Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

2010 μ.Χ.

Θα ξαναγεννηθείς στα ‘ξώφυλλα

των εβδομαδιαίων περιοδικών

και των εφημερίδων.

Κορδέλες και ταινίες...

με κεφαλαία γράμματα

θα διαφημίσουνε τα:

«Καλά Χριστούγεννα».

Εκατομμύρια κάρτες...

θα διαπλεύσουνε τα πέλαγα...

για να ευχηθούν τη γέννησή Σου.

Χορωδίες θα ψάλλουν

κατανυκτικά τροπάρια.

Και τα ραδιόφωνα θα μεταδίδουν

το «Άγια Νύχτα»...

Το βράδυ στα θέατρα

θα διασκεδάσουμε...

Νυσταλέοι, έπειτα, θα χωθούμε

βιαστικοί στα κρεβάτια μας,

χωρίς κανένας μας να κοιτάξει

στο σκοτεινό ουρανό

μήπως και φάνηκε

το αστέρι των Μάγων...

2000 π.Χ. (αποσπάσματα)
Λευτέρης Μάινας

[Κ. Λουκάκης, Νεοελληνική Θρησκευτική Ποίηση, Αθήνα 1978: 153.]

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

λόγος καταγγελτικός ή καταπραϋντικός;

Είναι αλήθεια και ίσως κοινότοπη διαπίστωση πως τον τελευταίο καιρό πολλοί μιλούν για πολλά, βέβαιοι και στηριγμένοι σε αξιώματα, δόγματα και θέσφατα, άσχετα που ξορκίζουν αυτές τις δυο λέξεις. Συχνά ανατρέχουν στο παρελθόν με συγκρίσεις, παραλληλισμούς και αναζητώντας ομοιότητες για να μας πουν ότι η επανάληψη αυτή τη φορά θα είναι τραγωδία και όχι φάρσα, ξεχνώντας ίσως ότι το τραγικό είναι και κωμικό μαζί, αλλά η αδολεσχία παραμένει πάντα αδοολεσχία. Αυτοί λοιπόν οι πολλοί, επώνυμοι και απενοχοποιθέντες για τα όσα στήριξαν φανερά και ανεκτικά στο παρελθόν, ο καθένας με τον τρόπο του και τα πιστεύω του, μας καλούν όλους τους άλλους σε ανυπακοή , αλλά υπακούοντας όμως σε αυτά και μόνο που οι ίδιοι λένε. Αυτή είναι και η μετανεωτερική μορφή της ανυπακοής, αλλά δεν ξέρω αν ποτέ και πως φτάσαμε στη νεωτερική εποχή.
Ωστόσο, το παλιό καλό εκπαιδευτικό σύστημα με την αρωγή και των φροντιστηρίων, φαίνεται πως έμαθε πολλούς να γράφουν καλές εκθέσεις ιδεών ακολουθώντας πάνω κάτω ένα τέτοιο σχεδιάγραμμα:

Οι ημέρες που ζούμε είναι δύσκολες και κρίσιμες [κάπως έτσι ξεκινούν και προχωρούν] περνάμε ως χώρα μια δεινή οικονομική κρίση πού δημιουργεί στους πολλούς ανασφάλεια και φόβο. [Η αιτιολόγηση, η αλλιώς η συνολική θεώρηση εξηγεί πως] η χώρα μας φαίνεται να μην είναι πλέον ελεύθερη αλλά να διοικείται επί της ουσίας από τούς δανειστές μας. [Η άγνοια ή και παραποίηση (;) της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους εκμηδενίζεται από την χρήση αποκλειστικά του ενεστώτα].

Αυτό πού συμβαίνει [α.στην Πατρίδα μας, β. στην Ελλάδα, γ.στο Έθνος, κλπ. αναλόγως του χρώματος με το οποίο θα τυπωθεί και τους συγγραφείς] είναι πρωτόγνωρο και συνταρακτικό.
[Ακολουθεί σύντομη ή αναλυτική περιγραφή για την] ανατροπή δεδομένων και δικαιωμάτων... [επειδή έχουμε ] κατοχή...εκτελούμε εντολές των κυριάρχων - δανειστών .... [μαζί με τις ] παθογένειες της κοινωνίας και της οικονομίας [οι οποίες πρόσφατα ανακαλύφθηκαν].
[Παρουσιάζονται αναλυτικά] οι ριζικές ανατροπές [και καταλήγουν συνοπτικά ότι] φθάνουμε στην κρίση και στην χρεωκοπία.
[Α, ναι! κάπου εδώ συναντάμε, αλλά για μια και μόνη φορά και δίχως περαιτέρω επεξηγήσεις για αποφυγή πλατειασμών τη λέξη ] αυτοκριτική [ για να προβληθεί στη συνέχεια και να αναλυθεί το αντίδοτο, συνήθως χρησιμοποιούν το καλολογικό στοιχείο: «προτάσεις» ή « λύσεις» απαραιτήτως με προστακτικές β’ προσώπου πληθυντικού]
[Ο επίλογος είναι ένα κάλεσμα για τους αναγνώστες και μέλλοντες ανυπάκοους, ώστε] όλοι μαζί.... συσπειρωμένοι γύρω από [την ασφάλεια κάποιου μαντριού με εξασφαλισμένη την ιδεολογική καθαρότητα, η οποία θα μας προστεύσει από τον κακό λύκο και τις κακοτοπιές, για να ] βγούμε από [α.τη δύσκολη ώρα, β. τη δύσκολη κατάσταση, γ. το οικονομικό σύστημα, κλπ, αναλόγως πάλι με το ποιος/οι υπογράφουν από κάτω].


Και θυμίζουν εκείνο ανέκδοτο, τόσο πικρό, μα και τόσο αληθινό σαν αυτά που βίωσε εκείνος ο
φιλήσυχος ανθρωπάκος, όταν έχασε τα βήματά του και μέσα στο σκοτάδι βρέθηκε σε μια κακόφημη γειτονιά της πόλης. Σ’ ένα στενό, τον στριμώχνουν τρεις τέσσερις αγριάνθρωποι, μέλη συμμορίας, τον κολλάνε στον τοίχο, βγάζουν μαχαίρια και τον ρωτάνε.
-«Λέγε, είσαι με εμάς ή με τους άλλους;»
Με τρεμάμενη φωνή ο αναθρωπάκος απάντησε, όπως καλούν και περιμένουν να απαντήσουμε κι εμείς [που θα γίνουμε ανυπάκοοι].
-«Μ’ εσάς είμαι, θέλει ρώτημα;»
Τότε οι άγριοι μπήγοντας τα μαχαίρια τους στο κορμί του ανυπεράσπιστου, φωνάζουν γελώντας:
-«Την πάτησες, εμείς είμαστε ο άλλοι.»

Κι αν αναρωτιέται κανείς γιατί γράφτηκαν όλα αυτά παραμονές των Χριστουγέννων, είναι γιατί την Παρασκευή θα ξανανέβουν επάνω στη γη οι Καλικάντζαροι. Μόνο που αυτοί είναι παιγνιδιάρηδες και σκανδαλιάρηδες και μετά από δώδεκα μέρες θα ξανακατέβουν κάτω. Οι άλλοι δεν ξέρω ποιος αγιασμός θα τους σκιάξει...

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Ας είναι οι δρόμοι έρημοι από ανθρώπους



Μη φοβόσαστε που ξημερώνει,
έχουμε την καλή ελπίδα στην καρδιά μας.
Ας είναι οι δρόμοι έρημοι από ανθρώπους,
θ' ακουστούν όλες οι φωνές της ημέρας.

Μην αναστενάζεις που ο μόχθος έχει πολλές ώρες,
το κάθε βάρος τ' αλαφρώνει η συντροφιά,
ένα μάτι που προβάλλει απ' τη συννεφιά,
η καλή ελπίδα πώχουμε στην καρδιά.

Ακούς πώς πάλλεται σαν καμπάν' από φως,
διώχνοντας τα σκοτεινά φαντάσματα,
προσκαλώντας τον εργάτη στην οικοδομή,
η καλή ελπίδα πούναι στην καρδιά.

Τρέξτε πρόθυμα με το δίχτυ της ζωής,
στη θάλασσα με τις λαχτάρες που σιωπούν,
κάτι από τον ήλιο π' αναλειώνει στα νερά,
θ' ανέβει απάνω η ελπίδα της καρδιάς.


Όρθρος,

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης


Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Ατομικές συμβάσεις για όλους: όλοι οι άνθρωποι είμαστε διαφορετικοί



«Πέρυσι, τέτοιο καιρό, δεν είχαμε Μνημόνιο, αλλά είχαμε πάλι σκουπίδια στους δρόμους. Για την ακρίβεια, κάθε χρόνο Χριστούγεννα και Πάσχα τα σκουπίδια ήταν κομμάτι των γιορτών μας. Κανείς δεν θυμάται γιατί απεργούσαν οι υπάλληλοι της Καθαριότητας, αλλά το Μνημόνιο δεν άλλαξε και πολλά σ’ αυτόν τον τομέα της καθημερινότητάς μας. Επίσης το Μνημόνιο δεν άλλαξε τίποτε στην κίνηση στο κέντρο της Αθήνας. Πορείες είχαμε πέρυσι, πορείες έχουμε και φέτος. Με την ίδια συχνότητα και τον ίδιο πάνω-κάτω αριθμό ανθρώπων.
Οι αστικές συγκοινωνίες ήταν επίσης υπό αίρεση. Οι εργαζόμενοι έβρισκαν λεωφορείο μόνο όταν οι συνδικαλιστές το επέτρεπαν. Οι δεύτεροι, τη μια έκαναν στάση εργασίας για να γίνει τις ώρες αιχμής η γενική συνέλευση, την άλλη απεργούσαν για τα δίκαια επιδόματα, που η κοινωνία τούς χρωστούσε. Κι εδώ το Μνημόνιο δεν χειροτέρεψε πολλά στην καθημερινότητά μας. Οι γιατροί στο ΙΚΑ πάλι απεργούσαν για τις εφημερίες και οι συνταξιούχοι καρτερικά περίμεναν στην ουρά.

Στα πανεπιστήμια, πρυτάνεις, καθηγητές και φοιτητές ελεεινολογούσαν την κατάσταση στην ανώτατη παιδεία και δήλωναν αποφασισμένοι να πολεμήσουν για να παραμείνει η ίδια. Πανεπιστημιακές σχολές βρίσκονταν υπό κατάληψη και το αφισομάνι κυριαρχούσε. Σήμερα πάλι κάποιες σχολές είναι υπό κατάληψη και η χαρτούρα βασιλεύει. Οι συγκρούσεις για να μείνουν ανοιχτά τα μαγαζιά μια Κυριακή επιπλέον τον χρόνο είναι στην ετήσια ατζέντα. Οσο για τις γενικές απεργίες, κάναμε με κάθε ευκαιρία. Ακόμη και όταν ο Τζορτζ Τζούνιορ Μπους αποφάσισε να εισβάλει στο Ιράκ.
Το χειρότερο που ανέδειξε αυτή η κρίση είναι ότι ενώ η ζωή αλλάζει δραστικά, οι ηγεσίες κάθε χώρου (πολιτικές, συνδικαλιστικές, κοινωνικές) δεν λένε να αλλάξουν συμπεριφορά. Υπάρχουν άνθρωποι που μένουν χωρίς δουλειά και τα συνδικάτα του Δημοσίου καίγονται για τα αγνώστου ύψους επιδόματα των μελών τους. Η οικονομία βρίσκεται στη χειρότερη κατάσταση από τη μεταπολίτευση κι εντεύθεν και κάποιοι πολιτικοί ψάχνουν εύσχημους τρόπους να αυξήσουν το Δημόσιο και να βολέψουν μερικούς.
Ολοι καμώνονται πως η κρίση δεν τους αφορά και όλοι συμπεριφέρονται σαν να μη συνέβη τίποτε. «Δεν τα φάγαμε μαζί, δεν θα πληρώσουμε μαζί», φωνασκεί η παλαβή Αριστερά, αλλά δεν μας λέει ποιος θα τα πληρώσει. Οι Γερμανοί ή οι κάτοικοι της Ακτής του Ελεφαντοστού; Στα καφενεία-κατ’ ευφημισμόν δελτία ειδήσεων, τα εικονίσματα του λαϊκισμού συνεχίζουν να δακρύζουν για τα «ντέρτια του λαού». Φωνασκούν για τους κακούς ξένους που έρχονται να πιουν το αίμα του λαού, όπως φωνασκούσαν παλιότερα για τους κακούς Τουρκο-Βουλγαρο-Αλβανούς που θα έκαναν το μουσουλμανικό τόξο για να πνίξει την Ελλάδα. Και συνεχίζουν να πληρώνονται αδρά για τις καθημερινές θεατρικές παραστάσεις.
Τώρα, όμως, τα πράγματα αλλάζουν. Τα λεφτά που χρηματοδοτούσαν όλες τις παράλογες συμπεριφορές έχουν κοπεί. Αναγκαστικά πρέπει να αλλάξουμε πορεία. Να δούμε τι μπορούμε να γλιτώσουμε από τα επιδόματα «έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία» και να κάνουμε ταμείο για τα υπόλοιπα. Κυρίως, όμως, πρέπει να αλλάξουν συμπεριφορές. Αυτές που έκαναν τη ζωή μας αβίωτη και πριν...»


Σύνδεσμος Ειλικρινών Βιομηχάνων



αναδημοσίευση από Red NoteBook

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Η αυτοεκπληρούμενη πολιτική προφητεία

Για να προχωρήσει κανείς σε μιαν ανάλυση του "παιχνιδιού" και πιθανώς να προτείνει και κάτι σταματά πάντα σε ένα εμπόδιο: δεν έχει γίνει ως τώρα κάποια σοβαρή και επικαιροποιημένη ανάλυση και εμβάθυνση στο τι είδους ανάπτυξη υπήρξε στην Ελλάδα ως τώρα, δεν έχουν κατανομαστεί και δεν έχουν καταδειχθεί οι στρεβλότητες και οι παρεκκλίσεις. Όμως εκτός από την οικονομία, την παραγωγή και τις παραγωγικές διαδικασίες, ποιος αγγίζει το θέμα των νοοτροπιών και όλων εκείνων των ιδεολογημάτων που αναδύθηκαν και αποτέλεσαν κατευθυντήριες γραμμές πορείας;


Τελικά είναι ίσως αρκετά βολικό να μιλά κανείς για τον homo economicus, αλλά να μην αγγίζει θέματα όπως το πως διαμορφώνονται οι νέες μορφές ατομικότητας και συλλογικότητας, τι είναι δημόσιο και τι ιδιωτικό, ποιο περιεχόμενο και ποιες μορφές έχει η πολιτιστική ταυτότητα σήμερα, κ.α.π..

Αποτελεί επιπλέον χαρακτηριστικό της αυτοεκπληρούμενης πολιτικής προφητείας η προσμονή και η παρακίνηση ο κόσμος να συμπεριφερθεί και να αντιδράσει σύμφωνα με σχήματα και τρόπους, όπως στο παρελθόν, γιατί πολλοί [αν όχι όλοι] που μιλούν με προτεταγμένο το δάχτυλο και το αναλώσιμο όραμα ενσαρκώνουν ακριβώς αυτό: το παρελθόν.

[Από ένα σχόλιο εδώ]

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

το είναι, αιώνιο και θνητό με κεφαλαίο ή μικρό έψιλον δεν παίζει ρόλο.

Είναι μάλλον δύσκολο -ίσως και να πρέπει η σιωπή- το να μιλήσεις για το πως εκφράζει κάποιος την θέση του στον κόσμο που τον περιβάλλει και τον υπερβάλλει. Ίσως μέσα από τις οπτικές του άλλου ανανοηματοδοτείς και τη δική σου θέαση, σαν καλειδοσκόπιο ή σαν τηλεσκόπιο προς το είναι, θνητό και αιώνιο, με κεφαλαίο ή μικρό έψιλον δεν παίζει ρόλο.


ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ Χ


Είμαι συγκινημένος απόψε.


Ο οξύς συνειρμός τέχνης απαιτητικής και κάπως άχαρης
για την ώρα διστάζει.
Έλα-
μπορούμε, αν θες,
να περπατήσουμε μαζί αίθουσες μουσείων
ερωτευμένων με τα ίδια τους τ' αγάλματα
να διαγνώσουμε την αιχμηρή αμφιβολία του χεριού
κάτω απ' το ποτισμένο ύφασμα. το μάρμαρο
την άγρια προετοιμασία της επιφάνειας για ζωγραφική.
Μπορούμε, αν βέβαια το θελήσεις,
να φτιάξουμε μια μουσική.
Θα 'ναι πολύτιμη κι ανέμελη
θα εξελίσσεται κάπως αργά
αλλά στους ίδιους πάντα αξιόπιστους τετράγωνους χρόνους.
Έλα.
Μη μου το αρνηθείς.
Άλλωστε τι θα κοστίσει.
Φέρε μαζί αυτή τη στιγμή κι αυτή τη σελίδα.
Αυτή τη στιγμή
εδώ
πάνω σ' αυτή τη σελίδα
-μόνη περιουσία μου-
ακύρωσέ τα
αφού, απόψε,
πιστός στην αρετή των δακρύων
σε εποχή κυνικών εκμυστηρεύσεων
μπορώ
επάξιος και λαμπερός
γιαυτή τη μόνη φορά,
να σε υπερασπιστώ.

Δήμητρα Κωτούλα

Εκδόσεις Νεφέλη, 2004

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

παράλληλες, αποκλίνουσες, διασταυρούμενες διαδρομές

Σύμφωνα με κάποιες θεωρίες για τον αστικό ιστό, κάθε στοιχείο σε ένα αστικό τοπίο αποκτά νόημα εφόσον σχετίζεται με μια ανθρώπινη δραστηριότητα και μια περίπλοκη διαδικασία οργάνωσης συνδέει τους διάφορους κόμβους του αστικού ιστού. [Jan Gehl (1987), Life Between Buildings, New York: Van Nostrand Reinhold.]. Η μνήμη δίνει άλλη διάσταση στο αστικό τοπίο, ειδικά η υποκειμενική και επιλεκτική μνήμη -η οποία και το ανανοηματοδοτεί-, ίσως αποτελώντας το καλύτερο και ισχυρότερο αντίπαλο δέος στην επιβαλλόμενη ως αντικειμενική συλλογική μνήμη.

Αυτά λοιπόν καταγράφει ο φίλος Δύτης στη "Φοιτητική αυτοβιογραφία" του:

Ένα βιντεάκι (via Sraosha) με έκανε να θυμηθώ μετά από πολύ καιρό τη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών μου χρόνων. Ξεκινώντας από το διαμέρισμα στη Φιλικής Εταιρείας, κοντά στο Ιπποδρόμιο, δειλό ξεμύτισμα στον κόσμο· το πρώτο, νομίζω και το δεύτερο εξάμηνο πήγαινα σε όλα τα μαθήματα, μετά έκοψα το σπορ. Θυμάμαι ότι συχνά τότε ξενυχτούσα στο σπίτι μου, ακούγοντας Νικ Κέιβ και άπειρες κασέτες από τους παράνομους κασετάδες της Φιλοσοφικής, με έναν από τους οποίους μιλούσαμε για μουσική και ήξερε πάντα τι έψαχνα, ξανθός με μουστάκι που μου θύμιζε Πολωνό. Το ξημέρωμα συχνά ξεπόρτιζα και ανηφόριζα προς την Άνω Πόλη, βρίσκοντας διάφορους θησαυρούς και καταλήγοντας συνήθως στο Γεντί Κουλέ το οποίο πάντα μου έκανε τρομερή εντύπωση, καθώς σκεφτόμουν πολύ έντονα όσους είχαν περάσει χρόνια και χρόνια μέσα στο κάστρο που είχε αρχίσει ήδη να γίνεται ρημαδιό.

Οι πρώτες γνωριμίες φυσικά γίνονταν στη γραμματεία, στις ουρές για το πάσο ή για το πρόγραμμα. Θυμάμαι πολύ καλά όλες εκείνες τις πρώτες φορές, το πρώτο τσάι στη Ζώγια, την πρώτη φορά που χτύπησε το κουδούνι μου, την πρώτη μπύρα στη Βαβέλ (εκείνη στο Μπερλίν δεν τη θυμάμαι, και γενικά στο Μπερλίν πέρασα τόσες πολλές ώρες που στο τέλος το σιχάθηκα), την πρώτη σοκολάτα στη Ρεζέρβα, το πρώτο βράδυ στο Άσυλο, το πρώτο τάβλι στη Μελενίκου -ψέματα, αυτό το τελευταίο δεν το θυμάμαι, θυμάμαι όμως ποιος και πώς μου έμαθε το μπουρλότ που ύστερα παίζαμε με μανία σε σπίτια, σε συνοικιακά καφενεία με πράσινη τσόχα, και βέβαια στο παλιό Ματζέστικ, απ’ όπου μπορούσες να κάτσεις όλο το απόγευμα πίνοντας ούζα και χαζεύοντας τη θάλασσα μέσα από τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν την παραλιακή.
Κάπου εκεί πρώτον, απέκτησα συγκάτοικο, δεύτερον άρχισα να πηγαίνω στις λεγόμενες μαζώξεις του σχήματος και να ασχολούμαι με ό,τι ψευδώς ονομάζουμε φοιτητικό συνδικαλισμό. Ωραίες αναμνήσεις: στα διάφορα σπίτια, φτιάχνοντας καφέδες εκ περιτροπής, αναλαμβάνοντας να γράψεις την επόμενη προκήρυξη, καταλήγοντας σε κάποιον Τζώτζο ή Μακεδονικό όπου τραγουδούσαμε Χειμερινούς και Σαββόπουλο (όταν πατούσα πόδι). Τότε είχα σταματήσει να πατάω στα μαθήματα (εκτός από ένα), και κατά τις έντεκα στηνόμουν στο τραπεζάκι που είχαμε στην είσοδο και περίμενα να εμφανιστεί κόσμος, να τα πούμε και να καταλήξουμε σε κάποιο καφέ. Διάβαζα όμως πάρα πολύ, θυμάμαι τώρα με ευχαρίστηση κάτι ομαδικές εξορμήσεις σε βιβλιοπωλεία: η μανία μου τότε ήταν οι σουρεαλιστές, ο Μπόρχες, ο Μπάροουζ, πολύ αργότερα πήρα τους Υπνοβάτες. Τέσσερις-πέντε φορές το χρόνο ανεβοκατέβαινα Αθήνα, πάντα φυσικά με τραίνο, και έβλεπα τους παλιούς μου φίλους, ακόμα πιο ωραία όμως ήταν όταν έρχονταν εκείνοι να με δούνε, παρόλο που έχω την αίσθηση ότι ποτέ δεν κατάφερα να ενώσω τις παρέες μου της Αθήνας με εκείνες της Θεσσαλονίκης· φυσικό ήτανε.

Να μην ξεχάσω τις φοιτητικές συζητήσεις, είτε σε καφενεία είτε ολονυχτίς σε κάποιο σπίτι: στην ηλικία που γενικά λέγεσαι εικοσάχρονος τείνεις να φιλοσοφείς ατέλειωτα για τις ανθρώπινες σχέσεις, τη ζωή, τον έρωτα ή την τέχνη, τόσο πολύ ίσως που μετά σου κόβεται πια η όρεξη. Τα τελευταία χρόνια πριν φύγω έμπλεξα με μια παρέα πρωτοετών ή δευτεροετών και αναγνώρισα τις ίδιες κουβέντες με ένα είδος καλόβολης πλήξης. Ωραία ήταν.
Μετά με τον συγκάτοικό μου βρήκαμε ένα σπιτάκι στην Ευαγγελίστρια, το πιο ωραίο από όλα τα σπίτια μου, διόροφο (αλλά ο όροφος ήταν αχρησιμοποίητος, μόνο που κάπου-κάπου ανεβαίναμε στο μπαλκόνι), με μια μικροσκοπική αυλίτσα που εφαπτόταν με τον βράχο του δάσους του Σέιχ Σου. Θυμάμαι: απογεύματα στο κεφαλόσκαλο στην οδό Κύπρου, ο ήλιος έπεφτε και σε μια πορτοκαλί απόχρωση έβλεπες τους γείτονες να πηγαινοέρχονται και κάτι ενοχλητικά (γιατί τους είχα δώσει πολύ θάρρος) παιδάκια παρακαλούσαν να μπουν στο σπίτι, δεν θυμάμαι πια τι έκαναν μέσα, θυμάμαι μόνο το όνομα του ενός (Μάρκος). Το δωμάτιό μου έβλεπε στην αυλίτσα από ένα παλαιικό παράθυρο, το μισό του οποίου κρυβόταν από τη σκάλα που ανέβαινε πάνω· είχα μια φλοκάτη και ήταν χειμώνας, ακόμα θυμάμαι το χιόνι. Σ’ αυτό το σπίτι άρχισα να διαβάζω οθωμανικά, αν σας ενδιαφέρει.
Γύρω στο ’95 πρέπει να μετακόμισα στη Μουσών στην Άνω Πόλη, εκεί είχα δυο δωμάτια που έβλεπαν σε μια τσιμεντένια αυλή. Δίπλα έμενε η σπιτονοικοκυρά, η κυρά-Φρόσω, που τις μέρες της εξεταστικής έφερνε φαγητό αλλά μετά από ένα χρόνο η πίεση των κυράδων της γειτονιάς αποδείχθηκε πια ανυπόφορη καθώς τσέκαραν ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Αν ανέβαινες στην ταράτσα, μπορούσες να δεις τα τείχη στα αριστερά και την πόλη με τη θάλασσα ευθεία μπροστά: θυμάμαι κάτι πυροτεχνήματα, μάλλον στην έναρξη της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Ήταν η εποχή που ανακατευόμουν πολύ με άλλες παρέες, της αρχιτεκτονικής, πήγαινα σε κάτι θεατρικές τους πρόβες και επαναλάμβανα τα καμώματα του πρώτου έτους. Σε ένα τέτοιο σπίτι φιλοξενήθηκα φεύγοντας από κει, μια παλαιική πολυκατοικία κοντά στην Καρόλου Ντηλ με μαντεμένιο ασανσέρ και πλακάκια αρ νουβώ: κυρίως θυμάμαι τη μυρωδιά από το τσάι που πίναμε ακατάπαυστα και κάτι αρωματικά κεράκια, και ένα επικώς αποτυχημένο μπορς που είχαμε φτιάξει ένα βράδυ ακολουθώντας τις οδηγίες ενός βιβλίου με νηστήσιμες συνταγές.
Το τελευταίο μου σπίτι ήταν στη Δεσπεραί, κάτι σαν επιστροφή στο κέντρο μετά από μια δίχρονη περιπλάνηση στα πέριξ. Εκεί πια ήμουν πτυχιούχος, και είχα στραφεί σε ένα πιο μοναχικό τρόπο ζωής. Μετά από ένα ροκ διάλειμμα δυο ή τριών χρόνων είχα ξαναστραφεί στον Χατζιδάκι, και θυμάμαι ότι είχα τότε και τη μανία με τους συνθέτες του 20ού αιώνα, τους δωδεκάφθογγους επιγόνους του Μάλερ (put the blame on Cortazar). Τον πρώτο χρόνο σ’ αυτό το σπίτι είχα και τηλεόραση, και έβλεπα κάθε Παρασκευή τις ταινίες που πρόβαλλε η ΕΤ1 χάρη στα γενέθλια του κινηματογράφου. Με την ευκαιρία θυμήθηκα τώρα και τα σινεμά, πολύ σινεμά, ιδίως τα πρώτα χρόνια που μια κινηματογραφική λέσχη, η Παράλλαξη τότε, έκανε εβδομαδιαία αφιερώματα σε όλους τους μεγάλους παλαιούς και διπλές μεταμεσονύχτιες κάθε Παρασκευή, ή ίσως Σάββατο, από τις οποίες η πρώτη ήταν λίγες βδομάδες ή και μέρες από τότε που είχα πρωτοφτάσει στην πόλη: μπήκα σχεδόν τελευταίος, και είδα δυο ταινίες του Τζάρμους από την πρώτη πρώτη σειρά, με το κεφάλι στραμμένο προς τα πάνω και τις μορφές στην οθόνη επιμήκεις σαν φιγούρες του Γκρέκο. Εκείνη την εποχή όμως πια, έβγαινα σταθερά μεν αλλά χωρίς ποικιλία στο Γκροτέσκ, το λεγόμενο καινούριο στη Διαγώνιο (το παλιό ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω): ραντεβού πάντα στα Ηλύσια, πρώην σινεμά και μετέπειτα παιχνιδάδικο, και σκοπός το γνωστό μπιστρό (το πραγματικό μπιστρό βέβαια είχε προηγηθεί κατά δύο χρόνια, το περίφημο -για μας- καφέ Πιερό στο Διοικητήριο. Του επιλεγόμενου πατριάρχη, όποιος τον ξέρει).
Για να δούμε τι άλλο ξέχασα: η τελευταία μου εξεταστική -στην Άνω Πόλη τότε- συνέπεσε με μια φοβερή ζέστη. Διάβαζα όλη μέρα με τα παντζούρια κλειστά βυζαντινή αρχιτεκτονική, έχοντας δανειστεί το βιβλίο του Μπούρα από τις φίλες μου τις αρχιτεκτόνισσες, και το βραδάκι που έπεφτε ο ήλιος κατηφόριζα στο Ναυαρίνο, έπαιρνα μια μπύρα και την έπινα σιγά-σιγά σταυροπόδι στο πεζούλι μέχρι να περάσει κάποιος γνωστός. Όλο και κάποιος θα πέρναγε, τόσο που όταν ήρθα μετά στην Αθήνα και άνοιγε μια πόρτα στο μπαρ ή στο καφενείο κοίταζα να δω ποιος μπήκε.
Με ευχαρίστηση θυμάμαι μία πετυχημένη κατάληψη της σχολής (το γράφω για να είμαι και λίγο στην επικαιρότητα) όπου είχαμε οργανώσει διπλή προβολή ταινίας, τις “Φράουλες και αίμα” και το “Αν”. Όταν ο κόσμος είχε πια φύγει, μείναμε δυο ή τρεις και είδαμε μέχρι να ξημερώσει το “Κουρδιστό πορτοκάλι” και, τελευταίο, το “Σατυρικόν” του Φελίνι. Διάφορα πράγματα γίνονταν τότε, και έχω την εντύπωση ότι πάντα κρατούσα μια έκκεντρη στάση. Μ’ άρεσαν τα περιοδικά που βγάζαμε, τρία τον αριθμό: ένα ήταν το “Κιβώτιο”, του σχήματος ας πούμε, ένα ήταν ο “Τυμβωρύχος”, πιο αρχαιολογικού χαρακτήρα αλλά με πολιτική οπτική (χειρόγραφο;), και βέβαια δεν ξεχνώ τους Κυνοκέφαλους.
Και φυσικά αυτό δεν είναι αυτοβιογραφία, δε νομίζω να μάθατε τίποτε σπουδαίο για μένα (το κόλπο το έμαθα από τον Κίπλινγκ, αν θυμάστε). Θέλησα μόνο να βάλω κάποιες αναμνήσεις μου σε μια τάξη, τις έβαλα, ελπίζω να μη βαρεθήκατε.
Μαύρε καβαλάρη, αν ξαναπεράσεις στο αφιερώνω. Να θυμηθείς πώς ποτέ δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε κάτι τρώγοντας συκώτι στη Δόξα της Αποστόλου Παύλου.



Τελικά, φίλε μου, τα συνδετικά μονοπάτια είναι πολύπλευρα και ακανόνιστα.

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

τι κάνει η μαμά τον τενεκέ του λαδιού, όταν τελειώσει το λάδι;

Ίσως το περιστατικό να είναι από άλλες εποχές πιο παλιές, περασμένες, μάλλον και απωθημένες βαθιά στη μνήμη μας. Υπάρχει φυσικά και η αδήριτος μνημοκτόνος ευμάρεια, όπως και ο τρόμος μιας επερχόμενης καταναλωτικής αδυναμίας και πιθανής ένδειας. Ας είναι, όμως και ας δούμε τι έγινε κάποτε

... στο χωριό Λιβάδι Ελασσόνας. Είχε προηγηθεί το προηγούμενο καλοκαίρι η παράσταση της Τύχης της Μαρούλας, που είχε εντυπωσιάσει πολύ τα παιδιά. Η Τενεκεδούπολη άρχιζε ως εξής:

Ξεπρόβαλλε πίσω από το σκηνικό το τενεκεδάκι «Ήλιος» - στην παράστασή μας το καρτουσα εγώ-, χωρίς να φαίνεται ο ηθοποιός που έπαιζε το ρόλο, και ρωτούσε τα παιδιά: «Παιδιά με γνωρίζετε; Ποιος είμαι

Και τα παιδιά στο Λιβάδι αντί να απαντήσουν «ο Ήλιος», απαντούν όλα μαζί σύσσωμα: «Ναι, σε γνωρίζουμε, είσαι η Μαρούλα». Γιατί φυσικά η φωνή μου τους θύμιζε τη Μαρούλα.

Αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο ευτράπελο. Η παράσταση ήταν δύσκολο να συνεχιστεί , γιατί ο θίασος της Τενεκεδούπολης σχηματιζόταν στο έργο από διάφορα τενεκέδια που μετά τη χρήση τους πετάγονταν στα σκουπίδια. Αυτή ήταν όμως η συνήθεια των πόλεων, όχι των χωριών. Στην οικιακή οικονομία των χωριών μας τίποτε δεν πετιόταν, όλα ήταν χρήσιμα.

Έτσι, όταν ρώτησα τα παιδιά:

«Παιδιά, τι κάνει η μαμά τον τενεκέ του λαδιού όταν τελειώσει το λάδι;», αντί να μου απαντήσουν «τον πετάει στα σκουπίδια» αυτά φώναξαν όλα μαζί:

«Βάνει λουλούδια» ή «βάνει τον τραχανά μας

Άντε να βρεις εσύ τενεκέδες στα σκουπίδια να φτιάξεις θίασο.

Άννα Βαγενά, Το θεσσαλικό μου θέατρο, Κέδρος, Αθήνα 2006.

 
 
 
Τελικά, δεν παίρνουμε απάντηση, αλλά μάλλον καταλαβαίνουμε ότι πολύ θα δυσκολεύτηκε η Ά. Βαγενά να φτιάξει το θίασο της Τενεκεδούπολης.
 
Άντε, όμως σήμερα να βρεις εσύ,
πόσες εκπομπές μαγειρικής θα χρειαστούν ακόμη, εσχάτως δε και κηπουρικής για να μάθουμε ότι [ή να ξεμάθουμε] ότι πριν υπήρχε ο σγουρός βασιλικός στις αυλές και τα μπαλκόνια και νυν το εστραγκόν, ότι ο τραχανάς είναι κάποιο εξωτικό αγροτουριστικό έδεσμα με σπάνια επίγευση,  
πότε και πως θα σταματήσουμε να απαντούμε στη Μαρούλα [που δεν είναι η Μαρούλα, ούτε κι ο Ήλιος] όταν μας ρωτά, ότι είναι "ο Ήλιος"... 

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

μετά την δεύτερη Κυριακή των εκλογών, τι;


Πληθαίνουν οι απόψεις και οι αναλύσεις για τις εκλογές, αφού όλοι [όπως κάθε φορά τα τελευταία χρόνια] είναι νικητές και προσμετρούν τα κέρδη και πως θα τα αυξήσουν στο μέλλον.
Μερικοί στέκονται προβληματισμένοι στην αποχή [λες και η αποχή στις Ευρωεκλογές τον περσινό Ιούνη  2009 δεν μετατράπηκε μετά από λίγους μήνες, τον Οκτώβρη, σε συμμετοχή]. Άλλοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα λευκά και τα άκυρα [523.131 συνολικά τα μέτρησαν κι αυτά], αλλά ποτέ δε μαθαίνουμε τι έγραφαν επάνω τα άκυρα, ούτε και αν οι άκυροι με τους λευκούς θέλουν να καταμετρούνται μαζί [και μετά να μην προσμετρούνται, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα].
Όμως, κανείς δεν προβαίνει σε σύγκριση των αποτελεσμάτων ανάμεσα στις περιφερειακές και τις δημοτικές. Έπειτα πως μιλούν για "άνοδο" στις μεν, όταν επικρατεί το βάλτωμα και μερικές φορές η απόλυτη καταβαράθρωση στις άλλες.
Αυτός είναι και ο επαναπροσδιορισμός, μνημονιακός και αντιμνημονιακός, της έννοιας του ενεργού πολίτη, των τοπικών κοινωνιών, ένα νούμερο και ένα άθροισμα. Ένα απλό νούμερο και τίποτε άλλο.

Όλα αυτά θυμίζουν εκείνον τον Κουρδουκέφαλο, που

"ἦταν χαλκιᾶς μ᾿ ἕνα χοντρὸ ὁλοστρόγγυλο κεφάλι, σὰν τὶς πέτρινες μπάλες τῶν παλιῶν κανονιῶν· μὲ μία κοιλιὰ παιδιὰ ποὺ τ᾿ ἀνάθρεφε μισόγυμνα μέσα στὸ χαλκιάδικό του πίσω ἀπὸ τὸ φυσερὸ καὶ τὰ κάρβουνα. Ἔλεγαν μάλιστα γι᾿ αὐτὸν ὅτι ἐπειδὴ χρωστοῦσε, γιὰ νὰ μὴν τοῦ πάρουν τὸ μόνο χτῆμα ποὺ εἶχε, τὸ μαγαζί του, κάθε μήνα τοῦ ἄλλαζε τὴν πρόσοψη ἀφοῦ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ μεταφέρῃ ὅπως τὸ φοῦρνο του ὁ Ναστραδὶν Χότζας. Πότε ἄνοιγε πόρτα στὸ δρόμο· πότε τὴν ἔκλεινε καὶ τὴν ἄνοιγε στὸ πίσω μέρος· πότε ἄφηνε παράθυρο· πότε ἔκλεινε καὶ τὸ παράθυρο καὶ ἄνοιγε φανέστρα στὴ στέγη.

Καὶ αὐτὸ ἔλεγαν τὸ ἔκανε γιὰ νὰ μὴν εἶν᾿ ποτὲ σύμφωνο μὲ κεῖνο ποὺ εἶχε ὑποθηκέψει. Ἀλήθεια ψέματα δὲν ξέρω νὰ τὸ βεβαιώσω."

Όταν τελειώσει και ο δεύτερος γύρος των εκλογών, όταν θα σταματήσουν οι αναλύσεις Δευτέρα βράδυ την ώρα που θα προβάλλεται "το Νησί", την άλλη μέρα ας έχουμε το θάρρος να δούμε ποιοι είναι δίπλα μας σαν απλά νούμερα, ποιοι ακυρώνουν την παρουσία τους και πως την ακυρώνουμε κι εμείς με την λευκή αδιαφορία μας.
Σε κάθε πόλη και χωριό υπάρχουν και πάντα υπήρχαν "Άγιοι Παντελεήμονες", δεν είναι κάτι που τώρα εμφανίστηκε. Μόνο που παλιά ήταν ο κουφός, ο τυφλός, ο κουτσός, ο ζητιάνος, ο "αγαθός" και ο "τρελός", ο γύφτος, που έδωσαν τη θέση τους σε άλλους με άλλο χρώμα και που πιστεύουν σε άλλο Θεό. Πάντα τους κοιτούσαμε με απέχθεια, πάντα μας ενοχλούσαν, ποτέ δεν τους θέλαμε δίπλα μας και πάντα ζητούσαμε την αναβάθμιση και την ανάπλαση, δηλαδή να τους διώξουμε με "πολιτισμένο" τρόπο. Αφού τα καταφέραμε μια χαρά με 'κείνους, συνέχεια έχουν τώρα οι άλλοι. [Αρκεί να τους βρίσκουμε όλους αυτούς, όταν έχουμε ανάγκη να μας κάνουν βαριές και δύσκολες δουλειές, παλιά με ένα κατοστάρικο και σήμερα με δέκα ευρώ και τσιμουδιά].

Ο άνθρωπος πάνω από τα κέρδη, ωραίο σύνθημα, αλλά για να μη μείνει σύνθημα και σβήσει όπως τόσα άλλα,
ας σκεφτούμε πως ο άνθρωπος θα μπει πάνω από τα νούμερα, τα ποσοστά και ποια είναι η θέση του καθένα μας σε αυτό το σύστημα πολιτικών εξισώσεων,
αλλιώς την επόμενη φορά θα θέλουμε δήμαρχο και περιφερειάρχη για να μας καθαρίζει και να απομακρύνει τους ανθρώπους σκουπίδια σε νέου τύπου ΧΥΤΑ. Εμείς θα αποτελούμε απλά το βιοκαύσιμο με τη συνείδηση ήσυχη, ότι δε ρυπαίνουμε το περιβάλλον.

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

Κυριακή των εκλογών

Επειδή το αστραφτερό colgate χαμόγελο στα φυλλάδια που μπούκωσαν τις πόρτες μας κρύβει την πραγματική τους εικόνα



κι επειδή θέλουν να βαδίζουμε κάπως έτσι


και να είμαστε πάντα έτσι, στο άλφα να ξεκινούμε και να μην προχωράμε πέρα από το βήτα



ίσως και γιατί αυτό το μέλλον μας ετοιμάζουν




ας τους χαλάσουμε τα όνειρα την Κυριακή,
όχι μόνο αυτήν,
αλλά και κάθε Κυριακή από τις πολλές που μας χρωστούν.

Πολύ περισσότερο γιατί κανείς δε τολμά να πεί ότι η κάθε πόλη μας, έγινε όπως η

Αθήνα

Πολιτεία γυμνή, πρωινό με τις άδειες καρέκλες
δεν είναι δω τόπος να μείνουμε
εδώ δεν έχει δρόμους δεν έχει μάτια
μέσα σ’ ερειπωμένα παράθυρα
μια μυρωδιά γκαζιού και κίτρινης λαδομπογιάς


Συλλογή: Δύσκολος θάνατος (1954)
Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Ο δύσκολος θάνατος (Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1985)






Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

Πρέπει να πας στον εφημέριό μας και να υποσχεθείς πως η καρδιά σου του λοιπού θα είναι ταπεινή

Δάμων ο εθνικός


Γυρίζοντας ο Δάμων στην πόλη της Κορίνθου
βρήκε τους πρώην οπαδούς του Παραβάτη μουδιασμένους.
Η Μάρθα η γυναίκα του τη νύχτα
σηκώνοντας τα πόδια ευλαβικά
(μην τύχει και ο ίσκιος τους πέσει στις άγιες εικόνες)
είπε πνιχτά, σαν να ξομολογιόταν.
«Πρέπει να πας στον εφημέριό μας και να υποσχεθείς
πως η καρδιά σου του λοιπού
θα είναι ταπεινή –ως δρόσος επί χλόης.
Δέχεται μου είπε να γίνω εγώ ο κομιστής της θεαρέστου αγγελίας».
Όσο περνούν οι μέρες, υποπτεύεται ο Δάμων
πως ο θυμός κ’ η πορφυρή παραφορά του
δεν έπεισαν τη Μάρθα.
Όσο περνούν οι μήνες, όλο και βεβαιώνεται
πως πήγε –στα κρυφά– σε κείνον τον τραγόπαπα.
Σαν εθνικός θα πρέπει να ρωτήσει να εξακριβώσει να διαψεύσει.
Θυμάται όμως νοιώθει την υγρασία του νησιού βαθιά στα κόκκαλά του.
Κ’ εδώ οι πρώην οπαδοί του Παραβάτη
αναθαρρήσαν ξεμουδιάζουν εμπορεύονται.
Ωχ αδερφέ! Για υποψίες θα χολοσκάμε τώρα;
Κ’ εξάλλου, στο κάτω-κάτω της γραφής
μήπως υποσχέθηκε ο ίδιος;

Άρης Αλεξάνδρου


Αντί όποιου άλλου σχολιασμού στο θέμα του μουτζαχεντίν και του όψιμου νεο-ορθόδοξου εν Θεσσαλονίκη, αναδημοσιεύω απλά το παραπάνω.

 

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Σε ποιους ανήκει τελικά η Ακρόπολη;

Μεγάλος αριθμός από γνώμες και σχόλια, θετικά και αρνητικά για τους εργαζόμενους ή συμβασιούχους [αναλόγως πως το βλέπει και το θεωρεί ο καθένας] που διάλεξαν να διαμαρτυρηθούν και να προβάλλουν, όπως πρόβαλλαν, τα αιτήματά τους. Μεγάλος αριθμός πραγματικά, που όμως είναι αναντίστοιχος με την επισκεψιμότητα στους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία, ακόμα και όταν οι χώροι αυτοί είναι ανοικτοί και με ελεύθερη είσοδο. Παράλληλα ή μάλλον κάτω από όλα αυτά η Μεγάλη Ιδέα, που άλλοτε έχει να κάνει με την επιστροφή των Μαρμάρων κι άλλοτε με την βεβήλωση των Μαρμάρων με πολλούς τρόπους, πρωτότυπους ή κοινότυπους.
Βέβαια ο καθένας έχει το δικαίωμα να έχει τη γνώμη του και να την εκφράζει, όπως και τα συναισθήματα, αλλά και τις απορίες του.

Και ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθεί κανείς που είναι όλοι αυτοί που μονιμοποιήθηκαν πρόσφατα και ήταν χρόνια συμβασιούχοι και έχουν ζήσει αρκετά, αν όχι και τα ίδια με αυτούς που διαμαρτύρονται τώρα; Δε θα έπρεπε να εκφράσουν την συμπαράστασή τους; Αλλά, αυτοί δεν είναι πλέον συμβασιούχοι, ωρομίσθιοι κλπ.... και για ποιο λόγο να συμπαρασταθούν.
Από την άλλη πάλι, ποιοι είναι αυτοί που δουλεύουν για 22 μήνες απλήρωτοι; Τι είδους συνεχόμενες συμβάσεις είναι αυτές που ισχύουν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα; Αλλά είναι γνωστή ανέκαθεν και η αμισθί εργασία σε αυτούς τους χώρους, που ξεκινά ως πρακτική εξάσκηση, γίνεται εθελοντική συμμετοχή, μετατρέπεται σε σύμβαση (για μικρό χρονικό διάστημα αρχικά), γίνεται συμβάσεις με υπερ-ωράριο, όπου στα κενά ανάμεσα συνεχίζει η προσφορά (αμισθί, αλλά με κανονικό ωράριο κι αντάλλαγμα την επόμενη σύμβαση) και όταν δεν έρχεται η από πολλούς προεκλογικά υπόσχεση για  μονιμοποίηση, η συμπόνοια για την "ατυχία" εμφανίζεται ως συμβουλή για την άσκηση ασφαλιστικών μέτρων....
Κι επειδή όλα αυτά γίνονται στις παρυφές του λόφου, όπου χτίστηκε ο Παρθενώνας, και είναι της επικαιρότητας ο Καλλικράτης και το Κτήνος [το Μνημόνιο, και όχι ο Ικτίνος] να ένα "ωραίο θέμα" και μια "ωραία ευκαιρία" να μαζευτούν κάποιοι στα προεκλογικά κέντρα, μήπως και ξεφύγουν από την Σκύλλα της ανεργίας.  
Με τις εικόνες αυτών των ημερών, θα μπορούσε κανείς να θυμηθεί το Κυλώνειον Άγος, αλλά είναι πλέον εκτός εξεταστέας ύλης....

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Ιστορίας Ενταφιασμός

Εκτός από την Ιστορία, βέβαια ενταφιάζεται και η Λογοτεχνία και άλλα πολλά στο Νέο Λύκειο...




Επίλογος


Κι όχι αυταπάτες προπαντός.
Το πολύ πολύ να τους εκλάβεις σα δυό θαμπούς
προβολείς μες στην ομίχλη
Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν
με τη μοναδική λέξη: ζω.
«Γιατί» όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος,
«κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα

Έστω.
Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου.
Κρίνε για να κριθείς.

Μανώλης Αναγνωστάκης


και η Νέα Ιστορία τώρα αρχίζει να γράφεται...



Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Δεν είμαστε πια ο εαυτός μας και το ξέρουμε

Σήμερα πολλοί μιλούν για πολλούς και νέοι αστέρες διάττοντες προβάλλουν και προβάλλονται. Μερικοί ενίοτε αξιώνουν και το πρωτείο και το αλάθητο. Ο Χρήστος Βακαλόπουλος μπορεί να είναι γνωστός σε κάποιους, άλλοι ίσως και να μην τον ξέρουν καν. 'Ισως γιατί διάβηκε πολύ γρήγορα τη στράτα  της ζωής. Ίσως και γιατί να είπε πρόωρα κάποια πράγματα, ακατανόητα για όσους σκέφτονται με κουτάκια και κατηγορίοποιήσεις. Ακόμη θυμάμαι τις αντίθετες και συγκρουόμενες απόψεις μια βραδυά το 1992 από τον κόσμο που έβγαινε μετά από μια προβολή της  ταινίας του Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε, παρέα με τον Δύτη.  Η ταινία προβλήθηκε μερικές φορές από την κρατική τηλεόραση, μάλλον γιατί δεν είχαν κάτι καλύτερο να προβάλλουν, καθώς το διαφημιστικό μερίδιο ήταν ελάχιστο στα διαλείμματα. 

Σήμερα που πασχίζουν να μας πείσουν για τις αγαθές προθέσεις, όλοι αυτοί οι πολλά υποσχόμενοι μεσσίες, που σεργιανούν κατ' επιλογή και με την απαραίτητη τηλεοπτική κάλυψη γειτονιές και συνοικίες, σίγουρα σβήνουν από τη μνήμη και την ταυτότητά τους ότι:

"Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο, η Κυψέλη, η Ελλάδα και ο πλανήτης Γη. Τώρα βγαίνουν και λένε ότι ο κόσμος είναι ένας, όμως λένε ψέματα και αυτό φαίνεται στα μάτια τους. Αυτοί τα έχουν μπερδέψει ενώ υπήρχαν τρία μέρη και το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν να είσαι η ωραιότερη στην Κυψέλη όπως συνέβαινε με την Έρση. Αν ήσουν η ωραιότερη στην Ελλάδα, κινδύνευες να σε κάνουν μις Υφήλιο και να σε παντρέψουν με ένα χοντρό με πολλά λεφτά από τον πλανήτη Γη. Ήταν πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Κυψέλη γιατί εκεί σε έβλεπαν κάθε μέρα στον δρόμο, δεν σε ψήφιζαν βαμμένη με μουσική από πίσω, ούτε σε γνώριζαν από τα περιοδικά, σε είχαν αγαπήσει χωρίς φωτογένεια. Σε έβλεπαν γελαστή, βιαστική, τσακωμένη με τη μάνα σου, ιδρωμένη, σκονισμένη. Ήταν πολύ πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Κυψέλη γιατί υπήρχε μια μόνιμη επιτροπή που ψήφιζε όλο το χρόνο εκτός από το βράδυ της Ανάστασης που κάτι τους έπιανε και τις έβγαζαν όλες πρώτες, κάτι πάθαινε η επιτροπή και ενθουσιαζόταν με αποτέλεσμα να νομίζουν όλοι ότι έχουν φωτογένεια και μάλιστα να αισθάνονται ότι εκπέμπουν λάμψεις. Έτσι το βράδυ της Ανάστασης, η Έρση ήταν λίγο στενοχωρημένη αλλά μετά της περνούσε γιατί είχε μαγειρίτσα και δεν σκεφτόταν πια την επιτροπή που ξεχνούσε να κάνει την δουλειά της καθώς τις φίλαγε όλες σταυρωτά μέσα στα πυροτεχνήματα." [1]


Δεν έχει σημασία ότι η Κυψέλη μπορεί και να μην είναι μόνο αυτή η γνωστή συνοικία στην Αθήνα. Την Κυψέλη μπορείς να τη βρείς παντού [όπως και τον Άγιο Παντελεήμονα]. Εντός εκτός και επί τα αυτά όλοι μιλούν για το κέντρο και για μεγαλύτερες ενότητες:
 
"Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Κυψέλη κι έτσι πολλοί ήθελαν να γίνουν κάτι στην Ελλάδα που φαίνεται ότι ήταν πιο εύκολο ενώ μερικοί κατάλαβαν το κόλπο κι άρχισαν να λένε ότι αυτοί δεν αξίζουν για την Ελλάδα αξίζουν μόνο για τον πλανήτη Γη. Ο πλανήτης Γη έκανε προπαγάνδα στην Ελλάδα, της έβαζε συνεχώς την ιδέα ότι αυτός είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και με τη σειρά της η Ελλάδα πίεζε την Κυψέλη να της παραχωρήσει τα πρωτεία. Όμως η Κυψέλη δεν είχε κανένα να πιέσει κι έτσι, μια φορά κι έναν καιρό, η Κυψέλη υποχρέωνε τον εαυτό της να είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και η Έρση ήταν υποχρεωμένη να είναι η ωραιότερη χωρίς να χρησιμοποιεί την φωτογένεια. Αργότερα όμως που όλοι οι άνθρωποι έγιναν φωτογραφίες και ο πλανήτης Γη πήρε την ονομασία τηλεόραση η Κυψέλη εξαφανίσθηκε από προσώπου γης και η Έρση πήγε να μείνει στα βόρεια προάστια και το καλοκαίρι αγόρασαν σπίτι με τον άντρα της τον δημοσιογράφο στη Σαντορίνη και μαύριζαν." [2]


 Σαν την Έρση, όμως αρκετοί οι εσωτερικοί αστικοί μετανάστες, άσχετα αν αυτός ο τίτλος βαραίνει και τον αρνούνται.  

"Υπήρχε μια αόρατη επιτροπή κι αργότερα διαλύθηκε επειδή ο πλανήτης Γη απέδειξε στην Ελλάδα με ατράνταχτα επιχειρήματα και άφθονο φωτογραφικό υλικό ότι ο κόσμος είναι ένας, κατά βάθος στρογγυλός. Ήρθαν πολλοί άνθρωποι από την Ελλάδα στην Κυψέλη κι έλεγαν στην αόρατη επιτροπή ότι αποκαλύφθηκε επιτέλους η αλήθεια, ζούμε όλοι σ’ ένα παγκόσμιο χωριό. Τι να κάνει η επιτροπή; Καθώς δεν συνεδρίαζε ποτέ επειδή τα μέλη της ήταν απασχολημένα να ζουν άλλος εδώ κι’ άλλος εκεί και να συναντιούνται μόνο στην Ανάσταση όπου έχαναν τα αυγά και τα πασχάλια, στο τέλος, με το πες πες, αναγνώρισε το λάθος της η επιτροπή και διαλύθηκε. Σιγά σιγά έγιναν όλοι παγκόσμιοι χωριάτες. Τους είχε αποκαλυφθεί βέβαια η αλήθεια, αλλά το πρόβλημα δημιουργήθηκε αμέσως μετά γιατί άρχισαν να γυρνάνε σαν τις άδικες κατάρες κι’ ενώ η αλήθεια είχε γίνει γνωστή όλoι νόμιζαν ότι άκουγαν μόνο ψέματα. Παλιά υπήρχαν μόνο τρία μέρη στον κόσμο και καμιά φορά έλεγαν ψέματα το ένα στο άλλο, όμως τώρα υπήρχε μόνο το παγκόσμιο χωριό που έλεγε συνεχώς ψέματα στον εαυτό του, φαινόταν στα μάτια του ότι έλεγε ψέματα. Ήταν υποχρεωμένο να λέει συνεχώς ψέματα γιατί αν έλεγε την αλήθεια έστω και μια στιγμή, αν λύγιζε και παραδεχόταν την αλήθεια, τότε η ωραιότερη του παγκόσμιου χωριού δε θα ήταν μια φωτογραφία, θα ήταν μια γυναίκα και άντε βρες την ωραιότερη γυναίκα μέσα στο παγκόσμιο χωριό, τώρα μάλιστα που διαλύθηκε η αόρατη επιτροπή και δεν μαζευόταν πια ούτε στην Ανάσταση. Έβαλαν νερό στο κρασί τους και έλεγαν ψέματα συνεχώς στον εαυτό τους ότι η ωραιότερη γυναίκα του παγκόσμιου χωριού δεν ήταν γυναίκα αλλά φωτογραφία. Έτσι η αλήθεια οδήγησε στο ψέμα και δεν μπορούσαν να χαρούν στην Ανάσταση και ταξίδευαν όλοι μακριά ώστε να κάνουν μόνοι τους Πάσχα, να μην τους πάρει κανένα μάτι και καταλάβει ότι είχαν μεγάλο άγχος στο παγκόσμιο χωριό τώρα που η αλήθεια τους είχε οδηγήσει με ατράνταχτα επιχειρήματα και άφθονο φωτογραφικό υλικό στη λατρεία του ψέματος." [3]


 Ίσως κάποιος άλλος κόσμος να ήταν εφικτός. Με πλαστικό περιτύλιγμα και εικονική πραγματικότητα ένας άλλος κόσμος είναι γύρω.

"Υπήρχε μια αόρατη επιτροπή και κάποτε τα μάζεψε. Γυρίζουν σαν τις άδικες κατάρες, ψάχνουν την Ανάσταση σε διάφορα θέρετρα. Λένε πολλά ψέματα, φαίνεται στα μάτια τους. Όσοι δεν τα κατάφεραν να γίνουν φωτογραφίες μετατρέπονται σε ανθρώπους άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών. Υπάρχουν ακόμα αόρατα ελληνικά νησιά που τους υποδέχονται ανακατεμένους με τους παγκόσμιους χωριάτες, προσπαθούν να τους παρηγορήσουν. Υπήρχε η ωραιότερη γυναίκα και τώρα προσπαθεί να γίνει φωτογραφία στη Σαντορίνη, είναι κατάμαυρη. Θα μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος μιας άλλης εποχής, αλλά αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο και από το να γυρνάς σαν την άδικη κατάρα, από το να έχεις άγχος. Ήταν πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Κυψέλη, σε ήξεραν απ’ έξω και ανακατωτά, σε αγαπούσαν επειδή ήσουν αδύναμη, σε γούσταραν χωρίς φωτογένεια. Τώρα αυτό είναι αδύνατον γιατί ο κόσμος είναι ένας, κατάφερε να γίνει ένας χάρη στη φωτογένεια. Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο, μια συνοικία, μία χώρα και ένας πλανήτης. Πήγαιναν στην Ανάσταση, είχαν όλοι φωτογένεια, έβγαζαν κάτι λάμψεις, φίλαγαν σταυρωτά ο ένας τον άλλο μέσα στα πυροτεχνήματα. Μετά αποκαλύφθηκε η αλήθεια και τα ψέματα απέκτησαν φωτογένεια σε διάφορα θέρετρα." [4]
 [ 1,2,3,4: αποσπάσματα από το βιβλίο « Η γραμμή του ορίζοντος» Εστία 1992]


Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς επίσης τι κοινό οι πολλοί που είναι και της μοδός και της επικαιροποιημένης ονοματολαγνείας [το "ανηλεές namedropping"] με τον Χρ. Βακαλόπουλο. Κι εύκολο να βρεις πλέον ποια δεν είναι τα κοινά, αλλά πέρα από την όποια ερμηνεία των συμβολισμών που υπάρχουν στο έργο του, μιλά και χειρίζεται άπταιστα τη γλώσσα της σύγχρονης απρόσωπης και μη επικοινωνιακής εποχής μας.     


Από την 21η Απριλίου και μετά η ελληνική κοινωνία εγκατέλειψε τον εαυτό της και δεν γύρισε πίσω ποτέ. Μέχρι τότε ήξερε να ζει και να πεθαίνει, να ερωτεύεται και να ματώνει, γνώριζε όλες αυτές τις εντάσεις που τις σάρωσε η χούντα, η τηλεόραση, η αντίσταση στη χούντα, η αντίσταση στην τηλεόραση, η κατανάλωση, η αντίσταση στην κατανάλωση, ο Νίκος Μαστοράκης, τα συγκροτήματα ροκ ως αντίσταση στον Νίκο Μαστοράκη. Χούντα και αντίσταση πήγαν μαζί και συνεχίζουν να πηγαίνουν μαζί κι εκείνο που χάθηκε είναι ο ρυθμός της καθημερινής ζωής που συνδεόταν πάντα σ’ αυτόν τον τόπο με τους αιώνες, αυτούς τους φτωχούς αιώνες που τους αφήσαμε πίσω για πάντα δημιουργώντας συγκροτήματα ροκ, συγκροτήματα ελεύθερων σχέσεων, συγκροτήματα πολιτιστικών συλλόγων, συγκροτήματα πλήξης, συγκροτήματα γκρίνιας FM stereo. Οι άνθρωποι δεν βγάζουν πια καρέκλες στους δρόμους, οι θερινοί κινηματογράφοι γκρεμίζονται, στα πάρτυ δεν ντρέπεται κανείς, η καχυποψία έχει εγκατασταθεί παντού, πολύ ωραία τα καταφέραμε. Οι Ρέμπελοι διαλύθηκαν τη στιγμή που ο Καραμανλής πάτησε το πόδι του στην Αθήνα, τα μέλη τους πήγαν να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Εγώ έμεινα πίσω και νοιώθω πολύ αμήχανος όταν τους βλέπω – νομίζω άλλωστε ότι και σ’ αυτούς συμβαίνει το ίδιο.

Δεν είμαστε πια ο εαυτός μας και το ξέρουμε. Όλοι μας φτιάξαμε ένα συγκρότημα στη διάρκεια της δικτατορίας και τώρα το διαλύουμε συνεχώς, γιατί αυτό που επιθυμήσαμε – η μυθική ευρωπαϊκή παιδική χαρά – αποδείχθηκε εξ ίσου ξενέρωτο με τη χουντική αντιαισθητική πραγματικότητα. Οι συνταγματάρχες, αυτοί οι «κακοί του καφενείου» που πήραν την εξουσία, μας οδήγησαν στο στρατόπεδο της καχυποψίας, μας έχωσαν μέσα στην ιδεολογία από την οποία δεν βγήκαμε ποτέ, ακόμη και σήμερα που ιδεολογία μας είναι η διαφήμιση. Αν είναι να ξανακάνουμε κάποιο συγκρότημα, πρέπει να τα έχουμε υπ’ όψη μας όλα αυτά και να επιστρέψουμε πίσω, όχι με σημαίες και γελοία ταμπούρλα, να γυρίσουμε πίσω μέσα μας, χωρίς να το πούμε σε κανέναν. Διαφορετικά, πρέπει να μείνουμε αμήχανοι όπως είμαστε, αποφεύγοντας την πολλή παρέα. (περιοδικό Ιστός 5, Πάσχα 1992)


Δεν είμαστε πια ο εαυτός μας. Ξέρουμε όμως γιατί;

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Μνημόνιο και απομνημόνευση

Κάποτε τελειώνει η άδεια αορίστου χρόνου και επιστρέφεις σε άλλες πραγματικότητες, παλιές και γνώριμες, νέες και ενδιαφέρουσες. Ε, όπως και να το κάνεις νοσταλγείς και θυμάσαι, τέτοιες μέρες πως ανοίγαν τα σχολεία και πως αντάμωνες με παλιούς φίλους και συμμαθητές, χαρά όμως που μάλλον κράταγε για λίγο. Καμιά φορά η στεναχώρια ότι τελείωσαν οι διακοπές στο χωριό γινόταν προσμονή για τον Οκτώβρη, όταν όλη η οικογένεια θα ξαναπήγαινε στο χωριό, οι μεγάλοι για να ψηφίσουν για πρόεδρο και τα παιδιά για να χαρούν και να παίξουν.
Οι εποχές όμως αλλάξανε και ενώ την επομένη μετά τον αγιασμό συνήθως ακολουθούσαν κάποιες ώρες στην αυλή του σχολείου με παιχνίδι, το πρόγραμμα να αλλάζει συνεχώς γιατί υπήρχαν "κενά", φέτος ευτυχώς τα σχολεία θα λειτουργήσουν με καθηγητές όλων των ειδικοτήτων που θα καλύψουν τα "καινά".
Και τα βιβλία φέτος έφτασαν στην ώρα τους (ευτυχώς που οι φορτηγατζήδες δεν ξεκινήσανε τις διαμαρτυρίες τους εκείνη την ημέρα του αγιασμού και μπόρεσαν οι μαθητές και οι μαθήτριες να μετακομίσουν τα βιβλία στα σπίτια τους.)

Όλα καλά, αλλά μόνο που περιμένουμε ακόμη κάποια βιβλία Ιστορίας και Αρχαίων Ελληνικών που θα συμπληρώνουν τη διδακτέα ύλη και ειδικά φέτος θα μοιρασθούν και στους ενήλικες, γιατί πλέον είναι και η "δια βίου μάθηση" που πρέπει να προχωρήσει.
Αυτά όμως θα καθυστερήσουν λίγο γιατί προέκυψε ένα σοβαρό θέμα ερμηνείας στο γνωστό χωρίο του Πλούταρχου Βίος Περικλή 13.4 τὸν μὲν γὰρ ἑκατόμπεδον Παρθενῶνα Καλλικράτης εἰργάζετο καὶ Ἰκτῖνο" , όπου τελευταίες έρευνες απέδειξαν ότι ακολουθεί ακόμα ένα "καί", αλλά δεν ξέρουμε ακόμη ποιος ήταν ο τρίτος συνεργάτης. Θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν όλα αυτά ως φιλολογικές σχολαστικότητες, αλλά πλέον η απάντηση θα δοθεί στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Καλλικρατικών Σπουδών στις 14 Νοεμβρίου, που θα γίνει γνωστός ο τρίτος συνεργάτης.
Το πρόβλημα όμως είναι, αν ο σημερινός απόγονος του αρχαίου συνεργάτη του Καλλικράτη θα μνημονεύει ή δε θα μνημονεύει το παραπάνω χωρίο. Ευτυχώς υπάρχουν αρκετές προτάσεις με ονόματα για την αποκατάσταση του κειμένου και από αυτούς που είναι υπέρ της μνημόνευσης, κατά ή τους αφήνει αδιάφορους το θέμα της απομνημόνευσης και αυτό είναι πραγματικά ενδιαφέρον. Το λόγο όμως τον έχουν οι αποκλειστικά οι γηγενείς Αθηναίοι, αφού εκεί θα γίνει το Συνέδριο, και αυτοί θα αποφασίσουν (όπως αποφασίζουν και για όλα τα υπόλοιπα της Αθηναϊκής Μνημονιακής Συμπολιτείας).
Το θέμα όμως της μνημόνευσης έχει λάβει σοβαρές διαστάσεις και προεκτάσεις, επηρεάζοντας και το μάθημα των Νέων Ελληνικών. Αποφασίστηκε στο πλαίσιο της διαθεματικότητας να συνδυαστεί και με άλλα αντικείμενα και να γίνει μια πιο ουσιαστική προσέγγιση στην ποίηση. Ευτυχείς που θα είναι όσοι πλέον δε θα είναι αναγκασμένοι να μνημονεύουν απο στήθους στίχους  όπως:

"Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη"

[όπου εννοείται ότι θα πρέπει να διαβάσεις Σολωμό και Παπαδιαμάντη και Ελύτη και όλους τους υπόλοιπους.  Ίσως και γιαυτό, αλλά και για κάποιο περίεργο λόγο αποφάσισαν και συμφώνησαν όλοι, και οι υπέρμαχοι και οι αντίθετοι και οι αδιάφοροι με το θέμα της μνημόνευσης, να μην συμπεριλαμβάνονται στα νέα βιβλία. Από την άλλη όμως βρήκαν ευκαιρία και κάποιοι να κάνουν προσιτό τον Παπαδιαμάντη και τους λοιπούς του παραπάνω μνημονίου με άλλους τρόπους],
αλλά θα καταλάβουν ότι μια νέα εποχή έρχεται με νέες ανάγκες, νέους προσανατολισμούς και επιτέλους η τεχνική εκπαίδευση καταξιώνεται και μέσα από την ποίηση:


Δεμένος τρυφερός αλλιώτικος
Δεμένος στο κατάρτι μου.
Τόσα νερά στο δωμάτιό μου!

Ας έρθουν οι σύντροφοι
Ας έρθουν οι σειρήνες
Ας έρθει - έστω - ένας υδραυλικός.

Με τόσα πολλά κι ενδιαφέροντα που συναντάς το φετινό φθινόπωρο δεν έχει νόημα να νοσταλγείς και να θυμάσαι τα παλιά. Οι εποχές άλλαξαν και ο χρόνος προχωρά. Τι να πεις μετά για όλους αυτούς που λένε ότι τίποτε δεν προχωρά και σκουριάζουν τα πάντα;  Να αναζητήσουμε πρέπει όλους αυτούς που αλλάξαν τις εποχές γυρνώντας πίσω τα ρολόγια και που χαράζουν το χρόνο σα στρεβλή γραμμή, αλλά θέλουν να τη βλέπουμε ευθεία, γιατί  


Δὲν εἴμαστε ποιητὲς

Σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα

Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους

Τὶς γυναῖκες στὰ φιλιὰ τοῦ ἀνέμου

Καὶ στὴ σκόνη τοῦ καιροῦ

Σημαίνει πὼς φοβόμαστε

Καὶ ἡ ζωή μας ἔγινε ξένη

Ὁ θάνατος βραχνάς.

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

Άδεια αορίστου χρόνου

Ο μύθος του καλοκαιριού θα μπορούσε να συσχετισθεί σε μια άλλη ανάγνωση με το γνωστό μύθο του τζίτζικα και του μέρμυγκα, όπου ο σοφός μέρμυγκας δε σταμάτησε λεπτό να δουλεύει και να προετοιμάζεται για το χειμώνα, ενώ ο άμυαλος τζίτζικας συνέχισε να τραγουδά όλο το καλοκαίρι δίχως να τον νοιάζει για το μέλλον. Αυτός ο μύθος σε μια άλλη ανάγνωση (φιλελεύθερη, μαρξιστική ή ό,τι άλλο, δεν έχει σημασία), ίσως προβληματίζει, εάν προσπαθήσει κανείς να την επικαιροποιήσει σε σχέση με τα υλικά αγαθά, τους τρόπους και τις διαδικασίες παραγωγής. Κατά βάθος όμως υπάρχει το κυνήγι του χαμένου [ή κερδισμένου] ελεύθερου χρόνου και είναι γνωστό πως ο χρόνος εκτός από ένα μετρήσιμο είδος έχει κοινωνική διάσταση, αλλά και αποτελεί μια πολιτική πρόταση. Βέβαια, υπάρχουν και πολλές άλλες διαστάσεις του χρόνου, όπως και του χώρου.


Τώρα λοιπόν που βαδίζει το καλοκαίρι προς το τέλος του άσχετα με τον καιρό και τη διάθεση, αλλά γιατί έτσι θέλει και το οδηγεί το μάρκετινγκ και το μάνατζμεντ, θέτοντας ως όριο τον δεκαπενταύγουστο, είναι μάλλον επικίδυνο ή και αιρετικό να αναλογιστεί κανείς ποιοι είναι αυτοί που ορίζουν, πως και γιατί τον χρόνο [της εργασίας, των διακοπών, και πάει λέγοντας].

Πέρα από τις διακοπές των «πολλών», βλέπει κανείς τα τελευταία καλοκαίρια να πληθαίνουν κάμπινγκ [πολιτικά και εναλλακτικά θέλουν να λέγονται], συνάξεις και γιορτές επ’ ευκαιρίας πολλών ειδών και τοπικών προϊόντων [σαρδέλας, πατάτας, φασολιού], άρχισαν να αναβιώνουν πανυγήρια σε χωριά ξεχασμένα τις υπόλοιπες 364 [ή 363] ημέρες του χρόνου [γνωστά και ως ανταμώματα]. Κι όταν φεύγουν οι πανυγηριτζήδες τι μένει πίσω στις έρημες παραλίες και πλατείες; Τι απομένει στους κατοίκους που θα συνεχίσουν να βιώνουν την δυσκολία της ελληνικής υπαίθρου; Και γιατί θα πρέπει για να μαζευτεί μια παρέα να πιει, να φάει, να συζητήσει και να τραγουδήσει να υπάρχει πάντα από πίσω μια υπεροργανωτική «μαμά» που να φωνάζει υστερικά για το φαγητό, τους καθωσπρέπει τρόπους παρουσίας και παρέμβασης [ε, να τονίσουμε και τη διαφορετικότητά(;) μας] και άλλα πολλά; [Αλήθεια όμως τι πιο σημαντικό ως παρέμβαση από μια βόλτα σε παραλίες με επί πληρωμή ξαπλώστρες και ομπρέλες]. Γιορτάζουν ακόμα τα ποτάμια και οι λίμνες με τραγούδια και χορούς [Καλλικράτης και εκλογές εν όψει φέτος], ναι, όλα αυτά που τον υπόλοιπο χρόνο στερεύουν στα αρδευτικά αυλάκια, τρέχουν στους νιπτήρες και τις μπανιέρες μας και ένα δάκρυ κυλά, άντε και καμμιά υπογραφή να μπαίνει σε δηλώσεις διαμαρτυρίας, όταν βλέπουμε τα ψόφια ψάρια και τα νεκρά ζώα στις όχθες τους. Πριν λίγα χρόνια άρχισαν και τα πανυγήρια με τους αρχαιολογικούς χώρους, που αποφάσισαν να είναι ανοικτοί τη βραδιά της αυγουστιάτικης πανσελήνου με συναυλίες, και άλλα πολλά δρώμενα αμφιβόλου περιεχομένου και ποιότητας. [Δεν είναι καθόλου προς τιμήν των αρχαιοφυλάκων που φέτος αρνήθηκαν να συμμετέχουν εθελοντικά, όχι γιατί δεν είναι δικαίωμά τους να πληρώνονται τις υπερωρίες, αλλά κανείς τους, ούτε και από τους υπόλοιπους υππότες δεν διαμαρτυρήθηκε τόσα χρόνια και δεν πρότεινε να είναι ανοικτοί οι χώροι και τον υπόλοιπο καιρό και μέρα [π.χ. την Καθαρή Δευτέρα, την Πρωτομαγιά, τον Δεκαπενταύγουστο....].

Ε, αρχίσανε οι χοροί για να φτιάξουμε αλλοιώτικα, στέκια επαρχιώτικα...

Ο πιο συναρπαστικός περίπατος είναι αυτός που θα κάνουμε  δίχως την όποια "μαμά" και τα ταπεράκια με το φαγητό που κουβαλά. Ας περιδιαβούμε μόνοι μας ή με την παρέα μας αυτή την πολύπαθη ύπαιθρο, να απελευθερώσουμε και προβάλουμε τη δικιά μας πραγματική διάθεση και να ορίσουμε τις δικές εξαιρέσεις στους κανόνες που πάνε να μας φορέσουν και οι μεν και οι δεν, καλημερίζοντας και χαιρετώντας όσους συναντήσουμε.

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑ

Η βιολογία ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον μάθημα στο σχολείο, το οποίο όμως ποτέ δε μας το δίδαξε κάποιος βιολόγος. Φαντάζομαι ότι βέβαια και τώρα πάλι θα είναι ελάχιστοι οι βιολόγοι που διδάσκουν στο Παλιό Σχολείο, αλλά από το Σεπτέμβριο που θα ανοίξει τις πύλες του το "Νέο Σχολείο", τα πράγματα θα βελτιωθούν. Πάντως είτε έτσι είτε αλλιώς μάθαμε εκτός από την δομή του κυττάρου και όλα όσα αφορούσαν την κληρονομικότητα, άντε και κάποια πράγματα από τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου. Αργότερα, στο Πανεπιστήμιο, σε αυτό με τα παλιά προγράμματα και το ασύνδετο με την αγορά και την επιχειρηματικότητα, ήρθαμε και σε επαφή εμείς των θεωρητικών σπουδών [ανθρωπιστικών τις λέγαν τότε και ήταν μάλλον] και με άλλες θεωρήσεις,ερμηνείες και εξηγήσεις για τον κοινωνικό δαρβινισμό και που οδήγησε, όταν και όπου εφαρμόστηκε.
Έπρεπε όμως να περάσει πολύς καιρός για να κατανοήσουμε όρους συγκαιρινούς, όπως η αειφόρος ανάπτυξη και η βιοποικιλότητα. Με βάθος και πλάτος και με νόημα ήταν και είναι όλα αυτά, αλλά έπρεπε πάλι να περάσουν κάποια χρόνια για να δούμε ότι η κληρονομικότητα είχε και μια σύνδεση με την ζωή και το κοινωνικό γίγνεσθαι και πως συνδέεται με το "δια βίου" [σε όλα τα επίπεδα υπαρκτά και πιθανά], η αειφόρος ανάπτυξη να αποκτά χρώμα και να γίνεται πράσινη. Ε, όσο για την κληρονομικότητα, αυτή ξέρουμε πως είναι ο ισχυρότερος νόμος που ισχύει, αυτό το καταλαβαίνουμε όλοι μας. Ε, όσο για τη βιοποικιλότητα, τόσα χρώματα και τόσες ιδέες και πολλοί περισσότεροι εκφραστές γύρω μας. Όμως όσο αφορά την τελευταία, τα πράγματα δεν είναι και τόσο ρόδινα. Λένε οι ειδικοί "Σήμερα, είμαστε μάρτυρες μιας σταθερής φθίνουσας πορείας της βιοποικιλότητας, με βαριές συνέπειες για το φυσικό κόσμο και την ανθρώπινη ευημερία. Οι κύριες αιτίες είναι οι αλλαγές στους φυσικούς οικοτόπους. που οφείλονται στα συστήματα εντατικής γεωργικής παραγωγής, στην ανοικοδόμηση, τις εξορύξεις, την υπερεκμετάλλευση δασών, ωκεανών, ποταμών, λιμνών και εδάφους, στις διεισδύσεις αλλόχθονων ειδών, στη μόλυνση και, όλο και περισσότερο, στην αλλαγή του παγκόσμιου κλίματος. Η Ευρώπη έχει θέσει ως στόχο την ανακοπή της φθίνουσας πορείας της βιοποικιλότητας έως το 2010."
Ελπίζω, λοιπόν κι εγώ όπως και πολλοί άλλοι ότι τελικά θα διασωθεί και η μια η βιοποικιλότητα, η βιολογική, και η άλλη, η κοινωνική, η ιδεολογική, και ό,τι συμπεριλαμβάνεται ακόμη.
Ένα ακόμη μάθημα στη βιολογία, αμέσως μετά το κύτταρο και τη δομή του, ήταν και αυτό για κάποιους περίεργους οργανισμούς, τις αμοιβάδες, που βλέπω να έχει και πολλές άλλες προεκτάσεις σήμερα.
Φαίνεται όμως ότι όλο και πιο πολύ επιβάλλονται και κυριαρχούν οι πιο επικίνδυνες από αυτές.
Και είναι γνωστό πως " Ο μικροοργανισμός πολλαπλασιάζεται με διαίρεση (διχοτόμηση). Αρχικά ο πυρήνας της χωρίζεται σε δύο άλλους, θυγατρικούς, και έπειτα το κυτταρόπλασμά της επίσης διαιρείται στο κέντρο, με περίσφιξη."
Ωχ, παρά είναι πολλές οι ομοιότητες....




  


 

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Βόλο - Λάρισα - Καρδίτσα ...

Βόλο-Λάρισα-Καρδίτσα κάθε εβδομάδα τις ίδιες μέρες και ώρες, όλη τη χρονιά που πέρασε, άλλοτε με το τρένο και άλλοτε με το ΚΤΕΛ τραγουδώντας ειρωνικά τα γνωστά τραγούδια .

Να συναντιέσαι με τα ίδια πρόσωπα που σχολούσαν από τη δουλειά ή πήγαιναν σε αυτή. Με μερικούς μετά την αμηχανία του πρώτου καιρού να χαιρετιέσαι στη συνέχεια. Να ξέρεις ποια ώρα έρχονται. Τις περισσότερες φορές στα ίδια καθίσματα και πάντα οι ίδιες παρέες ή πάντα μόνοι. Ν' ακούς το πως άργησαν να τους αλλάξουν στη βάρδια και θα έχαναν το δρομολόγιο, προβλήματα με τα αφεντικά και τους διευθυντές. Την κούραση, όταν τα μάτια έκλειναν αμέσως μόλις δείχναν το εισητήριο. Να καταλαβαίνεις το πόσο γρήγορα ή αργά κυλά ο καιρός με τις σχολικές γιορτές, το ποίημα ή το πάρτυ για τα γενέθλια και τις απόκριες που πήγαν τα παιδιά ή που θέλουνε να πάνε, αλλά καμιά φορά τα οικονομικά δε φτάνουν κι εκεί αρχίζει η συζήτηση για τα φθηνά ρούχα στις λαϊκές και τις προσφορές σε τρόφιμα και ό,τι άλλο. Από τη γρίππη και τα ερωτήματα για το αν και πως κολλάει ως τα μικρά μπουκαλάκια με αντισηπτικό για απολύμανση ως την οικονομική κρίση και το τι μας περιμένει το χειμώνα, τα βαρόμετρα της κοινής γνώμης που καμιά εταιρεία δημοσκοπήσεων δε θα ενδιαφερθεί ποτέ. Όπως και καμιά στατιστική ή πολιτική ανάλυση δε μπορεί να περιγράψει το τελευταίο δρομολόγιο μετά την απόλυση....
Τις ίδιες ώρες, άλλοι με διαφορετική γλώσσα, χρώμα ματιών και δέρμα με πραμάτειες σε μπόγους και βαλίτσες, κι αυτοί πάλι στα ίδια δρομολόγια και τους ίδιους προορισμούς. Γνωστοί κι αυτοί με τις δικές τους θέσεις. Καμιά φορά ανακατεύονται και οι παραπάνω μαζί τους, αλλά σπάνια, ή και σχεδόν ποτέ οι ταξιδιώτες (αυτοί καμιά φορά δυσανασχετούσαν και φανερά). Μπορεί να μην καταλαβαίνεις τη γλώσσα τους, αλλά καταλαβαίνεις ότι κι αυτοί πάνω κάτω τα ίδια συζητούν, ίσως και κάποια πράγματα περισσότερα....
 
Συχνά κοιτάζεις κι έξω από το παράθυρο, μολονότι γνωρίζεις τη διαδρομή λεπτό προς λεπτό. Ξέρεις κάθε στιγμή που πρέπει να βρίσκεσαι και αν υπάρχει καθυστέρηση ή οδηγός το "πατάει". Βλέπεις την οριζόντια γραμμή με τα θολά βουνά στο βάθος, που είναι όμως τόσο διαφορετική από την ευθεία της θάλασσας, αλλά και τόσο όμοια. Ποιος είπε ότι πλέον δεν υπάρχουν εποχές και είναι δύσκολο να τις διακρίνεις; Από το φθινόπωρο βλέπεις το χειμώνα να έρχεται σιγά σιγά και να δίνει τη θέση του στην άνοιξη κι αυτή στο καλοκαίρι. Ο κάμπος είναι πάντα εκεί κι εσύ τον διασχίζεις, αλλά δεν προβάλλει αδιάφορος. Τον παρατηρείς γιατί ξέρεις τις ενδιάμεσες στάσεις και αυτές αλλάζουν όψη μαζί με τις εποχές. Ο κάμπος είναι εκεί απέραντος και τον διασχίζει ένα λεωφορείο, ένα τρένο που συναντιέται που και που με άλλα οχήματα. Όταν βλέπεις κάποιον να περιμένει μόνος σε μια στάση μέσα στην καρακαμπίλα ίσως και καταλαβαίνεις τα όρια σου ανάμεσα στην αιωνιότητα της απεραντοσύνης. Ο κάμπος στέλνει μηνύματα όμορφος όταν πρασινίζει και θερισμένος, ότι μια νέα αρχή ξεκινά. 

Αυτό όμως μου ερχόταν στο μυαλό σε κάθε επιστροφή καθώς σκεφτόμουν τους ανθρώπους που βρισκόμασταν κάθε μέρα καταμεσίς στον κάμπο:

Την ώρα αυτή στον κάμπο, ομίχλη κατεβαίνει
τα σκιάχτρα, τα κουρέλια θα φοβηθεί
τρέξε να ψηλαφήσεις την πλάση, ακριβέ μου
το μπράτσο της απλώνει να κρατηθείς, να κρατηθείς .



Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Ταξίδι στον "Ωκεανόν του Kόσμου", αλλά έμμετρο και μελοποιημένο



Ο Παναγιώτης Ποταγός
γιατρός απ' τη Βυτίνα
ταξίδεψε όλη τη γη
έφτασε ως την Κίνα

Μονάχος επερπάτησε
του μεταξιού το δρόμο
μάλλινο της πατρίδας του
του ζέσταινε τον ώμο

Χίλια κομμάτια τό 'σκισε
ξένες πληγές να δέσει
δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος
για να τον συμπονέσει

Συνάντησε τον ποταμό
που τρέχει μόνο μέρα
στη μοναξιά του πέρασε
μαλαματένια βέρα.

Oι στίχοι αυτοί είναι από το ομώνυμο τραγούδι σε στίχους του Θ. Γκόνη που συμπεριλαμβάνεται στο στο δίσκο "Ακρωτήριον Ταίναρον" και το τραγουδάει ο ίδιος ο Ξυδάκης, όπως είχε την καλωσύνη να μας πληροφορήσει ο Φώτης.
Τον ευχαριστούμε κι από εδώ για τον κόπο να αντιγράψει τους στίχους και να τους στείλει στους Κυνοκέφαλους. 

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Ταξίδι στον "Ωκεανόν του Kόσμου"




Ένας τρόπος να μάθεις τη ζωή είναι να ταξιδέψεις. Τα ταξίδια και οι αφηγήσεις τους δείχνουν τον πολύπλοκο χαρακτήρα της ανθρώπινης υπόστασης, καθώς διαβαίνει μέσα από τις συμπληγάδες των ιδεών και των περιορισμών που θέτει η ιστορική πραγματικότητα, ο χώρος και ο χρόνος. Το οικείο και το πρωτόγνωρο, η νέα γνώση που ανατρέπει μερικές ή αρκετές από τις αντιλήψεις που ήταν κυρίαρχες στο ξεκίνημα, αλλά καταρρέουν στη διάρκεια του ταξιδιού και της κατοπινής αφήγησης.

Οι άνθρωποι που ταξίδεψαν και αφηγήθηκαν αυτές τις περιπέτειές τους, καλούν τον αναγνώστη να προσπελάσει τις ανοίκειες και πολύ διαφορετικές ζωές τους. Τα ερωτήματα του αναγνώστη είναι όμως κοινά σχεδόν για τον κάθε ταξιδευτή/αφηγητή: γιατί ταξίδεψε; τι είδε; τι έζησε, γεύτηκε και πως; Λίγο πιο πέρα τα ερωτήματα, ίσως και τα πιο σημαντικά είναι αυτά που έχουν σχέση με αυτά που είδε και βίωσε, αλλά δεν τα αναφέρει.

Ο Παναγιώτης Ποταγός είναι ένας ταξιδευτής, ο οποίος είναι γνωστός σε όσους ασχολούνται με τη Γεωγραφία και το έργο του έχει αρχίσει να αποτιμάται πάρα πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του ποικιλοτρόπως.

Γεννήθηκε στη Βυτίνα Αρκαδίας το 1839 και πέθανε το 1903. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Aθηνών Nομικά στην αρχή, Iατρική αργότερα και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι.

"Ο παππούς του από μητέρα ήτανε από τη Στεμνίτσα, οπλαρχηγός στα εικοσιένα και πολέμησε γενναία στην Καρύταινα και στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο πατέρας του Παναγιώτη σκοτώθηκε κυνηγώντας τη συμμορία του Κατζιαβού και του Γυφτογιαννάκη. Ήτανε φαίνεται άνθρωπος σπουδασμένος, γιατί είχε μάθει γράμματα στο σχολειό της Βυτίνας, που άκμαζε τότε σαν της Δημητσάνας. Ο Παναγιώτης λέγει πως εβρήκε από τον πατέρα του Μαθηματική Γεωγραφία, φιλοσοφικά βιβλία, αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τα Νομικά τ’ Αρμενόπουλου κι άλλα. " μας πληροφορεί ο Φ. Κόντογλου.

Η εποχή του χαρακτηρίζεται από τον ανταγωνισμό μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών γεωγραφικών εταιρειών στο χώρο των ανακαλύψεων και των εξερευνήσεων και ο ίδιος εγκαταλείπει την ιατρική για χάρη του ταξιδιού και των εξερευνήσεων.

"Ο καινούργιος Οδυσσέας, ... περπατώντας μήνες και χρόνια για νά βρει κείνον τον ξεχασμένο Λίθινον Πύργο του Πτολεμαίου, μέσα στα άσπλαχνα Iμαλάγια ή τα όρη της Σελήνης μέσα στο καμίνι της Αφρικής..." [Φ. Κόντογλου] πραγματοποίησε από το 1868 μέχρι το 1883 τρεις εξορμήσεις στην Ανατολή και την Κεντρική Ασία , άλλοτε οδοιπόρος άλλοτε έφιππος.
Στο πρώτο του ταξίδι ξεκίνησε από την Συρία, πέρασε από το Ιράκ, την Περσία και το Αφγανιστάν, διέσχισε τους ορεινούς όγκους του Ινδοκούς (Ινδικό Καύκασο) και του Παμίρ. Συνέχισε μέσα στην έρημο του Γκόμπι, στη Βόρεια Κίνα (Κασγκάρ και Χάμια), την Μογγολία (Βλιαστέ), στο Χηλή (Colintzia) της Ανατολικής Σιβηρίας και από εκεί επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη, μετά στην Οδησσό και κατέληξε την Κωνσταντινούπολη.
Στο δεύτερο του ταξίδι, ξεκίνησε από το Σουέζ της Αιγύπτου και έφτασε ως τις βορειο-δυτικές περιοχές της Ινδίας, τη Νότια Περσία, το Αφγανιστάν και επέστρεψε στο Καϊρο.
Την τρίτη φορά από το Κάϊρο κατευθύνθηκε νότια και μέσω του Σουδάν έφτασε στην Κεντρική Αφρική μέχρι τις περιοχές του Βορείου Κονγκό.

"Απ’ όπου περνούσε εξήταζε να μάθει αν απόμεινε τίποτα μέσα στη θύμηση των ανθρώπων από τον Μέγ’ Αλέξανδρο ή από τα συνήθεια των Ελλήνων και να ιδεί τι αρχαίες ονομασίες κρυβόντανε κάτω από τις καινούργιες." [Φ.Κόντογλου]

Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί αυτός ο άνθρωπος εγκατέλειψε την ησυχία του και ίσως την λαμπρή καριέρα που θα μπορούσε να κάνει ως γιατρός, αλλά και ως ιατροφιλόσοφος στην εποχή του, τα κοσμικά σαλόνια και την πολιτική. Ακόμη γιατί δεν επέστρεψε στο Παρίσι όπου ως νεαρός γιατρός είχε γνωρίσει την γενική εκτίμηση των συναδέλφων του και διακρίσεις από την γαλλική κυβέρνηση για την αλτρουιστική του δράση κατά τη μεγάλη επιδημία της χολέρας. Κάποιες πληροφορίες μας δίνονται βέβαια στο "Ημερολόγιον του Σκόκου" [Τόμ. 19, Αρ. 1 (1904)], αλλά μάλλον είναι αρκετά εξωραϊσμένες ....

Ο ίδιος ο Ποταγός αναφέρεται στους λόγους που τον οδήγησαν να ταξιδέψει. Από τη μια η ελληνική πολιτική πραγματικότητα που τον απογοήτευε βαθιά, όπως και ο τρόπος λειτουργίας των πολιτικών φατριών: «…απέληξα εις περιηγήσεις επί τη ελπίδι ότι αν εξ αυτών σώος διηρχόμην ηδυνάμην ηθικώς εν τη πατρίδι να χρησιμεύσω, και αν εχανόμην, εις έντιμον στάδιον ήθελον αποθάνει». Αντιλαμβανόταν ότι τα ταξίδια του και οι εξερευνήσεις του είχαν και μια άλλη σημασία, όπως αναφέρει σε ένα σημείο της γαλλικής μόνο έκδοσης του:«διακινδύνευσα τη ζωή μου για την τιμή της χώρας μου, που δεν πρέπει να αντιπροσωπεύεται μόνο από το έδαφος μας και τα ένδοξα ερείπια μας, αλλά από εμάς τους ίδιους στην προσπάθεια μας να γίνουμε αντάξιοι των προγόνων μας».

Λέει πως ήταν "προωρισμένος ίνα κολυμβήσω εις κινδύνους" και γνωρίζει πως από μόνοι τους όλες αυτέ οι περιπέτειες να αποτελούσαν ένα ευχάριστο και συναρπαστικό ανάγνωσμα. Όμως "οι κίνδυνοι περιγραφόμενοι δεν έχουσι σκοπόν να τέρψωσιν αναγνώστας· διότι δεν διεκινδύνευσα χάριν τούτου, αλλά ίνα ανερευνήσω τας αληθείας" περιδιαβαίνοντας "τας κεντρικάς της Ασίας χώρας και, ει δυνατόν (...) προς τας περιγραφάς των αρχαίων μας Γεωγράφων". Με αυτή την αντίληψη επιστρέφοντας ο Ποταγός στο Kάϊρο προσπαθεί εκδόσει τα όσα είχε καταγράψει από τις εξερευνήσεις του.

Τώρα όμως ξεκινά ένας νέος κύκλος αντιδράσεων και αυτός έχει να κάνει με την αποδοχή του και την υποδοχή του έργου του.

Ο Π. Ποταγός στα ταξίδια του είχε γνωρίσει από κοντά στις χώρες που περιδιάβηκε τους στυγνούς αποικιοκράτες του 19ου αιώνα, οι οποίοι τον αντιμετώπισαν με καχυποψία και αρκετά υποτιμητικά. Όταν συνάντησε στην Βασιλική Γεωγραφική Εταιρία του Λονδίνου τα εξέχοντα μέλη της θα βρεί μια σθεναρή άρνηση και απόρριψη.

«Εννόησα ότι ενέπεσα εν Λονδίνω εις χείρας εγωισμού φθόνου και ασπλαχνίας» θα γράψει.

Παρά τις αρνήσεις δέχεται τελικά η Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία να εκδόσει αποσπασματικά το έργο του και παρά το γεγονός ότι ο γενικός γραμματέας της Εταιρείας κ. Maunoir αρχικά είχε αμφισβητήσει τον εμπειρικό ορισμό γεωγραφικών θέσεων που έκανε ο Ποταγός χωρίς τη χρήση αστρονομικών εργαλείων. Στην γαλλική έκδοση των «Περιηγήσεων» συνετέλεσαν και οι Emile Burnouf, επίτιμος διευθυντής της Γαλλικής Σχολής των Αθηνών, ο Alfred Maury, μέλος της Γεωγραφικής Εταιρείας του Παρισιού και καθηγητής της Ιστορίας στο College de France. Οι Γάλλοι δεν ήταν ήταν πιο ανοικτοί, ανεκτικοί ή αναγνώρισαν με την πρώτη την σπουδαιότητα του έργου του Π. Ποταγού. Είναι επειδή περιηγήθηκε κυρίως σε περιοχές που ανήκαν στην ανταγωνίστρια Βρετανική Αυτοκρατορία και στην ευρύτερη σφαίρα, όπου εστιαζόταν τότε το αγγλικό ενδιαφέρον.

O Ποταγός προσπάθησε να εκδώσει τα έργα του και στην Ελλάδα. Το Πανεπιστήμιο Aθηνών με τον Πρύτανη Παναγιώτη Kυριακό, εξέδωσε το βιβλίο το 1883 αντί του ποσού των 5.000 δρχ. «παρόλο που το Yπουργείο Παιδείας ήταν αντίθετο προς την έκδοση και δεν του έδινε τα λεπτά - τότε ήταν Yπουργός ο Bουλπιώτης, ο οποίος είπε στον κ. Πρύτανη: "Ας μας παρατήσει ο Ποταγός μ' αυτά τα οποία λέει, έχουμε σοβαρότατα πράγματα ν' ασχοληθούμε!" όπως έκανε και παλαιότερα ο Bρασόπουλος Yπουργός Παιδείας, ο οποίος, όταν ο Σλήμαν έφερε τον θυσαυρό της Tροίας στη Bουλή, είπε εκείνο το αμίλητο "Aς μας παρατήσει ο κ. Σλήμαν, ας πάρει τα τσουβαλάκια του κι ας πάει στο εξωτερικό». Κι εδώ η αντίδραση δεν είναι άσχετη με το γεγονός της έντονα αντικυβερνητικής στάσης του Ποταγού και της μεγάλης διείσδυσης των βρεττανών στην ελληνική πολιτική σκηνή.

Τελικά, από τις περιηγήσεις του εκδόθηκε μόνο το πρώτο μέρος σε δύο εκδόσεις: μια ελληνική το 1883, "Περίληψις Περιηγήσεων" Τόμος Α’, Τυπογραφείο Κτενά, Αθήναι με 700 πυκνογραμένες σελίδες (σε ανατύπωση ) και το 1885, Dix annees de voyages dans l’Asie Centrale et l’Afrique equatoriale, Ernest Leroux Editeur, Paris .
Αργότερα η Βελγική κυβέρνηση έδωσε το όνομά του σε κεντρική λεωφόρο της πόλης του Paulis αποτιμώντας το έργο και την προσφορά του. Όταν ο βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος ο Β΄του ζήτησε τιμής ένεκεν να υπογράψει το Χρυσό Βιβλίο των εξερευνητών ο Π. Ποτάγος έγραψε λιτά: «ΕΙΣ ΕΛΛΗΝ».

Τα ταξίδια στον "Ωκεανόν του Kόσμου" τα πραγματοποίησε με δικά του έξοδα με την μικρή περιουσία του πατέρα του. Εξαντλημένος οικονομικά προσπάθησε όταν πλέον επέστρεψε στην Ελλάδα να διορισθεί βιβλιοθηκάριος στη Nομική βιβλιοθήκη. Εκεί όμως υπηρετούσε εκεί ο Εμ. Ροϊδης, άνθρωπος του Xαρίλαου Τρικούπη. Κι ο Π. Ποταγός δεν είχε εκφράσει την καλύτερη γνώμη για τον Τρικούπη, όπως έκανε συχνά ο Ροΐδης....

Στην συνέχεια κατέφυγε στην Kέρκυρα. Εκεί αγόρασε μια γίδα και άρχισε περιδιαβαίνει όλο το νησί άγνωστος μεταξύ αγνώστων, όπου τον οδηγούσε το ζώο. Tελικά φτάνει στη βόρεια Kέρκυρα, στο χωριό Nύμφες και εκεί μένει σ' ένα καλύβι, όπου "...στα στερνά του φορούσε μιαν αράπικη κελεμπία, ίσως γιατί υπόφερνε από κατέβασμα, που τόπαθε στην Αφρική κι’ ήθελε να το κρύψει. Από τη στιγμή που ξέπεσε σε κείνο τ’ όμορφο χωριό, μακρυά από τον κόσμο, δεν ξεμάκρυνε απ’ αυτό, σα να ηύρε το λιμάνι της σωτηρίας του. Έκανε το γιατρό, προ πάντων για τους φτωχούς, που τους γιάτρευε χάρισμα...."

Πέθανε στις 14 Φεβρουαρίου του 1903. Και τότε μόνο τον θυμήθηκαν κάποιοι συγγενείς.

"Γύρεψα νάβρω τίποτα τετράδια γραμμένα από το χέρι του, μα πούπανε πως δεν υπάρχουνε, γιατί, σα μάθανε οι συγγενείς του από Βυτίνα πως πέθανε, πήγανε στις Νυφές για να τον κληρονομήσουν και μη βρίσκοντας τα πετράδια και τα πλούτη, που νομίζανε πως είχε κρυμμένα, ξεσκίσανε από τη μανία τους ότι χαρτιά πέσανε στα χέρια τους. Το μόνο πράγμα που ηύρα ήτανε μια φωτογραφία του, που τον παριστάνει με το χέρι απάνω στην υδρόγειο σφαίρα, χαλασμένη, κίτρινη και σβυσμένη, που μόλις ξεχώριζε σαν ίσκιος η φυσιογνωμία και την ξεσήκωσα με το μολύβι, για να τη γλυτώσω από το δόντι του καιρού κι αυτό το πιστό σχέδιο το βάζω σε τούτο το βιβλίο ."
Έτσι, χάθηκε το δεύτερο μέρος του έργου του.

Γράφει κάπου ο Β. Μπένγιαμιν ότι το ταξίδι προς το θάνατο είναι η μήτρα όλων των αφηγήσεων και αυτό χαρίζει στον αφηγητή την αυθεντία του.
Μάλλον είχε δίκιο, αν αναλογιστούμε τον Παναγιώτη Ποταγό.


[σημ: μια πολύ αξιόλογη παρουσίαση του έργου του
Σπ. Αναγνώστου, Μ. Μαρμαράς, Ο ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΟΤΑΓΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΓΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ, 7ο Πανελλήνιο Γεωγραφικό Συνέδριο, 2004
http://www.srcosmos.gr/srcosmos/showpub.aspx?aa=6347.

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Το νέο όραμα

Εκείνο που πιθανόν να είναι γνωστό στους παροικούντες στην ελληνική γη της επαγγελίας, αλλά και ενίοτε να χλευάζεται, είναι ότι ο άνθρωπος πάντα εναποθέτει ελπίδες σε ένα καλύτερο μέλλον, το ποθούμενον και μια μεγάλη ιδέα, αναμένει κάποιον μεσσία/ήρωα/πατερούλη [καβαλάρη σε μαρμαρένια αλώνια δεν τον βλέπω, μάλλον με πολλούς φίλους στο Facebook και αναρίθμητους σχολιαστές στο προσωπικό του ιστολόγιο τον θωρώ], αλλά και ένα Αρμαγεδώνα (αυτός πάλι πως θα είναι και πότε θα έρθει, πολλοί έλεγαν για το 2012...).

Ο βίος μας [τηλεοπτικός, εικονικός και πραγματικός] ως τότε και αν δεν έλθει πριν η Συντέλεια γιατί μπορεί να την προλάβει η αταξική επίγεια χιλιετής βασιλεία (συγνώμη κοινωνία, ήθελα να πω) στη γωνία, διανθίζεται με πολλά και ευχάριστα και δυσάρεστα, νέους και παλιούς προβληματισμούς στο προσκήνιο, προσκλητήρια για νέους αγώνες και άλλα πολλά. Η κοινωνία των πολιτών συμμετέχει με έναν πρωτόγνωρο ακτιβισμό, οργανώνεται και συνυπογράφει, συμμετέχει σε ομάδες [τόσες και τόσες και για κάθε τι σε όλο το διαδίκτυο], σχολιάζει, διαφωνεί και συμφωνεί, ενώ η άλλη, η κοινωνία των συμπολιτών συνεχίζει αγκομαχώντας την πορεία της και με την ενοχή που της φόρτωσαν πως αυτή φταίει για όλα και τώρα πρέπει να συμμετέχει (εξολοκλήρου) στην εξόφληση του λογαριασμού.


Αλλά ας μην είμαστε απαισιόδοξοι και συνεχώς παραπονούμενοι: το όραμα ξαναγυρνά για να συνεπάρει το μυαλό, την καρδιά και την ψυχή, αυτών που θα καθοδηγήσουν τον όχλο, τον άμοιρο που παραπλανήθηκε τόσα χρόνια και συνεχίζει να παραπλανάται, αυτόν που δε διαβάζει εφημερίδες σοβαρές και στην τηλεόραση βλέπει μόνο τον Αυτιά το πρωί, που δεν ξέρει τι σημαίνει "σπρέντ" και "δουνουτού" για να τον ξαναθέσει ως κινητήριο μοχλό της ιστορίας, της πολιτικής και της οικονομίας. Το όραμα ξαναγυρνά και γιαυτούς, τους ανθρώπους του πνεύματος -αφού οι άλλοι είναι της ύλης- που ξέρουν και καταλαβαίνουν, αναλύουν και διυλίζουν τον κώνωπα και χρόνια τώρα ίσως ιδιώτευαν και σώπαιναν, όπως και για την κοινωνία των πολιτών, των ευαισθητοποιημένων, των ΜΚΟ και των πολύχρωμων συρφετών.
Τώρα ποιο είναι αυτό το όραμα, κανείς επακριβώς δεν ξέρει να πει, αλλά είναι αυτό που θα καθάρει την συλλογική ενοχή και θα οδηγήσει στη νέα Ιθάκη. Όσο πιο θολό, τόσο πιο ελκυστικό. Σαν τον άλλο κόσμο που είναι εφικτός παρέα με το τόσο γνωστό σύνθημα "Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη", που άλλο τόσο άγνωστη είναι και η εφαρμογή του. Ίσως γιαυτό κάποιοι άλλοι ασχολούνται με κάποια άλλα ερωτήματα, πιο βαθιά ίσως, πιο κοντά στην υπαρξιακή αγωνία, όπως το πόσο ζυγίζει η ψυχή. Λένε ότι 21 γραμμάρια είναι το βάρος που χάνουμε ακριβώς την στιγμή του θανάτου μας...
Αλήθεια, πόσο κοστίζουν τα 21 γραμμάρια ψυχής στο χρηματιστήριο των σημερινών ιδεών και ποιοι τα ζυγίζουν;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα αποτελεί και την αρχή της νέας Μεγάλης Αφήγησης.



Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Τα σιωπηλά μνημεία αναστοχάζονται το παρελθόν

Είναι καιρός τώρα που ακούμε πολλούς και διάφορους να προσπαθούν να περιγράψουν και να ερμηνεύσουν το παρόν χρησιμοποιώντας όρους όπως τη "νέα κατοχή" και άλλα, πάμπολλα, άλλοτε ωραία και άλλοτε ευφάνταστα, νεολογισμούς μεστούς περιεχόμενου ή άνευ, μονοσήμαντα ή πολυσήμαντα εννοιολογήματα, τα οποία προστίθενται ως λήμματα στο λεξικό της καθημερινότητας. Ως καραμέλα πιπιλίζονται από πολλούς [και φυσικά είναι δικαίωμα του καθένα και αναφαίρετο και ό,τι άλλο, αλλά οι καραμέλες προκαλούν και τερηδόνα...]. Άλλοι πάλι κάνουν αναδρομές στο παρελθόν και προσπαθούν να συγκρίνουν, να διαφωτίσουν, να βρουν συνέχειες ή ασυνέχειες, στρεβλές και ευθύγραμμες πορείες. Λένε πως το παρελθόν βοηθάει στην ερμηνεία του παρόντος, αλλά για ποιο παρελθόν μιλούν και πως εννοούν το παρελθόν;

Είναι και κάποιοι που επιμένουν να σκαλίζουν το παρελθόν άλλοτε μέσα σε επιχώσεις και άλλοτε σε σελίδες κιτρινισμένες και φθαρμένες. Συνήθως αυτοί δε μιλούν όπως οι άλλοι, οι "παραπάνω". Γνωρίζουν πολύ καλά πως όποιος θέλει να ψάξει το παρελθόν πρέπει να σκαλίσει αυλάκια για να ξαναφέρει το νερό στις πηγές και πως αυτός που ανακατεύεται με το παρελθόν που κρύβεται κάτω από τα χώματα θα λερωθεί. Αλλά δεν τους νοιάζει και πολύ και συνεχίζουν...


Άγνωστο παραμένει ίσως το έργο του Αλέξανδρου Πασπάτη "Η πολιορκία και η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων το 1453" που εκδόθηκε το 1890 και αποτελεί την τελευταία μονογραφία που εξέδωσε ο συγγραφέας στη διάρκεια της ζωής του. [ανατυπώθηκε από τις εκδόσεις Εκάτη το 2009].
Ο Αλ. Πασπάτης (Χίος 1814 - Αθήνα 1892) ήταν γιατρός με σημαντικό ερευνητικό έργο στον τομέα της επιδημιολογίας και παράλληλα ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μελέτη της ιστορίας, της αρχαιολογίας και της γλωσσολογίας.
Θα αναφερθούμε όμως στο άλλο σημαντικό έργο του "Βυζαντιναί μελέται. Τοπογραφικαί και ιστορικαί, που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1877 από το Τυπογραφείο του Αντωνίου Κορομηλά και το Βιβλιοπωλείο των Αδελφών Δεσπάστα (ανατυπώθηκε από τις εκδόσεις Καραβία το 1986].
Το ενδιαφέρον είναι ότι ίσως από πρώτη άποψη καταγράφεται η αγωνιώδης προσπάθεια να δημοσιευθούν τα βυζαντινά μνημεία της Κωνσταντινούπολης. Τι γίνεται λοιπόν με τα μνημεία που μαρτυρούν το βυζαντινό και μετά την Άλωση το οθωμανικό παρελθόν της Πόλης;


«Ένεκα της απωλείας τοσούτων γεραρών μνημείων, η ιστορία της Κ/πόλεως οσημέραι αμαυρούται. Ανέμνησα εν ταις ανασκαφαίς του Θρακικού σιδηροδρόμου και εν τη περιγραφή του ναού της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας πολλών βυζαντινών μνημείων την απώλειαν."

και θα αναφερθεί στα χερσαία τείχη, τις πύλες και τις επιγραφές, το παλάτι των Βλαχερνών αλλά και ό,τι ερχόταν στο φως κατά την κατασκευή του "Θρακικού Σιδηροδρόμου" (1871).

"Αποδίδω τη μέχρι τούδε άγνοιαν της Βυζαντινής ιστορίας, εις την ημετέραν αξιόμεμπτον ολιγωρίαν. Όσοι εκ των ημετέρων και ξένων περιέγραψαν την Κ/πολιν, ηρύσθησαν τα πλείονα εκ προγενέστερων συγγραφέων, βαρυνόμενοι οι ίδιοι, τας σκολιάς διόδους της πόλεως και την ιδίοις όμασσιν επίσκεψιν των ισταμένων μνημείων. Πάμπολλα μνημεία, σώα και ηρειπωμένα, διέφυγαν των πλειοτέρων τα όμματα. Ομολογώ ότι οι Οθωμανοί, οι μη εκτιμώντες τ’ αλλότρια, ουδέποτι παρενοχλούσι τους επισκεπτόμενους αυτά

Σύμφωνα με τον Αλ. Πασπάτη, οι βυζαντινές εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης ανέρχονταν σε 51, από τις οποίες οι 17 είχαν μετατραπεί σε "τεμένη", 15 ήταν άγνωστες ως τότε, 14 στέκονταν ερειπωμένες, και δυο λειτουργούσαν από τους Αρμενίους.
Αλλά,

«Οι παραπονούμενοι, ότι δεν δύνανται ν’ ανασκάψωσι των Βυζαντινών ανακτόρων την χώραν ή του αρχαίου λουτρού του Ζευξίππου το έδαφος, όπου πιθανόν κείνται λείψανα των πολλών εκεί Ελληνικών ανδριάντων, ώφειλον πρότερον να ιστορήσωσι τα πολλά εισέτι ιστάμενα επιφανή μνημεία, εκ των οποίων σαφηνίζεται ο πολυετής βίος των Βυζαντίων.»

και επισημαίνει:

«Αν οι ετερόθρησκοι Οθωμανοί κατηδάφισαν πολλά των Βυζαντίων κτίρια και έτερα κατακρατούσι, προς ιδίαν αυτών χρήσιν, μη λησμονώμεν ότι και οι Βυζάντιοι θρησκομανέστεροι τούτων, κατηδάφισαν αρχαίους περικαλλείς ναούς, ηφάνισαν πολλά των ελλήνων χειρόγραφα και κατέκαυσαν άπαντα τα συγγράμματα των εικονομάχων.»

αλλά,

"Η ιστορία του Βυζαντινού κράτους είναι η ιστορία του ημέτερου πολυετούς βίου καθ’ όλον τον μεσαίωνα»

και μολονότι

«Καθ’ όλον τον βίον των Βυζαντίων αναγινώσκομεν επαναστάσεις των τυραννουμένων υπηκόων κατά των απολύτων βασιλέων, πολίτευμα σκολιόν, φόνους, εκτυφλώσεις, εμφυλίους πολέμους, αστοργίαν και ασύγγνωστον απανθρωπίαν. Εν τη μεγαλοπόλει ταύτη, την οποίαν τοσούτον εκαλλώπισεν η φύσις, πολύδακρυν βίον εβίουν οι εγκάτοικοι, πενόμενοι και ταλαιπωρούμενοι μέχρι της υπό των Οθωμανών αλώσεως αυτής. Της θαυμασίας του τόπου καλλονής αντίρροπον ήτον η πολλή της πολιτείας ασχημία. Δια πάντα Έλληνα αγαπώντα την ιστορίαν των πατέρων αυτού, και εγκύπτοντα εις την μελέτην του ιδιωτικού βίου και της πολιτείας των Βυζαντίων, η περικαλλής αύτη πόλις παρρησιάζεται ως περικεκοσμημένη εταίρα. Εις ημάς εναπόκειται να διαχωρίσωμεν τα φαύλα υπό τ’ αγαθά, ουδόλως μιμούμενοι τους ξένους τους κακολογούντας άπαντας τους Βυζαντίους και την πολιτείαν αυτών, και ουδέν ευρίσκοντας άξιον επαίνου ή μιμήσεως εν τη πολυετεί ιστορία ταύτη. Εκ των ακολούθων μελετών πειθόμεθα, ότι δεν ήσαν επίψογα άπαντα των Βυζαντίων»

έγραφε ο λοιπόν ο Πασπάτης τέτοιες μέρες μάλλον

"Εν Κωνσταντινουπόλει, κατά Μάιον, 1877"

Και μη βιαστεί κανείς να τον χαρακτηρίσει «κοραϊκό εθνικιστή»:

«η πικρά κατά των Βυζαντίων καταφορά, εμίανε και τους κορυφαίους εξ ημών, αναφέρων τον αείμνηστον Κοραήν, πολλάκις κακίζοντα τους Βυζαντίους, τους ομοίους αυτών Φαναριώτας, πατρικώς παραινούντα πάντας τους ομογενείς, ίν’ απομακρύνονται από την ζύμην του Βυζαντινού πολιτισμού»

Για το παρελθόν και το παρόν προβληματίζεται και σχολιάζει, ίσως και με αναφορές στο μέλλον:

«Μετά την ανάκτησιν του κράτους, υπό του Μιχαήλ Παλαιολόγου τω 1261ω μέχρι της τελευταίας αλώσεως, οι βασιλείς του Βυζαντίου, πότε μεν προς τους Ιταλούς, πότε δε προς τους Οθωμανούς μαχόμενοι, υπ’ αχρηματίας κατατρυχόμενοι, μετά χαράς πολλάκις ήκουον την υπισχνουμένην των Ιταλών βοήθεια, υπό τον αμετάβλητον όρον της εις Ρώμην υποταγής. Εν αυταίς ακόμη ταις παραμοναίς της τελευταίας αλώσεως, όταν εκ των χερσαίων τειχών, μετά τρόμου έβλεπον τας πεδιάδας πλήρεις μυριάδων στρατού, όταν εντός του Βυζαντίου κεκλεισμένοι, εδέοντο εν ταις εκκλησίαις και μοναίς υπέρ σωτηρίας, πάλιν χαρμόσυνος βοηθείας αγγελία εκομίσθη εν Βυζαντίω, πρώτιστον όρον αιτούσα την υποταγήν. Πάλιν οι κληρικοί θαραλλέως αντέστησαν, ακλόνητοι μέχρι τέλους μείναντες. Υπέκυψαν τέλος υπό δεσπότας αλλοθρήσκους, ουδέποτε την θρησκείαν αυτών ενοχλήσαντας, και εβίωσαν βίον μεν δούλον, αδούλωτοι δε την διάνοιαν.
Ταύτα άλλοι πολλάκις επενέλαβον· ταύτα και εγώ σήμερον επαναλαμβάνω, διότι αι θρησκευτικαί έριδες αι συγκινούσαι σήμερον την Ευρώπην ως σεισμός υπόκωφος, ουχί μόνο τεκμαίρουσιν αλλά πληρέστατα δικαιούσι την μεγίστην των Βυζαντινών κληρικών σύνεσιν, και την υπέρ ημών των απογόνων αυτών ανεκτίμητον πολιτείαν.
»

Εάν κάποιος σήμερα ισχυριζόταν ότι οι Έλληνες δεν ήταν σκλάβοι των Οθωμανών, είναι πιθανόν να προκαλούσε έντονες διαμαρτυρίες ή θερμή υποδοχή, αλλά και αδιαφορία. Εξαρτάται από τον αναστοχασμό που επιχειρεί και την ανάγνωση που κάνει "χωρίς τις φαλκιδεύσεις που επέβαλε η ανάγκη διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας ενός νεοσύστατου κράτους".

Άραγε ο Αλ. Πασπάτης τα είχε όλα αυτά κατά νου;

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount