Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Το ταξίδι των μάγων



Το ταξίδι των μάγων

Έπρεπε νάμαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.

Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ' αρχής πάλι το ταξίδι
ν' αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει...
Μαζύ πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι' η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!

Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι' ευλάβεια τού φέρναμε.

Τώρα σ' αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.

Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι' αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ' οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι' υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.

Εν συντριβή βαδίζοντα.

Ζωή Καρέλλη,


Από τη συλλογή Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα (1955)




ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

κι

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΟ 2010

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Ο γιος μου όλο προκηρύξεις, η δε κόρη μου έχει φρονήματα Μαοϊκά

Χωρίς ελπίδες στο ζαχαροπλαστείο

Οι γλυκές κουρασμένες κυρίες
μελαγχολούν δύο-δύο
εις το ζαχαροπλαστείο
με δαιμονέ ιστορίες.


"Θυμάσαι το κίνημα του Δεκέμβρη;
Τι εποχή κι αυτή!
Αχ, αυτές οι αριστερές κυβερνήσεις
τι αγενείς αναμνήσεις!


Φέτος έβαψα το μπάνιο φιστικί.
Περάσαμε πάντως
εφτά χρόνια με ηρεμία,
έχω κι αυτή την υπνηλία!"


Οι γλυκές κουρασμένες κυρίες
όλο βαριούνται δύο-δύο
όλο στο ζαχαροπλαστείο
κι όλο θυμούνται ιστορίες.


"Ο γιος μου όλο προκηρύξεις
η δε κόρη μου ήξεις αφήξεις,
έχει φρονήματα Μαοϊκά
και με πληγώνει.
Αχ, τι γεροδεμένο γκαρσόνι!
Παίρνουμε ακόμη δυο γλυκά;"


Οι παλιές πονεμένες κυρίες
σιωπηλές και οι δυο
όλο παλιές ιστορίες
στο ζαχαροπλαστείο.


Στίχοι: Παύλος Μάτεσης
Μουσική: Νίκος Δανίκας
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Μαρίνος

Ροζ προκηρύξεις - 1976

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Κοσμά του Ινδικοπλεύστη

Τριγυριστής της Ινδικής στα νιάτα του ο Κοσμάς,
πίστεψε στα γεράματα πως θα καλογερέψει.
Κυρά θαλασσοθάνατη, στα χέρια του έχεις ρέψει,
που στα στερνά τα μάρανε το αλέτρι κι ο κασμάς.

Όπου έφτασες, κάθε χρονιά θερίζουν τρεις φορές.
Την Ταπροβάνη εδιάλεξες κι είχες καιρό ποδίσει.
Τώρα μασάς αμύγδαλα και προσφορές ξερές,
και το λιβάνι οσμίζεσαι που μοιάζει με χασίσι.

Εκεί, Ταμίλες χαμηλές που εμύριζαν βαριά,
Σιγκαλινές με στήθη ορθά τριγύρω σου λεφούσια.
Εδώ λυγίζεις το κορμί με τ' αχαμνά μεριά
και προσκυνάς τη Δέσποινα τη Γαλακτοτροφούσα.

Πήγες εκεί που εδίδασκε το πράσινο πουλί,
όπου της μάγισσας ο γιος θ' αντάμωνε το στόλο.
Έλυνε εκείνος με σπαθί όσα η γραφή διαλεί.
Μα εσύ ξηγάς τα αινίγματα καινούργιων Αποστόλων.

Μπροστά στου τρεις ελέφαντες ντυμένοι στα χρυσά,
Όξω απ' του Βούδα τη σπηλιά, ψηλά στην Κουρνεβάλα.
Τώρα σκοντάφτεις, Γέροντα, στου δρόμου τα μισά
και πας για να λειτουργηθείς σε γάιδαρο καβάλα.

Μαζεύει ο ναύτης τον παρά κουκί με το κουκί
και πολεμά σε ψήλωμα να στήσει το αγκωνάρι.
ʼλλοι σαλπάρουν Αύγουστο για Νότιο Σινική
και το γλεντάν στο Βοθνικό, Δεκέμβρη και Γενάρη.

Όταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό
και προσκυνάω για κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο,
πες μου, στην άγια πίστη σου, πως να προσευχηθώ;
σε ποιον να ξομολογηθώ και που να μεταλάβω;

Ο Θεός είναι πανάγαθος, Κοσμά, και συχωρά,
Όμως γδικιέται αμείλιχτος ο γέρο - Ποσεοδώνας.
Το 'δανε λένε βουτηχτές: του σαλαχιού η ουρά
να γαργαλάει στα χαμηλά, τα χείλια της στρειδώνας.


Νίκος Καββαδίας
από το ΤΡΑΒΕΡΣΟ
1η έκδοση: Κέδρος, 1975
2η έκδοση: Αγρα, 1990
η αντιγραφή αφιερωμένη στον Δύτη που αναρωτιέται....

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

Η εξαγνιστική αθεΐα


Η εξαγνιστική αθεΐα


Περίπτωση αληθινών αντιφατικών. Ο Θεός υπάρχει. Ο Θεός δεν υπάρχει. Που είναι το πρόβλημα; Είμαι ολότελα βέβαιη πως υπάρχει Θεός, με την έννοια που είμαι βέβαιη πως η αγάπη μου δεν είναι απατηλή. Είμαι ολότελα βέβαιη ότι δεν υπάρχει Θεός, με την έννοια ότι είμαι ολότελα βέβαιη πως τίποτε πραγματικό δε μοιάζει μ’ αυτό που μπορώ να εννοήσω όταν προφέρω ετούτο το όνομα. Αλλά αυτό που δεν μπορώ να εννοήσω δεν είναι μια ψευδαίσθηση.
Υπάρχουν δυο αθεϊσμοί, που ο ένας τους εξαγνίζει την έννοια του Θεού.
Ίσως, ό,τι είναι κακό να έχει άλλην όψη που είναι εξαγνισμός κατά τη διαδρομή προς το καλό και ένας τρίτος που είναι το ανώτερο καλό.
Τρεις απόψεις για να διακρίνουμε καλά, επειδή η σύγχυση είναι μεγάλος κίνδυνος για τη σκέψη και για την αποτελεσματική συμπεριφορά της ζωής.
Ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που δεν έχουν εμπειρία του Θεού, εκείνος που τον αρνείται είναι ίσως ο πιο κοντινός του.
Ο ψεύτικος Θεός που μοιάζει σε όλα με τον αληθινό, εκτός από το ότι δεν τον φτάνει, εμποδίζει για πάντα το πλησίασμα στον αληθινό.
Να πιστεύουμε σ’ έναν Θεό που μοιάζει σε όλα με τον αληθινό, εκτός από τα’ ότι δεν υπάρχει, επειδή δεν τον βρίσκουμε στο σημείο όπου βρίσκεται ο Θεός.
Οι πλάνες της εποχής μας προέρχονται από τον χωρίς υπερφυσικό στοιχείο χριστιανισμό. Αιτία γι’ αυτό είναι ο λαϊκισμός – και πρώτα – πρώτα ο ανθρωπισμός.
Η θρησκεία ως πηγή παρηγοριάς είναι εμπόδιο στην αληθινή πίστη: μ’ αυτήν την έννοια ο αθεϊσμός είναι ένας εξαγνισμός. Οφείλω να είμαι άθεη, με το μέρος του εαυτού μου που δεν έχει γίνει για τον Θεό. Ανάμεσα στους ανθρώπους που το υπερφυσικό μέρος του εαυτού τους δεν έχει ξυπνήσει, οι άθεοι έχουν δίκιο και οι πιστοί έχουν άδικο.
Ένας άνθρωπος που όλη του η οικογένεια θα είχε χαθεί από τα βασανιστήρια, που ο ίδιος θα είχε για πολύ καιρό βασανιστεί σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ή ένας Ινδιάνος του XVIου αιώνα που ξέφυγε μόνος από την ολοσχερή εξόντωση ολόκληρου του λαού του. Τέτοιοι άνθρωποι, αν πίστεψαν στο έλεος του Θεού, είτε δεν πιστεύουν πια, είτε το δέχονται εντελώς διαφορετικά από πριν. Δεν έχω περάσει τέτοιες καταστάσεις. Ξέρω όμως ότι υπάρχουν: μετά από αυτό ποια η διαφορά;
Να προσπαθώ από το θείο έλεος να έχω μια σύλληψη που να μη σβήνει, να μην αλλάζει, οτιδήποτε κι αν μου στείλει η τύχη, και να μπορεί να επικοινωνεί μ’ οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα.


Σιμόνη Βέιλ [Simone Weil], Η βαρύτητα και η χάρη, μετάφραση: Αντιγόνη Βρυώνη, εκδ. Αστρολάβος / Ευθύνη 1989, σσ:113-114

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

μια αλλοιώτικη προβέζα*



"Αλίμονο σε όποιον δεν προνόησε να κρύψει μικρούς ήλιους ή φεγγάρια πανσέληνα. Οι δαγκωματιές των ανθρώπων που μπαίνουν τόσο ξεδιάντροπα στων άλλων τις ζωές, προχωρούν στο σώμα, φτάνουν μέχρι τα παγωμένα ημερονύχτια της μοναξιάς.
Μη μένεις αδρανής. Αν πιστεύεις στη μοναδικότητα κάθε ανθρώπου, μη μένεις αδρανής. Άναψε ένα φεγγάρι και ξεγέλασέ τους. Κρύψου πίσω από τον ήλιο και θάμπωσε την περιέργειά τους.
Και να θυμάσαι τούτο: η άρνηση είναι πάντα πιο εύκολη απ' την αποδοχή. Είναι δύσκολη έως ακατόρθωτη η εξιχνίαση της ψυχής του Αγαπημένου. Του οποιουδήποτε Αγαπημένου..."


Απόσπασμα από το βιβλίο "Τέρα Άμου"


"Θυμάμαι πολύ καλά τον τρόπο που η Υακίνθη κράταγε το νυφικό, μην τυχόν και ακουμπήσει στα λασπόνερα ή σε τίποτα κλαδιά. Και σαν σπαθί πέρασαν στη μνήμη τα λόγια που πικραμένη κάποτε μονολογούσε: «ούτε εικόνα δεν προλάβαμε να πάρουμε μες στο χαλασμό, ούτε μια φωτογραφία να μας θυμίζει τη Σμύρνη, τη γλυκιά μας Σμύρνη». Και θαρρείς πως τα χέρια που τώρα απλώνονταν στο νυφικό, δεν έκαναν τίποτα λιγότερα απ’ το να ζητούν ξανά κάτι να περισώσουν, μια τρυφερή θωπεία να χαρίσουν στο δέρμα της Ιστορίας. Γιατί, αν θες να ξέρεις, τόποι είμαστε οι άνθρωποι, άγονοι, γόνιμοι, χέρσοι, δεν έχει σημασία. Στεριές αναζητούμε, το χέρι του άλλου να μας χτυπήσει στην πλάτη, όταν τα χάνουμε στα γυρίσματα που ’χει η ζωή. Όμως πολλοί τόποι δεν δίνουν μήτε ένα κλαδί, σαν μπαστούνι στην προσφυγοπούλα μας ψυχή. Γιαυτό οι πρόσφυγες έτρεξαν να κλείσουν σε φούχτες, σε μαντήλια λίγο από το ευλογημένο χώμα της πατρίδας τους. Μυρίζοντας χώμα έπιαναν ξανά ουρανό. Σφουγγίζοντας ιδρώτα, ο κόσμος δεν θα ’μενε πια στεγνός από όνειρα…"


απόσπασμα από το βιβλίο "Καθρέφτες στο χώμα"


Ο Νίκος Διακογιάννης δηλώνει απλά κι απέριττα "Γεννήθηκα στη Νίσυρο κι εργάζομαι ως δάσκαλος στο Δημοτικό". Έχει δημοσιεύσει στις εκδόσεις Αρμός τα μυθιστορήματα "Τέρα Άμου" [2007] και "Καθρέφτες στο χώμα" [2009]. Επισκεφτείτε: http://tera-amou.pblogs.gr/
*προβέζα: νοτιοδυτικός άνεμος, που υψώνει μεγάλα κύματα.
Ο καλός φίλος Νίκος ήταν για μένα ένα από τα εναύσματα να ασχοληθώ με το ιστολόγιο τούτο και τον ευχαριστώ και από εδώ.



Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Θρησκευτικός ανεμοστρόβιλος

Καταϊδρωμένος ὁ Πέτρος ὁ Τσαϊπᾶς ἀνέβηκε στὸν τράφο ν᾿ ἀγναντέψει· δὲν εἶχε δύναμη οὔτε ὄρεξη νὰ πάει μακρύτερα. Τὸ λιοπύρι ἦταν ἀνυπόφορο· ἔπεφτε καὶ τρυποῦσε τὴ σάρκα σὰν βελονοβροχή. Τὰ στακάμενα νερὰ τῆς Λάκκας ἔζεχναν καὶ φαρμάκωναν. Ζερβόδεξα τ᾿ ἀμπελοχώραφα, τὰ λιοστάσια, οἱ καλαμιῶνες, τὰ βάτα κουρνιαχτισμένα κι ἄτρεμα φαίνονταν πεθαμένα. Μὰ ἡ ζωὴ ἀκολουθοῦσε ὑπομονητικὰ τὸ δρόμο της. Φωνὴ τῆς λαύρας χυνότανε ὁλοῦθε ἡ φλυαρία τοῦ τζίτζικα καὶ στὸ χωριὸ περνοδίναν οἱ στρατοκόποι. Ὅπως ὁ Τσαϊπᾶς βγῆκαν κ᾿ ἐκεῖνοι νὰ ἰδοῦν τὴ λιτανεία.
Ὁ Κώστας ὁ Ἀρλετὴς ἔφερε μίαν εἴδηση στὸ χωριὸ καὶ τὸ χωριὸ ἀνατρόμαξε. Ἕνα κόνισμα, λέει, βγῆκε νύχτα στὴν ἀκρογιαλιὰ τοῦ Ἅϊ-Θανάση. Ποῦθ᾿ ἐρχότανε, γιὰ ποὺ πήγαινε, κανεὶς δὲν ἤξερε νὰ εἰπεῖ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς ἐρχόταν ὁλόρθο στὰ κύματα. Μπροστά του ἕνα φῶς τρανό του φώτιζε τὸ δρόμο. Ἔλαμπε τὸ φῶς· μὰ πιὸ πολὺ ἔλαμπε τὸ τίμιο τὸ ξύλο. Περίγυρα τὸ πέλαγο ἀπέραντο καὶ μελαψὸ ἀνάδευε μὲ σύγκρυο. Ἦρθε τὸ κόνισμα καὶ στάθηκα σιγὰ στὸν ἄμμο, κρύφτηκε σὲ μιὰ βουρλιά. Καὶ τὸ φῶς κοντά του παραμόνευε. Κάποιο καλογεράκι σύρθηκε ἀπάνω του καὶ γνώρισε τὸ θάμα. Τὸ μάθαν· ἔτρεξαν οἱ καλόγεροι, τὸ πῆραν στὸ μοναστήρι τους καὶ τὸ λιβανίζουν μερόνυχτα.
Ἔτσι μίλησε ὁ Ἀρλετὴς καὶ τὸ χωριὸ ἀνατρόμαξε σύσπιτο. Θρησκευτικὸς ἀνεμοστρόβιλος ἐσήκωσε γιὰ μιᾶς του λαοῦ τὴν ἀδιαφορία. Μικροὶ μεγάλοι εἶπαν πῶς εἶναι θάμα. Καὶ συμφώνησαν ὅλοι πῶς τὸ θάμα πρέπει νὰ τὸ πάρουν στὸ χωριό, τιμὴ καὶ φυλαχτὸ τοῦ τόπου τους. Λίγο τάχα εἶναι νά ῾χεις ἕναν ἅγιο πατριώτη! Ψὲς βράδυ ἀκούστηκε, σήμερα κίνησαν ὅλοι καὶ πᾶνε νὰ τὸ φέρουν. Οἱ καμπάνες ἀπὸ τὴν αὐγὴ σημαίνουν πρόσχαρα. Νήστεψαν, ντύθηκαν τὰ γιορτινά τους, κλείσανε τὰ μαγαζιά, ἔπαψε κάθε δουλειά, κάθε ἄλλη σκέψη καὶ κάθε κουβέντα. Ἦρθαν πάλι στοῦ Θεοῦ τὴ στράτα οἱ ἄνθρωποι.
Μόνον ὁ Τσαϊπᾶς σκέφτηκε νὰ μείνει ἀδιάφορος. Πφ! ... θάματα δὲν πίστευε αὐτός. Ἦταν φοιτητὴς – σπουδασμένος ἄνθρωπος. Εἶχε γνώση καὶ κρίση· δὲν ἤθελε νὰ πιστεύει παρὰ ἐκεῖνο πού ῾βλεπαν τὰ μάτια του – τὰ ἴδια τὰ μάτια του!
Ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια της σπουδῆς του, ὁ Τσαϊπᾶς ἤθελε νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους συντοπῖτες του. Ὄχι μόνον τοὺς ἀγράμματους συντοπῖτες του, τοὺς ἁπλοὺς ὀξωμάχους, μὰ κι ἀπὸ τοὺς σπουδασμένους ἀκόμη. Ἐκεῖνοι βγῆκαν ἀπὸ τὸ χωριό, σπούδασαν, ἔφαγαν τὴ ζωή τους στὰ βιβλία καὶ σὰν γυρίσανε πίσω ἔγιναν ἕνα με τοὺς ἄλλους. Ἀκολούθησαν τυφλὰ τὴν κοινωνικὴ πρόληψη καὶ τὴ γεροντικὴ παράδοση. Κ᾿ ἔτσι τί κάναμε! Ἄ! Ὄχι! Ὁ Τσαϊπᾶς θὰ ξεφύγει· θὰ γίνει κύριος τοῦ ἐαυτοῦ του· θὰ κλοτσοπατήσει τὸ κάθε τι ποὺ δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὴ γνώμη του. Καὶ δὲν εἶναι κανένα· ἐντελῶς κανένα! Ὅλα στραβὰ καὶ παράλογα. Κ᾿ ἤθελε ὅλα νὰ τ᾿ ἀλλάξει μὲ τὸ παράδειγμά του, μὲ τὰ φερσίματά του καὶ μὲ τὰ λόγια του. Μὰ τὰ λόγια καὶ τὰ φερσίματά του ἦταν τόσο ξαφνικὰ ποὺ ἐτρόμαζαν τοὺς χωριάτες· τοὺς ξυπνοῦσαν τὴν ὑποψία. Καθὼς ἦταν ριζωμένοι στὶς συνήθειές τους, ἔστεκαν ἀντίκρυ του ἀνήσυχοι καὶ ἀγριεμένοι.
Ὁ Τσαϊπᾶς οὔτε τὸ φανταζότανε· μὰ καὶ νὰ τὸ φανταζότανε λίγο τὸν ἔμελε. Φτάνει ποὺ πίστευε πῶς ἐκειὸ ποὺ ἔκανε ἦταν καὶ σωστό. Τώρα εἶπε ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸ θάμα καὶ τ᾿ ἀρνήθηκε. Δὲ θὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σπίτι του, δὲ θὰ πάει πουθενά, δὲ θέλει νὰ ἰδεῖ τίποτα!... Ἡ συγκίνηση ὅμως τοῦ λαοῦ τὸν ἀνησύχησε. Ὅσο πρόβαινε ἡ μέρα τόσο βασανιζότανε. Δυὸ ψυχὲς καὶ δυὸ ἐποχὲς πάλευαν μέσα του. Τὸ καμπάνισμα, οἱ προετοιμασίες, τὸ σούσουρο ποὺ γινόταν ἔξω στοὺς δρόμους καὶ μέσα στὸ σπίτι του δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχο. Ἡ ἀθέμελη ἄρνησή του ἄρχισε νὰ κλονίζεται. Βαστάχτηκε ὡς τ᾿ ἀπόγιομα· τέλος νικήθηκε. Ντύθηκε βιαστικά, πεισμωμένος τώρα γιὰ ὅ,τι ἔκαμε, ἔτρεξε, ἀνέβηκε στὸν τράφο ν᾿ ἀγναντέψει τὴ λιτανεία ποὺ ἔρχεται.
Ἕνα βουνὸ ἀπὸ σκόνη μαυριδερὴ σέρνεται στὸ δρόμο, κυλιέται καὶ προβαίνει ὀκνό, σὰν ἄρρωστο. Ὁ ἥλιος τὸ χτυπᾷ κατακέφαλα καὶ τὸ δείχνει θερίο παράξενο. Ἡ χαίτη του κοκκινίζει καὶ καίγεται. Κάποια σημάδια μέσα του σβήνουν καὶ ξαναλάμπουν ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή, σβήνουν καὶ ξαναλάμπουν σὰν λεπίδες σπαθιῶν. Ἀκούεται βαρὺς καὶ βαθὺς ὁ ἀνασασμός του, βαθὺς καὶ βαρὺς σὰν μακρινὸ μπουμπουνητό. Ἔπειτα ἰχνογράφονται ἀνάερα σταυροί, ξεφτέρια, τόρτσες, φανάρια καὶ χρυσοΰφαντα λάβαρα. Σὲ λίγο ξεχωρίζουν κεφάλια καὶ ὦμοι πλῆθος, τουλοῦπες μαλλιὰ καὶ γένια, πρόσωπα χλομὰ καὶ μάτια θαμπωμένα, σὰν ἁγιογραφία στὸν τοῖχο βυζαντινοὺ ναοῦ. Ἄξαφνα ὁ κουρνιαχτὸς ἄνοιξε καὶ πρόβαλαν τὰ παιδιὰ παιχνιδιάρικα· ἔπειτα φάνηκαν οἱ παπάδες μὲ τὰ χρυσά τους ἄμφια, οἱ ψαλτάδες, ὁ δήμαρχος, οἱ προύχοντες καὶ πίσω ὁ λαός. Ἦταν ὅλοι ξεσκούφωτοι κ᾿ ἔδειχναν μεγάλη εὐλάβεια· νόμιζε κανεὶς πὼς ὅλοι τους ἀνατράφηκαν σὲ μοναστήρι. Πέντε παλικάρια ἔφερναν στὰ χέρια τους μακρύστενη σανίδα, θαμπή, μὲ πολλὰ σκαλίσματα. Ἀργοπατοῦσαν καὶ τρίκλιζαν κι ἀγκομαχοῦσαν κάθε λίγο ἀπὸ τὸ βάρος τῆς σανίδας τὰ παλικάρια. Ὁ ἵδρωτας ὄμπριζε στὰ μέτωπά τους· μὰ τὴν ἤθελαν τέτοιαν ἀγγαρεία. Γύρω τους ἄλλα παλικάρια, τῆς δουλειᾶς καὶ τῆς ταβέρνας παιδιά, ἀκολουθοῦσαν προσεχτικά, ἕτοιμα νὰ πάρουν τὴ θέση τους.
– Κύριε ἐλέησον, μωρὲ παιδιά!... ἀκούεται βροντερὴ φωνή.
Εἶναι ὁ Κώστας ὁ Ἀρλετής, ὁ γλυκόφωνος ψάλτης τοῦ Ἅϊ-Δημήτρη· εἶναι φρεσκοξουρισμένος καὶ παστρικαλλαγμένος σὰν γαμπρός. Ἡ χαρά του εἶναι μεγάλη κ᾿ ἡ περηφάνια του ἀκόμη μεγαλύτερη. Εἶναι δικό του τὸ κατόρθωμα. Ἂν θά ῾χει τὸ χωριὸ θαματουργὸν ἅγιο, σὲ κεῖνον θὰ τὸ χρωστᾷ. Αὐτὸς ἔγινε –μνήστητί μου Κύριε!– τὸ σκεῦος τοῦ Κυρίου τὸ ἐκλεχτό. Ἂν δὲν ἦταν αὐτός, ποιὸς ξέρει; Μπορεῖ νὰ τὸ εἶχαν ἀκόμα οἱ νταυλοκαλογέροι καὶ νὰ κερδοσκοποῦσαν μὲ δαῦτο...
Εἶχε πολλὰ χρόνια ψάλτης ὁ Κώστας ὁ Ἀρλετής· μὰ δὲν ἦταν περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους θρῆσκος. Ἦταν ψηλόσωμος, ροδοκόκκινος, ἀράθυμος καὶ χαροκόπος παλάβρας· μὲ τὴ φωνή του μποροῦσε ν᾿ ἀποστομώσει ὅλες τὶς καμπάνες τοῦ χωριοῦ. Κι αὐτὸ ἦταν τὸ καύχημά του, ἡ περηφάνια του. Τὴ θέση τοῦ ψάλτη τὴν ἀγαποῦσε· ἀγαποῦσε ὅμως καὶ κάθε ἄλλη θέση ποὺ τοῦ ἔδινε ἀφορμὴ νὰ δείξει τὴ φωνή του. Εἴτε στὸ στασίδι τῆς ἐκκλησιᾶς, εἴτε στὸν πάγκο τῆς ταβέρνας, εἴτε σὲ γάμου τραπέζι ἦταν ἴδιος καὶ ἀπαράλλαχτος. Σήκωνε τὰ μάτια ψηλά, πλάγιαζε τὸ κεφάλι, ἔπαιζε ρυθμικὰ τὰ δάχτυλα κ᾿ ἔχυνε ἀργυρὰ κύματ᾿ ἀπὸ τὰ χείλη του, εὐτυχισμένος ὅπως τὸ πουλὶ ἀπάνω στὸ κλαδί του. Τ᾿ ἦταν ὁ κόσμος τότε γι᾿ αὐτὸν παρὰ ἕνα περιβόλι ἀπέραντο, καταπράσινο καὶ μοσκοβολισμένο περιβόλι! Καὶ τ᾿ ἦταν αὐτὸς παρὰ ἕνας καὶ μονάχος τραγουδιστής, ποὺ ἔχυνε τὴ φωνὴ τοῦ ὄχι γιὰ τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ γιὰ νὰ ξετυλίξει τὴν ψυχή του στὰ ψηλὰ καὶ μέσα τῆς νὰ πνίξει ὅλο τὸ εἶναι του!
Εἶχε ὅμως κι ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ τοῦ μίαν ἀπαίτηση· τὴν ἤθελε πρώτη καὶ καλύτερη. Τὸ χτίριό της μεγάλο καὶ σοβαρό· τὶς καμπάνες της πιὸ βροντερές, τοὺς παπάδες της πιὸ καλοφορεμένους· τὰ κονίσματά της, τὰ ξεφτέρια, τοὺς πολυέλαιους, τὸ τέμπλο, τὰ μανουάλια πιὸ περίτεχνα. Κι ἀληθινὰ ἦταν δὲν μποροῦσε νά ῾χει παράπονο. Ἔμενε τώρα ν᾿ ἀποχτήσει κ᾿ ἕνα θαματουργὸν ἅγιο. Καὶ νά, ποὺ βρέθηκε τὸ κόνισμα! Ἦρθε ἀκάλεστο, λὲς κ᾿ ἤξερε τὴν ἀνάγκη καὶ τὴν ἐπιθυμία του. Μὰ τώρα ἐνόμιζε πὼς ἦταν ὑποχρεωμένος κι αὐτὸς νὰ φανεῖ ἄξιος· νὰ κάμει ὅσο μποροῦσε μεγαλύτερη τὴν ὑποδοχή του. Γιὰ τοῦτο δὲν ἔπαυε νὰ παρακινεῖ τοὺς ἄλλους νὰ δείξουν μὲ ξελαρυγγιάσματα τὴ χαρά τους.
– Κύριε ἐλέησον, μωρὲ παιδιά!
– Κύριε ἐλέησον! ... Κύριε ἐλέησον! ... Κύριε ἐλέησον! ...
Βγαίνει ἀμέσως φωνὴ ἀπὸ τὸ πλῆθος καὶ σκεπάζει τὴ φλυαρία τοῦ τζίτζικα. Βγαίνει καὶ φαίνεται σὰν νὰ παρακαλεῖ καὶ σύγκαιρα νὰ προστάζει τὸν Κύριο γιὰ νὰ τὸ ἐλεήσει. Καὶ σὲ κάθε βῆμα τῆς λιτανείας βγαίνουν καὶ σμίγουν ἀπὸ τὰ χτήματα, ἀπὸ τοὺς τράφους, ἀπὸ τὰ μονοπάτια ἄλλοι στρατοκόποι. Βγαίνουν παιδιά, μικρομάνες, γριὲς καὶ γέροι, σαλίγκαροι τοῦ χρόνου κοῦτσα-κοῦτσα με τὰ δικανίκια τους. Ἄλλοι κρατοῦν κεριά, ἄλλοι σὲ κεραμίδες θυμίαμα κι ἄλλοι λάδι στὶς μποτιλίτσες τους. Σκύβουν ταπεινά, σταυροκοπιούνται, δακρύζουν οἱ γριὲς κι ὅλοι κοιτάζουν, ξανακοιτάζουν τὸ κόνισμα. Κανεὶς δὲν ξέρει τί ἅγιος εἶναι· κανεὶς δὲ νιώθει τί θάμα παρασταίνει. Μὰ ὅλοι αὐθόρμητα κάνουν τὸ σταυρό τους, σκύβουν τὸ κεφάλι, μιὰ φωνὴ καὶ μία ψυχὴ φωνάζουν κάθε τόσο ρυθμικὰ καὶ μονότονα:
– Κύριε ἐλέησον!... Κύριε ἐλέησον!... Κύριε ἐλέησον! ...
