεν είπε τίποτα
μπροστά μου. Τα ‘λεγε με τη μάνα μου πιο μετά. Εκείνη δεν
τον ήθελε, ήταν φτωχός. Ο πατέρας πάλι; Το σόι του ήτανε
από τους «άλλους» κι εμείς είχαμε δήθεν ένα όνομα - ποιο όνομα θα μου πεις
τώρα; όλοι μαζί πεινούσαμε στο χωριό, κι όλοι μαζί μοιράζαμε πάλι το ψωμί-.
Αγύριστα κεφάλια. Εκείνο το βράδυ, πάλι δεν είχα ύπνο μέχρι που άκουσα «...και σου
'πιανα την σκάλα, ν’ ανέβεις πιο ψηλά...».
Περίμενα όμως.
Να τέτοια ώρα ήταν, σαν σήμερα. Περιμέναμε να χτυπήσει εσπερινός, αλλά...
αχ, αυτή η καμπάνα...ακόμα μου τρυπάει τα αυτιά. Πάγωσε όλο το χωριό. Δεν ήταν
για χαρά αυτή καμπάνα. Σε λίγο βουή μεγάλη από την πάνω γειτονιά. Από το σπίτι
του Σωτήρη. Η μάνα χτυπιόταν κι ούρλιαζε. Είχε αναποδογυρίσει το αυτοκίνητο
στην τελευταία στροφή πριν την ανηφόρα. Αχ, παιδάκι μου, άμα είναι γραμμένο....
Καλό το καρύδι το γλυκό; Χτες το έφτιαξα. Να σου βάλω ακόμα ένα να
γλυκαθείς λιγάκι; Άστα, γιε μου. Άμα θέλει η καρδιά και δε θέλει η ρημάδα η
τύχη....Να σαν το καρύδι είναι η αγάπη. Γλυκιά η ψίχα, αλλά μαυρίζουν τα χέρια για να την γευτείς. Έτσι, είναι....
-Να ‘σαι καλά, Τριανταφυλλιά, είπα, ξανακοιτάζοντας την παλιά φωτογραφία.
η φωτογραφία από εδώ
Aυτή η ιστορία γράφηκε για το διιστολογικό αφιέρωμα Ερωτική Ιστορία, στο οποίο συμμετείχαν επίσης:
Adespotos Skylos, Anagennimeni, Kospanti, Llemonn, Nefosis, Oldboy, Roubinaki, Silentcrossing, Βιβλιοθηκάριος, Ερυθρό Καγκουρώ, Μπανάνα, Μπουλακάκης, Ποδηλάτισσα, Το Βυτίο, Το καραντί, Τσαλαπετεινός, Χαμένο Επεισόδιο,
και φιλοξενήθηκαν από το enfo.gr
2 σχόλια:
Μύρισε το καρυδάκι και το τάλαντο...
Ευχαριστώ πολύ, Αντώνη!
Πάντως, αν όχι το καλύτερο, από τα καλύτερα γλυκά το καρύδι.
Δημοσίευση σχολίου