Ὅταν ἡ λιτανεία ἔφτασε κοντὰ στὸν Τσαϊπᾶ, σήκωσε κ᾿ ἐκεῖνος τὸ χέρι νὰ κάμει τὸ σταυρό του. Μὰ δὲν τελείωσε. Τὸ κόνισμα τοῦ φάνηκε παράξενο· κάθε ἄλλο παρὰ κόνισμα. Δὲν εἶδε παρὰ ἕνα δικέφαλον ἀητὸ μὲ τὰ φτερά του ἀνοιχτά. Τὰ κεφάλια ζερβόδεξα μὲ τὴ γλῶσσα ὄξω καὶ τὰ ράμφη γυριστὰ ἔδειχναν θυμὸ καὶ ἀχορταγιὰ μεγάλη. Στὰ κεφάλια καθότανε κορόνα σταυροφόρα· κι ἄλλη κορόνα πιὸ μεγάλη τά ῾σμιγε ἀπὸ πάνω. Τὰ νυχοπόδαρά του κρατούσανε τὸ Σκῆπτρο καὶ μία σφαῖρα μὲ σταυρό. Καὶ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του μιὰ κορδέλα ξεδιπλωμένη εἶχε ἀπάνω της γράμματα παράξενα. Τριγύρω ἄλλα μικροσκαλίσματα χρυσαλειμμένα, πουλιά, βαγιόκλαδα καὶ χοντρόρογα σταφύλια. Μὰ τὸ μόνο σημάδι ποὺ μποροῦσε νὰ τὸ κάμει σεβαστὸ ἦταν οἱ σταυροί του. Τίποτ᾿ ἄλλο. Ὁ Τσαϊπᾶς στάθηκε ἀκίνητος, μὴ ξέροντας τί νὰ σκεφτεῖ καὶ τί νὰ κάμει. Ὁ κόσμος τὸν εἶδε κ᾿ ἕνας με τὸν ἄλλον στύλωσαν ὅλοι τὰ μάτια καταπάνω του. Ὅπως ἔστεκε στὸ ψήλωμα τὸ ἀνάστημά του ἰχνογράφονταν στὸν ἀσπρογάλανο οὐρανό, σὰν μαῦρο εἴδωλο ποὺ τρέχει λαὸς νὰ πετροβολήσει!
– Τὸ καπέλο σου! βγῆκε ἄξαφνα φωνὴ ἀπὸ τὸ πλῆθος.
– Τὸ καπέλο σου! δευτέρωσε ἄλλη φωνή.
– Τὸ καπέλο σου!.... Τὸ καπέλο σου!... Τὸ καπέλο σου!...
Ὑποψιάστηκαν πὼς τό ῾κάνε γιὰ περιφρόνηση καὶ ἀγανάχτησαν ὅλοι. Μὰ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους ὁ Ἀρλετής. Τὴν ἔπαιρνε κατάμουτρα τὴν προσβολή. Τοῦ διαβόλου ὁ γιός! Ἔμαθε πέντε γράμματα καὶ θαρρεῖς πὼς ἔγινε σοφός! Μωρέ, καλὰ τὸ λένε πῶς ἡ Ἀθήνα ἔγινε γιὰ καταστροφὴ τοῦ τόπου! Στέλνουν τὰ παιδιά τους νὰ ξεστραβωθοῦν κ᾿ ἐκεῖνα δίνουν τὴν ψυχή τους στὸ Σατανᾶ! Ἀντὶ νὰ γυρίσουν ἄνθρωποι, γυρίζουν κοῦκλες· ἀντὶ νά ῾ρθουν χριστιανοί, ἔρχονται ἀλούτεροι... Ποῦ εἶναι τώρα ὁ μακαρίτης ὁ Τσαϊπᾶς νὰ καμαρώσει τὸ γιό του; Ἔφαε τὴ ζωὴ του ἀπάνω στὸ τσαγκαρόσουβλο γιὰ νὰ τὸν κάμει ἄνθρωπο καὶ νά, τὸν ἔκαμε καὶ τὸν ξέκαμε!
– Κύριε ἐλέησον, μωρὲ παιδιά! ... ξαναφώναξε.
Μὰ ἡ φωνή του ἔσβησε ἀσυντρόφιαστη· ὡς καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ ἔστεκαν ἄλαλα, κοιτάζοντας τὸ φοιτητὴ μὲ ἀπορία καὶ θυμό. Ὁ ψάλτης ἀναψοκοκκίνισε. Δεύτερος μπάτσος πάλε αὐτός! Κανεὶς δὲν τὸν ἄκουε. Ὁ φοιτητὴς τοῦ ἔπαιρνε καὶ τὴ δύναμη· τὸν ρεζίλευε! Μὰ τί; Ἐκεῖ λοιπὸν θὰ τ᾿ ἀφήσουν τὸ κόνισμα γιὰ νὰ γίνει τὸ κέφι του! Ἢ μὴν ἤθελαν νὰ κάμει ἔτσι τὸ χέρι του καὶ νὰ τὸν κατεβάσει σωρὸ-κουβάρι ἀπὸ τὸ ψήλωμα; Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ μὴ φτάσει κανεὶς σὲ τέτοια.
– Κύριε ἐλέησον, μωρέ, τὸ σταυρό σας! . . . ἐφώναξε μὲ λύσσα ἀντιπατώντας τὸ πόδι του.
– Κύριε ἐλέησον! . . . Κύριε ἐλέησον!. . . Κύριε ἐλέησον! ἐβγῆκε τρανταχτὸ ἀπ᾿ ὅλα τὰ στόματα τοῦ λαοῦ.
Ὁ φοιτητὴς ἀλαφιάστηκε σὰν νὰ βρυχήθηκε θάλασσα τριγύρω του. Ἔβγαλε βιαστικὰ τὸ καπέλο του, ἔκαμε τὸ σταυρό του, κατέβηκε κι ἀκολούθησε τὴ λιτανεία μὲ κεφάλι σκυφτό, παραπατώντας σὰν ὑπνοβάτης.
– Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια! . . . ἐχύθηκε μελῳδικὴ ἡ φωνὴ τῶν παπάδων.
Κ᾿ ἡ λιτανεία τράβηξε πάλι τὸ δρόμο της.
Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα κι ὁ Τσαϊπᾶς αἰστάνθηκ᾿ ἕνα χέρι νὰ περνᾷ στὸ μπράτσο του καὶ δυὸ μάτια νὰ τὸν κοιτάζουν παράξενα καὶ περιγελαστικά.
– Πῶς σου φαίνεται;
Ἦταν ὁ Σταθόπουλος, παλιὸς συμμαθητὴς καὶ συμφοιτητής του τώρα στὰ Νομικά. Ἦταν νέος ζωηρός, κομψοντυμένος, μὲ ψηλὰ κολλάρα καὶ λαιμοδέτη κόκκινον. Ἀπὸ τότε ποὺ γράφηκε φοιτητής, φάνηκε τὸ μέλλον του· βγῆκε στὸν κόσμο θαρρετά, ἀνακατώθηκε μὲ τοὺς χωριάτες στὸ κρασοπουλειὸ καὶ στὸν καφενὲ κι ἄρχισε νὰ συχνάζει στὸ εἰρηνοδικεῖο· τὸ δεύτερο χρόνο, χωρὶς νὰ πατήσει διόλου στὸ Πανεπιστήμιο, ἔκανε τὸ δικολάβο. Κ᾿ εἶχε δουλειές, οὔ, πάρα πολλὲς δουλειές. Κανενὸς δὲ χάλαε τὴν καρδιά· ποτὲ δὲν ἔλεγε πὼς ἔχει ἄδικο ὁ πελάτης του ἢ πὼς θὰ χάσει τὴ δίκη. Ὅλα μέλι-γάλα τά ῾βρισκε κ᾿ οἱ χωριάτες ἦταν ἐνθουσιασμένοι μαζί του. Τέλος πάντων! Νά ποὺ βρέθηκε κ᾿ ἕνας ἄνθρωπος γιὰ τὴ φτώχεια. Δὲν ἔβλεπαν τὴν ὥρα πότε νά ῾ρθει σὲ ἡλικία γιὰ νὰ τὸν βγάλουνε βουλευτή.
– Μωρ᾿, τί ῾ναι τοῦτο; τὸν ρώτησε ὁ Τσαϊπᾶς μόλις τὸν εἶδε κοντά του.
– Ξέρω κ᾿ ἐγώ· ἔκαμε κεῖνος ἀνασηκώνοντας τοὺς ὤμους· ξέρω κ᾿ ἐγώ; Μὰ κόνισμα βέβαια δὲν εἶναι.
– Καὶ δὲν τὸ λές, λοιπόν!
– Σσ. . . τοῦ σφύριξε ὁ Σταθόπουλος στ᾿ αὐτί. Μυαλὸ θὰ βάλεις στὴν κολοκύθα τους; Νὰ τὸ εἰπῶ; Καὶ ποιὸς τολμάει; Ξέρεις τί ἔγινε στὸν Ἅϊ-Θανάση;
– Τί;
– Μόλις μας εἶδαν οἱ καλόγεροι, κατάλαβαν τὸ σκοπό μας καὶ πυροβόλησαν στὸ σωρό· πλήγωσαν μάλιστα καὶ τὸν Κουφὸ στὸν ὦμο. Ρίχτηκαν ὅμως ἐτοῦτοι ἀπάνω τους· ἄστραψαν κάννες, πιστόλες, ἔπεσαν πέτρες ποὺ κλείστηκαν οἱ καλόγεροι περίτρομοι στὰ κελλιά τους. Ἄνοιξαν τότε τὴν ἐκκλησία, ἔσπασαν τὶς εἰκόνες, ἀναποδογύρισαν τὴν Ἅγια Τράπεζα ὡς ποὺ βρῆκαν τὸ κόνισμα. Καὶ ποῦ τὸ βρῆκαν θαρρεῖς; Κάτου ἀπὸ ἕνα σωρὸ κλήματα. Ἐκεῖ τό ῾χε πεταμένο ἡ εὐλάβεια τῶν καλογέρων! Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς μόλις τὸ εἴδαμε στὸ φῶς, ὅλοι σταθήκαμε δίβουλοι. Μὰ γιὰ μία στιγμή· ἔπειτα τὸ ἅρπαξαν στὰ χέρια, ἔβαλαν τοὺς παπάδες μπροστὰ καὶ νά μας. Οὔτε ξέρουμε τί κάνουμε.
– Μὰ ὁ δήμαρχος!... ἐψιθύρισε ὁ Τσαϊπᾶς.
– Τί δήμαρχος!... Ἂν μίλαε, θὰ τὸν ἔπαιρναν μὲ τὶς πέτρες.
Ὁ Τσαϊπᾶς κοίταξε γιὰ μία στιγμὴ τὸ φίλο του κατάματα· ἔπειτα ἔσκασε στὰ γέλια. Ἐγέλασε τόσο δυνατὰ ποὺ ὁ δικολάβος ἀναγκάστηκε νὰ φύγει ἀπὸ κοντά του. Πίσω μου, Σατανᾶ! Μὲ παλαβοὺς δὲν εἶναι νὰ καταπιάνεται κανείς! Ἔτσι, φίλε μου, προσβάλλεις τὸ θρησκευτικὸ αἴστημα τ᾿ ἀλλουνοῦ! Ν᾿ ἀγριέψει ὁ κόσμος καὶ νά ῾χουμε φασαρίες!. .. Ἔτρεξε πίσω ἀπὸ τοὺς παπάδες, δίπλα στὸ κόνισμα κ᾿ ἔδειχνε μεγάλη κατάνυξη. Ὅταν φώναζε τὸ πλῆθος τὸ «Κύριε ἐλέησον»! ἄνοιγε τὸ στόμα, τὸ φώναζε κ᾿ ἐκεῖνος δυνατά, ρυθμικὰ καὶ μονότονα. Μόλις ἄρχιζαν τὰ σταυροκοπήματα, τ᾿ ἄρχιζε κ᾿ ἐκεῖνος καὶ δὲν ἔπαυε ἂν δὲν ἔπαυαν πρῶτα οἱ ἄλλοι. Ἦρθαν μάλιστα στιγμὲς ποὺ φάνηκε πρόθυμος νὰ πιάσει τὸ κόνισμα, νὰ κοπιάσει κι αὐτὸς γιὰ τὴ Χάρη του.
– Τρομῶ καὶ λέω τὸ διάολο ἔχουμε μαζί μας! . . . εἶπε δυνατὰ ὁ Ἀρλετής, φουρκισμένος γιὰ τὰ γέλια τοῦ Τσαϊπᾶ.
Ἐκεῖνος δὲν ταράχτηκε καθόλου· ὁ θυμὸς τοῦ σήκωσε κάθε ἄλλο αἴστημα. Τί διάβολο! Σάπισε λοιπὸν αὐτὸς ὁ τόπος! Ἂν τό ῾παιρναν τουλάχιστον ὅλοι γιὰ κόνισμα, δὲν θὰ εἶχε κανεὶς ἀντιλογία. Ἔφτανε ἡ τυφλὴ πίστη νὰ τοὺς δικαιώσει. Ἢ ἂν τό ῾παιρναν γιὰ σημάδι ἄλλης ἐποχῆς, τῆς πεθαμένης Αὐτοκρατορίας μας, πάλι καλά. Εὖγε τους καὶ τρισεῦγε τους. Μπορεῖ νὰ ξύπναγαν μ᾿ αὐτὸ οἱ παλιὲς ἐλπίδες· ἴσως νὰ γινόταν δίστομο σπαθὶ ἡ κοιμάμενη συνείδηση. Ποιὸς ξέρει; Μὰ ὄχι· τίποτ᾿ ἀπ᾿ αὐτά. Λείπουν κ᾿ ἡ τυφλὴ πίστη καὶ τὸ μεγάλο τ᾿ ὄνειρο. Λείπουν, ἔσβησαν, πᾶνε. Κ᾿ ἴσως δὲ θὰ ξαναγυρίσουν ποτέ! Ἔμεινε καὶ θὰ μείνει στὸν τόπο ἡ ψευτιά, ἡ ραθυμιά, ἡ βαγαποντιά! Νὰ ὁ δήμαρχος, ὁ δικηγόρος, ἴσως κ᾿ οἱ παπάδες ποὺ στηθοδέρνονται καὶ σταυροκοποῦνται μπροστὰ στὸ παλιοσάνιδο. Καὶ γιατί; Γιατί δὲν ἔχουν τὸ θάρρος ν᾿ ἀντικρίσουν τὸ ψέμα, ν᾿ ἀνοίξουν τὰ μάτια τῶν τυφλῶν, νὰ χαλάσουν τὸ κέφι μερικῶν πεισματάρηδων. Νὰ ἡ μεγάλη ἀρρώστια, νά ῾τηνε. Ἀντὶ νὰ σύρουμε τὸ λαὸ μὲ τὸ μέρος μας, πᾶμε μεῖς μὲ τὸ δικό του.
Ὁ Τσαϊπᾶς σήκωσε τὰ μάτια ψηλὰ σὰν νὰ ζητοῦσε συχώρεση γιὰ τοῦ χωριοῦ του τὴν ντροπή. Ὅταν τὰ χαμήλωσε, πέσανε ἄθελα στὸ κόνισμα. Ἡ σανίδα ντυμένη στὶς χρυσαλοιφές, κυκλωμένη μὲ τοῦ λαοῦ τὸ σεβασμό, ἐρχόταν ἐπάνω στὸ ζωντανὸ θρόνο της μὲ κάποια κωμικὴ ἀξιοπρέπεια. Ὁ φοιτητὴς ἀγανάχτησε. Νόμισε πὼς τὸ ξύλο ἀνάμπαιζε τὴ θρησκεία του· τοὺς παπάδες καὶ τὸ λαό, τὰ λιβάνια καὶ τὰ λάβαρα, ὅλα τ᾿ ἀναγέλαε. Τοῦ ᾖρθε νὰ φωνάξει, νὰ διαμαρτυρηθεῖ. Εἶπε νὰ χυθεῖ ἀπάνω του, νὰ τ᾿ ἁρπάξει ἀπὸ τὰ χέρια τῶν παλικαριῶν καὶ νὰ τὸ ποδοκυλήσει χάμου, μέσα στὸν κουρνιαχτὸ καὶ τὶς καβαλίνες. Εἶπε· μὰ δὲν ἔκαμε τίποτα. Τὰ πόδια του δὲ θέλησαν νὰ πᾶνε μπροστά· τὰ χέρια του ἔμειναν κάτω κρεμασμένα. Τόσο ποὺ ἂν εἶχε πρόληψες ὁ Τσαϊπᾶς, θὰ νόμιζε πὼς τὸ κόνισμα ἄρχισε ἀπ᾿ αὐτὸν τὰ θάματά του. Μὰ δὲν ἦταν τέτοιος κ᾿ ἤξερε καλὰ τὸν ἑαυτό του. Ὁ ραγιὰς ἦταν ἀκόμη στὸ αἷμα καὶ τοῦ ἁλυσόδενε τὴ θέληση. Ναί, δυστυχῶς! Τὸ σκαρὶ κ᾿ ἐκείνου δὲν ἦταν διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ σκαρὶ τῶν ἀλλονῶν, ὄχι!. . . Κ᾿ ἔξω φρενῶν γιὰ τὴν ἀρρώστια του, γύρισε τὸ θυμὸ ἐναντίον του. Ἐχώριζε τὸ εἶναι του σὲ δυό, ἄδραζε ἕνας τὸν ἄλλον ἀπὸ τὸ λαιμό, τὸν ἕσφιγγε μὲ λύσσα, τὸν ἔφτυνε κατάμουτρα, θέλοντας νὰ πλύνει τὴν ντροπὴ ἀπὸ πάνω του.
– Ἄτιμε! Ταρτοῦφο!... Θεομπαίχτη! ... ἐψιθύρισε.
Ἡ λιτανεία ὡστόσο ἀκολουθοῦσε τὸ δρόμο της. Τώρα προχωροῦσε μέσα στὸ χωριό, ἀπὸ τοὺς κεντρικοὺς δρόμους. Τὸ λιοπύρι ἄναβε τὰ καύκαλα. Ὁ κόσμος ἔτρεχε ἀπὸ πίσω καταϊδρωμένος, κατασκονισμένος, μισοπαράλυτος. Καὶ δὲν ἔπαυε νὰ φωνάζει κάθε τόσο ρυθμικὰ καὶ μονότονα:
– Κύριε ἐλέησον!... Κύριε ἐλέησον!... Κύριε ἐλέησον!...
Ἔτσι ἔφτασε στὸ σταυροπάζαρο· ἐρμιὰ στὸ δρόμο· τὰ μαγαζιὰ ὅλα κατάκλειστα. Πέρασε τὸ γεφύρι τοῦ Τζαφέρη καὶ χύθηκε σὰν πλημμύρα στὴν πλατεῖα τοῦ Ἅϊ-Δημήτρη. Ἡ ἐκκλησία μὲ τὶς ἀρχαῖες κολόνες της μυρτοστολισμένες, ἔδειχνε χαρὰ μεγάλη· φαινόταν, νά, στὴν πόρτα πὼς περίμενε τὸν ἐρχομό του. Τὸ καμπαναριὸ ἔχυνε κλαγγὴ ἀκατάπαυστη σὰν νὰ τοῦ ῾λεγε ἀνυπόμονα· ἔλα!
– Γκλάν-γκλάν!... Γκλάν-γκλάν!... Γκλάν-γκλάν! ...
Ἡ λιτανεία σκόρπισε ἀμέσως. Τὰ παιδιὰ ποὺ κρατοῦσαν τὶς τόρτσες, τὰ ξεφτέρια, τὰ μανουάλια, τὰ λάβαρα χύθηκαν μὲ φωνὲς καὶ κακὸ στὸ νάρθηκα σὰν νὰ κυρίεψαν ὀχύρωμα. Γοργὰ τ᾿ ἀκολούθησαν οἱ παπάδες, οἱ ψαλτάδες, ὁ δήμαρχος, ἡ ἀρχοντιά. Σφούγγιζαν μὲ τὰ μαντίλια τὸν ἵδρωτα, ἀερίζονταν μὲ τὰ καπέλα τους, ξεκούμπωναν τὰ ροῦχα τους καὶ λαχάνιαζαν βαριὰ κι ἀποσταμένα. Μερικοί, ὅπου βρίσκανε ἴσκιο, πέτρα ἢ ξύλο, σωριάζονταν ἀπάνου, τέντωναν τὰ πόδια τους· κοίταζαν μὲ λύπη τὰ χαλασμένα παπούτσια τους, τὶς ματωμένες γάμπες τους. Βαθὺ ξανάσασμα ἔβγαινε ἀπὸ τὰ στήθη ὁλουνῶν ποὺ τέλειωσαν. Πάει κι αὐτό! Κάμποσοι ἀργαστηριάρηδες ἔφευγαν μὲ τὰ κλειδιὰ στὰ χέρια γιὰ ν᾿ ἀνοίξουν τ᾿ ἀργαστήρια τους, νὰ πιάσουν πάλε τὴ δουλειά. Ἄλλοι ποὺ τὸ πρωὶ δὲ σκέφτηκαν πὼς μποροῦσε νὰ πεινάσουν, ρώταγαν τὶς γυναῖκες τους ἂν μαγέρεψαν τίποτα. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ τὸ κόνισμα ἄγγιζε σχεδὸν στὴν πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς, μιὰ φωνὴ τρεμάμενη, μὰ δυνατὴ ἀκούστηκε:
– Σταθεῖτε!
Ὅλοι πάψανε ἀμέσως· κόπηκαν οἱ ψαλμοὶ στὴ μέση· στάθηκε καθένας στὴ θέση του, ὅπως βρέθηκε.
Ἦταν ὁ Τσαϊπᾶς ποὺ ἔβγαλε τὴ φωνή· δὲν μπόρεσε νὰ κρατηθεῖ περισσότερο. Μὰ σὰν νὰ τρόμαξε ἀπὸ τὴν ἴδια του φωνή, στάθηκε κατακίτρινος, μὲ τὸ χέρι ἁπλωμένο στὴν πόρτα, μὲ τὰ μάτια γουρλωμένα· τὰ μαλλιά του ἦταν ἄνω κάτω. Οἱ χωριάτες τὸν κοίταζαν τὸν ρωτοῦσαν τί τρέχει. Τοὺς κοίταζε κ᾿ ἐκεῖνος δίχως νὰ μπορεῖ νὰ βγάλει λέξη. Ἐπιτέλους συνῆρθε, κατέβασε τὸ χέρι του, χαμογέλασε κ᾿ εἶπε μὲ φωνὴ παρακαλεστική.
– Σταθεῖτε, βρὲ παιδιά.... Κάμετέ μου τὴ χάρη ν᾿ ἀκούστε καὶ μένα... Δὲν τὸ θέλω γιὰ τὸν ἑαυτό μου· γιὰ σᾶς τὸ λέω, γιὰ τὴν ψυχή σας, γιὰ τὴν ψυχὴ ὅλων μας. Λέω νὰ τ᾿ ἀφήσουμε ὄξω· νά, στὸ κελλί, ὡς ποὺ νὰ ἰδοῦμε... Λέμε πὼς εἶναι κόνισμα· μ᾿ ἂν δὲν εἶναι; Τί θὰ γίνει τότε; Τί θὰ μᾶς ψάλουν τ᾿ ἄλλα τὰ χωριά;
Ἕνας δισταγμὸς ζωγραφήθηκε ἀμέσως σὲ πολλὰ πρόσωπα· μερικοὶ κούνησαν τὸ κεφάλι: σύμφωνοι. Ἀκούστηκαν καὶ ψιθυρίσματα. Ἐκεῖνοι ποὺ βάσταγαν τὴ σανίδα ἔσκυψαν καὶ τὴν ἀπίθωσαν χάμου, τὴν ἀκούμπησαν σὲ μία κολόνα κι ἀνακλαδίστηκαν νὰ διώξουν τὴν κούραση. Ἄλλοι ποὺ ἦταν ὄξω ἀπὸ τὸ νάρθηκα σήκωσαν τὰ χέρια στὸ καμπαναριὸ γιὰ νὰ πάψει τὸ καμπάνισμα. Καὶ χύθηκε τόση ἡσυχία, θλιμμένη ἡσυχία, λὲς καὶ σταμάτησε ἄξαφνα ἡ ζωή.
Μὰ τότε βαριὰ καὶ θυμωμένη ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Ἀρλετῆ.
– Νά κεφάλι! . . . εἶπε δείχνοντας μὲ τὴ χερούκλα του τὸ φοιτητῆ. Τόσος λαὸς ἐδῶ καὶ δὲν ξέρει τί κάνει· ᾖρθε τοῦ λόγου του νὰ μᾶς βάλει μυαλό.
– Ὄχι νὰ σᾶς βάλω μυαλό· εἶπε ὁ Τσαϊπᾶς δειλά· νὰ εἰπῶ τὸ σωστό.
– Τὸ σωστό! ἐφώναξε ἀγριοκοιτάζοντάς τον ὁ Ἀρλετής, τὸ σωστό! Ποῦ τό ῾βρες, μωρέ, τὸ σωστό. . . Μὴν τό ῾φερες ἀπὸ τὴν Ἀθήνα μαζὶ μὲ τὰ κολλαράκια σου!
Ξέσπασαν ὅλοι στὰ γέλια· ὁ δήμαρχος, οἱ παπάδες, οἱ ψαλτάδες, ὁ λαός, ὅλοι γέλασαν μὲ τὴν καρδιά τους. Οἱ γυναῖκες γύρισαν τὰ μοῦτρα τους ἀλλοῦ, χαχάνιζαν κ᾿ ἐκεῖνες πίσω ἀπὸ τὰ μαντίλια τους. Κ᾿ ἔπειτα μιὰ στιγμὴ ὁ λαὸς ἀγρίεψε. Μωρέ, μυαλὸ ὁ μπαγάσας!... Ἐκεῖνοι ξεθεώθηκαν γιὰ νὰ τὸ φέρουν· ἄφηκαν τὸ μεροκάματό τους, ἔχυσαν αἷμα γιὰ τὴ Χάρη του καὶ τοῦτος ἔρχεται τώρα νὰ τοὺς πεῖ πὼς δὲν εἶναι κόνισμα! .. . Σούσουρο ἔγινε, βρισιὲς ἀκούστηκαν, γρόθοι σηκώθηκαν φοβεροί.
– Τὸ καλὸ ποὺ σοῦ θέλω νὰ φύγεις· τοῦ εἶπε μυστικὰ ὁ Σταθόπουλος, τραβώντας τὸν ἔξω ἀπὸ τὸ πλῆθος.
Ὁ Τσαϊπᾶς σήκωσε τὸ κεφάλι περήφανα. Τ᾿ ἔκαμε λέει; Ὄχι θὰ σταθεῖ, θ᾿ ἀντιμιλήσει, θὰ τὰ βάλει μ᾿ ὅλους ὡς ποὺ νὰ τοὺς ξεστραβώσει. Μὰ δὲν μπόρεσε νὰ βγάλει λέξη· στόμα εἶχε, μιλιὰ δὲν εἶχε.
– Πᾶμε, τοῦ ξαναεῖπε ὁ Σταθόπουλος.
Ἐκεῖνος ἔσκυψε τὸ κεφάλι, σούφρωσε τὰ φρύδια του, ἄφησε νὰ τὸν σύρει ὁ φίλος του.
– Ἥλιος! φώναξαν δυὸ τρία παιδιὰ στὸ διάβα του.
– Οὖθε τὸ πρῶτο μου παπούτσι! . . Οὖθε τὸ πρῶτο μου παπούτσι!... φώναξε δυνατὰ ὁ Ἀρλετής.
Ὁ ἀντίλαλος τοῦ νάρθηκα ἀδερφώθηκε καὶ κεῖνος μὲ τὴ βάναυση φωνὴ τοῦ ψάλτη.
– Παπούτσι... παπούτσι!...
– Ἐλᾶτε, ρὲ παιδιά· βοηθᾶτε νὰ τελειώσουμε· εἶπε ὁ Ἀρλετὴς πιάνοντας τὸ κόνισμα.
Κανεὶς δὲν ἔσκυψε· ὅλοι ἔμειναν ἄφωνοι, τηράζοντάς το σὰν νὰ ζητοῦσαν τὴ γνώμη του. Ἒπειτ᾿ ἄρχισαν νὰ τὸ ψηλαφᾶνε, νὰ τὸ γυρίζουν μπρός-πίσω, νὰ τὸ ξετάζουν, γιὰ νὰ μάθουνε τὸ νόημά του. Ἔλεγαν χίλιες γνῶμες μυστικὸ καὶ φανερά, ἔβγαζαν διάφορα συμπεράσματα· μὰ κανένα δὲν πίστευαν πὼς ἦταν σωστό. Ὅ,τι ἔλεγε ὁ ἕνας, ἀμέσως ἄλλος τὸ πολέμαε. Ἄρχιζαν ν᾿ ἀντιφέρνονται, νὰ στενοχωριοῦνται καὶ μυστικὰ νὰ θυμώνουν μ᾿ ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἔβαλε σὲ μπελάδες. Ποιὸς ξέρει; Τάχα δὲν ἦταν ὄργανο τοῦ Σατανᾶ κ᾿ ᾖρθε νὰ τοὺς ρίξει σὲ σύγχυση; Τί διάβολο! Ἂν ἦταν ἀληθινὸς Ἅγιος, τὸ χωριό τους θά ῾βρισκε νὰ κονέψει!...
– Ποὺ ἤσουνα, κυρ-Γερόλυμε! φώναξε ἄξαφνα ὁ δήμαρχος· ἔλα, βρὲ ἀδελφέ, νὰ μᾶς χωρίσεις· μπλέξαμε στὰ καλά με τοῦτο τὸ διάβολο!...
Μὰ συνῆρθε ἀμέσως κι ἄρχισε τὰ σταυροκοπήματα.
– Φτού! .. . φτού!... Προσκυνῶ τὴ χάρη του... Μὲ κόλασε ὁ τρισκατάρατος!
Γέλασε τὸ πλῆθος δυνατὰ μὲ τὸ πάθημα τοῦ κυρ-δήμαρχου. Ἔπειτα ἔκαμε τόπο κι ἀνέβηκε ὀκνὰ τὴ σκάλα ὁ Γερόλυμος ὁ Προβατᾶς. Ἦταν ἕνας γέρος νησιώτης κοσμοπερπατημένος καὶ πολυκάτεχος. Ἡ τύχη τὸν ἔριξε στὸ χωριὸ κι ἔμειν᾿ ἐκεῖ ἀπὸ χρόνια, σὰν ξύλο παντοπλάνητο ποὺ κατακάθεται σὲ μίαν ἀκρογιαλιὰ ὥστε νὰ σαπίσει καὶ νὰ διαλυθεῖ. Ἀπὸ τὰ λόγια του κι ἀπὸ τὰ φερσίματα –μπορεῖ κι ἀπὸ τ᾿ ἄγνωστα περασμένα του– εἶχε καταντήσει σεβαστὸς καὶ πολυζήτητος. Μόλις τὸν εἶδαν κι ἀνάσαναν ὅλοι· σκέφτηκαν πῶς δίχως ἄλλο θὰ τοὺς βγάλει ἀπὸ τὴ στενοχώρια. Παραμερίσανε γιὰ νὰ ἰδεῖ τὸ κόνισμα. Ἐκεῖνος μόλις τὸ εἶδε σούφρωσε τὰ χείλη του καὶ γύρισε τὶς πλάτες.
– Λοιπόν; ρώτησαν δυό-τρεῖς ἀνυπόμονα.
– Στολίδια τῆς πρύμης· εἶπε σιγά· στολίδια καραβιοῦ· –πᾶρτε το.
Ὅλοι χλόμιασαν καὶ χαμογέλασαν σύγκαιρα· ὅλοι τὸν κοίταξαν περίλυπα σὰν νά ῾παιρνε μαζί του τὴν ἐλπίδα τους. Οἱ παπάδες μπήκανε στὴν ἐκκλησιὰ τρεχάτοι, γονάτισαν καταμεσῆς καὶ σήκωσαν τὰ χέρια σὲ δέηση. Ἥμαρτον, Θέ μου – μὴ μᾶς συνεριστεῖς!... Τὸ πλῆθος ἄρχισε νὰ σκορπᾷ.
– Μὰ εἶσαι βέβαιος, γερο-Προβατᾶ; τὸν ρώτησε λυπημένα ὁ Ἀρλετής. Γιὰ κοίτα το καλά· μὴν κάνεις λάθος;
– Τί λάθος, ἀδερφὲ Κωνσταντή; Εἶναι στολίδι ἀπὸ ρούσικο καράβι· βασιλικὸ καράβι! Νὰ δὲ διαβάζεις τὰ γράμματα; Πέτρος ὁ Μέγας· ἔτσι γράφει ἀπάνου...
Ὁ Ἀρλετὴς ἐσταύρωσε τὰ χέρια, ἔγυρε τὸ κεφάλι κ᾿ ἔμειν᾿ ἐκεῖ ἄφων᾿ ἄλαλος γιὰ πολλὴ ὥρα. Ἀπελπισία κυρίεψε τὴν ψυχή του σὰν νά ῾βλεπε τὴν ἐκκλησιὰ τοῦ γκρεμισμένη. Μωρέ! Ποτὲ δὲν τό ῾λπιζε νὰ πάθει τέτοιο ρεζιλίκι τὸ χωριό! ... Ἄξαφνα τοῦ φάνηκε πὼς τὰ κεφάλια τοῦ ἀητοῦ κουνήθηκαν ἀπὸ τὴ θέση τους, κουλουριάστηκαν καὶ κάμανε μαζὶ μιὰ προσωπίδα μεγάλη. Τί μεγάλη προσωπίδα καὶ τί παράξενη! Ἔπιανε ὅλο τὸ χωριό. Ὄχι μόνο τὸ χωριό, μὰ καὶ τ᾿ ἄλλα περίγυρα, τὴν Πάτρα καὶ τὸν Πύργο, ἀκόμη καὶ τὴ Ζάκυνθο. Κι ὅσο πήγαινε ὅλο μεγάλωνε. Μεγάλωνε δεξιά, μεγάλωνε ζερβά, κάτου καὶ ἀπάνου, ὡς ποὺ σκέπασε ὠιμένα!... ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Καὶ κοίταζε τὸν Ἀρλετὴ πεισματικά με τὰ κούφια μάτια της· τὸν κοίταζε καὶ γελοῦσε, τὸν κοίταζε καὶ χαχάνιζε σὰν γριὰ ξεμωραμένη καὶ μονοδοντού.
– Ἄ, σιχτίρ! ... εἶπε δίνοντάς του μιὰ κλοτσιά.
Ἡ σανίδα ἔτριξε στὴ θέση της, κουνήθηκε πέρα-δῶθε κ᾿ ἔπεσε πλάτς! στὸ χῶμα. Ἕνα σύγνεφο ἀπὸ σκόνη σηκώθηκε καὶ σκέπασε ὅλα τὰ πάντα.
– Π᾿ ἀνάθεμά σε! Μοῦ ῾φαγες τὴν πλάτη ὡς ποὺ νὰ σὲ φέρω! εἶπε κάποιος πιάνοντας τὸν ὦμο του.
Καὶ τοῦ ῾δωκε ἄλλη κλοτσιά. Τότε ὅλοι ἄρχισαν νὰ τὸ κλοτσοῦν, νὰ τὸ ποδοκυλοῦν στὸ χῶμα σὰν παλιοκούρελο. Δὲν εἶχαν θυμὸ μαζί του. Ἔνιωθαν μόνο μιὰ παιδιάστικη ὁρμὴ νὰ τὸ λερώσουν, νὰ τὸ ἀσχημύνουν, νὰ τὸ ταπεινώσουν περισσότερο. Τὸ χτυποῦσαν μὲ λάσπες, μὲ πέτρες καὶ μὲ βύσσαλα. Τό ῾στεναν ὀρθὸ καὶ τ᾿ ἄφηναν νὰ πέσει μὲ πάταγο, ξεκαρδισμένοι στὰ γέλια. Ἀνάμπαιζαν τὰ «Κύριε ἐλέησον», τοὺς ψαλμοὺς τὰ σταυροκοπήματα, τὰ θάματα καὶ τὴ φύλαξη ποὺ πρόσμεναν ἀπὸ δαῦτο. Ἔπειτα, σὰν ἀπόστασαν ἀπὸ τὰ γέλια καὶ τὰ χάχανα, τὸ σήκωσαν στὰ χέρια καὶ μὲ σατιρικὰ ψαλμολογήματα τό ῾φεραν καὶ τὸ πέταξαν στὸ Στρεμμενό, σὰν ψοφίμι.
– Νά στὶς δόξες σου!... εἶπε ὁ Ἀρλετής.
Τὸ κόνισμα
Ἀντρέας Καρκαβίτσας

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

έξω από το Πολυτεχνείο....φοβάμαι πολλούς ανθρώπους


Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

Μανώλης Αναγνωστάκης




Όπως σημειώνει ο Ν. Σαραντάκος : Το ποίημα «Φοβάμαι» γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημ. Αυγή. Το αναδημοσιεύει από την ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοεμβρίου 1973 στη λογοτεχνία» των εκδόσεων Μεταίχμιο.

και μετά τους "εορτασμούς"

Επιτύμβιον

Πέθανες κι έγινες κι εσύ: ο καλός.

Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Τριάντα έξη στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,

εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που πρόσφερες.

Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν,

τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.

Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω.

(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω

πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).

Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,

ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Δε θα 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

το τείχος


Τείχη


Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Αλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη•

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1896)

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

Κλείνει η Στέγη Ανηλίκων Βόλου

Τελικά, η Στέγη Ανηλίκων Βόλου ανέστειλε τη λειτουργία της από 6/11/2009....






Οι Στέγες Ανηλίκων έχουν χαρακτηρισθεί ως "στέγες ευαισθησίας σε μια πολιτεία αδιαφορίας" [1]. Τα παιδιά αυτά δεν στερούνται απλά οικογενειακού περιβάλλοντος, αλλά προέρχονται από διαλυμένες οικογένειες ή και ανύπαρκτες, και ορισμένα έχουν υποστεί κακοποίηση από το ίδιο το οικογενειακό τους περιβάλλον.Τελικά, κλείνει η Στέγη Ανηλίκων Βόλου, λόγω της μη έγκρισης του απαραίτητου στελεχιακού προσωπικού.

Σε αναστολή της λειτουργίας της οδηγείται προς το τέλος της τρέχουσας εβδομάδας ή στις αρχές της επόμενης, η «Στέγη Φιλοξενίας Ανηλίκων Βόλου» στην οποία σήμερα φιλοξενούνται περίπου δέκα παιδιά, τα οποία στερούνται οικογενειακού περιβάλλοντος.

Για το θέμα αυτό μάλιστα αναμένεται να συνεδριάσει το Διοικητικό Συμβούλιο στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει η Στέγη, προκειμένου να λάβει τις οριστικές του αποφάσεις.

Ως βασική αιτία για την παραπάνω εξέλιξη, είναι η μη έγκριση ακόμη από το αρμόδιο Υπουργείο Εσωτερικών του απαραίτητου στελεχιακού προσωπικού ορισμένου χρόνου και κατά συνέπεια και η μη έλευσή του, κάτι που σύμφωνα με τους υπευθύνους λειτουργίας της Στέγης θα έπρεπε να είχε γίνει από τις αρχές του παρελθόντα Σεπτεμβρίου, όπως γινόταν κάθε χρόνο.Ωστόσο, λόγω των εθνικών εκλογών, αλλά και των αλλαγών που επήλθαν τόσο στα πρόσωπα της ηγεσίας όσο και στη δομή του Υπουργείου, έως τώρα δεν κατέστη δυνατόν να ορισθούν τα αναγκαία στελέχη διαφόρων ειδικοτήτων που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία της Στέγης Φιλοξενίας Ανηλίκων Βόλου, με αποτέλεσμα αυτή να είναι αναγκασμένη να αναστείλει έστω και προσωρινά τη λειτουργία της.Ελπίδα για προσωρινή αναστολή…Την ελπίδα ότι θα είναι προσωρινή η αναστολή της λειτουργίας της Στέγης Φιλοξενίας Ανηλίκων στο Βόλο, εξέφρασε στη «Μ» και η πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Προστασίας Ανηλίκων Βόλου (ΕΠΑΒ) και προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών κ. Νίκη Μπόλλη, καθώς ως γνωστόν στην ιδιοκτησία της ΕΠΑΒ βρίσκεται και η Στέγη.Γίνονται όλες οι ενέργειες προς το Υπουργείο ώστε να έλθει το απαραίτητο προσωπικό χωρίς το οποίο είναι αδύνατον να λειτουργήσει η Στέγη, επεσήμανε η κ. Μπόλλη, πρόσθεσε ωστόσο ότι μπροστά σ’ αυτή την εξέλιξη, γίνονται παράλληλες προσπάθειες ώστε να τακτοποιηθούν όλα τα παιδιά που μέχρι σήμερα φιλοξενούνται εκεί και χωρίς να έχουν επιπτώσεις τόσο στα μαθήματά τους στο σχολείο, όσο και σε άλλες δραστηριότητές τους.Υπάρχει διαρκής επικοινωνία και με την τοπική Εκκλησία και με ανάδοχες οικογένειες, ώστε αυτά τα παιδιά να φιλοξενηθούν για το διάστημα που θα χρειαστεί και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ανέφερε, για να υπογραμμίσει στο σημείο αυτό τόσο τη λεπτότητα αυτού του ζητήματος όσο και το σημαντικό κοινωνικό έργο που επιτελείται στη Στέγη.

Παροχές της Στέγης

Πράγματι, όπως μεταξύ άλλων αναφέρεται και στην αναρτημένη στο διαδίκτυο ιστοσελίδα της ΕΠΑΒ, η Στέγη Φιλοξενίας Ανηλίκων Βόλου λειτουργεί από τις 3 Σεπτεμβρίου 2001 και σκοπό έχει εκτός από τη δωρεάν διαμονή και διατροφή των παιδιών, να παράσχει τη δυνατότητα της ψυχοκοινωνικής τους υποστήριξης και γενικά της αντιμετώπισης των προβλημάτων τους.

Η Στέγη, μεριμνά για την αγωγή, την εκπαίδευση ή την επαγγελματική κατάρτιση των παιδιών, προωθεί τη συμμετοχή τους σε εξωσχολικές δραστηριότητες ανάλογα με τα ενδιαφέροντά τους, επιδιώκει την ηθική, ψυχολογική και κοινωνική τους ένταξη και επιπλέον αναπτύσσει εποπτευόμενο εθελοντικό δυναμικό χρησιμοποιώντας έμπειρους επαγγελματίες για εφαρμογή και διεύρυνση του κοινωνικού της έργου.

Ας σημειωθεί ότι ανάλογα προβλήματα λόγω έλλειψης προσωπικού αντιμετωπίζουν και άλλες Στέγες Ανηλίκων, όπως για παράδειγμα στην Καρδίτσα και στην Κοζάνη.

Αρ. Τουρ. [αναδημοσίευση από: http://www.magnesianews.gr/News/?EntityID=7f8a496a-dbd3-4fff-bfd7-eb248e651cbc]

[1] βλ. Ν. Βασιλειάδου, Στέγες ευαισθησίας σε μια πολιτεία αδιαφορίας http://archive.enet.gr/online/online_text/c=112,dt=25.05.2008,id=50314120

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Τα κόκαλα έμειναν ασκέπαστα


+ 13-13-42


Φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα ΄ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως. Κι άλλες φορές έτυχε βέβαια να επισκεφθώ τόπους μαρτυρίου ή ομαδικής ταφής, η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκαλα παλικαριών μα ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά. Αυτό ασφαλώς έγινε, γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν από είκοσι χρόνια. Πλησίασα, κι όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, σιγοκάθισα πάνω στα πόδια μου σε μιαν άκρη. Και τώρα, που η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο. Και μακάρι να γινόταν έτσι.

Τότε που πρωτοζύγωσα, το σκάψιμο με την αξίνα είχε προχωρήσει. Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του. Σε λίγο, ένα ένα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα κόκαλα. Ηταν κατακίτρινα, με λίγο καστανό χώμα κολλημένο πάνω τους. Η γυναίκα, μ΄ ένα τσεμπέρι στο κεφάλι, σχεδόν γονατιστή, αφού το ξέπλενε λίγο με κόκκινο κρασί, τ΄ αράδιαζε ευλαβικά μέσα σε μια κάσα χαρτονένια, απ΄ αυτές της αμερικάνικης βοήθειας. Σε όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα το αηδιαστικό ή το τρομαχτικό. Αλλωστε το παιδάκι ήταν δεκάξι χρόνων όταν μαρτύρησε. Και πιστεύω, χωρίς αμφιβολία, πως θα έχει αγιάσει. Στο χώμα δίπλα ήταν μπηγμένο ένα κερί και στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμίαμα. Ευωδίαζε όλος ο τόπος. Λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα. Καταλάβαινα όμως πως τα μάτια τους τρέχαν, γι΄ αυτό έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω. Πολύ ήταν και που με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα.

Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ηταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ΄ το μέτωπο. Είχα γίνει πια ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι πως έπρεπε να προσκυνήσω, αν και είμαι τόσο ανάξιος. Κοίταζα συνεχώς ένα βραχάκι κοντά μου και τις λειχήνες του. Αυτό σίγουρα θα ήταν και τότε εδώ, και το παιδί θα το είδε, ίσως και να το ζήλεψε. Μπορεί να ήταν και κείνο το αρκετά μεγάλο δέντρο, αν και δεν αποκλείεται να έχει μεγαλώσει πιο γρήγορα, εφόσον βρήκε άφθονο λίπασμα από τόσο αίμα και τόσες εκατοντάδες κορμιά. Καλά θα ήταν να μπορούσε να μεταμορφώνεται ο άνθρωπος όταν πέφτει σε μεγάλο κίνδυνο, ή ν΄ ανοίγει η γη και να τον κρύβει. Εγώ τουλάχιστο έτσι παρακαλούσα, όταν βρέθηκε σε κάτι τιποτένιους κινδύνους, που είναι ντροπή και να τους σκέφτομαι ακόμα. Πάντως, θυμούμαι πως εκείνες τις στιγμές λάτρευα και πρόσεχα, όσο ποτέ, τα άψυχα, αλλά και τα έντομα και τα φυτά και τα πουλιά. Σ΄ αυτό ακριβώς στηρίζομαι και πιστεύω πως έτσι θα ΄νιωσε κι αυτός εκείνη την ώρα. Εξάλλου ήταν της ηλικίας μου. Δεν είναι δυνατό να διαφέρω και τόσο πολύ απ΄ τους άλλους. Ανθρωπος είμαι και εγώ. Κι όμως η κάποια διαφορά είναι που με καίει.

Πάνω στην κορφή του λόφου έχουν στήσει ένα τεράστιο κάτασπρο σταυρό και παρακάτω, στην πλαγιά, είναι σχηματισμένη, με άσπρες πάλι πέτρες, η ημερομηνία : 13-12-43. Λογάριαζα, όταν γυρίσω σπίτι, να ψάξω για κείνο το ημερολόγιό μου, που μπόρεσα να κρατήσω, μέρα με τη μέρα, τότε. Τι να ΄γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;

Κι έτσι, καθώς είχα απομονωθεί κοιτάζοντας το ρηχό μνήμα του χωριατόπουλου, άρχισα να ψιθυρίζω ανεπαίσθητα το αντρίκιο εκείνο μοιρολόγι, που μόνο τα λόγια του ξέρω και όχι το σκοπό:

Μαστόροι Καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες,

που πελεκάτε μάρμαρα και φτιάχνετε κιβούρια,

φτιάχτε και μένα ΄να καλό, καλύτερο από τ΄άλλα...

Ομως ένα μπουλούκι εντόπιοι τουρίστες φάνηκε να μπαίνει μέσα στον ιερό περίβολο. Στάθηκαν γύρω απ΄ το ελεεινό για μια τέτοια θυσία κενοτάφιο. Φαίνονταν απ΄ τους μορφωμένους και δεν μπορώ να πω πως η στάση τους δεν ήταν σεμνή. Κατέθεσαν μάλιστα ένα καλοκαμωμένο διάφανο στεφάνι και κατόπι κράτησαν ένα λεπτό σιγή. Κάποιος τους άρχισε να διαβάζει από ένα χαρτί το ιστορικό της εκτελέσεως των 1200 ανθρώπων. Ηταν τόσο ψυχρή η περιγραφή ώστε αμέσως υπέθεσα πως σίγουρα θα τα είχε ξεσηκώσει απ΄ την τελευταία εγκυκλοπαίδεια. Υστερα σκόρπισαν μιλώντας δυνατά ή χαχανίζοντας. Πολλοί ήρθαν τριγύρω μας. Και φυσικά αμέσως άρχισαν τις ερωτήσεις, ιδίως οι γυναίκες. Το παλικάρι με την αξίνα απαντούσε, πιέζοντας ολοφάνερα τον εαυτό του. Φαινόταν καθαρά πως θεωρούσαν σχεδόν ευτυχία τους και σπουδαίο συμπλήρωμα στις συγκινήσεις της εκδρομής την ανακομιδή, που πέτυχαν πάνω στην ώρα. Ο αδελφός μάλιστα ζαλίστηκε τόσο για μια στιγμή, ώστε έκανε το λάθος να τους δείξει ακόμα και το κρανίο με τη χαριστική βολή. Αυτό όμως θα ήταν πέρα απ΄ τα όρια της αντοχής τους, γιατί αμέσως πρόσεξα μια κίνηση για απομάκρυνση. Κάποιος τους θύμισε πως η ώρα περνάει. Εκείνη τη στιγμή η σκυμμένη γυναίκα τους γύρεψε, αν έχουν, καμιά εφημερίδα για να σκεπάσει τα κόκαλα. Πολλοί προθυμοποιήθηκαν, από εφημερίδες άλλο τίποτα και τι εφημερίδες...

Πήραν να κατηφορίζουν. Μετά από λίγα βήματα άναψε ζωηρή συζήτηση ανάμεσά τους σα να μην ήμασταν κι εμείς λίγο πιο πάνω. Ενας ακούστηκε να φωνάζει με θυμό: Καλά τους έκαναν, αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή.

Κανένας δεν αντιμίλησε. Ηταν και κάποιος με στολή μαζί τους.

Μου ΄ρθε να πέσω απάνω σε κείνη την άτιμη φωνή και να τη στραγγαλίσω άγρια, προτού προφτάσει να προχωρήσει. Αλλά την άκουσαν βέβαια συγχρόνως και τα δύο αδέλφια κι έσκυψαν πιο πολύ κατά το χώμα, σα να ΄φαγαν καμτσικιά, αλλά και σα μαθημένοι από κάτι τέτοια.

Κατόπι ο άντρας άφησε την αξίνα, δεν υπήρχαν άλλωστε άλλα κόκαλα. Η αδελφή του έσβησε το κερί και πήρε το θυμιατό. Τα κόκαλα έμειναν ασκέπαστα. Η βρωμερή εφημερίδα κυλιόταν πάνω στα χόρτα.

Εμεινα ξοπίσω και με πήρε το παράπονο. Δεν ήμουν γνωστός τους ή συγγενής τους για να με πάρουν μαζί τους, όπως θα ήθελα. Εγώ τα ΄χω καταφέρει να χωρώ και να ταιριάζω μονάχα με κάτι τέτοιους σαν αυτούς του πούλμαν. Γι΄ αυτό ξεκίνησα για το πιο λαϊκό καφενείο και στο δρόμο συνέχεια έλεγα: Θεέ μου, μη μ΄ αφήνεις ούτε καλημέρα να ΄χω πια με τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα, υποκείμενα.

Γιώργος Ιωάννου,
από τη συλλογή Για ένα φιλότιμο (1964)

η εικόνα είναι του Γ. Βελησσαρίδη, «Καλάβρυτα, θρήνος για τη σφαγή»

«Ήταν τόσο έντονη η ζωή μας, που έκανε για χρόνια ολόκληρα», Έλλη Παππά


"Εκεί, σ' αυτή τη φυλακή, έπεσε η αυλαία της ματωμένης Κυριακής. Με κρατήσανε στο ίδιο κελί από όπου αποχαιρέτησα τόν Νίκο από την Κυριακή ώς τήν Τετάρτη. Απόγευμα έγινε η μεταγωγή μου στη μόνιμη πια κατοικία μου, τις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ. Εκεί βρήκα το γιό μου, πού ήταν επτά μηνών. Αυτά τα γενέθλια ήταν και τα μόνα που προλάβαμε να "γιορτάσουμε" με τον Νίκο. Τώρα κρατούσα στα χέρια μου τόν μικρούλη Νίκο, κι έπρεπε να βρω τον τρόπο να γνωρίσει,μεγαλώνοντας τον πατέρα του...."

Έλλη Παππά
Γράμματα στο γιο μου
εκδόσεις Άγρα 2007

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

ΨΥΧΗ ΒΑΘΕΙΑ



Μπαίνοντας εκείνο το βράδυ στο δικηγορικό γραφείο του φίλου μου, με χτύπησε μια πολύ βαριά βρώμα. Μέσα, ένας γεροδεμένος μα μεγαλούτσικος στα χρόνια χωρικός κουβέντιαζε ζωηρά μαζί του για κάποια μάλλον κτηματική υπόθεση. Έμοιαζε παλιός πελάτης. Κάθισα στον προθάλαμο κι άνοιξα την εφημερίδα. Όμως η ανεξήγητη βρώμα ήταν ανυπόφορη. Κοίταξα το ταβάνι, τους τοίχους, μήπως είχε σπάσει καμιά σωλήνα απ’ αυτές που κατεβάζουν τις βρωμιές, μα δε φαινόταν τίποτε. Όλα λευκά και πεντακάθαρα. Έφτασα στο σημείο να φέρω στη μύτη μου ακόμα και την εφημερίδα, που ήταν ν’ ανοίγει η καρδιά σου, σωστός μπαχτσές: μάχες, τουφεκισμοί, συλλήψεις, προδοσίες, αποκηρύξεις και φυσικά μπόλικες δηλώσεις πολιτικών αρχηγών. Ένα νέο, πάντως μας αφορούσε ιδιαίτερα: μες στη βδομάδα θα περνούσαν απ’ τους κεντρικούς δρόμους μας τους αιχμάλωτους αντάρτες, που λίγες μέρες πριν είχαν βομβαρδίσει την πόλη μας με κανόνι. Προαναγγέλλονταν άγρια αποδοκιμασία. Καθώς διάβαζα αυτά, τέλειωσε μέσα η ακρόαση κι ο χωρικός βγαίνοντας σήκωσε απ’ τη μισοσκότεινη γωνιά ένα μικρό σακί που είχε εκεί αφημένο. Βρωμοκόπησε ο τόπος. Εδώ λοιπόν ήταν η πηγή της βρωμιάς.


Ο φίλος δε βαστάχτηκε, τον ρώτησε για το περιεχόμενο. Κι αυτός με το φυσικότερο ύφος μας είπε: «είναι τα κεφάλια δυο συγχωριανών μου. Τα πηγαίνω στο χωριό να τα στήσουμε στην πλατεία. Θα περάσει όλο το χωριό να τα δει και να τα φτύσει. Θα σας τα έδειχνα, μα είναι τυλιγμένα σε εφημερίδες».


Μόλις γκρεμοτσακίστηκε, ανοίξαμε τα παράθυρα και πήραμε δρόμο. Γυρίζαμε στην παραλία πάνω κάτω σαν τρελοί. Δε μιλάγαμε καθόλου, ούτε καν κοιταζόμασταν. Ύστερα μπήκαμε σε μια ταβέρνα και γίναμε στουπί στο μεθύσι. Κερνούσε ο φίλος απ’ τα λεφτά που είχε εισπράξει προηγουμένως. Εγώ δεν έβγαζα ακόμα χρήματα, κόντευα όμως. Ήμουν φοιτητής, άνθρωπος του Μέλλοντος, όπως μας ξεγελούσαν διάφοροι σιχαμεροί και τότε.




Γιώργος Ιωάννου, Τα κεφάλια
Από τη συλλογή Η σαρκοφάγος (1971)


Ἐλεγεῖο πάνω στὸν τάφο ἑνὸς μικροῦ ἀγωνιστῆ

Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου λέμε τ᾿ ὄνομά μας.
Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου σχεδιάζουμε τοὺς κήπους
καὶ τὶς πολιτεῖς μας
Πάνω στὸ χῶμα σου εἴμαστε. Ἔχουμε πατρίδα.
Ἔχω κρατήσει μέσα μου τὴ ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ὁ φαρμακερὸς ἦχος τοῦ πολυβόλου.
Θυμᾶμαι τὴν καρδιά σου ποὺ ἄνοιξε,
κ᾿ ἔρχονται στὸ μυαλό μου
κάτι ἑκατόφυλλα τριαντάφυλλα
ποὺ μοιάζουνε
σὰν ὁμιλία τοῦ ἀπείρου πρὸς τὸν ἄνθρωπο
-ἔτσι μας μίλησε ἡ καρδιά σου.
Κ᾿ εἴδαμε πὼς ὁ κόσμος εἶναι μεγαλύτερος,
κ᾿ ἔγινε μεγαλύτερος γιὰ νὰ χωρᾷ ἡ ἀγάπη.
Τὸ πρῶτο σου παιγνίδι: Ἐσύ.
Τὸ πρῶτο σου ἀλογάκι: Ἐσύ.
Ἔπαιξες τὴ φωτιά. Ἔπαιξες τὸ Χριστό.
Ἔπαιξες τὸν Ἀη-Γιώργη καὶ τὸ Διγενῆ.
Ἔπαιξες τοὺς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ ποὺ κατεβαίνουνε
ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα.
Ἔπαιξες τὴ φωνὴ τῆς ἐλπίδας, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπῆρχε φωνή.
Ἡ πλατεῖα ἦταν ἔρημη. Ἡ πατρίδα εἶχε φύγει.
Ἦταν καιρός! Δὲ βάσταξε ἡ καρδιά σου περισσότερο
ν᾿ ἀκοῦς κάτω ἀπ᾿ τὴ στέγη σου τ᾿ ἀνθρώπινα μπουμπουνιτὰ τῆς Εὐρώπης!
Ἄναψες κάτω ἀπ᾿ τὸ σακκάκι σου τὸ πρῶτο κλεφτοφάναρο...
Καρδιὰ τῶν καρδιῶν! Σκέφτηκες τὸν ἥλιο, καὶ προχώρησες...
Ἀνέβηκες στὸ πεζοδρόμιο κ᾿ ἔπαιξες τὸν ἄνθρωπο!


Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

Εναλλακτικό κυνήγι.

εντελώς συμπτωματικά


Ερασιτέχνες αλιείς χθες νωρίς το πρωί αλίευσαν στην περιοχή Τσιγκέλι Αλμυρού ένα αγριογούρουνο περίπου 50 με 60 κιλά. Το κυνήγι που είχαν εξαπολύσει μερικά σκυλιά σε ένα αγριογούρουνο οδήγησαν το άτυχο ζώο στη θάλασσα. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει έπεσε στη θάλασσα. Δεν τα κατάφερε όμως να ξεφύγει αυτή τη φορά από το αγκίστρι ενός ψαρά που το έπιασε στο Τσιγκέλι Αλμυρού.



Ο Μανώλης Κατσαούνης είναι ψαράς και είναι ένας από τους ανθρώπους που πήραν μέρος στην επιχείρηση ανέλκυσης του αγριογούρουνου στη βάρκα. Όπως περιγράφει χθες νωρίς το πρωί ο ίδιος με έναν φίλο του έριξαν παραγάδια και μετά από μιάμιση ώρα ξεκίνησαν να τα σηκώνουν. Την ώρα που ήταν απορροφημένοι στο μάζεμα του παραγαδιού, βλέπουν λίγο πιο πέρα ξαφνικά τη βάρκα ενός συναδέλφου να γυρνάει επί τόπου. «Μαζεύαμε τα παραγάδια και είδαμε το συνάδελφο να γυρνάει με την βάρκα επί τόπου», αναφέρει ο κ. Κατσαούνης. Ο ίδιος προσθέτει πως κοιτώντας τον διαπίστωσαν με το φίλο τους πως ο συνάδελφος ψαράς κρατούσε το γάντζο του και προσπαθούσε να βγάλει έξω ένα μεγάλο μαύρο πράγμα, που φαινόταν από μακριά για μεγάλο ψάρι. Οι δύο ψαράδες έβλεπαν τον τρίτο ψαρά να αγωνίζεται για πολλή ώρα χωρίς αποτέλεσμα να ανεβάσει αυτό που είχε αλιεύσει και έτσι πήγαν κοντά του να τον βοηθήσουν. «Πλησιάζοντας είδαμε ότι με το γάντζο είχε καρφωμένο στο λαιμό ένα αγριογούρουνο κι αυτό προσπαθούσε να ξεφύγει κι εκείνος με ένα σφυρί το χτυπούσε στο κεφάλι και ήταν μισοπεθαμένο. Φτιάξαμε μια θηλιά με σκοινί και ήλθε κι ένας άλλος ψαράς με το καΐκι του και το τράβηξε έξω», λέει ο κ. Κατσαούνης. Οι ψαράδες ρώτησαν στην περιοχή πώς το άτυχο αγριογούρουνο κατέληξε να βρεθεί στην θάλασσα και όπως τους είπαν τα σκυλιά που φύλαγαν το σπίτι ενός κατοίκου στην παραλία του Αλμυρού μυρίστηκαν το αγριογούρουνο, το οποίο και τρομαγμένο έπεσε στο νερό, χάνοντας τον προσανατολισμό του και κολύμπησε σχεδόν 700 μέτρα από την ακτή. Όπως τονίζει ο κ. Κατσαούνης, το περιστατικό αντιλήφθηκε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ο οποίος και ειδοποίησε τον ψαρά που το έπιασε με το γάντζο, ενώ έσπευσε και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού με το καΐκι του για να βοηθήσει να το βγάλουν στην ακτή.


Το άτυχο ζώο έγινε ένας πρώτης τάξης μεζές για τους αλιευτές του. (Επιμέλεια: Αλίκη Φωτιάδου, Προέλευση: http://www.taxydromos.gr/ArticleDetail.aspx?nodeSerial=001001006&nodeId=51&articleId=18690# )





αλλά και παλιότερα (13 Ιανουαρίου 2006)



Μια ομάδα από δέκα κυνηγούς αγριογούρουνων, στην ευρύτερη περιοχή Νεοχωρίου- Μηλέων, εντόπισαν ένα αγριογούρουνο σε δασική έκταση. Εκεί, προσπάθησαν να εγκλωβίσουν το άγριο ζώο, αλλά αυτό τους ξέφυγε και άρχισε να τρέχει με κατεύθυνση προς την παραλία.
Το θήραμα, καθώς το κατεδίωκαν οι κυνηγοί και τα σκυλιά που τους συντρόφευαν στο έργο τους, έφτασε στον κεντρικό δρόμο και από εκεί μέχρι την παραλία των Καλών Νερών, όπουέπεσε στη θάλασσα. Μάλιστα, σύμφωνα με τους κυνηγούς, το αγριογούρουνο κολύμπησε περίπου ένα μίλι από την ακτή. Η παρέα των κυνηγών, τελικά, με τη βοήθεια ενός ψαρά, κατάφεραν να βγάλουν από την θάλασσα το «άτακτο» αγριογούρουνο, το οποίο και κατέληξε στο… τραπέζι τους. ( προέλευση :http://anagi.ana-mpa.gr/articleview1.php?id=1287 )

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

CREDO





CREDO (ως είθισται να λέμε λατινιστί)

Α
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν εκτός ουρανού / φυγάς θεόθεν και αλήτης, Εμπεδοκλής / και επί της γης / εξόριστος πάνω στη γη κ.λ.π. του Βωδελαίρου/.

Β
Πιστεύω εις ένα Υπολογιστήν εντός κεραυνού και δια της ύλης.

Γ
Υποφέροντας άχραντα /ουσιαστικόν / ο Ποιητής ανατείνεται βραδυφλεγής αυτόχειρας εξυπακούοντας πολύωρους ύπνους.

Δ
Τα υποψήφια λάθη λιγοστεύοντας.

Ε
Ορατών τε πάντων και αοράτων ιερουργώντας την αποκρομμύωση.

Ζ
Ο Ποιητής έχει τίποτα / βλέπε τους αναχωρήσαντες /.

Η
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: η τρέλα μ' αρέσει∙ γελοιοποιεί την ύπαρξη∙ ας ανάψω απ' τη μάνα μου.

Θ
Συνταχτικό δεν το γνοιάζεται στην προσταγή της μουσικότητας. Μαζί και μ' άλλες ακόμη λευτεριές, και τα νυ παίζονται κατά την έννοια ήχος οπουδήποτε. Π.χ. τον χειμώνα εδώ, το χειμώνα εκεί∙ δε θά 'ρθει – δεν θα καταλαγιάσουμε, κ.λ.π. κ.λ.π.

Ι
Ο Ποιητής γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση.

Κ
Κι αν είναι έλληνας οφείλει να σπουδάζει πάντοτε της Αττικής τη λεπτότητα, σε φως, βουνά, χωράφια και θάλασσα.Διδάσκει γλώσσα η λεπτότητα τούτη.

Λ
Κι αν είναι βαθιά πεπρωμένος ο Ποιητής εκφράζει το ανεξήγητο του εξηγητού∙ τυγχάνει νόμιμος διάδοχος του επιστήμονα και προκάτοχός του.

Μ
Στον αφρό δεν έχει διάρκεια∙ στο πατοκάζανο μαίνεται ο Ποιητής.

Ν
Φλογοδίαιτος και ποτέ ξελυτρωμένος.

Ξ
Ο Ποιητής κάποτε πρέπει να λέει: μεγάλη κατανάλωση παρουσίας – γενείτε και λίγο μοναξιάρηδες!

Ο
Ο Ποιητής είναι αμφίφλοξ.

Π
Επιδέχεται θανάτους και αναστάσεις.

Ρ
Ακροθωρίζει και υπάρχει σε ξαφνοκοίταγμα.

Σ
Είναι ουραγός της μητέρας.

Τ
Ανέσπερος από ηλικία.

Υ
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: να συμπέσουν οι αγνότητες. Μέχρι την Κόρινθο του Σύμπαντος ή μακρύτερα.

Φ
Σε ανώτερη απελπισία.

Χ
Σε φαεινότερη πεμπτουσία.

Ψ
Σε μιαν αίσθηση που πτηνούται.

Ω
Συγχωρώντας τους πάντες.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ




Από τη συλλογή Λογική Μεγάλου Σχήματος, ΕΡΑΤΩ, 1989

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Τὸ μέλλον μας θὰ ἔχει πολὺ ξηρασία.



Θὰ σᾶς περιμένω μέχρι τὰ φοβερὰ μεσάνυχτα ἀδιάφορος-
Δὲν ἔχω πιὰ τί ἄλλο νὰ πιστοποιήσω.
Οἱ φύλακες κακεντρεχεῖς παραμονεύουν τὸ τέλος μου
ἀνάμεσα σὲ θρυμματισμένα πουκάμισα καὶ λεγεῶνες.
Θὰ περιμένω τὴ νύχτα σας ἀδιάφορος
χαμογελώντας μὲ ψυχρότητα γιὰ τὶς ἔνδοξες μέρες.

Πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο κῆπο σας
πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο πρόσωπό σας
ἐγὼ θὰ ξαφνιάζω τὰ πλήθη
ὁ ἄνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι καὶ τυμπανοκρουσίες ἐπίσημες
μάταιοι λόγοι.

Μὴν ἀμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Τὸ μέλλον μας θὰ ἔχει πολὺ ξηρασία.


Μιχάλης Κατσαρός, Θὰ σᾶς περιμένω





γιαυτό....






Ἀντισταθεῖτε


σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτίζει ἕνα μικρὸ σπιτάκι


καὶ λέει: καλὰ εἶμαι ἐδῶ.


Ἀντισταθεῖτε


σ᾿ αὐτὸν ποὺ γύρισε πάλι στὸ σπίτι


καὶ λέει: Δόξα σοι ὁ Θεός.


Ἀντισταθεῖτε


στὸν περσικὸ τάπητα τῶν πoλυκατοικιῶν


στὸν κοντὸ ἄνθρωπο τοῦ γραφείου


στὴν ἑταιρεία εἰσαγωγαὶ- ἐξαγωγαί


στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση


στὸ φόρο


σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.


Ἀντισταθεῖτε


σ᾿ αὐτὸν ποὺ χαιρετάει ἀπ᾿ τὴν ἐξέδρα ὦρες


ἀτέλειωτες τὶς παρελάσεις


σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγονη κυρία


ποὺ μοιράζει ἔντυπα ἁγίων λίβανον καὶ σμύρναν


σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.


Ἀντισταθεῖτε


πάλι σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέγονται


μεγάλοι


στὸν πρόεδρο τοῦ Ἐφετείου ἀντισταθεῖτε


στὶς μουσικὲς τὰ τούμπανα καὶ τὶς παράτες


σ᾿ ὅλα τ᾿ ἀνώτερα συνέδρια ποὺ φλυαροῦνε


πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι


σ᾿ ὅλους ποὺ γράφουν λόγους γιὰ τὴν ἐποχὴ


δίπλα στὴ χειμωνιάτικη θερμάστρα


στὶς κολακεῖες τὶς εὐχὲς τὶς τόσες ὑποκλίσεις


ἀπὸ γραφιάδες καὶ δειλοὺς


γιὰ τὸ σοφὸ ἀρχηγό τους.


Ἀντισταθεῖτε στὶς ὑπηρεσίες τῶν ἀλλοδαπῶν


καὶ διαβατηρίων στὶς φοβερὲς σημαῖες τῶν κρατῶν καὶ τὴ


διπλωματία


στὰ ἐργοστάσια πολεμικῶν ὑλῶν


σ᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε λυρισμὸ τὰ ὡραῖα λόγια


στὰ θούρια


στὰ γλυκερὰ τραγούδια μὲ τοὺς θρήνους


στοὺς θεατὲς


στὸν ἄνεμο




σ᾿ ὅλους τους ἀδιάφορους καὶ τοὺς σοφοὺς


στοὺς ἄλλους ποὺ κάνουνε τὸ φίλο σας



ὡς καὶ σὲ μένα, σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ


ἀντισταθεῖτε.


Τότε μπορεῖ βέβαιοι νὰ περάσουμε πρὸς τὴν


Ἐλευθερία.




Μιχάλης Κατσαρός, Ἡ διαθήκη μου




Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

Η πορεία προς τις 4 του Οκτώβρη και μετά ......



Πορεία

Τότε ήρθε στη συνεδρίαση ο Χαρίλαος,
πραγματικό του όνομα Γεράσιμος,
και είπε:
"Συναγωνιστές θα νικήσουμε".
Τον σκότωσαν έπειτα από δυο μέρες.
Και ήρθε στη θέση του ο Αλέξης,
όνομα πραγματικό του Νίκος,
και είπε:
"Συναγωνιστές θα νικήσουμε".
Στο τρίτο κύμα της τρομοκρατίας
έπιασε θέση λογιστή.
Τότε ήρθε στη θέση του ο Γρηγόρης,
επιλεγόμενος Αρμένης, πραγματικό του όνομα άγνωστο
κ' είπε:
"Αδέρφια, θα περάσουμε πολλές δοκιμασίες
μα θα νικήσουμε".
Αργότερα ανέλαβε πιο υπεύθυνη δουλειά.
Κ' ήρθε στη θέση του η Ρόζα,
πραγματικό της όνομα Φανή,
κ' είπε:
"Θα πρέπει τώρα να προσαρμοστούμε
στις νέες συνθήκες".
'Οταν την πιάσαν ήρθε στη θέση της ο Πέτρος,
πραγματικό του όνομα Θανάσης
κ' είπε:
"Ο δείχτης των απεργιών ανέβηκε".
Πέθανε αργότερα στο σανατόριο.
Κ' ήρθαμε με τη σειρά μου εγώ κι ο Πελοπίδας κι ο Στρατής
ήρθαν παιδιά καινούργια, οι καταδίκες ηγετών
ήρθανε τα πεντάχρονα, τα εφτάχρονα, οι αλλεπάλληλες επαναστάσεις
ήρθανε τα συνέδρια, η αποκατάσταση νεκρών ηρώων
ο θάνατος από τα γερατειά
σκοτείνιασε η σειρά των ονομάτων, μπερδεύτηκε η συνέχεια...
Και είπε ο νέος εργάτης στη νέα συνεδρίαση:
"Σύντροφοι θα νικήσουμε".






Μπαλλάντα ενός μικρού γραφειοκράτη

'Ανθρωπος καθώς λεν πολύ συνειδητός.
'Αλλοτες έλεγε τ' όνομα του Στάλιν
δυο-τρεις φορές την ώρα.
Τώρα θυμάται λίγο ξεχασμένο Μαρξ και Λένιν
μα πιο πολύ κουβέντες
συγχρόνων ηγετών της μόδας.

'Ανθρωπος καθώς λεν πολύ συνειδητός.
'Αλλοτε τολμηρός πολύ
να κριτικάρει τους πιο κάτω.
Τώρα μιλάει πού και πού
για κριτική και προς τα πάνω
και ξεσκονίζει λίγο πιο διακριτικά.

'Ανθρωπος καθώς λεν πολύ συνειδητός.
'Αλλοτες έτοιμος να καταγγείλει όποιον διαφωνούσε
χαφιέ, τσιράκι της Ασφάλειας, όργανο της Ιντέλλιτζενς.
Τώρα, αληθινά αλλαγμένος,
τον βγάζει μόνο ρεβιζιονιστή, οππορτουνιστή,
κ' επιεικώς, χαλαρό ηθικά.

'Ανθρωπος πραγματικά συνειδητός
που τώρα όπως και πριν
στο κίνημα αφιερώνει
τη ζωή του ολόκληρη
έχοντας τη ματιά του προσηλωμένη
στις πρώτες θέσεις στις εξέδρες.



Τίτος Πατρίκιος




(από τη συλλογή "Μαθητεία 1952-1962", Πρίσμα, 1978)





ΛΟΥΦΕΣ ΚΑΙ ΓΛΕΝΤΙ

Σε μούλκι ματοπότιστο και κοκαλοσπαρμένο .
αφεντικό με βάλανε μ’ ένα λουφέ μεγάλο,
ξένος για τούτο ήμουνα κι αυτό για μένα ξένο,
μα ρίζες πρόφθασα πολλές στο χώμα του να βάλω…
Οι ρίζες βγάλανε κλωνιά και τα κλωνιά μπουμπούκια
και τά μπουμπούκια τον καρπό θα δέσουνε μια μέρα.
Ως τώρα πήδησα πολλά μέσα σ’ αυτό παλούκια,
μα σ’ όλους τους κολλήγους μου επήρα τον αγέρα.
Λουφές και γλέντι! Τι ζωή! Κουκούτσι δε με μέλλει,
πώς πάνε τα ζωντόβουλα που μ’ έχουνε γι’ αφέντη!
Οργώνουν άλλοι, μα εγώ, εγώ τρυγώ τ’ αμπέλι,
το ξεζουμιάζω και τραβώ. . . Τραβώ μεγάλο γλέντι.
Λογαριασμό δεν μου ζητούν, λογαριασμό δεν δόνω,
κι αν μέσα στο μεθύσι μου ή κανενού κεφάλι,
ή πιάτα, τζάμια σπάσουνε, το κέφι μου δε χάνω. . .
Υγεία να ’χω μοναχά και τα πλερώνουν άλλοι.
Μέσα στο κτήμα μου πολλοί δουλεύουνε κολλήγοι
τους στίβω σε χρονιάτικο μεγάλο γηομοίρι,
δόξες, ταξίδια και λουτρά, ραχάτι και κυνήγι
τα βγαίνω απ’ τον ίδρω τους —ψυχή μου πανηγύρι!
Εδώ και κει καμιά φορά μαλώνουν μεταξύ τους
βριζοκοπούνται, κλέβονται, κλοτσιώνται, κουτουλιώνται,
λυούνε τις μύτες, γδέρνονται. . . είναι δουλειά δική τους
σώνει μονάχα του λουφέ λεφτά να μη χαλιώνται. ..
Από ψηλά, πολύ ψηλά τους βλέπω σα μυρμήγκια,
πού σέρνουνε κουκί - κουκί στην τρύπα τους το στάρι,
για να το φάνε μονομιάς αχόρταγα ποντίκια
και πάλι βγαίνουν παγανιά για πόντικα θρεφτάρι. ..
Αν αγριεύουν στα κρυφά και το μουστάκι στρίβουν
αν μουρμουρίζουνε πολλοί για την αναμελιά μου
Ε! τι με μέλλει! . . . Μέσα τους βεζούβιο κι αν κρύβουν. ..
Λουφές και γλέντι δυνατό! Αυτή ’ναι η δουλειά μου.

Κλεάνθης Τριαντάφυλλος (Ραμπαγάς) , 1881


Προέλευση:

α. Πορεία, Μπαλλάντα ενός μικρού γραφειοκράτη : http://www.sarantakos.com/kibwtos/patrikios16.htm#poreia


β. ΛΟΥΦΕΣ ΚΑΙ ΓΛΕΝΤΙ







Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

Συμβαίνει πως κουράζομαι να ‘μαι άνθρωπος...Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ!





Πάμπλο Νερούδα
(12 Ιουλίου 1904-23 Σεπτεμβρίου 1973)




WALKING AROUND




Συμβαίνει πως κουράζομαι να ‘μαι άνθρωπος.
Συμβαίνει πως μπαίνω σε ραφτάδικα και σινεμάδες
μαραμένος, αδιαπέραστος, σαν ένας κύκνος από τσόχα
πλέοντας σ’ ένα νερό από καταγωγή και στάχτη.


Η οσμή από τα κομμωτήρια με κάνει να κλαίω με κραυγές.
Μονάχα θέλω μια ξεκούραση από πέτρες ή από μαλλί,
μονάχα θέλω να μη βλέπω καταστήματα και κήπους,
ούτε εμπορικά, διόπτρες, κι ασανσέρ.

Συμβαίνει πως κουράζομαι απ’ τα πόδια και τα νύχια μου
κι απ’ τα μαλλιά και τη σκιά μου.
Συμβαίνει πως κουράζομαι να ‘μαι άνθρωπος.


Όμως θα ήταν νόστιμο
να τρομάξω ένα συμβολαιογράφο μ’ έναν κομμένο κρίνο
ή θάνατο να δώσω σ’ ένα μοναχό μ’ ένα χτύπημα του αυτιού.
Θα ‘ταν ωραίο
να πηγαίνω στους δρόμους μ’ ένα μαχαίρι πράσινο
και βγάζοντας κραυγές ως να πεθάνω από το κρύο.



Δεν θέλω άλλο να ‘μαι ρίζα μες στις καταχνιές,
αβέβαιος, απλωμένος, τρέμοντας από όνειρο,
προς τα κάτω, στα μουσκεμένα έντερα της γης,
απορροφημένος, σκεπτικός, τρώγοντας κάθε μέρα.



Δεν θέλω για μένα τόσες δυστυχίες.
Δεν θέλω να συνεχίσω από ρίζα κι από τάφο,
από υπόγειο μόνος, από κελάρι με νεκρούς,
κοκαλωμένος, να πεθαίνω από πόνο.



Γι αυτό η Δευτέρα καίγεται σαν το πετρέλαιο
όταν με βλέπει να ‘ρχομαι με πρόσωπο από φυλακή,
κι ουρλιάζει στο πέρασμά της σαν μια ρόδα πληγωμένη,
και κάνει βήματα από ζεστό αίμα προς τη νύχτα.



Και με σπρώχνει σε κάποιες γωνιές, σε κάποια υγρά σπίτια,
σε νοσοκομεία όπου τα οστά βγαίνουν στο παράθυρο,
σε κάποια παπουτσάδικα με οσμή από ξύδι,
σε δρόμους φοβερούς σαν ουλές.



Υπάρχουνε πουλιά σε χρώμα από θειάφι και τρομεροί απροορισμοί
κρεμασμένοι από τις πόρτες των σπιτιών που μισώ,
υπάρχουν οδοντοστοιχίες ξεχασμένες σε μια καφετιέρα,
υπάρχουνε καθρέφτες
που θα ‘πρεπε να κλαίγανε από ντροπή και φόβο,
υπάρχουνε ομπρέλες σ’ όλα τα μέρη, και δηλητήρια, κι υποχρεώσεις.


Εγώ περνάω με ηρεμία, με μάτια, με παπούτσια,
με μανία, με λησμονιά,
περνάω, διασχίζοντας γραφεία και μαγαζιά ορθοπεδικής,
και αυλές όπου υπάρχουν ρούχα κρεμασμένα απόνα σύρμα:
σώβρακα, πετσέτες και πουκάμισα που κλαίνε
αργά βρώμικα δάκρυα.

Μετάφραση: Β. Λαλιώτης




ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ

ΤΑ ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ



«Τόσα φαρμάκια, τόση συφορά κι εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να ‘ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες...Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοϊλέ. Ας μη μας κρατάει κάκια που την ποτίσαμε μ’ αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!»











Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

21/09 Κοδράτου Αποστόλου του εν Μαγνησία.



Tω αυτώ μηνί KA΄, μνήμη του Aγίου Aποστόλου Kοδράτου του εν Mαγνησία. *


Aθλητικών Kοδράτε σων κηρυγμάτων,Eν ουρανοίς βραβεία πολλά λαμβάνεις.Eικάδι δε πρώτη Kοδράτος στέφος εύρατο άθλοις.


+ Oύτος ήτον ανήρ σοφός και πολυμαθής. Γενόμενος δε και αυτός ένας από τους μαθητάς του Xριστού, και πλουτήσας την πυρίπνοον χάριν του Πνεύματος, εχειροτονήθη Eπίσκοπος των Aθηναίων. Kαι πολλούς μεν επίστρεψεν εις την αληθή πίστιν Xριστού. Tους δε σοφούς των Eλλήνων, οίτινες υπερηφανεύοντο μεγάλως εις την σοφίαν τους, επεστόμισε και κατήσχυνε με την χάριν του Θεού, και με την δύναμιν των λόγων. Όθεν από τους διώκτας των Xριστιανών τιμωρηθείς με πέτρας, με φωτίαν, και με πολλάς άλλας βασάνους, εδιώχθη από την επαρχίαν και ποίμνιόν του. Kαι απελθών εις την πόλιν Mαγνησίαν, εδίωξε και από εκεί με τας διδασκαλίας του το σκότος της πλάνης. Kαι ύστερον κατά τους χρόνους Aδριανού του καλουμένου Aιλίου, εν έτει ριζ΄ [117], λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον. Tο δε άγιον αυτού λείψανον ευρίσκεται εις την Mαγνησίαν πηγάζον πλουσίως κάθε ιατρείαν ασθενείας εις όλους εκείνους, οπού πλησιάζουν εις αυτό μετά πίστεως.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

ΜΝΗΜΗ ΜΑΝΟΥ ΛΟΪΖΟΥ




22 Οκτωβρίου 1937-17 Σεπτεμβρίου 1982



To σήριαλ


Έπαιζες το θύμα κι ήταν ένοχοι πολλοί

σ' αυτό το σήριαλ παίζαμε όλοι

και ξαφνικά μια νύχτα

στην πιο κρίσιμη σκηνή

φεύγεις κρυφά απ' την οθόνη


Καλώς ήρθες Μαργαρίτα

με τα κόκκινα μαλλιά

καλώς ήρθες Μαργαρίτα

μες στην πόλη


Σε θυμάμαι που κρατούσες

κάτι σχέδια παιδικά

τώρα κρύβεις μες στην τσέπη

το πιστόλι


Φώτα, αστυνομία ποιος θα βρει το Ι.Χ.

ποιος το φονιά και ποιος το θύμα

ο κόσμος θέλει βία περιμένει τη σκηνή

κάνε λοιπόν το πρώτο βήμα.


Καλώς ήρθες Μαργαρίτα

με τα κόκκινα μαλλιά

καλώς ήρθες Μαργαρίτα

μες στην πόλη


Σε θυμάμαι που κρατούσες

κάτι σχέδια παιδικά

τώρα κρύβεις μες στην τσέπη

το πιστόλι




Μουσική: Μάνος Λοΐζος



Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

πριν τις 4 του Οκτώβρη....Σ' αυτόν τον τόπο

401
Αγωνία για ηλεκτροσόκ.
Νεκροζώντανοι στο Κύτταρο. Σκηνές ροκ. Φωτογραφία με την Μπέλλου.

Μ' αεροπλάνα και βαπόρια
και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια
κι όμως εσύ δε μας ακούς

Δε μας ακούς που τραγουδάμε
με φωνές ηλεκτρικές
μες στις υπόγειες στοές
ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε
τις βασικές σου τις αρχές

Ο πατέρας μου ο Μπάτης (Απρόσιτη μητέρα μορφή από χώμα και ουρανό
ήρθε απ' τη Σμύρνη το '22 ( θα χαθώ απ'τα μάτια σου τα δυο)
κι έζησε πενήντα χρόνια (μες στον κόσμο)
σ' ένα κατώι μυστικό (σαν πρόσφυγας σ'ένα κατώι μυστικό)

Σ' αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε (αν αγαπούνε)
τρώνε βρώμικο ψωμί (τρώνε βρώμικο ψωμί)
(του λόγου σου οι πιστοί)
κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε (κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή)
υπόγεια διαδρομή

Χθες το βράδυ είδα ένα φίλο
σαν ξωτικό να τριγυρνάπάνω στη μοτοσικλέτα
και πίσω τρέχανε σκυλιά

Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα
βάλε στα ρούχα σου φωτιά (σαν τον Μάρκο)
βάλε στα όργανα φωτιά (βάλε στα όργανα φωτιά)
να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα (να κλείσει η λαβωματιά μα τιναχτεί σαν μαυρο πνευμα)
η τρομερή μας η λαλιά (η τρομερη μας η λαλιά)

(στις παρενθέσεις τα λόγια του Σαββόπουλου)


Στίχοι: Διονύσης Σαββόπουλος
Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Σωτηρία Μπέλλου & Διονύσης Σαββόπουλος

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount